ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ Ν. ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ Αιώνιο στίγμα για το καθεστώς της αμερικανοκρατίας και της εξάρτησης
«Ο Μπελογιάννης πέθανε./ Δε θυσίασε τίποτα από την τιμή μας./ Ούτε από την ελπίδα που έχουμε/ στο Αύριο που αστραποβολά»
Πωλ Ελυάρ
Ο Νίκος Μπελογιάννης στη δεύτερη δίκη αντικρούει έναν αστυνομικό, βασικό μάρτυρα κατηγορίας
Ηταν μια παγερή νύχτα, ξημερώματα Κυριακής, στις 30 Μάρτη του 1952, όταν ο Ν. Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του στο θάνατο Δ. Μπάτσης, Ν. Καλούμενος και Ηλίας Αργυριάδης δέχτηκαν τα δολοφονικά πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος στο Γουδί, πίσω από το «Σωτηρία».
Το έγκλημα ήταν προμελετημένο. Σχεδιασμένο σε όλες του τις λεπτομέρειες από τους Αμερικανούς που είχαν τον πρώτο λόγο στα πράγματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας και με μοναδική βαρβαρότητα εκτελεσμένο από τους ντόπιους γκαουλάιτερ, αφού Κυριακή δεν εκτελούσαν μελλοθανάτους ούτε οι Γερμανοί στην Κατοχή. Αλλά και η επιλογή του χρόνου των εκτελέσεων, όπως θα φανεί στη συνέχεια ήταν μέρος του σχεδίου. Ετσι, με δυο λέξεις αυτό το έγκλημα ήταν, είναι και θα είναι αιώνιο στίγμα στο καθεστώς της αμερικανοκρατίας και της εξάρτησης.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Ν. Μπελογιάννης στην Ελλάδα
Μετά την ήττα του ΔΣΕ στο Γράμμο και το Βίτσι, τον Αύγουστο του '49, το ΚΚΕ μετέφερε το κέντρο βάρους της δουλιάς του από τον ένοπλο αγώνα στην ειρηνική μαζική πολιτική δράση. «Η ήττα μας στη μάχη Βίτσι - Γράμμου τον Αύγουστο του 1949 - υπογραμμιζόταν στην Πολιτική Απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του Κόμματος, που έγινε τον Οκτώβρη του ίδιου έτους- σημειώνει μια αλλαγή στην κατάσταση. Αυτό επιβάλλει μια αλλαγή και στην πολιτική μας γραμμή. Η τακτική της συνέχισης οπωσδήποτε του ένοπλου αγώνα, που εκφράζει ένα μικροαστικό πνεύμα απελπισίας και έλλειψη προοπτικής, θα 'δινε τη δυνατότητα στον αντίπαλο να καταφέρει συντριπτικό χτύπημα εναντίον των αγωνιστών και στελεχών του λαϊκού κινήματος». Πώς όμως θα δούλευε το Κόμμα στο εξής, αφού χιλιάδες μέλη και στελέχη του είχαν πάρει το δρόμο της προσφυγιάς ή βρίσκονταν στις φυλακές και τις εξορίες, ενώ το ίδιο σαν σύνολο αντιμετώπιζε το καθεστώς της πιο άγριας παρανομίας; Στην ίδια απόφαση γινόταν εξονυχιστικά λόγος για το συνδυασμό παράνομης και νόμιμης δουλιάς, για τη δημιουργία ενός γερού παράνομου κομματικού μηχανισμού και για την αξιοποίηση όλων των νόμιμων δυνατοτήτων που υπήρχαν, ενώ υπογραμμιζόταν με έμφαση: «Χωρίς αναβολή το Κόμμα πρέπει να προετοιμάσει και να στείλει στις μεγάλες πόλεις ολόκληρη σειρά κομματικά στελέχη για το δυνάμωμα και την αναδιοργάνωση των τοπικών οργανώσεων και για την εξασφάλιση της εφαρμογής της καινούριας γραμμής» «Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 7ος, σελ. 13- 18). Στο πλαίσιο αυτών των αποφάσεων - αλλά και των αναγκών που αντικειμενικά υπήρχαν να συνεχίσει το κόμμα να υπάρχει και να δρα - οργανώθηκε και η αποστολή του Ν. Μπελογιάννη στην Ελλάδα.
Ο Ν. Μπελογιάννης, αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, έφτασε παράνομα στην Αθήνα δέκα περίπου μήνες μετά τη λήξη του εμφυλίου, στις αρχές Ιούνη του 1950, με αποστολή την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και την ανάπτυξη της παράνομης δουλιάς του Κόμματος.
«Ξεκαθαρίζω και ανασυγκροτώ αυτό που υπάρχει - έγραφε σ' ένα από τα πρώτα τηλεγραφήματα που έστειλε στην ηγεσία του Κόμματος στο εξωτερικό- και προσπαθώ να χτίσω άλλο παράλληλα. Δυνατότητες πολλές, προοπτική μου αισιόδοξη» (Στ. Κασιμάτη: «Οι Παράνομοι», εκδόσεις ΦΙΛΙΣΤΩΡ, σελ. 177). Δυστυχώς όμως πολύ γρήγορα οι διωκτικές αρχές του μετεμφυλιακού καθεστώτος μπήκαν στα ίχνη του και τον συνέλαβαν.
Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη έγινε στις 20 Δεκέμβρη του 1950, αλλά η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός μισό μήνα αργότερα, στις 5 Γενάρη 1951. Μια μέρα πριν, με απόφαση του συμβουλίου Εφετών κλείστηκε ο «Δημοκρατικός», η πρώτη νόμιμη αριστερή εφημερίδα που βγήκε μετά τον εμφύλιο, με την αμέριστη στήριξη του ΚΚΕ για να καλύψει το κενό της έλλειψης νόμιμου κομματικού Τύπου. Τις επόμενες ημέρες ανακοινώθηκαν οι συλλήψεις και άλλων κομμουνιστών, ενώ το όλο θέμα παρουσιάστηκε ως μεγάλη επιτυχία των υπηρεσιών δίωξης του κομμουνισμού. Δε χωράει αμφιβολία πως ήταν. Ετσι λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του.
Το φιάσκο της πρώτης δίκης και η προετοιμασία της δεύτερης
Η δίκη άρχισε, στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτώβρη 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του ιδίου έτους. Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν την κατηγορία ότι παραβίασαν τον Α.Ν. 509, το νόμο δηλαδή με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1947. Γινόταν, συνεπώς, φανερό πως επρόκειτο για μια πολιτική δίκη και πως οι κατηγορούμενοι δικάζονταν για τις πεποιθήσεις τους και μόνο γι' αυτές. «Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ - είπε στην απολογία του ο Ν. Μπελογιάννης - και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ» («ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ- η δίκη της Αλήθειας», εκδοτικό ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ, σελ. 87).
Το γεγονός αυτό, ότι η δίκη ήταν ξεκάθαρα πολιτική, πράγμα που δεν αρνούνταν ούτε αυτοί που την οργάνωσαν, κατέστησε στην πράξη ανεφάρμοστη την απόφαση του στρατοδικείου βάσει της οποίας ο Ν. Μπελογιάννης και 11 ακόμη σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αλλά το καθεστώς της αμερικανοκρατίας, οι ίδιοι οι Αμερικανοί και οι ντόπιοι γκαουλάιτερ, ήθελαν αίμα για να αποθαρρύνουν οποιαδήποτε εκδήλωση κομμουνιστικής δράσης και για να αποδείξουν στον ελληνικό λαό πως δε διστάζουν μπροστά σε τίποτα. Ετσι οργάνωσαν μια δεύτερη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, αυτή τη φορά στο τακτικό στρατοδικείο με την κατηγορία της διάπραξης του αδικήματος της κατασκοπίας σε βάρος της Ελλάδας. Για να μπορέσουν όμως να στήσουν αυτή τη νέα κατηγορία προχώρησαν με πομπώδη τρόπο στην αποκάλυψη των ασυρμάτων του Κόμματος στη Βίλα «Αύρα» στη Γλυφάδα και στο σπίτι του παλιού κομμουνιστή Ν. Καλούμενου στην Καλλιθέα.
Το ότι το ΚΚΕ χρησιμοποιούσε ασυρμάτους για την παράνομη δουλιά του ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό - σε κείνες τις συνθήκες - αφού δεν είχε άλλο καλύτερο και ταχύτερο τρόπο επικοινωνίας με τις οργανώσεις του - τουλάχιστον αυτές που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα. Αλλωστε η λειτουργία των ασυρμάτων για τις ανάγκες της παράνομης κομματικής δουλίας δεν ήταν κάτι που προέκυψε τη δεκαετία του '50. Ασυρμάτους το ΚΚΕ είχε τουλάχιστον από τη δεκαετία του '30 και ορισμένους από αυτούς τους είχε πιάσει η Δικτατορία του Μεταξά. Συνεπώς επρόκειτο για μια συνήθη κομματική πρακτική που τη γνώριζαν καλά οι διωκτικές αρχές, αλλά αυτό δεν τις εμπόδισε καθόλου να στήσουν τη σκευωρία για δήθεν κατασκοπία. Για να φανεί, μάλιστα, πιο καθαρά το μέγεθος αυτής της σκευωρίας αξίζει να προσθέσουμε ορισμένα ακόμη στοιχεία.
Οι ασύρματοι στη Γλυφάδα και στην Καλλιθέα ανακαλύφθηκαν στις 14 και 15 Νοέμβρη του 1951, ακριβώς με το τελείωμα της πρώτης δίκης του Ν. Μπελογιάννη και των 92 συντρόφων του. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνο το διάστημα η ΚΥΠ - και προφανώς η CIA που κινούσε τα νήματα - διοχέτευσε την πληροφορία στον Τύπο ότι για τους ασυρμάτους στη Γλυφάδα ήταν ενήμερη η Υπηρεσία Προστασίας Στρατού από το ξεκίνημα του εμφυλίου πολέμου, όταν από μέρους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ την παράνομη δουλιά στην πρωτεύουσα καθοδηγούσε η Χρύσα Χατζηβασιλείου. Ομως αντί να γίνουν συλλήψεις επιλέχθηκε να εξασφαλιστεί χαφιές στον κομματικό μηχανισμό, ούτως ώστε να μαθαίνουν οι κρατικές υπηρεσίες τις κομματικές εντολές και πληροφορίες («Καθημερινή» 17/1/1951). Με άλλη επίσης «διαρροή» προς τον Τύπο από τις αστυνομικές αρχές γινόταν σαφές πως το σπίτι του Ν. Καλούμενου στην Καλλιθέα - όπου ανακαλύφθηκε η δεύτερη γιάφκα ασυρμάτων - παρακολουθούνταν από πολύ καιρό πριν («Καθημερινή» 22/1/1951).
Τέλος, αξίζει να προσθέσουμε πως ένα μήνα μετά την πρώτη δίκη του Μπελογιάννη, στις 12/12/1951 η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ πληροφορούσε πως ο συνιδιοκτήτης της και αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ, Α. Κύρου, είχε ειδοποιήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις να δικάζουν τους κομμουνιστές με την κατηγορία του κατασκόπου «και τούτο ανεξαρτήτως εάν η κατηγορία προέκυπτε από τα στοιχεία τα οποία είχεν υπόψη της η ασκούσα τη δίωξιν αρμοδία στρατιωτική αρχήν». Ετσι επανήλθε σε ισχύ ο Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία Μεταξά βάσει του οποίου σύρθηκαν εκ νέου στο- τακτικό αυτή τη φορά- στρατοδικείο ο Ν. Μπελογιάννης, οι καταδικασθέντες σύντροφοί του από την πρώτη δίκη, καθώς και όσοι συνελήφθησαν στο πλαίσιο της υπόθεσης των ασυρμάτων.
Η δεύτερη δίκη και η εκτέλεση
Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15/2 και τελείωσε την 1η Μάρτη του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του (ανάμεσά τους και οι Δ. Μπάτσης, Η. Αργυριάδης και Ν. Καλούμενος που αντίκρισαν μαζί του το εκτελεστικό απόσπασμα) καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά προσφεύγουν στο συμβούλιο χαρίτων ως ύστατη προσπάθεια να εμποδίσουν το μοιραίο, συνεπικουρούμενοι από τα εκατομμύρια των επωνύμων και ανωνύμων που αγωνίζονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ώστε ν' αποτραπεί η δολοφονία. Τελικά η δολοφονία έγινε. Οι τέσσερις από τους οκτώ θανατοποινίτες εκτελέστηκαν γιατί έτσι ήθελε ο ξένος παράγοντας και η ντόπια αντίδραση. Ομως εκ των υστέρων, από διάφορους ιστοριογράφους, επιχειρήθηκε να απαλλαγεί η τότε κεντρώα κυβέρνηση Πλαστήρα - Βενιζέλου από τις βαρύτατες ευθύνες της για το γεγονός αυτό. Ετσι υποστηρίχτηκε πως ο Πλαστήρας και οι συνεργάτες του εισηγήθηκαν να δοθεί χάρη στους καταδικασθέντες, χωρίς όμως να εισακουσθούν από το παλάτι. Μέσα στην τότε κυβέρνηση και στα κόμματα που τη στήριζαν υπήρξε ισχυρό κύμα αντίδρασης στη σχεδιαζόμενη δολοφονία του Μπελογιάννη, αλλά και γενικότερα σ' όλη αυτή την πολιτική δίωξης του κομμουνισμού μέσω της εκτέλεσης των στελεχών του. Το γεγονός όμως ότι ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν ταχύτατα και μάλιστα Κυριακή ήταν συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης του Πλαστήρα. Τα γεγονότα επ' αυτού δεν αφήνουν αμφιβολία. Συγκεκριμένα:
Το Συμβούλιο Χαρίτων συνεδρίασε το απόγευμα της Παρασκευής 28 Μάρτη 1952 και αργά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας έβγαλε απόφαση με την οποία απέρριπτε τις αιτήσεις χάριτος των Μπελογιάννη, Αργυριάδη, Καλούμενου και Μπάτση. Την επομένη, Σάββατο 29 Μάρτη, αργά το βράδυ, ο βασιλιάς Παύλος κοινοποίησε στην κυβέρνηση την απόφασή του με την οποία ενέκρινε την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων. Αμέσως κινήθηκε η διαδικασία και σε λίγες ώρες, χαράματα της Κυριακής, οι τέσσερις οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σ' όλα αυτά η κυβέρνηση δεν μπορούσε να έχει άγνοια. Συνεπώς όταν ο βασιλιάς ενέκρινε τις θανατικές καταδίκες των τεσσάρων, η κυβέρνηση Πλαστήρα έσπευσε να πραγματοποιήσει τις εκτελέσεις. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου