Τρίτη 30 Μαρτίου 2010
Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας
«Οι έλληνες είχον δίκαιον, και έπρεπε να κινηθώσι. Και αν οι εξωτερικοί πειρασμοί δεν τους ηνώχλουν, ήθελον είσθαι σήμερον ευτυχέστεροι και ήσυχοι»
Εμμ. Ξάνθος
Το Φθινόπωρο του 1814, πιθανότατα στα μέσα του Σεπτέμβρη, ιδρύθηκε στην Οδησσό της Νότιας Ρωσίας, από δύο άσημους εμπορευόμενους κι ένα διανοούμενο, η Φιλική Εταιρεία. Ιδρυτές ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς από το Καμπότι της Άρτας, ο Εμμ. Ξάνθος από την Πάτμο και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, διανοούμενος, γιος Γουναρά από τα Γιάννενα. Η εταιρεία ήταν μια μυστική συνωμοτική οργάνωση, οργανωμένη κατά τα πρότυπα των μασονικών οργανώσεων και της οργάνωσης των καρμπονάρων της Ιταλίας, που σκοπό της είχε να οργανώσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των ελλήνων, στηριγμλένο αποκλειστικά στους ίδιους τους έλληνες που τότε ζούσαν στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Εμμ. Ξάνθος γράφει χαρακτηριστικά : «Απεφάσισαν οι ειρημένοι να επιχειρισθώσι την σύστασιν τοιαύτης Εταιρείας και να εισάξωσιν εις αυτήν όλους τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών, δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζων από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων».
Και οι τρεις ιδρυτές της εταιρείας δεν ανακατεύονταν για πρώτη φορά με την επαναστατική δράση. Ο Ξάνθος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι το 1813 είχε γίνει μέλος της εταιρείας Ελεύθερων Τεκτόνων (μασόνων) στην Αγία Μαύρα. Ο Ν. Σκουφάς είχε μυηθεί στις επαναστατικές ιδέες της εποχής από τον έμπορο Κωνσταντίνο Ράδο που είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Πίζας και είχε με την σειρά του μυηθεί στον καρμποναρισμό. Τέλος ο Τσακάλωφ υπήρξε ιδρυτικό μέλος, το 1809 στο Παρίσι, της εταιρείας «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» και πιθανόν να ήταν κι αυτός επηρεασμένος από τις ιδέες του Ράδου με τον οποίο ήσαν συμπατριώτες και φίλοι .
Η ίδρυση της εταιρείας στη Ρωσία δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό γεγονός. «Ο Έλλην- γράφει ο Ι. Φιλήμων - όχι μόνο δεν έχαιρε καμμίαν τιμήν πολιτικήν πλησίον του άλλου Κόσμου, αλλά και εμισείτο καταφρονούμενος και μη κρινόμενος ουδέ άξιος ταφής εις τον θάνατόν του. Οι άνθρωποι του Βορέως τον μεταχειρίσθησαν εξ εναντίας ως ένα αδελφόν. Πλησίον τούτων εύρεν ούτος καταφύγιον εις τας αμηχανίας του, περίθαλψιν εις τας δυστυχίας του, ευκολίας εμπορικάς, τιμάς στρατιωτικάς και πολιτικάς, και ελπίδας σοβαράς περί της μελλούσης τύχης του». Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους η Ρωσία θεωρούνταν από τους υπόδουλους έλληνες ως ο καταλληλότερος χώρος για να ξεκινήσουν και να ξεδιπλώσουν την επαναστατική τους δράση. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο σοβιετικός ιστορικός Ο. Μπ. Σπαρό «ενώ οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης έφταναν μόνο ως τη φωτισμένη αφρόκρεμα των ελλήνων πατριωτών, οι ρωσικοί πόλεμοι, έστω και μόνο διότι ήταν άμεσα αισθητοί, ανατάραζαν τα πιο πυκνά λαϊκά στρώματα. Και πραγματικά, το γεγονός ότι η Ρωσία (και μάλιστα μόνο αυτή!) χτυπά συνεχώς με σκληρότητα τους καταπιεστές του ελληνικού λαού, την έκανε στη συνείδηση των πλατιών λαϊκών μαζών τον συμπαθέστερο φίλο τους» .
Εταιρισμός και επανάσταση
Η ιδέα της ίδρυσης εταιρείας για επαναστατικούς σκοπούς, ο εταιρισμός όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται, δεν εμφανίστηκε, ούτε και εφαρμόστηκε, πρώτη φορά στα 1814. Γενικά αυτός ο τύπος οργάνωσης, με διάφορες παραλλαγές, ήταν συνηθισμένος στην Ευρώπη της εποχής των αστικών επαναστάσεων. Έτσι, πράγμα φυσικό, επηρέασε και τους έλληνες, κυρίως του εξωτερικού, που οραματίζονταν την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση και αγωνίζονταν να γίνει πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, όπως σημειώνει ο Τ. Βουρνάς , «οι πρώτες καταβολές του εταιρισμού βρίσκονται στο μεταίχμιο του 18ου προς το 19ο αιώνα με κύριο εκπρόσωπο του το Ρήγα και την ομάδα του». Η εταιρεία του Ρήγα, επηρεασμένη από την επαναστατική κίνηση της Ευρώπης και ιδιαίτερα από την Γαλλική Επανάσταση διαπνεόταν από βαθιά ριζοσπαστικές ιδέες και προσέβλεπε πρωτίστως στην κοινωνική απελευθέρωση μέσα από την οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί και η εθνική. Όμως όταν το πολιτικό κλίμα άλλαξε στην γηραιά ήπειρο, μοιραία τροποποιήθηκε και ο πολιτικός προσανατολισμός του ελληνικού εταιρισμού. Η εταιρεία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», που ιδρύθηκε στα 1809 στο Παρίσι, δεν διαπνεόταν από τον παλιό ριζοσπαστισμό της εταιρείας του Ρήγα κι ούτε επιδίωκε την κινητοποίηση και τη δράση των μαζών. Στόχο έχει να επηρεάσει το Μέγα Ναπολέοντα υπέρ της ελληνικής υπόθεσης.
Μια τρίτη εταιρεία ήταν η «Φιλόμουσος Εταιρεία», την ίδρυση της οποίας (1813) ευνόησε η Μεγάλη Βρετανία επιδιώκοντας να θέσει υπό τον έλεγχό της το ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Γρήγορα όμως αυτή η εταιρεία, ύστερα από χειρισμούς του υπουργού εξωτερικών του Τσάρου Ι. Καποδίστρια, βρέθηκε κάτω από ρωσική επιρροή, αλλά δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί απολύτως από τους ρώσους. Γράφει ο Καποδίστριας στα απομνημονεύματά του: «Τοιαύτη είναι η αρχή της Εταιρείας των Φίλων των Μουσών, της εν Ελλάδι αποκληθείσης Φιλομούσου Εταιρείας, ης την φύσιν μετέπειτα ανήσυχοι και ταραχοποιοί άνθρωποι απεπειράθησαν να διαστρέψουν συνδυάζοντες αυτήν προς αρχαιοτέρας εταιρείας ιδρυθείσας υπό του Ρήγα».
Χωρίς αμφιβολία ιστορία του εταιρισμού στην Ελλάδα, είχε καταλυτική επίδρασή στη Φιλική Εταιρεία.
Τι ήταν η Φιλική Εταιρεία
Η Φιλική Εταιρεία, όπως προαναφέραμε ήταν επηρεασμένη από τις μασονικές οργανώσεις και τους καρμπονάρους. Δεν επρόκειτο για κάτι το αφύσικο. Από επαναστατική- πολιτική και οργανωτική άποψη αυτές οι οργανώσεις ήταν ότι καλύτερο είχε να παρουσιάσει η εποχή εκείνη. Όμως οι Φιλικοί δεν αντέγραψαν τις ξένες οργανώσεις κατά γράμμα. Όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος και όπως ήταν φυσικό να γίνει, οι τρεις ιδρυτές της εταιρείας «συντάξανε το καταστατικό της συνωμοτικής οργάνωσής τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμόζεται στις ελληνικές συνθήκες».
Η Φιλική Εταιρεία ελάβε υπόψη της και την πείρα των ελληνικών εταιρειών που είχαν προηγηθεί. Το γεγονός όμως ότι η εποχή στην οποία εμφανίστηκε ήταν εποχή αναδίπλωσης των αστικών επαναστάσεων επηρέασε το πολιτικό της πρόγραμμα. Έτσι δεν είχε τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της εταιρείας του Ρήγα. Στο πρόγραμμά της προείχε η Εθνική Απελευθέρωση ως προϋπόθεση για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα ακολουθούσαν. Ταυτόχρονα, οι Φιλικοί είχαν απολύτως συνειδητοποιήσει ότι το έργο αυτής της απελευθέρωσης θα ήταν κυρίως έργο των υπόδουλων ελλήνων που δεν είχαν να περιμένουν πολλά πράγματα από τους ξένους. Στο απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Ξάνθου που παραθέσαμε στην αρχή η αντίληψη αυτή είναι ξεκάθαρη και την επιβεβαιώνει και ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του που γράφει χαρακτηριστικά : «Είδα τότε ότι, ό,τι κάμωμε, θα το κάμωμε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους».
Αναφέραμε στην αρχή ότι η εταιρεία ήταν μυστική- συνωμοτική. Όπως όλες ο συνωμοτικές, επαναστατικές εταιρείες, λειτουργούσε με αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες. Είχε σημάδια και λέξεις για να αναγνωρίζονται τα μέλη της, για την επικοινωνία χρησιμοποιούνταν επιστολές κρυπτογραφικού χαρακτήρα και όσοι πρόδιδαν στον εχθρό τα μυστικά της εταιρείας ή ήσαν ύποπτοι για προδοσία εκτελούνταν αμέσως . Παρ’ όλα αυτά ο συνωμοτισμός της ήταν περιορισμένος με την έννοια ότι δεν επρόκειτο για μια κλειστή, στενή οργάνωση αλλά αντίθετα για μια οργάνωση πλατιά, μαζική.
«Είναι πολύ αξιοσημείωτο το γεγονός- γράφει ο Ο. Μπ. Σπαρό - ότι αντίθετα από τις στενές επαναστατικές οργανώσεις του τύπου των Ιταλών καρμπονάρων, που ήταν πολύ διαδομένες τότε σε μια σειρά δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η ‘‘Εταιρεία’’ έγινε στην ουσία μαζική, πανεθνική οργάνωση, προορισμένη να ξεσηκώσει σε εξέγερση όλο τον ελληνικό λαό. Οι ιδρυτές της απαρνήθηκαν τη συνωμοτική τακτική και προσπαθούσαν να προσελκύσουν στην Εταιρεία όσο το δυνατόν πολλά μέλη από τα πιο διαφορετικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας». Την πρόθεση των ιδρυτών και ηγετών της Φιλικής Εταιρείας να αποκτήσει η οργάνωσή τους μαζικό χαρακτήρα την επιβεβαιώνει και ο Ν. Υψηλάντης ο οποίος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι οι βασικές αρχές της Εταιρείας «γράφτηκαν σε μία κακή τετριμμένη διάλεκτο ης ελληνικής, για να είναι κατανοητές και από τον τελευταίο τσοπάνο» .
Η Εταιρεία οργάνωνε τα μέλη της με προσεκτικό τρόπο και τα κατέτασσε με βάση την εσωτερική της διαβάθμιση κατά την οποία ήταν δομημένη. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ι. Φιλήμων η διαβάθμιση των μελών περιελάμβανε, επτά βαθμούς: το βαθμό των Βλάμηδων (αδελφοποιητοί), το βαθμό των Συστημένων, το βαθμό των Ιερέων, το βαθμό των Ποιμένων, το βαθμό των Αρχιποιμένων, το βαθμό των Αφιερωμένων και το βαθμό των Αρχηγών των Αφιερωμένων. Κατώτερος βαθμός ήταν αυτός των Βλάμηδων τον οποίο και ελάμβαναν τα μέλη της εταιρείας που δεν γνώριζαν γράμματα και ανώτερος αυτός των Αρχιποιμένων. Επίσης από τους επτά αυτούς βαθμούς οι δύο τελευταίοι θεωρούνταν στρατιωτικοί και καθιερώθηκαν αργότερα .
Όσοι έμπαιναν στη Εταιρεία έδιναν όρκο. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι ο όρκος αυτός, ακόμη και ο όρκος για τον πρώτο βαθμό των Βλάμηδων, ήταν απομακρυσμένος από τον χριστιανικό όρκο. Για την ακρίβεια δινόταν όρκος στο «Υπέρτατο Ον» γεγονός που παραπέμπει στο τεκτονισμό αλλά και στη λατρεία του υπέρτατου όντος κατά τη Γαλλική Επανάσταση . Το γεγονός αυτό, καθώς και άλλα που συνδέονται με την διαδικασία της κατήχησης των μελών, έκαναν τον Σπ. Τρικούπη- που δεν αντιλαμβανόταν τον βαθμό απελευθέρωσης από την θρησκεία που επέφεραν οι αστικές επαναστατικές ιδέες- να γράφει ότι η κατήχηση στην Εταιρεία, από την θρησκευτική της πλευρά «ήταν ένα τερατώδες μείγμα αλήθειας και ψεύδους, ευσέβειας και ασέβειας» .
Η ιστορική προσφορά της Φιλικής Εταιρείας
Μέχρι το 1917 η ανάπτυξή της Φιλικής Εταιρείας ήταν ελάχιστη. Όλα κι όλα τα μέλη της ήταν 42 . Όμως από το 1918 και μετά, που μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, αναπτύχθηκε ραγδαία. «Τότε- γράφει ο Γ. Ζέβγος - ανάπτυξε πλατειά δράση και στις γραμμές της μπαίνουν χιλιάδες άνθρωποι απ’ όλα τα στρώματα του έθνους, φαναριώτες, κληρικοί, κοτζαμπάσηδες, έμποροι, λόγιοι, κλέφτες, γυρολόγοι. Η σύνθεσή της γίνεται ολότελα ανομοιογενής». Ο Βουρνάς σημειώνει ότι η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα μέσα στην εταιρεία να δημιουργηθούν τρεις τάσεις ή ρεύματα: το αστικοδημοκρατικό που στηριζόταν στις λαϊκές μάζες και στην προοδευτική μερίδα της αστικής τάξης, το συντηρητικό- συμβιβαστικό που στηριζόταν στην συντηρητική μερίδα των αστών οι οποίοι συνεργάζονταν με τους κοτζαμπάσηδες και τον ξένο παράγοντα, κυρίως την Αγγλία, και το αντιδραστικό ρεύμα το οποίο αποτελούσαν τα φεουδαρχικά στοιχεία της κοινωνίας που μπήκαν στην επανάσταση για να την ελέγξουν, για να εμποδίσουν το ριζοσπαστισμό της και να παραμερίσουν από τα κέντρα αποφάσεων το λαϊκό στοιχείο. Ανεξαρτήτως αν αυτός ο χωρισμός είναι περισσότερο ή λιγότερο σχηματικός η ιστορία έχει απαντήσει ως προς την κατάληξη που είχε η Φιλική Εταιρεία και η ελληνική Επανάσταση γενικότερα. Η συντηρητική- συμβιβαστική πλευρά, σε συμμαχία με τη φεουδαρχική αντίδραση και τους ξένους παραμέρισε τις λαϊκές- προοδευτικές δυνάμεις και εμπόδισε την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου επαναστατικού αστικοδημοκρατικού προγράμματος στη χώρα ύστερα από την απελευθέρωση και τη δημιουργία ελληνικού κράτους.
Παρά την εξέλιξη που είχε η ελληνική επανάσταση, η Φιλική Εταιρεία πρόσφερε ανεκτίμητη υπηρεσία στον αγώνα του ελληνικού λαού για την εθνική του απελευθέρωση. Οργάνωση της Επανάστασης την αποκαλεί ο Δ. Φωτιάδης , ενώ ο Γ. Ζέβγος γράφει : «Το έργο της ‘‘Φιλικής Εταιρείας’’ αποτελεί μία από τις λαμπρότερες ιστορικές δημιουργίες του ελληνικού λαού… Οι Φιλικοί στηρίχτηκαν με πλέρια συνέπεια στις λαϊκές δυνάμεις και ζήτησαν αρχηγούς και κηδεμόνες στα προνομιούχα στρώματα. Δεν πήγαν προς τη δυτική Ευρώπη να ζητήσουν συμμάχους στις επαναστατικές δυνάμεις της εποχής τους. Στράφηκαν προς τον τσαρισμό. Αυτά τα λάθη τους είχαν ολέθρια επίδραση στην πορεία και έκβαση της υπόθεσης τους, δίχως αυτό να μειώνει την ιστορική σημασία του μεγάλου τους έργου».
2. Κοινωνικές αλλαγές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε όσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε ‘‘που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβαβατσέλα’’, αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση».
Θ. Κολοκοτρώνης
Μια επανάσταση δεν είναι ποτέ κεραυνός εν αιθρία, ακόμη κι αν μοιάζει τέτοια. Δεν είναι καθόλου από τα παράξενα και ανεξήγητα της ιστορίας των ανθρώπων, ούτε βέβαια ιδιοτροπία των καιρών, αν και προκαλεί πάντοτε το δέος και την απορία αυτών που την βλέπουν να εξελίσσεται μπρος στα μάτια τους κι εκείνων που την παρακολουθούν ως ιστορικό γεγονός υψίστης σπουδαιότητας. Για την πραγματοποίησή της δεν αρκεί η ανθρώπινη θέληση, πολύ περισσότερο δεν αρκεί ν’ αποφασίσουν κάποιοι ότι πρέπει να γίνει αν και απαραίτητες προϋποθέσεις της είναι η θέληση και η αποφασιστικότητα των επαναστατών. Τι είναι επομένως η επανάσταση και πως προκαλείται;
«Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής- έγραφε ο Μαρξ - καθορίζει τη κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξή τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή- πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι’ αυτό έκφραση- με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες έχουν κινηθεί ως τώρα. Από τις μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».
Σ’ αυτό τον κοινωνικό νόμο της επανάστασης που περιγράφει εδώ ο Μαρξ ασφαλώς υπάγεται και η ελληνική επανάσταση του 1821, πράγμα που θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε στη συνέχεια παρουσιάζοντας όσο είναι δυνατό αναλυτικότερα τις κοινωνικές μεταβολές στο εσωτερικό της Οθωμανικής, το κοινωνικό είναι, δηλαδή, στη βάση του ποίου έγινε δυνατή η διαμόρφωση της επαναστατικής συνείδησης των ρωμιών κι ο εθνικός σηκωμός τους κατά των Οθωμανών.
Η εμφάνιση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής
Το κοινωνικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν φεουδαρχικό, όσο κι αν αστοί ιστορικοί θέλησαν να αμφισβητήσουν κάτι τέτοιο υπερτονίζοντας τις ιδιομορφίες του σε σχέση με το δυτικοευρωπαϊκό φεουδαρχισμό. Αν επομένως θέλουμε να εντοπίσουμε τις προϋποθέσεις γέννησης της κοινωνικής επανάστασης στην οθωμανική αυτοκρατορία γενικά και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, οφείλουμε να εξετάσουμε το πότε και πως εμφανίζονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, το πότε και πως γεννιέται η ελληνική αστική τάξη που μας αφορά άμεσα καθώς και τη χρονική περίοδο όπου οι νέες παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν στο πλαίσιο των παλιών παραγωγικών σχέσεων κι επιχειρούν να βγουν έξω από αυτό.
«Το 17ο και το 18ο αιώνα- γράφει ο βούλγαρος ιστορικός Νικόλαϊ Τοντόροφ - ορισμένες αλλαγές σημειώνονται στη οικονομική ανάπτυξη των Βαλκανίων. Οι δύο αυτοί αιώνες χαρακτηρίζονται από σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα οι περιουσιακές και κοινωνικές ανισότητες του πληθυσμού μεγαλώνουν και περισσότερο κεφάλαιο σωρεύεται στα χέρια νέων εύπορων κοινωνικών στρωμάτων των υπόδουλων λαών- Ελλήνων, Εβραίων, Αρμενίων, Βουλγάρων, Σέρβων κ. ά. ». Οι αλλαγές αυτές- πέραν των άλλων- έχουν την αιτία τους και στο γεγονός ότι εμφανίζονται τάσεις εξάπλωσης του ευρωπαϊκού κεφαλαιοκρατισμού, τα άμεσα αποτελέσματα της οποίας- όπως σημειώνει ο Σεραφείμ Μάξιμος - τα βρίσκουμε κυρίως στους εξής τομείς της εσωτερικής οικονομικής ζωής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «1) Στην ειδίκευση και εντατικοποίηση των κλάδων εκείνων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας που τροφοδοτούσανε με πρώτες ύλες τις ευρωπαϊκές αγορές. 2) Στη μικρότερη μα ωστόσο αισθητή ανάπτυξη της τοπικής χειροτεχνίας και 3) Στη γενικής ανάπτυξη του εξωτερικού και εσωτερικού εμπορίου»
Εντούτοις μόνο κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μπορούμε να μιλήσουμε να μιλήσουμε για διαμόρφωση αστικών τάξεων στο βαλκανικό χώρο γιατί όπως σημειώνει πάλι ο Σ. Μάξιμος «αντίθετα απ’ ότι συνέβαινε στη Δύση, όπου, τα συσσωρευμένα καθ’ όλο το δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, κεφάλαια μπαίνανε μέσα στου πόρους του φεουδαλικού συστήματος, απελευθερώνανε παραγωγικές δυνάμεις και καταρρίπτανε συντεχνιακούς φραγμούς, η οικονομία στην ανατολή παρέμενε σε μια κατάσταση σχετικά στάσιμη».
Η γέννηση της ελληνικής αστικής τάξης
Η πρώτη αστική τάξη που εμφανίζεται στα Βαλκάνια είναι η ελληνική ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου. «Ως ναυτικός και εμπορικός λαός, οι Έλληνες- γράφει ο Ν. Τοντόροφ - έγιναν οι απαραίτητοι μεσάζοντες στο εμπόριο όλων τω ευρωπαϊκών κρατών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι έλληνες έμποροι εκτόπισαν γρήγορα τους Γάλλους στο εμπόριο της Ανατολής και κατόρθωσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των τριών τετάρτων του γαλλικού εμπορίου». Ο εκτοπισμός, βέβαια, των γάλλων δεν συνέβηκε τυχαία κι ούτε ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εμπορικής ικανότητας των ελλήνων. Στην πραγματοποίησή του βοήθησαν αποτελεσματικά οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις της εποχής, όπως αυτές εκδηλώνονταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. «Η Αγγλία- γράφει ο Γ. Κορδάτος - από φόβο μην τυχόν διαδοθούνε οι γαλλικές δημοκρατικές ιδέες στην Ανατολή, απέκλεισε τα λιμάνια της Μεσογείου με το στόλο της, καθώς και τη επαναστατημένη Γαλλία». Την πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνουν και ιδιωτικές μαρτυρίες της εποχής. «Τιμιώτατε καπετάν κυρ- διαβάζουμε σε επιστολή προερχόμενη από το αρχείο της Κοινότητας Ύδρας -… επειδή η εξουσία της Ιγγλετέρας διακηρύξασα τον πόλεμον ήδη εναντίον της Ρεπούμπλικας των Φραντσέζων και επομένως εμποδίζει όλα τα πραματευτάρικα καράβια (σ.σ. τα εμπορικά δηλαδή) οπού πηγαίνουν εις τα πόρτα (σ.σ. λιμάνια) και μέρη της Φρατζιάς... η Ιγγλετέρα… αν δεν έχουν πράγμα πραματευτάρικον φραντζέζικα μέσα δεν τα πειράζει καθόλου».
Εν πάση περιπτώσει οι ελληνικές παροικίες στην Μασσαλία, στην Ιταλία, στη Ρωσία, στην Αυστρία, στη Γερμανία και αλλού έγιναν από τα πλουσιότερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Τα ελληνικά εμπορικά πλοία σχημάτισαν έναν ισχυρότατο εμπορικό στόλο που μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) κυριάρχησε στη Μεσόγειο και απέκτησε ολόκλήρο τον έλεγχο του ρωσικού εμπορίου στη Μαύρη Θάλασσα. Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά- τα τρία νησιά δηλαδή που έγιναν ξακουστά στα χρόνια της επανάστασης για το ρόλο που έπαιξαν σ’ αυτήν- είχαν το καθένα δικό του στόλο που απασχολούσε χιλιάδες ναυτικούς .
Όμως παρόλη αυτή την πρόοδο η ελληνική αστική τάξη είχε- κατά το Ν. Σβορώνο - τρία βασικά χαρακτηριστικά: Το πρώτο ήταν ότι παρέμεινε ουσιαστικά μεταπρατική αφού ο δεσποτισμός η αναρχία και η αυθαιρεσία της Οθωμανικής διοίκησης αλλά και η προστατευτική πολιτική των δυτικών χωρών έκαναν αδύνατη την επένδυση κεφαλαίων για την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας, κάτι που φυσικά δεν το ήθελαν ούτε οι έλληνες αστοί του εξωτερικού που με την ενασχόλησή τους με το εμπόριο εξασφάλιζαν γρήγορο και εύκολο, σχετικά, κέρδος, πιο εύκολο σε κάθε περίπτωση απ’ αυτό που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η ενασχόληση τους με τη βιομηχανία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής αστικής τάξης ήταν η οικονομική ασυμμετρία των τμημάτων της και η έλλειψη εσωτερικής της συνοχής. Μια πολύ μικρή ομάδα εμπόρων και χρηματιστών που ήταν εγκατεστημένοι στο εξωτερικό έχει στη διάθεση της τεράστια κεφάλαια, σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ενώ το μεγάλο μέρος των αστών, που έμενε μέσα στην Ελλάδα, ήταν μεσαίοι και μικροί έμποροι, εφοπλιστές και κάποιοι βιοτέχνες. Το τρίτο, τέλος, χαρακτηριστικό είναι πως οι ελληνική αστική τάξη- είτε μιλάμε για μεγάλους κεφαλαιούχους είτε για μικρούς- από τη γέννηση της ακόμη αναπτύσσεται σε σχέση εξάρτησης με το διεθνές κεφάλαιο, κυρίως το αγγλικό και το γαλλικό.
Η προετοιμασία της επανάστασης
Η εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γενικά και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, ασφαλώς ήταν μέγιστη απειλή για τα θεμέλια του φεουδαρχικού καθεστώτος αλλά αυτό καθόλου δεν σήμαινε ότι η κοινωνική επανάσταση θα εκδηλωνόταν αποκλειστικά σε εθνική βάση με τον ξεσηκωμό των υπόδουλων λαών. Θα μπορούσε να είναι μια κοινωνική επανάσταση με την συμμετοχή όλων των αντιφεουδαρχικών στοιχείων είτε επρόκειτο για τούρκους μουσουλμάνους είτε επρόκειτο για έλληνες, σέρβους, βούλγαρους και άλλους χριστιανούς. Αυτό άλλωστε ήταν και το όραμα του Ρήγα. Γιατί όμως δεν πραγματοποιήθηκε;
«Το 18ο αιώνα- γράφει ο Ν. Τοντόροφ -, στη Δύση και στη Ρωσία διαμορφώθηκαν οριστικά ισχυρά εθνικά ή πολυεθνικά κράτη, όπου το κυρίαρχο έθνος χάραζε το δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντίθετα οι φορείς των νέων καπιταλιστικών σχέσεων αναδείχτηκαν από τους κόλπους των υπόδουλων λαών. Έτσι στις δύσκολες συνθήκες μιας εχθρικής εξουσίας, οι λαοί αυτοί έπρεπε να περάσουν τα διάφορα στάδια της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, της περιουσιακής διαφοροποίησης, της βαθμιαίας συσσώρευσης κεφαλαίου, να γνωρίσουν τους κινδύνους που συνδέονταν με την ανάπτυξη αγορών και πανηγυριών, για να αναδείξουν επιτήδειους επιχειρηματίες και εμπόρους και να ανυψώσουν το επίπεδο ης κοινωνικής και οικονομικής τους ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό οι αντιφάσεις μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, όχι μόνο διαπλέκονταν με τις εθνοφυλετικές αντιφάσεις, αλλά και τους πρόσδιναν μοναδική οξύτητα.». Επιπλέον «το χάσμα ανάμεσα στον οικονομικό ρόλο της αστικής τάξης και στην έλλειψη πολιτικών της δικαιωμάτων καθώς και ανάμεσα στο πολιτιστικό της επίπεδο (καρπός των συνεχών επαφών της με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και των συστηματικών προσπαθειών της για ανάπτυξη λαϊκής εκπαίδευσης) και στην άγνοια των οθωμανικών κυβερνώντων, έκανε όλο και πιο δυσβάσταχτο τον εχθρικό ζυγό, που οι μέθοδοι του παρέμεναν αναλλοίωτοι από την εποχή της τούρκικης κατάκτησης».
Εξετάζοντας σ’ αυτό το πλαίσιο το θέμα μπορούμε να αντιληφθούμε σε γενικές γραμμές γιατί η επανάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πήρε τη μορφή που γνωρίζουμε, γιατί η ελληνική επανάσταση είχε ως κύρια τα εθνικά χαρακτηριστικά. Εντούτοις, όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Γεώργιος Φίνλεϋ «Η ελληνική επανάσταση ήταν μια κοινωνική και πολιτική ανάγκη. Η εθνική κυριαρχία είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα του λαού, όπως η και πολιτική ελευθερία είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα του ατόμου. Οι άνθρωποι ξέρουν από ένστικτο πως υπάρχουν συνθήκες και εποχές που η επανάσταση των υποταγμένων εθνών και των πολιτών που έχουν στερηθεί τις πολιτικές τους ελευθερίες, γίνεται καθήκον… Αν και η Οθωμανική κυβέρνηση είχε χαλαρώσει τις αλυσίδες στη σκέψη και στα κορμιά των Ελλήνων στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν ακόμη ένας ισχυρός και επικίνδυνος εχθρός. Ο σουλτάνος είχε αποδυθεί σ’ έναν αγώνα για να συγκεντρώσει στα χέρια του τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Και αν οι προσπάθειές του είχαν στεφθεί με επιτυχία πριν να καταφέρουν οι έλληνες ν’ αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία τους, θα τους επιβάλλονταν τότε καινούργια δεσμά, που θα περιόριζαν τις κινήσεις τους το ίδιο αποτελεσματικά όπως οι παλιές αλυσίδες. Ο πατριάρχης και η σύνοδος, οι πρίγκιπες του Φαναριού και οι κοτζαμπάσηδες είταν πάντοτε πρόθυμοι να υπηρετήσουν σαν πράκτορες τον σουλτάνο. Γ’ αυτό και δεν χρειάζεται να δικαιολογήσουμε την ελληνική επανάσταση».-
3. Η Συνθήκη του Λονδίνου και η Ελλάδα
Στις 4 Απριλίου του 1826 η Ρωσία και η Βρετανία υπέγραψαν στην Πετρούπολή ένα Πρωτόκολλο βάσει του οποίου δεσμεύονταν να κρατήσουν κοινή στάση γύρω από το ελληνικό ζήτημα . Συγκεκριμένα οι δύο δυνάμεις συμφώνησαν ότι η Βρετανία θα πρόσφερε τη μεσολάβησή της ανάμεσα στους έλληνες και στον Σουλτάνο ώστε να αναγνωριστεί ελληνική αυτονομία υπό οθωμανική κυριαρχία. Επίσης στο Πρωτόκολλο υπήρχε η πρόβλεψη το κείμενό του να τεθεί υπόψην και των άλλων τριών μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, της Αυστρίας, τη Πρωσίας και της Γαλλίας ούτως ώστε να το εγκρίνουν και να το προσυπογράψουν. Αρχικά, τόσο η Αυστρία και η Πρωσία όσο και Γαλλία θεώρησαν το Πρωτόκολλο σαν «προσβολή της Ιεράς Συμμαχίας και σαν πολιτικό έγκλημα εναντίον της» . Πολύ γρήγορα όμως η Γαλλία προσχώρησε σ’ αυτό, εκφράζοντας τη επιθυμία να μετατραπεί συνθήκη . Δεν είχε άλλη επιλογή εφόσον της ήταν αδύνατο να αποκοπεί από τις εξελίξεις στις Εγγύς Ανατολή όπου διαδραμάτιζε κατά παράδοση ενεργό ρόλο και είχε ισχυρά συμφέροντα.
Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης αναγνώριζε με σαφήνεια τον ηγετικό ρόλο της Μ. Βρετανίας στις ελληνικές υποθέσεις κι έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αποτέλεσε τη βάση ώστε να απομονωθούν διπλωματικά από τις υποθέσεις αυτές η Αυστρία και η Πρωσία. Τώρα πλέον η τράπουλα μοιραζόταν ανάμεσα στην Αγγλία, τη Ρωσία και την Γαλλία με αναγνωρισμένο δικαίωμα στην πρώτη να έχει το καλύτερο χαρτί. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, το «Πρωτόκολλο της Πετρούπολης» μετατρεπόταν σε «Συνθήκη του Λονδίνου». Ήταν 6 Ιουλίου του 1827.
Η Συνθήκη του Λονδίνου υπογράφηκε στην αγγλική πρωτεύουσα από τους πληρεξούσιους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Περιελάμβανε επτά άρθρα φανερά κι ένα συμπληρωματικό που ήταν μυστικό. Το περιεχόμενό της σε γενικές γραμμές προέβλεπε να υπάρξει ανακωχή μεταξύ των επαναστατημένων ελλήνων και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεσολάβηση των μεγάλων δυνάμεων για τη επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Η μεσολάβηση αυτή θα αποσκοπούσε στα εξής: Να γίνει η Ελλάδα αυτόνομο κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο του οποίου την επικυριαρχία όφειλε να αναγνωρίσει. Να αποζημιωθούν οι Οθωμανοί των οποίων οι περιουσίες θα περνούσαν στην κυριότητα ελλήνων και, τέλος, να οριστούν τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους ύστερα από διαπραγματεύσεις.
Ακόμη, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις διακήρυτταν ότι «δεν θέλουν ζητήσει εις αυτάς τας συμφωνίας οποιανδήποτε αύξησιν ορίων γης, οποιανδήποτε αποκλειστικήν επιρροήν, οποιονδήποτε εμπορικόν πλεονέκτημα δια τους υπηκόους των, το οποίον οι υπήκοοι οποιουδήποτε άλλου Έθνους να μην δύνανται επίσης να απολαύσουν». Στην πραγματικότητα βεβαίως επρόκειτο για μια υποκριτική διακήρυξη από μέρους τους, αφού έχοντας τον κύριο λόγο στις ελληνικές υποθέσεις και στις σχέσεις των επαναστατημένων ελλήνων με την Οθωμανική αυτοκρατορία δεν είχαν ανάγκη από κανένα επιπλέον προνόμιο.
Στο μυστικό άρθρο της συνθήκης προβλεπόταν πως αν στο διάστημα ενός μηνός η Οθωμανική κυβέρνηση δεν αποδεχόταν το περιεχόμενο της συνθήκης, οι τρεις αυτές μεγάλες δυνάμεις θα ανέπτυσσαν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με την ελληνική πλευρά, θα επέβαλαν την ανακωχή χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο και στη συνέχεια θα προχωρούσαν στην επιβολή των αρχών ειρήνευσης μεταξύ Οθωμανών και ελλήνων όπως αυτές αναφέρονταν στην εν λόγω συνθήκη .
Χωρίς αμφιβολία, η συνθήκη του Λονδίνου τοποθετούσε σε μια εντελώς καινούργια βάση την ελληνική επανάσταση, σε μια στιγμή που αυτή έπνεε τα λοίσθια, και φυσικά έδινε μια άλλη διάσταση στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας που τώρα ποια έμπαινε και επίσημα υπό την κηδεμονία των ξένων. Πριν όμως δούμε ποια ήταν η πραγματική της σημασία και πως αποτιμείται η ιστορική της αξία, οφείλουμε να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων στην Ελληνική επανάσταση, ούτως ώστε να κατανοήσουμε βαθύτερα τις πραγματικές επιδιώξεις τους.
Η ελληνική επανάσταση και οι μεγάλες δυνάμεις
Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση οι μεγάλες δυνάμεις- μηδενός εξαιρουμένης- φρόντισαν να τη καταδικάσουν με μοναδική σφοδρότητα. «Οι ηγεμόνες της Ευρώπης- γράφει ο Φίνλεϋ - φοβόντουσαν γενική εξέγερση των εθνών. Οι μονάρχες είχανε πανικοβληθεί από τις λαϊκές κινήσεις». Στις αρχές του 1821 οι ηγέτες τη Ιερής Συμμαχίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας- που είχαν συγκεντρωθεί στο Λάυμπαχ με θέμα την αντιμετώπιση των επαναστάσεων του Πεδεμόντιου, της Νεάπολης και της Ισπανίας καθώς τη καταπολέμηση του επαναστατικού πνεύματος σε ολόκλήρη την Ευρώπη- είχαν μια πρώτη ευκαιρία να αποδοκιμάσουν ομόφωνα το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης . Τον επόμενο χρόνο το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε τους ισχυρούς της Ευρώπης στο Συνέδριο της Βερόνας, όπου η ελληνική επανάσταση χαρακτηρίστηκε ταυτόσημη με τις δημοκρατικές επαναστάσεις της Νεάπολης του Πεδεμοντίου και της Ισπανίας. Έτσι τα μέλη της Ιεράς Συμμαχίας εμπιστεύθηκαν την καταστολή της αποκλειστικά στο Σουλτάνο, τον οποίο ήθελαν ισχυρό, από το φόβο μιας επέκτασης της Ρωσίας στα Βαλκάνια.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τότε ισχυρών του κόσμου, τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στο χώρο της βαλκανικής και γενικότερα στο χώρο που καταλάμβανε η Οθωμανική αυτοκρατορία αλλά και οι επιτυχίες των επαναστατημένων ελλήνων τους υποχρέωσαν να αλλάξουν σιγά- σιγά πολιτική αντικαθιστώντας την απόλυτα εχθρική στάση τους απέναντι στην ελληνική επανάσταση με μια προσπάθεια προσεταιρισμού κι ελέγχου της. Η αλλαγή αυτή είναι εμφανής στην πολιτική της Ρωσίας και της Αγγλίας ιδιαίτερα από το 1823, ενώ από το 1824 κι έπειτα φουντώνει γενικά στην Ευρώπη ένα φιλελληνικό, αστικοδημοκρατικό, κίνημα, που αντανακλάται και στη συμπεριφορά των κυρίαρχων τάξεων . Η «φιλελληνική», πάντως, στροφή των μεγάλων δυνάμεων κάθε άλλο παρά ανιδιοτελής ήταν.
Η Ρωσία αντιλαμβανόταν την κατάσταση αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αναμειγνυόμενη στο ελληνικό ζήτημα προωθούσε τις επιδιώξεις της να κυριαρχήσει κάποια στιγμή στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Ανατολή. Το γεγονός αυτό από μόνο του αρκούσε να προκαλέσει την ανάμειξη της Αγγλίας και της Γαλλίας που δεν ήθελαν να δουν τη Ρωσία να κυριαρχεί πλήρως στις προαναφερόμενες περιοχές. Έτσι φτάσαμε στο πρωτόκολλο της Πετρούπολης, στη συνθήκη του Λονδίνου και στα όσα φυσικά επακολούθησαν.
Η σημασία της Συνθήκης του Λονδίνου
Η συνθήκη του Λονδίνου έχει θεωρηθεί από τους μελετητές της ιστορίας ως η πρώτη ουσιαστική κίνηση των μεγάλων δυνάμεων για την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας. «Ήτανε το πρώτο σταθερό και μεγάλο βήμα για τη αναγνώριση de jure της ελληνικής ανεξαρτησίας», γράφει ο Γ. Κορδάτος , ενώ ο Γ. Ασπρέας θεωρεί ότι μέσω αυτής της συνθήκης «η Ελλάς εξήλθε της πολιτικής μηδαμινότητας» . Άλλοι μελετητές την χαρακτηρίζουν «καμπή αποφασιστική στον αγώνα των ελλήνων» και «προειδοποίηση ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν την επαναφορά των ελλήνων στο προηγούμενο καθεστώς υποτέλειας» .
Όλα αυτά είναι σε γενικές γραμμές σωστά ως επιμέρους παρατηρήσεις. Δεν αποσαφηνίζουν, όμως, συνολικά και ολοκληρωμένα το χαρακτήρα και τη σημασία της συνθήκης. Μια αξιόλογη προσέγγιση αυτού του ζητήματος κάνει ο Ν. Πετσάλης , ο ποίος παρατηρεί για την Συνθήκη του Λονδίνου: «Δεν ήταν μια συνθήκη ‘‘μεσολαβήσεως’’, όπως οι ίδιες οι δυνάμεις διακήρυξαν. Μεσολάβηση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών, ενώ ούτε η Γαλλία, ούτε η Αγγλία, ούτε η Ρωσία είχαν ακόμη αναγνωρίσει την Ελλάδα σαν κράτος. Επίσης μεσολάβηση δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς συγκατάθεση των δύο μερών, πράγμα που δεν συνέβαινε φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέλος, δεν νοείται ποτέ ο μεσολαβητής να απαιτεί την εκτέλεση τη συνθήκης για την οποία μεσολάβησε. Η δήθεν μεσολάβηση των Δυνάμεων, δηλαδή, δεν ήταν παρά μια καθαρή επέμβαση τους στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Η πολύ σωστή αυτή διαπίστωση είναι ελλιπής αν δεν την δούμε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Γράφει ο Μαρξ πολύ εύστοχα : «Για να του δέσουν τα χέρια (του Τσάρου) στο πλαίσιο μιας κάποιας κοινής δράσης, οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις έκλεισαν μαζί του στις 6 Ιουλίου 1827 μια συνθήκη στο Λονδίνο με την οποία αναλάμβαναν τη δέσμευση να επιβάλλουν, στην ανάγκη με τα όπλα, τη ρύθμιση των διαφορών ανάμεσα στο σουλτάνο και στους έλληνες. Λίγους μήνες προτού υπογράψει τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία έκλεισε άλλη συνθήκη με την Τουρκία, τη συνθήκη του Άκερμαν με την οποία υποχρεωνόταν να απόσχει από κάθε ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις. Τούτη η συνθήκη έγινε, αφού η Ρωσία είχε παρακινήσει τον διάδοχο της Περσίας να εισβάλει στις Οθωμανικές κτήσεις κι αφού είχε κάνει βαρύτατες προσβολές στην Πύλη ώστε να την εξαναγκάσει σε ρήξη… Χάρη στις περιπλοκές, οι οποίες πρόκυψαν απ’ όλες αυτές τις απάτες και τα ψέματα, η Ρωσία βρήκε τελικά την πρόφαση ν’ αρχίσει τον πόλεμο του 1828- 1829».
Οι συνέπειες της συνθήκης του Λονδίνου
Η συνθήκη του Λονδίνου, μαζί με το συμπληρωματικό μυστικό άρθρο δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου στις 12 Ιουλίου του 1827 κι όπως ήταν φυσικό προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική πλευρά.
Άμεση συνέπεια της συνθήκης ήταν η αποστολή τμημάτων των στόλων των τριών μεγάλων δυνάμεων στη Μεσόγειο . Το τμήμα του ρωσικού στόλου είχε επικεφαλής το ναύαρχο Χέυντεν, το τμήμα του αγγλικού το ναύαρχο Κόδριγκτον και το τμήμα του γαλλικού το ναύαρχο Ντεριγνύ . Βέβαια η πολιτική των τριών μεγάλων δυνάμεων παρά την υπογραφή της συνθήκης συνέχιζε να μην είναι ενιαία.
Η Ρωσία βιαζόταν να έχει τη στρατιωτική πρωτοβουλία για να είναι πανέτοιμη στην προώθηση των σχεδίων της την κατάλληλη στιγμή. Έτσι άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στη Βεσσαραβία ενώ ο στόλος της εξέπλευσε για τη Μεσόγειο προτού υπογραφεί η συνθήκη. Επιπλέον, δύο μέρες μετά την υπογραφή, στις 8 Ιουλίου, ο Τσάρος Νικόλαος προσδιόρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια για το αξίωμα του Κυβερνήτη της Ελλάδας .
Από την άλλη η Αγγλία με την Γαλλία δεν είχαν καμία πρόθεση να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα ή να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι οδηγίες που είχε πάρει ο αρχηγός του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο ναύαρχος Κόδριγκτον έλεγαν ξεκάθαρα πως «η ακριβής επιδίωξη των τριών δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί». Επίσης ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάννιγκ διατάχθηκε από την κυβέρνησή του να ενημερώσει την κυβέρνηση του Σουλτάνου ότι «η βρετανική κυβέρνηση απευθύνεται για μια ακόμη φορά ιδιαίτερα και μόνη, με τρόπο φιλικό στην Πύλη (Οθωμανική κυβέρνηση), για να της δηλώσει ότι παρά τη επιθυμία της να θέσει τέρμα στη σημερινή αναρχία και να σώσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού από προφανή καταστροφή, όμως δεν επιθυμεί λιγότερο να στερεώσει την πολιτική ύπαρξη της Τουρκίας». Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού η Βρετανία συμβούλευε την Πύλη ν’ αποδεχτεί τις προτάσεις που της έγιναν. Η βρετανική κυβέρνηση ξεκαθάριζε προς το Σουλτάνο ότι «παραχωρώντας μια περιορισμένη πολιτική ύπαρξη στους έλληνες, δεν σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας». Σ’ ότι δε αφορούσε την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων απέναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διευκρίνιζε: «Ομολογούμε ότι μπορεί να υπάρξουν εύλογες αιτίες ανησυχιών της Πύλης και να διατηρεί υπόνοιες απέναντι της μίας από τις τρεις δυνάμεις που υπέγραψαν τη συνθήκη. Όμως δεν πρέπει να ανησυχεί για τα αισθήματα από τα οποία εμφορούνται απέναντι στην Πύλη η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Φρόνιμη και λογική πολιτική απαιτεί την αποκατάσταση σχέσεων με τις δύο Δυνάμεις που θα μπορέσουν τότε ν’ απομακρύνουν από την Τουρκία κάθε κίνδυνο που μπορούν να προκαλέσουν τα φιλόδοξα σχέδια της τρίτης δύναμης» .
Βέβαια η Ιστορία ακολουθεί την δική της πορεία κι όχι τα σχέδια επί χάρτου των ισχυρών του κόσμου. Ενθαρρυμένη από την αγγλογαλλική πολιτική, από τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και φυσικά από τις αποτυχίες της ελληνικής επανάστασης η Οθωμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να υποταχθεί στη συνθήκη του Λονδίνου με αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 20/10/1827, όπου καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Η εξαρτημένη ανεξαρτησία της Ελλάδας είχε, πλέον, πάρει το δρόμο της.
Στις 14/27 Απρίλη του 1828 ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος όπου η Τουρκία ηττήθηκε και υποχρεώθηκε, με τη συνθήκη της Ανδριανούπολης (2/14 Σεπτέμβρη 1829) να αναγνωρίσει την ελληνική αυτονομία. Λίγο αργότερα, το Φλεβάρη του 1830, με ένα νέο πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο η Ελλάδα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος υπό κληρονομική μοναρχία.-
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Εμμ. Ξάνθου: «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ‘21», εκδόσεις Κοσμαδάκη, τόμος 4ος, σελ. 163
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 141
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 138- 140
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ, σελ. 12- 13
Ι. Φιλήμονος: «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας», πρώτη έκδοση Ναύπλιο 1834, ανατύπωση εκδόσεις Κουλτούρα, σελ. 77- 78
Ο. Μπ. Σπαρό: «Η Ελληνική Επανάσταση και η Ρωσία 1821- 1829», εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ, σελ. 33- 34
Τ. Βουρνά: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας- 1821- 1909» εκδόσεις Τολίδη, σελ. 60
Ι. Καποδίστρια: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ, σελ. 59
Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 2ος αιώνας, τόμος Χ, σελ. 27.
Θ. Κολοκοτρώνη: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, σελ. 275
Ι. Φιλήμονος, στο ίδιο, σελ. 142- 143
Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 32
Ο. Μπ. Σπαρό, στο ίδιο, σελ. 34
«Απομνημονεύματα του Πρίγκηπος Νικολάου Υψηλάντη», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 103.
Ι. Φιλήμονος, στο ίδιο σελ. 144.
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 142 και Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις Νέα Σύνορα, τόμος Α’ σελ. 37
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ, σελ. 427
Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις Νέα Σύνορα, τόμος Α’, σελ. 38.
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ, σελ. 429
Γ. Ζέβγου: «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ Α.Ε.»,Αθήνα 1945, τόμος Α’ σελ. 47
Τ. Βουρνά, στο ίδιο σελ. 66
Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του ‘21», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος 1ος, σελ. 233
Γ. Ζέβγου, στο ίδιο, σελ. 49
Θ. Κολοκοτρώνη: «Ο λόγος στην Πνύκα- 13/11/1838», Άπαντα, εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, τόμος Α’, σελ. 210
Μαρξ- Ένγκελς: «Διαλεχτά έργα», τόμος Α’, σελ. 424
Ν. Τοντόροφ: «Η βαλκανική πόλη 15ος- 19ος αιώνας», εκδόσεις Θεμέλιο, τόμος β’, σελ. 280- 281
Σεραφείμ Μάξιμου: «Η Αυγή του Ελληνικού Καπιταλισμού», εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 18
Σ. Μάξιμου, στο ίδιο, σελ΄. 19
Ν. Τοντόροφ, στο ίδιο, σελ 287
Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ος Αιώνας», τόμος IX, σελ. 281
Αρχείον Κοινότητος Ύδρας, τόμος Β’, σελ. 73 και Γ. Κορδάτου στο ίδιο
Ν. Σβορώνος: «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 52. Επίσης, περισσότερες πληροφορίες για το θέμα: Σ,. Μάξιμου: «Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον XVIII αιώνα», εκδόσεις Στοχαστής
Ν. Σβορώνου: «Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 279- 280
Ν. Τοντόροφ, στο ίδιο, σελ. 283- 284
Γ. Φίνλεϋ: «Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 348- 349
Γ. Φίνλεϋ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις ΑΤΛΑΣ σελ. 392
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου