Αυτός ήτο Φράγκος ευγενής, έλαβε μέρος σε τέσσαρες σταυροφορίες και έγινε φίλος του Βονιφατίου του Μομφερρατικού, στον οποίον προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες και τον συνώδευσε το 1204, οταν έξεστρατευσε εις την Θεσσαλονίκην προς κατάκτησιν της κυρίως Ελλάδος.
Με τη συγκατάθεση του Βονιφατίου ο Σαμπλίττης συμπράττοντας με τον Γοδοφρείδον Βιλλεαρδουίνον επεχείρησε και έφερε εις πέρας κατά μέγα μέρος την κατάκτηση της Πελοποννήσου και έγινε ο πρώτος Λατίνος ηγεμόνας της.Οι σταυροφόροι κατέλυσαν την Βυζαντινήν αυτοκρατορίαν και ίδρυσαν την Λατινικήν με αυτοκράτορα τον Βαλδουίνον, κόμιτα της Φλάνδρας και Πατριάρχην τον Ένετον Θωμάν Μοροζίνην, στεφθέντα εις την Ρώμην. Η κατάκτηση της Πελοποννήσου απο τον Γουλιέλμον Σαμπλίττην και Γοδοφρείδον Βιλλεαρδουίνον άρχισε από την Πάτρα. Την 1ην Μαΐου 1205 αποβιβάστηκαν εις την Αχαίαν.
«Εις τον Μορέαν έφθασαν την πρώτην του Μαΐου
εκείσε αποσκάλωσαν, την Αχαΐαν τη λέγουν
πουν' εδώθε της Πατρού καν δέκα πέντε μίλια
ευθύς καστέλλι έστησαν όλο με το πλιθάρι
Αφού λοιπόν απέζευσαν εκεί εις την Αχαίαν
εξήβαλαν τα άλογα άπ' έσω από τα καράβια
και δύο ημέρες έμειναν να τα έχουν αναπαύσει».
Χρονικόν Μορέως
Αφού εκυρίευσαν κατόπιν εφόδου τας Πάτρας, οι δύο αρχηγοί των σταυροφόρων με εκατόν είκοσι ιππότες και πολλούς ακολούθους επέστρεψαν εις την Αχαΐαν.
«Αφού την Πάτραν πήρασι, τας φύλαξες εβάλαν
το κάστρο εσιτάρχησαν, είθ' ούτως και την χώραν».
Χρονικόν Μορέως
Από τας Πάτρας οι σταυροφόροι επέστρεψαν εις την Αχαΐαν και εκεί έμαθαν από τους εντόπιους πως η χώρα η λαμπρότερη στον κάμπο του Μορέως ήτο η Ανδραβίδα και οι σταυροφόροι εξεστράτευσαν για να την κατακτήσουν.
«Κι' άπ' αυτού εστράφησαν εκεί εις την Αχαΐαν
βουλήν επήραν ενομού τους τοπικούς Ρωμαίους
όπου τους τόπους ήξευραν, του καθενός την πράξιν.
Λέγουν και συμβουλεύοντους, πως έν' η Ανδραβίδα
η χώρα η λαμπρότερη εις τον κάμπον του Μορέως.
Ως χώρα γαρ απολυτή κοίτεται εις τον κάμπον
ούτε πύργος ούτε τειχια είναι ποσώς εις αύτην».
Χρονικό Μορέως
Οι σταυροφόροι μόλις επλησίασαν εις την Ανδραβίδαν, οι άρχοντες και ο λαός της, γιατί τότε ήτο η πρωτεύουσα της Ηλείας και ήτο εντελώς ατείχιστος, εξήλθον εκτός της πόλεως με τους ιερείς τους, που έφεραν τον Σταυρον και τας άγιας εικόνας, και προσκύνησαν τον Γουλιέλμον Σαμπλίττην, υπό τον όρον να διαφυλάξη τα δικαιώματά τους. Αυτός υπεσχέθη τα όσα εζήτησαν οι άρχοντες της πόλεως και εν μέρει τα εξετέλεσε.
«Ευθύς ωρμήσασι εκεί εις αυτην υπαγαίνουν εξάπλωσαν τα φλάμπουρα του καθενος εκάστου. Κι' άφού επλησίασαν, εκεί εις την Ανδραβίδαν οι Ανδραβιδαίοι έμαθαν, πως έρχονται οι Φράγκοι εςέβησαν με τους σταυρούς, ομοίους με τας εικόνας οι άρχοντες και το κοινόν της χώρας Ανδραβίδας. Κι' ήλθαν και επροσκύνησαν αυτόν τον Καμπανέσην Κι' εκείνος ο παμφρονιμος καλά τους ύπεδέχθη. Ώμοσε, υποσχέθηκε να μη τους άδικήση ο&τε ζημίαν να έχωσι από τα γονικά τους τιμές, δωρεές να έχουσι ευεργεσίας μεγάλας όλοι γαρ άμοσασι δούλοι του ν' αποθάνουν. Αφού εγκατέστησε την χώραν Ανδραβίδας βουλήν επήρε μετ' αυτους το που να φουσατεύση Και η βουλή έδοθηκε στην Κορινθον να ύπάση εττεί ένι κάστρον φοβερον το κάλλιον του Μορέως))
Χρονικον Μορέως
Αφού εταχτοποίησαν οι δύο ιππότες τα πράγματα της Ανδραβίδας εξεστράτευσαν και υπέταξαν όλην σχεδόν την Πελοπόννησον.Και ο μεν Γουλιέλμος Σαμπλίττης εκράτησεν ως ίδιον κτήμα του την Ηλείαν και ανεγνωρίσθη πρίγκηψ του Μορέως με έδραν την Ανδραβίδαν. Ο δε Γοδοφρείδος Βιλλεαρδουίνος εκράτησε την Μεσσηνίαν και μέρος της Λακωνικής. Τας δε εις τον λοιπόν Μορέαν δέκα και έπειτα δώδεκα βαρωνείες (των Πατρών, Χαλανδρίτσας, Βαστίτσης, Αιγίου, Καλαβρύτων, Άκοβας, Καρύταινας, Νικλίου, πόλιν παρά την Τεγέαν, Βελιγοστήν της Αρκαδίας κλπ.), έλαβον κατόπιν αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως, που συνεκροτήθη εις την Ανδραβίδαν, διάφοροι βαρώνοι έχοντας μαζί τους και Ιππότες, στους οποίους εδόθηκαν ενενήντα τέσσερα ιπποτικά φέουδα. Οι πρίγκηπες και οι βαρώνοι έκτιζαν στις κορυφές των βουνών τα φράγκικα κάστρα για την ασφάλειά τους. Εδήμευσαν τα εκκλησιαστικά κτήματα των Ελλήνων και τα έδωσαν στους επτά Λατίνους επισκόπους. Ένας από τους επτά επισκόπους ήτο και ο της Ωλένης η Ανδραβίδας και είχε την έδραν του εις την Ανδραβίδαν.
Οσάκις οι Φράγκοι επροκειτο να συζητηςουν γενικά ζητήματα συνήρχοντο εις τον Μητροπολιτικον ναον της Άγιας Σοφίας της Ανδραβίδας η εις τον παπικον ναον του Άγιου Φραγκίσκου της Γλαρέντζας. Το Συμ-βούλιον έλέγετο κούρτη και αποτελείτο από βαρώνους, αρχιερείς και υποτελείς, φεουδάρχας του πριγκιπάτου. Εις το συμβούλιον μετείχε και ο επίσκοπος Λατίνος της Ωλένης.
Ο Μητροπολιτικός ναός της Ανδραβίδας «Η Αγία Σοφία» ήτο ο μεγαλοπρεπέστερος και μέγιστος όλων των εν Ελλάδι φράγκικων ναών. Είχε μήκος 45,50 μέτρα και πλάτος 18,85 μέτρα. Το ιερόν, που σώζεται μέχρι σήμερα έχει τρία διαμερίσματα. Το μεσαίον είναι υψηλότερον από τα δύο άλλα και μεγαλοπρεπέστερον και προς ανατολάς εξέχει των άλλων. Εις πολλά μέρη του ναού υπάρχουν λίθοι σκληρότεροι και όχι εγχώριοι και προ πάντων ο μέγας λίθος, που ετέθη προσωρινως για να αποτελέση την Αγίαν Τράπεζαν. Κάτωθεν του χώματος του Ίερού ευρέθηκε ένα κυτίον, σαν εκείνα που φέρουν τα άγια λείψανα, αλλά χωρίς λείψανα και πλησίον του ένα μικρό εικόνισμα, που διατηρούνται άριστα βυζαντινά καθαρως αγιογραφήματα με ελληνικές λέξεις προς τα επάνω. Είναι δε οι Άγιοι Ανάργυροι, ο Άγιος Βασίλειος, ο Άγιος Προκόπιος, ο Άγιος Παντελεήμων και η Αγία Παρασκευή, κάτωθεν δε της κενής πλακός των οστών οι Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος. Τα δύο μικρότερα διαμερίσματα έχουν ανά εν παράθυρο στενό, επίμηκες και θολωτό. Και προς την ανατολική πλευρά έχουν παράθυρα άλλα είναι κτισμένα με λίθους. Ο εξωτερικός τοίχος είναι ακανόνιστος. Το από Β προς Ν πάχος του μεν βορείου και νοτίου διαμερίσματος είναι περίπου 5,40 μέτρα, του δε μέσου 7,10 μ. Οι λίθοι του ναού αλλού είναι μεγάλοι, αλλού μικροί και άλλου όπως έτυχε. Σε πολλές μεριές ο τοίχος είναι με πλίνθους με άκομψον τέχνην. Το ιερόν έχει χιαστάς αψίδας και γύρω του τοίχου ένα μέτρον επάνω από το έδαφος, ζώνην από πώρινον λίθον και οξυκόρυφον άνοιγμα προς τα μέσα. Τα διαμερίσματα έχουν αψίδες χιαστές μικρότερες του κυρίως ιερού, το δε έδαφος του Ιερού είναι στρωμένο με λίθινες πλάκες.
Προς ανατολάς του ιερού του ναού της Αγίας Σοφίας ευρίσκεται ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου. Εις το προαύλιον τούτου ευρίσκονται κίονες (κολώνες) της εποχής εκείνης από λίθον γρανίτην αιγυπτιακόν μονοκόμματοι. Επίσης άλλοι κίονες εκ του αυτού λίθου μεγαλύτεροι, που υποβαστάζουν τον πρόναον του εις Λεχαινά ιερού ναού του Αγίου Δημητρίου. Κατά τον Γάλλον περιηγητήν Buchon οι κίονες μετεφέρθησαν υπό των σταυροφόρων εκ της Ιερουσαλήμ εις την Ανδραβίδαν.
Εις τον ιερόν ναόν του Άγιου Κωνσταντίνου και επάνω εις τον τοίχον του είναι εντοιχισμένα και μαρμάρινα τεμάχια με σχετικές γλυφές και κεφαλή από τιτανόλιθο, παρμένα από τα κοσμήματα του ναού της Αγίας Σοφίας.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης (Guillaume de Champlitte) όπως είναι γνωστότερος στα Ελληνικά, ο Καμπανέζης (από την Καμπανία), ή σύμφωνα με τον πλήρη τίτλο του Γουλιέλμος Α' της Αχαΐας (-1209) ήταν ένας από τους σημαντικούς Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας και ο πρώτος Πρίγκιπας της Αχαΐας.
Ήταν ο τρίτος γιός του Εύδη Α' του Σαμπλίτ ή Εδουάρδου ή Όντο Α' "από την Καμπανία" (Eudes I de Champlitte "le Champenois"), Κόμητα της άνω Βουργουνδίας και της Συβίλλας (Sibille de La Ferte-Sur-L'Aube) και εγγονός του Ούγου Α' της Καμπανίας (Hugues I de Champagne) Κόμητα της Καμπανίας. Πιθανή ημερομηνία γέννησής του αναφέρεται το 1160.
Παντρεύτηκε την Alais ή Alix (de Montréal) dame de Meursault, με την οποία έκανε μια κόρη, την Ισαμπέλα ντε Σαμπλίτ. Στο δεύτερο γάμο του πήρε το 1196 την Élisabeth de Mont Saint-Jean και στον τρίτο του γάμο, το 1200 ή το 1201 την Eustachie de Courtenay Dame de Placy-sur-Armancon, χήρα του Guillaume de Brienne, κόρη του Pierre de France Seigneur de Courtenay και της γυναίκας του Elisabeth Dame de Courtenay με την οποία έκανε άλλη μια κόρη την Ελισάβετ ντε Σαμπλίτ[1] και τον Γουλιέλμο (Γουλιέλμος Σαμπλίτης, υποκόμης της Ντιζόν, vicomte de Dijon)[2].
Στη Δ' Σταυροφορία και το Μωριά
Έλαβε μέρος στη Δ' Σταυροφορία μαζί με τον αδελφό του Όντο Β', ο οποίος πέθανε στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκειά της Σταυροφορίας γνωρίστηκε με τον Βονιφάτιο τον Μονφερατικό και βοήθησε αυτόν και τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας (πρώτο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως) να συμβιβάσουν τις διαφορές τους.
Αφού οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και μοίρασαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, το φθινόπωρο του 1204 ακολούθησε τον Βονιφάτιο τον Μονφερατικό από τη Θεσσαλονίκη, στην εκστρατεία του για την κατάκτηση της Ελλάδας. Ο Γουλιέλμος κατάκτησε το Μωριά (την Πελοπόννησο) μαζί με τον Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, μετά την αποφασιστική μάχη του 1205 που έγινε στη Μεσσηνία, τη μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα, την οποία έχασε ο Μιχαήλ Α' Δούκας, ο οποίος στη συνέχεια υποχώρησε στην Ήπειρο, ιδρύοντας εκεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Όταν ο Γουλιέλμος σταθεροποίησε την ισχύ του στον Μοριά, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' τον ονόμασε ηγεμόνα όλης της Αχαΐας (princeps totius Achaiae provincie). Λόγω του ονόματος του πατέρα του και του τόπου καταγωγής του ονομαζόταν από τους Έλληνες και Καμπανέζης, όπως φαίνεται στο Χρονικόν του Μορέως.
[Επεξεργασία] Το τέλος του Γουλιέλμου
Το 1209 ενώ ασχολείτο με την οργάνωση της Πελοποννήσου, έλαβε νέα ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του Λουδοβίκος πέθανε άτεκνος και χρειάστηκε να επιστρέψει στη Γαλλία για να πάρει τα δικαιώματά του. Φεύγοντας άφησε στη θέση του ως βαΐλο την ανιψιό του Ούγο Σαμπλίτη, επειδή ο γιός του ήταν ανήλικος. Πέθανε στη διαδρομή προς τη Γαλλία, στην Απουλία της Ιταλίας. Λίγο αργότερα πέθανε και ο ανιψιός του Ούγος, οπότε το πριγκιπάτο έμεινε στα χέρια του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου ο οποίος πήρε τη θέση του Ούγου ως βαΐλος μέχρι να εμφανιστεί ο κληρονόμος του Γουλιέλμου, Ροβέρτος Σαμπλίτης. Με μηχανορραφία του Γοδεφρείδου, ο Ροβέρτος καθυστέρησε και οι άλλοι ευγενείς αναγνώρισαν αυτόν ως πρίγκιπα της Αχαΐας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου