Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Οι αντάρτισσες της Πελοποννήσου

Τραγουδάμε και πολεμάμε για το δίκιο του λαού για μια Ελλάδα ελεύθερη
Οπου βρεθώ κι όπου σταθώ/ θυμάμαι τις μορφές σας.

να περπατάν αγέρωχα/ σε λόγγους και κορφές/

άντρες, γυναίκες και παιδιά/ με τις φτωχές στολές σας/

για μάχες πάντα έτοιμοι/ αλλά και για γιορτές.

(Γιώργης Μαντάς)

Μ' αυτό το ποίημα τελείωσε το αφιέρωμα για τα εξηντάχρονα του Δημοκρατικού Στρατού που οργάνωσε η ΠΕΑΦΕ μαζί με την ΠOAO στα πλαίσια του Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Εδώ, απέναντι σ' ένα πυκνότατο ακροατήριο όλων των ηλικιών, ζωντάνεψε η ιστορία του τόπου μας - από την εισβολή των Ιταλών μέχρι και το 1949 - μια ιστορία που οι κρατούντες θέλουν να αγνοούν οι νέοι. Εδώ μια σύνθεση κειμένων, ποίησης και τραγουδιών του αντάρτικου, συλλογική δουλιά του ΔΣ της ΠΕΑΦΕ. Εδώ η χορωδία, με επικεφαλής τον Διονύση Χρηστακόπουλο και την Ρένα. Εδώ ο Κώστας Λάβαρης με το ακορντεόν του να τραγουδά μαζί με τα αγόρια και τα κορίτσια της ΚΝΕ. Παρόντα όλα τα μέλη του ΔΣ της ΠΕΑΦΕ με προεξάρχουσες τις δύο παρουσιάστριες Ελένη Μωραΐτου πρόεδρο και Φρόσω Κοττορου, αντιπρόεδρο της Οργάνωσης. Αγωνίστριες και οι δύο του Δημοκρατικού Στρατού, έκαναν ιδιαίτερη μνεία στις νεαρές αντάρτισσες, που «ζωντάνεψαν» στα σλάιντς που προβλήθηκαν...

«Ολόκληρος ο Μοριάς, είπαν, γίνεται ένα τεράστιο Μεσολόγγι από ελεύθερους πολιορκημένους που δεν έχουν "Εξοδο"».

Πορεία για να πιάσουν θέσεις μάχης...
Πραγματικά, αν όλες οι Ελληνίδες αντάρτισσες που πίστευαν στον αγώνα έδειξαν απαράμιλλο ηρωισμό, οι μαχήτριες της Πελοποννήσου αντιμετώπισαν τις πιο σκληρές συνθήκες, σε μια περιοχή που μαρτύρησε: Χωρίς δρόμους φυγής και διεξόδου, χωρίς εφοδιασμό, χωρίς νοσοκομεία, βασισμένες σχεδόν μόνο στις δικές τους δυνάμεις, οι αγωνίστριες της Πελοποννήσου είδαν συχνά τις οικογένειές τους να σφαγιάζονται...

Γι' αυτές τις κοπέλες που μαρτύρησαν, για τις ηρωικές λεβέντισσες της Πελοποννήσου μάς έδωσαν στοιχεία ο Γιώργης Μαντάς, ο συναγωνιστής τους και η Γιάννα Τρικαλινού, μαχήτρια του ΔΣΕ τότε.

Η ίδια είχε ετοιμάσει το υλικό που της είχε ζητήσει ο αξέχαστος Αλέκος Παπαγεωργίου για το βιβλίο που ετοίμαζε και αφορούσε το κίνημα στο Μοριά. Δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή χωρίς να προλάβει να το ολοκληρώσει...

Δυο 16χρονες...

Κάποιες από τις πιο ηρωικές μορφές των ανταρτισσών της Πελοποννήσου γνώρισε ο Γιώργης Μαντάς, ΓΓ σήμερα της ΠΕΑΦΕ, εικοσάχρονος τότε συναγωνιστής τους και έγραψε γι' αυτές, όχι μόνο βιογραφικά σημειώματα αλλά και συγκινητικότατους στίχους: «Εγραψα, λέει ο ίδιος, μόνο για γυναίκες αγωνίστριες, όχι γιατί τέτοια ηρωικά κατορθώματα δεν έγιναν και από άντρες, το αντίθετο μάλιστα, αλλά γιατί οι γυναίκες αγωνίστριες σ' αυτό τον τιτάνιο αγώνα έδρασαν σε πολύ δυσκολότερες συνθήκες».

Μεταφορά στα μετόπισθεν της μάχης για να παράσχουν τις πρώτες βοήθειες σε μαχητή του ΔΣΕ
Σ' αυτό το σημείωμα θα αναφερθούμε στις μαρτυρίες του για δυο πολύ νεαρές αντάρτισσες, μαθήτριες Γυμνασίου, την Σοφία Μαντζουράνη και την Καίτη Κόλλια, που όταν προσχώρησαν στον ΔΣΕ ήταν μόλις 16 χρόνων.

Ο Γιώργης Μαντάς θυμάται:

«Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1948 ένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού με έδρα τον Πάρνωνα, επιστρέφοντας από μια αποστολή, στάθμευσε για λίγο στο χωριό Αστρος Κυνουρίας. Αμέσως παρουσιάστηκαν και ζήτησαν από τους αντάρτες να τις πάρουν μαζί τους, δυο νεαρές μαθήτριες του Γυμνασίου. Ηταν η Σοφία Μαντζουράνη και η Καίτη Κόλλια. Η ηλικία τους ήταν 16 - 17 χρόνων. Την απόφαση για να βγουν στο βουνό, την είχαν πάρει από καιρό και περίμεναν την ευκαιρία για να την πραγματοποιήσουν.

Τις έφεραν και τις δύο στα έμπεδα, όπου βρισκόμουνα κι εγώ, που είχα καταταγεί έναν μήνα νωρίτερα, στις αρχές Αυγούστου του 1948. Ηταν δυο πολύ όμορφες κοπέλες, λεπτές και (ιδιαίτερα η Σοφία) φαίνονταν για εύθραυστες. Ολοι αναρωτηθήκαμε πώς θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στη σκληρή ζωή του αντάρτικου, αλλά αυτές μας διασκέδασαν τους φόβους μας. Τα δυο κορίτσια, εγκλιματίστηκαν πολύ γρήγορα και έγιναν ένα με τους άλλους αντάρτες.

Επειδή το όνομα Μαντζουράνη είναι ένα πολύ συνηθισμένο όνομα στο χωριό μου, πλησίασα και γνωρίστηκα με τη Σοφία. Από τη συζήτηση που κάναμε αποδείχτηκε πως ήμασταν μακρινοί συγγενείς και πως η Σοφία εκτός από όμορφη, ήταν πνευματώδης και διαβασμένη, με πολύ χιούμορ.


Στη συνέχεια εντάχτηκαν και οι δύο σε λόχους. Η Καίτη που ήταν πιο γεροδεμένη, πήρε όπλο και έγινε ακροβολιστής. Η Σοφία, σαν πιο εύθραυστη, ορίστηκε νοσοκόμα στη διοίκηση του λόχου. Στις 11 του Οκτώβρη (ένα μήνα περίπου αφότου κατατάγηκε) η Σοφία πήρε μέρος στην πρώτη και τελευταία μάχη που έδωσε στο αντάρτικο! Ηταν μια μάχη κατά δυο μοιρών ΛΟΚ που αιφνιδιαστικά είχαν εγκατασταθεί στα υψώματα Στραβοράχη - Αγιαννάκης, που βρίσκονται στον βόρειο - κεντρικό Πάρνωνα. Στην επίθεση που έγινε πρωινές ώρες, πήρε μέρος και η Σοφία και τραυματίστηκε από σφαίρα στα πόδια, αλλά όχι πολύ σοβαρά. Επεσε και καλύφθηκε πίσω από ένα έλατο, μα άπειρη καθώς ήταν από τους πόνους φώναξε και έτσι πρόδωσε τη θέση της στους αντίπαλους. Ετσι αυτοί την επισήμαναν και μόλις προσπάθησε να κινηθεί προς τα πίσω, στο απυρόβλητο, οι λοκατζήδες με επανωτές ριπές τη σκότωσαν»...

...Για τη Σοφία ήτανε, η πρώτη της η μάχη,/ που δυστυχώς, ήταν γραφτό, να 'ναι κι η τελευταία/ ριπή από αυτόματο, της σύντριψε την πλάτη/ κι η τελευταία της κραυγή, ξέσκισε τον αέρα.

Εντεκα Οχτώβρη ήτανε, του σαρανταοχτώ/ που τ' άλικο το αίμα της, επότισε τη λευτεριά/ όλοι μας αβουρκώσαμε, σαν μάθαμε για το κακό/ στον Πάρνωνα τη θάψαμε και αγναντεύει τον βοριά...

...«Ο θάνατος της Σοφίας, μας συγκλόνισε όλους. Ο Κώστας Απαλοδήμας (σκοτώθηκε το 1949) διοικητής τότε της Πολιτοφυλακής, της έγραψε ένα ωραίο ποίημα από το οποίο θυμάμαι μόνο τον τίτλο: "Στην πρώτη αντάρτισσα που έπεσε στη μάχη".

Η Καίτη Κόλλια, συνέχισε τον αγώνα και ήταν μια άξια αγωνίστρια, πολύ αγαπητή στους συναγωνιστές της αντάρτες. Οταν το αντάρτικο ηττήθηκε, πιάστηκε και η Καίτη στα μέσα Μαρτίου του 1949 και την κλείσανε στο στρατόπεδο της Τρίπολης. Οι αντιδραστικοί παράγοντες του Αστρους, με τη βοήθεια κάποιων βρωμερών χαφιέδων (πρώην ανταρτών) βοήθησαν το Στρατοδικείο Τριπόλεως, που την καταδίκασε σε θάνατο.


Στη δίκη η Καίτη στάθηκε αληθινό παλικάρι, δεν κλάφτηκε, υπερασπίστηκε το Δημοκρατικό Στρατό και ανέτρεψε το κατηγορητήριο. Ομως η θανατική καταδίκη της είχε παρθεί από πριν, κάτι που η Καίτη το γνώριζε:

Ηξερε ότι σύντομα θα εκτελούσαν την ποινή/ δανείστηκε και φόρεσε ολοκόκκινο φουστάνι,/ κι έσυρε πρώτη το χορό, μες στη μεγάλη τη σκηνή/ λέγοντας πως είν' έτοιμη, τώρα, για να πεθάνει!

Την Καίτη την εκτέλεσαν, μια μέρα του Μαγιού,/ χαράματα, για να μην δει, τον Ηλιο π' ανατέλλει,/ οι σφαίρες σκίσαν την καρδιά τ' όμορφου κοριτσιού/ που τη ζωή της έκανε δώρο στην Οικουμένη...

Ηταν 17 χρόνων»...

"Στους δρόμους θα κριθεί το δίκιο...

Στους δρόμους, στους δρόμους και πάντα μαζί σας..."

(Από τον Υμνο της Εθνικής Αλληλεγγύης)»

«Η συμμετοχή της γυναίκας στο ΔΣΕ ήταν επιτακτική εθνική ανάγκη, γράφει η Γιάννα Τρικαλινού, μπροστά στον έσχατο κίνδυνο που αντιμετώπιζε η πατρίδα μας από την καινούρια ιμπεριαλιστική επιδρομή.

Τον πρώτο καιρό η συμμετοχή των γυναικών αποτελούνταν από καταδιωκόμενες, οι οποίες για να αποφύγουν την άγρια τρομοκρατία, τις συλλήψεις και τους βιασμούς κατέφυγαν εθελοντικά στο ΔΣΕ. Στην πορεία χρησιμοποιήθηκε και η μορφή της αναγκαστικής στράτευσης, όταν αυτή έγινε αναπόφευκτη.

Ο αγώνας ήταν τραχύς και δύσκολος, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, που λόγω της φύσης τους αντιμετώπιζαν και ιδιαίτερα προβλήματα. Πολύωρες πορείες από βουνά και χαράδρες, πέρασμα σε ποτάμια το καταχείμωνο, και αυτά χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό σε ρούχα και παπούτσια. Αν σε όλη την Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολος ο αγώνας για τις γυναίκες, στην Πελοπόννησο ήταν πολύ πιο αφόρητος. Διαβάζοντας τα βιβλία που γράφτηκαν για το ΔΣΕ της Πελοποννήσου φαίνεται καθαρά η διαφορά για μας, που ήμασταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η Πελοπόννησος απομονωμένη και χωρίς τον ανάλογο εφοδιασμό πολεμούσε με τις δικές της σχεδόν δυνάμεις, με ό,τι μπορούσε και κατακτούσε από τον αντίπαλο. Αν στην υπόλοιπη Ελλάδα το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο ΔΣΕ έφτασε το 25% - 30% στην Πελοπόννησο αποτελούσε το 7% μόνο. Στην πλειοψηφία τους ήταν εθελόντριες, αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης, που κατέφυγαν στο βουνό για να γλιτώσουν από την εξόντωση».
Η «κόκκινη δασκάλα»


«...Ο τραχύς και δύσκολος αγώνας φαινόταν ακόμη και στις προσπάθειες που καταβάλλονταν από τις συμμορίες να στρέψουν αδελφό ενάντια σε αδελφό, το γιο ενάντια στη μάνα. Συγκλονιστική η περίπτωση που καταγράφεται στο βιβλίο του Γιάννη Λέφα, με τίτλο "Ο ΔΣΕ Πελοποννήσου" της Βασιλικής Θεοχαράκου από τον Αλαήμπεη Κροκεών που δολοφονήθηκε από το γιο της Αρη, παρά την παράκληση της μάνας "Μην κάνεις παιδί μου αυτό το αμάρτημα"... Και επειδή δίσταζε ο γιος να πατήσει τη σκανδάλη του όπλου, του πάτησε το χέρι ένας από τους άντρες του συμμορίτη Παυλάκου και έφυγε η σφαίρα προς τη μάνα»...

Πολλά τα παραδείγματα γυναικών ηρωίδων της Πελοποννήσου. Για την ηρωική μορφή της Αθηνάς Μπενέκου πολλά έχουν γραφεί, αυτό όμως δεν εξαντλεί την περίπτωσή της, επισημαίνει η Γιάννα Τρικαλινού, που παραμένει στην ιστορία και αποτελεί παράδειγμα για τις μελλοντικές γενιές. Η Αθηνά, η «Κόκκινη Δασκάλα» ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Πελοπόννησο, στις 8 Δεκέμβρη 1947. Διαβάζοντας τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο «Νεκρή Μεραρχία» του Παπακωνσταντίνου και στο βιβλίο «Ο Δημοκρατικός Στρατός Πελοποννήσου» του Γιάννη Λέφα, νιώθεις δέος μα και μεγάλη συγκίνηση για την αγωνίστρια, που ήξερε γιατί πάλευε και στάθηκε ολόρθη μπροστά στους εκτελεστές της.

Εκπαίδευση στη ρίψη όλμων
Κόρη του παπα-Χριστόφορου από το χωριό Ζούπαινα (Αγιοι Ανάργυροι) Λακωνίας μεγάλωσε σε περιβάλλον δημοκρατικό, μορφώθηκε, έγινε δασκάλα, έμαθε γλώσσες - εγγλέζικα και γαλλικά - μόνη της. Στα χρόνια της κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, αναδείχτηκε σε στέλεχος του ΚΚΕ, με τη δράση της δίκαια ονομάστηκε λεβεντογυναίκα του Μοριά. Εκτελούσε επικίνδυνες αποστολές στο ΔΣΕ, παράνομα έμπαινε στις πόλεις, όπως αυτή της Τρίπολης, όπου και πιάστηκε.

Η αντίδραση προσπάθησε να την παρουσιάσει σαν ανήθικη, σαν γυναίκα που συμμετείχε σε εκτελέσεις. Οσοι όμως τη γνώρισαν και αγωνίστηκαν μαζί της μιλάνε για μια αγωνίστρια με ήθος, σεμνή και μαχητική, πιστή στα ιδανικά στα οποία πίστευε. Η ηρωική της στάση στο στρατοδικείο που την καταδίκασε σε θάνατο έξι φορές, δείχνει τη μορφή της αγωνίστριας, τη γυναίκα που δε λύγισε ούτε μπροστά στο θάνατο. Ψύχραιμη και ατσαλωμένη, σαν ιδεολόγος κομμουνίστρια είπε, μεταξύ άλλων, στους δικαστές της: «Η τρομοκρατία που σήμερα γίνεται σε πανελλαδική κλίμακα και ιδιαίτερα στη Λακωνία με ανάγκασε για λόγους ατομικής προφύλαξης να πάρω τα βουνά. Βλέπω γύρω μου βλέμματα μίσους και αντιπάθειας και καταλαβαίνω πως βρίσκομαι σε εχθρικό περιβάλλον. Τούτο όμως δε με νοιάζει καθόλου, γιατί ξεπλήρωσα το χρέος μου σαν αντάρτισσα και είμαι έτοιμη να δεχτώ όποια τιμωρία μου βάλετε...». Ζήτησε να μην τιμωρηθούν οι συγκρατούμενές της Ελένη Δασκαλοπούλου και οι άλλες δυο που στο σπίτι τους πιάστηκε, αναλαμβάνοντας την ευθύνη η ίδια. Τελειώνοντας την απολογία της συμπλήρωσε: «Δεν πρόκειται να μετανοήσω γιατί δε βλέπω να έκανα κανένα έγκλημα. Οσο για κείνους, που κρατούν τον αγώνα του λαού στο βουνό, σας λέγω ότι ξεπληρώνουν το χρέος τους και δεν είναι "συμμορίται" όπως τους λέτε. Τίποτα άλλο, ας με οδηγήσετε στο απόσπασμα».

«Η απολογία της είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα "Αλήθεια". Εκτός από όσα δημοσιεύτηκαν, από προσωπικές μαρτυρίες αναφέρεται πως η Αθηνά μίλησε ακόμη για τους αγώνες των λαών για ισότητα, και δικαιοσύνη, για την Εθνική Αντίσταση και το ρόλο των Αμερικανών, για το ΚΚΕ και τον αγώνα του ΔΣΕ.

Στο κελί των μελλοθάνατων όπου κρατούνταν έγραψε με μολύβι:

"Κι αν σε ρωτήσει η μάνα μου / και πούνε η θυγατέρα μου / κάθεται σε όμορφη πλαγιά / και τραγουδάει τη λευτεριά"...

Παρά το ότι οι γυναίκες δεν είχαν στρατιωτική εκπαίδευση και την ίδια φυσική αντοχή με τους άντρες, έγραψαν με τη δράση τους ηρωικές σελίδες, αναδείχτηκαν σε πολιτικούς επιτρόπους τάγματος, σε διοικητές διμοιρίας σε καπετάνισσες όπως τις ονόμασαν, μεταξύ των οποίων ήταν η Αργυρώ Σταυροπούλου, η Σταθούλα Κατσιδήμα, η Παρασκευή Πρεκεζέ, η Πίτσα Παπαμιχαήλ, η Ασπασία Δασκαλοπούλου, η Χρυσούλα Κουτιβά, η Κλειώ Δηλεβοριά και δεκάδες άλλες.
Η «καπετάνισσα»

Χαρακτηριστική η περίπτωση της Αργυρώς Σταυροπούλου, της «καπετάνισσας» όπως την ονόμασαν. Η ηρωική της δράση είναι λιγότερο γνωστή, όμως δεν υπολείπεται της μορφής της Μπενέκου.

Γεννημένη το 1926 στο Βασαρά Λακωνίας, με γνώσεις μόνο του Δημοτικού, έδειξε διοικητικές ικανότητες, αναδείχτηκε σε διοικητή γυναικείας ένοπλης ομάδας, συμμετείχε σε αρκετές μάχες, πολέμησε με απαράμιλλο ηρωισμό.

Στο βιβλίο του Γιάννη Λέφα "Ο ΔΣΕ Πελοποννήσου" μεταξύ άλλων αναφέρεται: "Η Αργυρώ όντας μια αντρογυναίκα, καλή αγωνίστρια, προσωπικότητα με κύρος και ηθικό βάρος, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες του Πάρνωνα, όπου αναδείχτηκε σε μια από τις καλύτερες μαχήτριες του ΔΣΕ με διοικητικές ικανότητες και ηγετικά προσόντα. Εφτασε στο βαθμό υπολοχαγού.

Δικαιολογημένα συνεπώς χαρακτηρίζεται η Αργυρώ καπετάνισσα. Πιο πολλά για τη δράση της αναφέρονται στο δελτίο της ΠΕΕΠΠ αριθμ. φύλλου III, στο γραπτό του Γιώργου Ρούσσου - μέλους του ΔΣ του Κέντρου Μελέτης Ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης (ΚΜΙΕΑ): "Η Αργυρώ, ΕΠΟΝίτισσα στην κατοχή, αναδείχτηκε σε στέλεχος στην περιοχή, έγινε διαφωτίστρια των ιδανικών του αγώνα ενάντια στον καταχτητή. Στην κατοχή έγινε μέλος του ΚΚΕ. Σαν αγωνίστρια και κομμουνίστρια δεν μπορούσε να μείνει έξω από το όργιο τρομοκρατίας που ξέσπασε μεταπολεμικά, η οποία δεν άφησε έξω και την Αργυρώ. Απειλούνταν από τις ορδές της χιτοσυμμορίας του Κατσαρέα στην περιοχή. Για να γλιτώσει από το βούρδουλα και τους εξευτελισμούς, από το μαχαίρι των τρομοκρατών και μετά τη σύλληψη το Μάη του 1946 του αδελφού της Ανάργυρου βγήκε στο βουνό και εντάχτηκε στις γραμμές του ΔΣΕ. Τον Αύγουστο 1947 εκτέλεσαν τον πατέρα της Δημήτριο Σταυρόπουλο, αφού τον πέρασαν από έκτακτο στρατοδικείο.

Στο ΔΣΕ η Αργυρώ σαν διοικητής ένοπλης ομάδας και μετά σαν μέλος του Λόχου Ασφαλείας της III Μεραρχίας αγωνίστηκε με πίστη και αφοσίωση, με ξεχωριστή ηρωισμό. Παρά τη μεγάλη θλίψη της από την εκτέλεση του πατέρα της και τον σκοτωμό του αρραβωνιαστικού και συντρόφου της Μήτσου Βάκου, η Αργυρώ δε λύγισε. Οπλίστηκε με θέληση και πίστη για να εκδικηθεί το θάνατό τους, να παλέψει για λευτεριά της πατρίδας της. Σκοτώθηκε τον Απρίλη 1949 μαζί με την Παρασκευή Λεβεντάκη από την Αράχωβα Σπάρτης.

Συγκλονιστικό το βιβλίο της Δήμητρας Πέτρουλα με τίτλο «Πού είναι η μάνα σου μωρή;»Γράφει αναφερόμενη σ' αυτό η Γιάννα Τρικαλινού:

«Μετά τη σύλληψή τους από τους ληστοσυμμορίτες και τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν εξοντώθηκαν επτά άτομα της οικογενείας Πέτρουλα. Ανάμεσά τους τρία κορίτσια 17, 14 και 12 χρόνων. Αλήθεια, αναρωτιέται κανείς, κινδύνευε η πατρίδα από τα κοριτσόπουλα; Οι εγκληματίες έφτασαν στο σημείο να απειλήσουν το γιατρό με δολοφονία αν πρόσφερε βοήθεια στο τραυματισμένο 12χρονο κορίτσι, την Καλλιόπη, το οποίο πέθανε από γάγγραινα αφού δεν του παρασχέθηκε καμιά βοήθεια.

Η Δήμητρα - που τότε ήταν τεσσάρων χρόνων - γλίτωσε γιατί βρέθηκε μπλεγμένη ανάμεσα στα πτώματα των εκτελεσμένων και επί δυο μερόνυχτα βύζαινε το άταφο κουφάρι της μάνας της. Αυτοί ήταν "υπερασπιστές της Ελευθερίας της πατρίδας" - αδίσταχτοι εγκληματίες, που σκότωναν γυναικόπαιδα γιατί έτυχε να ανήκουν σε δημοκρατικές οικογένειες. Αμέτρητα τα εγκλήματα που διέπραξαν σε βάρος του λαού της Πελοποννήσου. Ανθρώπινη πένα νιώθει ανήμπορη να τα καταγράψει. Βασάνισαν τη χαροκαμένη μάνα Παναγιώτα Λαβατσή, 75 χρόνων, γιατί έβγαλε σπαρακτικές φωνές μπροστά στο σκοτωμένο παιδί της. Αφού τη βασάνισαν απάνθρωπα τους είπε: "Και τώρα τι τη θέλω τη ζωή;". Μετά από τα λόγια αυτά της έδωσαν τη χαριστική βολή...».
Χιλιάδες την αγάπησαν...

Ανάμεσα στις πολλές περιπτώσεις που αναφέρει στο βιβλίο του ο Γιάννης Λέφας είναι και της Κλειώς Δεληβοριά: Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1911. Καταγόταν από οικογένεια των Λαγγαδίων, η οποία είχε αναδείξει αρκετούς πολιτικούς παράγοντες. Ηταν τελειόφοιτη της Εμπορικής Σχολής Τρίπολης, ήξερε γαλλικά και αγγλικά. Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ήταν εθελόντρια νοσοκόμα στο νοσοκομείο Μεσολογγίου, στην κατοχή έγινε μέλος του ΕΑΜ και στη συνέχεια του ΚΚΕ. Πήρε μέρος σε αρκετές επικίνδυνες αποστολές.

Το αγωνιστικό της ήθος, η πίστη της στα πανανθρώπινα ιδανικά, η ηθική της ακεραιότητα και η πνευματική της κατάρτιση την ανέδειξαν στο αξίωμα της υπεύθυνης της Εθνικής Αλληλεγγύης του Νομού Αρκαδίας. Για την ηρωική πραγματικά δράση της και την επιρροή της στην περιοχή μπήκε στο στόχαστρο των παρακρατικών, οι οποίοι έκαναν συχνές επιδρομές στο σπίτι της. Το 1943 επειδή η ζωή της απειλούνταν βγήκε στο βουνό. Στον ΕΛΑΣ έμαθε να κρατάει γερά το όπλο, να πολεμάει δίπλα στους άντρες που πολλές φορές τους έδινε θάρρος με το παράδειγμά της. Οπως ήταν φυσικό, η Κλειώ μπήκε στο στόχαστρο και στη μεταβαρκιζιανή περίοδο. Τις νύχτες έκαναν οι παρακρατικοί επιδρομές στο σπίτι της και όταν δεν την έβρισκαν κατέστρεφαν με μανία προγονικά της ιερά κειμήλια, μαζί και το ημερολόγιό της που είχε αρχίσει να γράφει. Σε μια τέτοια επιδρομή την έπιασαν και έμεινε για ένα εξάμηνο φυλακισμένη στις φυλακές της Τρίπολης. Μετά την αποφυλάκισή της, όπως ήταν φυσικό, συνέχισε τη δράση της. Το Φλεβάρη 1946 δολοφονήθηκε από έναν δήθεν καθυστερημένο στο δρόμο προς τους Ταξιάρχες της Τρίπολης, ενώ πήγαινε να βοηθήσει μια πολύ φτωχή οικογένεια. Είναι ευνόητο πως πίσω από τη δολοφονία της βρίσκονταν οι παρακρατικοί τύπου Μαγγανά, Κατσαρέα, Παυλάκου και άλλων με φασιστική ιδεολογία.

Η Κλειώ δοσμένη ολόψυχα στην πάλη και χωρίς να έχει δημιουργήσει δική της οικογένεια, έδωσε τη ζωή της στον αγώνα για τη λευτεριά και το δίκιο. Παρά την αφάνταστη τρομοκρατία στην περιοχή, στην κηδεία της ηρωίδας πήραν μέρος γύρω στις 5.000 άτομα. Την κήδεψαν ψάλλοντας γονατιστοί το «Επέσατε θύματα εσείς αδελφοί»... Ετσι τίμησε ο λαός μια από τις θυγατέρες του.

Στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» τεύχος 123 αναφέρεται μια χαρακτηριστική περίπτωση ηρωίδας στην Πελοπόννησο: Η Νίνα Παπαφάγου γεννήθηκε το 1926 στη Σκάλα Λακωνίας. Προερχόταν από οικογένεια αγωνιστών με θύματα στον αγώνα. Τον πατέρα της Κώστα Παπαφάγο, κτηματία, εκτελεσμένο από τους χίτες το Νοέμβρη 1946. Δυο αδελφούς της, τον Πέτρο και τον Αντώνη σκοτωμένους στο ΔΣΕ. Η Νίνα, ΕΠΟΝίτισσα στην κατοχή, σεμνή, ευγενική, περήφανη και γλυκομίλητη αποτελούσε υπόδειγμα ήθους και αξιοπρέπειας. Οντας μέλος της γυναικείας ανταρτοομάδας με υπεύθυνη την ηρωίδα Αθηνά Μπενέκου και αργότερα υπεύθυνη γυναικών του 2ου Τάγματος συμμετείχε σε πολλές μάχες το 1947, 1948 και 1949 όπου έδειξε απαράμιλλη ανδρεία. Σκοτώθηκε στη φονική μάχη στο Δρακοβούνι της Γορτυνίας στις 15/3/1949. Η Νίνα Παπαφάγου έπεσε στα 23 χρόνια της, προσφέροντας τα νιάτα της στο βωμό των μεγάλων ιδανικών. Ηταν μια από τις ηρωικές μορφές της ιστορίας της κωμόπολης από την οποία καταγόταν.

Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού, το γραπτό του Δρ Φιλολογίας Γιάννη Λέφα που αποτελεί μια απάντηση στην αντικομμουνιστική «Ελένη» του αμερικανόπνευστου Γκατζογιάννη, αναφέρει είκοσι περιπτώσεις μανάδων που δολοφονήθηκαν από τους παρακρατικούς στην Πελοπόννησο. Ανάμεσά τους την Σταυρούλα Λαγουσάκου, με πέντε παιδιά, την Μαριγούλα Πετραλά με τα δυο παιδιά της, την Βασίλω, χήρα Παν. Θεοφιλογιαννάκου, μάνα πέντε παιδιών, την Παναγιώτα Πανούση μαζί με την κόρη της Ελένη 24 χρόνων, την Δήμητρα Δαμιανού με τρία παιδιά, τη Χρυσούλα Γουλαρά με τέσσερα παιδιά, την Ευθυμία Μούτη, μάνα πέντε παιδιών, την Κρυστάλλω, χήρα Ιωαν. Αντωνάκου με έξι παιδιά, την Σταθούλα Ξυδέα με τα δυο παιδιά της έντεκα και οκτώ χρόνων...
Τις έτρεμαν, ακόμα και νεκρές...

Ατελείωτος ο κατάλογος για την Πελοπόννησο και ολόκληρη τη χώρα. Την αντικομμουνιστική «Ελένη» την πρόβαλαν για να καλύψουν τα αμέτρητα δικά τους εγκλήματα, τα πρωτοφανή για τη μαζικότητά τους και την αγριότητά τους, επισημαίνει η Γιάννα Τρικαλινού.

«Μιλώντας για τις ηρωικές μορφές από τις πολλές αιματοβαμμένες της Πελοποννήσου δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην Ασπασία Δασκαλοπούλου, την καπετάνισσα. Κόρη δασκάλου, γεννήθηκε το 1924 στο Βαλτεσινίκο Γορτυνίας. Δεκατεσσάρων χρόνων έχασε τον πατέρα της. Μεγάλωσε και μορφώθηκε με τη φροντίδα της μητέρας της, που είχε άλλα τέσσερα παιδιά. Στην κατοχή για τον αγώνα κατά του κατακτητή, εγκατέλειψε την Ακαδημία όπου σπούδαζε και μετά την εκτέλεση του μεγαλυτέρου αδελφού της, του Θανάση βγήκε στο βουνό. Συμμετείχε ενεργά στον αγώνα, στην Εθνική Αλληλεγγύη. Αναδείχτηκε σε στέλεχος της νεολαίας και στο πρώτο συνέδριο της ΕΠΟΝ εκλέχτηκε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου. Το 1946 πιάστηκε και εκτοπίστηκε στην Κύθνο. Μετά την απόλυσή της από την εξορία, δούλεψε παράνομα στην Αθήνα. Στην Τρίπολη γύρισε το καλοκαίρι του 1947 παράνομα. Μην μπορώντας να παραμείνει πολύ εκεί, βγήκε στο βουνό. Ας σημειωθεί πως η μητέρα της βρισκόταν στη φυλακή. Η Ασπασία αναδείχτηκε στον εμφύλιο σε πολιτικό επίτροπο τάγματος της «Δημοκρατικής Νεολαίας». Πήρε μέρος σε μάχες, διακρινόταν για τις διοικητικές της ικανότητες και την επιρροή της στους μαχητές. Η Ασπασία, όπως και η Αθηνά Μπενέκου αναδείχτηκαν στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας του αντάρτικου του Μοριά. Μετά την εκτέλεση της Μπενέκου τον Οκτώβρη του 1948 αναδείχτηκε σε αναπληρωματικό μέλος του Γραφείου Περιοχής του ΚΚΕ Πελοποννήσου.

Στις πέντε του Φλεβάρη του 1949, ενώ έμεναν τη νύχτα σε ένα μαντρί με άλλους τρεις αντάρτες στο χωριό Πεύκο (Τσαρουχλί) των Καλαβρύτων κυκλώθηκαν μετά από προδοσία. Τους κάλεσαν να παραδοθούν. Η Ασπασία αναμετρώντας τις συνέπειες από τη σύλληψή της αυτοκτόνησε.

Μαζί της αυτοκτόνησαν και άλλοι δυο αντάρτες. Οι κάτοικοι τους περιμάζεψαν και τους έθαψαν στο νεκροταφείο του χωριού. Οι ακροδεξιοί όμως τους έτρεμαν ακόμα και νεκρούς. Απαίτησαν από τους χωριανούς να τους ξεθάψουν και να τους παραχώσουν στο χιόνι έξω από το νεκροταφείο. Αυτοί ήταν οι «υπερασπιστές» της πατρίδας και του λαού της που είχαν το θράσος να μιλάνε αργότερα για εγκλήματα των κομμουνιστών...

Και μια τελευταία ηρωίδα, που η ιστορία της φανερώνει την τραγικότητα του εμφυλίου, όταν αδέλφια πολεμούσαν τ' αδέλφια τους.

Στο «Ριζοσπάστη» της 14/10/1997 αναφέρεται η ιστορία της Χρυσούλας Κοντιβά, που δημοσιεύεται και στο βιβλίο του Τριαντάφυλλου Γεροζήση «Το ανταρτόπουλο».

Η Χρυσούλα για την ηρωική της δράση στις μάχες πήρε το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Η ίδια, που πρέπει να ζει και σήμερα, λέει τα παρακάτω:

«Κατάγομαι από οικογένεια μεσαίων τσιφλικάδων, οι δικοί μου όλοι δεξιοί. Ημασταν στον Αγιο Κωνσταντίνο, στα Καλάβρυτα και πήγαμε μια ομάδα να φτιάξουμε μια θέση για το πολυβόλο, αλλά ο ομαδάρχης σκοτώθηκε και η ομάδα με εξέλεξε στη θέση του. Υπήρχε ένα φυλάκιο του στρατού. Ζήτησα την άδεια από το λοχαγό μου τον αείμνηστο Καλαρίτη Ηλία να ενεργήσω. Ανεβαίνω στο φυλάκιο,με μια κλοτσιά ρίχνω την πόρτα και τους συλλαμβάνω. Πιάστηκα τον Απρίλη του 1949. Ο ένας αδελφός μου ήρθε μάρτυρας κατηγορίας και ο άλλος μάρτυρας υπεράσπισης. Ο πρώτος είπε στους δικαστές: "Αν δε θέλετε να τη σκοτώσετε εσείς, δώστε τη σε μένα να τη σκοτώσω εγώ". Ο άλλος είπε: "Εκεί που κάθεται η αδελφή μου θα 'πρεπε να καθόμαστε μεις". Αυτό μου φαίνεται πως με έσωσε και με καταδικάσανε σε ισόβια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου