Σάββατο 14 Μαΐου 2011
Ανακήρυξις του Γοδοφρείδου Α' Βιλλεαρδουίνου ως Πρίγκιπος του Μορέως
Αναχώρησις του Γουλιέλμου Σαμπλίττη εις Γαλλίαν
Το έτος 1209 ο Γουλιέλμος Σαμπλίττης ανεχώρησε στη Γαλλία, για να λάβη το θρόνο του ηγεμόνος της Καμπανίας, αποθανόντος του πρεσβυτέρου αδελφού του. Προ της αναχωρήσεως του συνεφώνησε με τον Γοδοφρείδον Βιλλεαρδουίνον, ότι θα απέστελλε ως διάδοχόν του τον ανεψιόν του Ροβέρτον και μόνον, αν περάσουν εκατόν και μία ήμερες και δεν παρουσιασθή αυτός εις τον Μορέαν, η ηγεμονία θα περιήρχετο εις τον Γοδοφρείδον.
Μετά τίνα χρόνον και προτού να περάσουν οι εκατόν και μία ημέρες απεβιβάσθη στην Γλαρέντζαν ο Ροβέρτος. Κατά διαταγήν όμως του Γοδοφρείδου Βιλλεαρδουίνου απεκρύβησαν όλα τα άλογα της Γλαρέντζας, δια να μη μπορέση αυτός πεζή να φθάση εγκαίρως εις την Ανδραβίδαν. Ο Γοδοφρείδος μόλις έμαθε πως πλησιάζει ο Ροβέρτος στην Ανδραβίδα, φεύγει έφιππος στην Καλαμάτα. Ο Ροβέρτος μεταβαίνει στην Καλαμάτα, αλλά ο Γοδοφρείδος ανεχώρησε στην Βελιγοστή και εκείθεν στο Νίκλι, βαρωνείες του Μορέως. Μάταια ο Ροβέρτος προσπαθεί να συνάντηση τον Γοδοφρείδον, πριν περάσουν οι εκατόν και μία ημέρες.
Όταν πέρασαν οι προσδιωρισμένες ημέρες παρουσιάσθη στην Ανδραβίδα ο Γοδοφρείδος και συνεκάλεσε εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας την κούρτην, δηλαδή το Συμβούλιον των βαρώνων και των τιμαριούχων του πριγκιπάτου. Τούτο εκήρυξεν έκπτωτον τον Ροβέρτον ως εκπροθεσμον και ανεγνώρισεν ως οριστικον πρίγκιπα του Μορέως τον Γοδοφρείδον Α' Βιλλεαρδουίνον.
Ο Γοδοφρείδος ως οριστικός πρίγκιψ του Μορέως συνεπλήρωσε μέχρι του έτους 1212 την κατάκτησι της Ανατολικής Πελοποννήσου, πλην της Μονεμβασίας. Εκόσμησε την Ανδραβίδαν, εκτός του ιερού ναού της Άγιας Σοφίας, που εχρησίμευε και ως τόπος συνελεύσεως των βαρώνων, των ιπποτών, των επισκόπων και των άλλων υποτελών του πριγκιπάτου της Πελοποννήσου και με δύο άλλους ναούς του Αγίου Ιακώβου αφιερωμένου εις τους Ναΐτας, δηλαδή εις τους ιππότας του Ιεροπολεμικού τάγματος των Σταυροφόρων, και του Αγίου Στεφάνου που εκείτο στο κτήμα του Καραθανάση, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, όπου υψώνετο μία πλάκα μικρά με γοτθικό σταυρό, και έδειχνε την ανατολική Όψη του ναού. Καθως αναφέρει ο Γάλλος περιηγητης ΒικΛοη το 1840 έσώζετο ένα τμήμα τοίχου και η βάσις τών τοίχων του περιβολου μήκους 80 ποδών.
Προς Β της πόλεως υπήρχεν ο ιερός ναός της Θεοτόκου, όπως μνημονεύεται από τον Buchon και ήτο πιθανως ορθόδοξος. Τα στρατιωτικά σώματα των Φράγκων, κατά τον Buchon, εστρατωνίζοντο εκτός της πόλεως και γύρω από τους ναούς, που οι Φράγκοι τους είχαν οχυρώσει.
Ο Γοδοφρείδος απέθανε κατά το τέλος του 1218 και ετάφη εις τον Μητροπολίτικον ναον της Ανδραβίδας του Αγίου Ιακώβου.
Ήτο συνετός και δίκαιος. Στο .πρόσωπόν του οι βαρώνοι και οι άλλοι υποτελείς του ευρήκαν τον γενναίον, τον ιπποτικώτατον άνδρα, τον κατ' εξοχήν ελεύθερον και φυσικόν ηγεμόνα των. Οι Έλληνες απέκτησαν τον ισχυρόν και ένθερμον προστάτην των.
Δια την πατρική διοίκησή του ο θάνατος του εθρηνήθη πικρά και ειλικρινά από όλους τους υπηκόους του. Το γενικόν πένθος διερμηνεύουν χαρακτηριστικώτατα οι τρεις στίχοι του Χρονικού του Μορέως.
«Θρήνος εγίνετο πολύς εις ολον τον Μορέαν
διότι τον είχαν ακριβόν, πολλά τον αγαπούσαν
δια την καλήν του αυθεντίαν, την φρόνησιν οπούχε».
Γοδοφρείδος Β' Βιλλεαρδουίνος
Πρωτότοκος υιός του Γοδοφρείδου Α.' διεδέχθη τον πατέρα του ως πρίγκιψ της Αχαΐας και αυθέντης του Μορέως και ανεγνωρίσθη επισήμως ως τοιούτος και από τον Λατίνον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως. Πέτρον Κουρτεναίϋ, του οποίου την ανεψιάν είχε νυμφευθή προ του θανάτου του πατέρα του.
Ο Γοδοφρείδος Β' εκάλεσε τους κληρικούς βαρώνους της Πελοποννήσου να τον βοηθήσουν να υποτάξη και τα λοιπά μέρη της χώρας της Πελοποννήσου (Μονεμβασίαν κλπ.). Επειδή όμως δεν εισακούσθηκε, εδήμευσε τα πλείστα των εκκλησιαστικών κτημάτων του λατινικού κλήρου και έκτισε με τα χρήματα των στην κορυφή του ακρωτηρίου Χελωνάτα το περίφημο φράγκικο φρούριο Χλουμούτσι, που ωνομάζετο από τους Φράγκους Mata-Griqfon (μάτι που επιβλέπει τους Γραικούς Έλληνας) και Grairmont και Castel-Tornese. Ωνομάσθηκε Castel-Tornese, γιατί ιδρύθηκε σ' αυτό νομισματοκοπείο, όπου εκόπτοντο από τους Φράγκους τα τορνέσια νομίσματα, που πήραν το όνομα αυτό από την πόλιν της Γαλλίας Tours, όπου εκόπτοντο τέτοια νομίσματα. Αυτά έφεραν στη μία όψη τον ναόν του Αγίου Μάρκου της Ενετίας. Τα νομίσματα ήσαν αργυρά και χάλκινα και εχρησίμευαν για την ευχερέστερη συναλλαγή των Φράγκων της Πελοποννήσου και των Φράγκων της Ευρώπης.
Εις την Δυτικήν παραλίαν της Πελοποννήσου και προ παντός εις την Ηλείαν υπήρχαν απέραντες εκτάσεις μορεοφυτειών και εργοστάσια μετάξης. Οι άρχοντες της Δύσεως αγόραζαν από εκεί τα μεταξωτά υφάσματά τους.
Επί τρία χρόνια έκτιζε το φρούριο τούτο ο Βιλλεαρδουίνος υπό τας κατάρας και τους αφορισμούς των λατίνων επισκοπων και του κλήρου των Φράγκων δια την δήμευσιν των εκκλησιαστικών κτημάτων τους. Μόλις ετελείωσε η οικοδομή του Χλουμούτσι, ο Βιλλεαρδουίνος εκανόνισε τας σχέσεις του με τον καθολικόν κλήρον, δηλαδή απέδωσεν εις αυτόν τα κτήματα του, άλλα δια τα κινητά των εκκλησιών που αφαίρεσε, εχορηγούσε και αυτός και οι υποτελείς του βαρώνοι εις τον κλήρον το 1/10 των εισοδημάτων του πριγκιπάτου.
«Άλλ' ώριζε και άρχισαν να κτίζουν το Χλουμούτσι Κι' επίσκοποι άφοοριζαν τον πρίγκιπα αεννάως Τρεις χρονους τους εκράτησε ο πρίγκιπας τους τοπους του πριγκιπάτου σε λαλώ Ολων τών εκκλησιών έως Οτου και άποκτισε το Κάστρο το Χλουμούτσι κι' εκείνον τον άφο)ριζαν και πάντας πριγκιπάτου».
Χρονικον του Μορέως
Ο Βιλλεαρδουίνος απέστειλε στον Πάπα της Ρώμης φρεμινάριους δηλαδή επισήμους κληρικούς και δύο ιππείς να τον ειδοποιήσουν ότι ευρίσκεται εις πόλεμον με τους Έλληνας, και αν αυτοί έπαιρναν τον Μορέαν, θα έπαιρναν και τα εκκλησιαστικά κτήματα των Φράγκων και ότι μόνον το κάστρο θα τους έσωζε.
«ουδέ άφίνασι ποσως τίς Εκκλησίες τών Φράγκων οράτε κάστρον έπηκα εις σωτηρίαν του τοπου πολλάκις αν έχάναμε τον τοπον του Μορέως. Άπαί το κάστρον Χλουμουτζιού, τον θέλομ ν έπάρει εν τουτω σας παρακαλώ ως εκκλησίας πατέρας ας έχω το συμπάθειον, ωσάν και εκ του Πάπα και άπαί του νυν και έμπροσθεν ας έχωμεν ομ,ονοιαν))
Χρονικον Μορέως
Ο Πάπας κατοπιν τουτων συνεχώρησε τον ηγεμονα για τη δήμευση τών εκκλησιαστικο)ν κτημάτων του λατινικού κλήρου. «Και ούτως ως έμαθε ο άγιώτατος Πάπας συμπάθειαν έστειλε ευθύς του πρίγκιπα Τζεφροε. Άφου είδε ο πρίγκιπας του Πάπα το συμπάθειο μεγάλως ευχαρίστησε τον Κύριον της δοξης»
Χρονικόν Μορέως
Ο Γοδοφρείδος Βιλλεαρδουίνος απέθανε το 1245 μετά ηγεμονίαν τριάκοντα σχεδόν ετών υπήρξε δίκαιος, αμερόληπτος και αφήκε μνήμην αγαθήν εις όλους ανεξαιρέτως τους υπηκόους του.
Γουλιέλμος Α' Βιλλεαρδουίνος
Αυτός διεδέχθη τον άτεκνον αδελφόν του Γοδοφρείδον Β' Βιλλεαρδουίνον. Το έτος 1259 ενυμφεύθη την θυγατέρα του δεσπότου (ηγεμόνα) της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Άνναν Αγγελίναν.
Αυτός καθυπέταξε την έως τότε αδούλωτη Μονεμβασία έπειτα από τριετή πολιορκία, αφού οι Μονεμβασιώτες
«έφάγασι τους ποντικούς δμοίως και γατία
το τι να φαν ούκ εϊχασι μονον ο είς τον άλλον».
Μετά ταύτα καθυπέταξε και την Τσακωνία. Προέβηκε στην ανοικοδόμηση των τριών περίφημων κάστρων του Μυστρά πλησίον της Σπάρτης, της Μαΐνης πλησίον του Ταινάρου και του Λεύκτρου δυτικώτερα του ακρωτηρίου τούτου.
Η αρχή του πρίγκιπα Γουλιέλμου Α' Βιλλεαρδουίνου υπήρξε η μακρότερη των άλλων ηγεμόνων του Μορέως άλλα και η ταραχωδέστερη. Το φιλοπόλεμον του χαρακτήρα του επαύξησεν αρχικώς το πριγκιπάτο και συνετέλεσε στον κολοφώνα της φράγκικης κυριαρχίας στην Ελλάδα. Αλλά η πολυπραγμοσύνη του απέβηκε ολέθρια και γι' αυτόν τον ίδιον και για τη φράγκικη κυριαρχία που ανύψωσε. Περιεπλάκη εις εμφυλίους πολέμους κατατροπώσας τον αντίπαλον αυτού μέγαν κύρην των Αθηνών Γουίδον. Αλλά όταν ο υπερήφανος αυτός πρίγκιψ του Μορέως ήλθεν εις πόλεμον με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγον, ενικήθη οικτρά κατά την εις την Πελαγονίαν της δυτικής Μακεδονίας μάχην και συνελήφθη αιχμάλωτος. Η απελευθέρωση του επραγματοποιήθηκε με μέγιστες θυσίες. Υποσχέθηκε στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως την παραχώρηση της Μονεμβασίας, που απόκτησε έπειτα από μακροχρόνιους και πολύμοχθους αγώνες και τα κάστρα του Μυστρά και της Μαΐνης, που αυτός ανοικοδόμησε.
Απέθανε το έτος 1278 και ετάφη κατά παραγγελίαν του εις τον εν Ανδραβίδα καθεδρικόν ναόν του Άγιου Ιακώβου.
«'Ώρισε, έπαρήγγειλε, αφοτου αποθάνει . Μή προσπέραση ο καιρος εκείνος και ο χρονος τα οστέρια του μοναχά να θέσουν σε σεντουκι Στον Άγιον Ίάκωβον έκεϊ εις την Άνδραβίδαν Στην εκκλησία, όπου έ'πηκε και έδωκε στδ Τέμπλο το κηβούρι, οπου επηκε, όπου ήτο ο πατήρ του εις την δεξιάν του την μεριάν ενει ο αδελφος του Κι' αύτδν να θέσωσι ζερβά και ο πατήρ του είσω. "Ωρθωσε, έπρονοίασε τεσσάρας καπελάνους να στέκουν αδιάλειπτα έκείσε, να μή λείπουννά ψάλλουν και να λειτουργούν ως διά τίς ψυχές τους εις έντολήν και άφορισμον ώρισεν, έγραψαν το ποτέ να μη έχουν σκάνδαλον απο άνθρωπον του
κοσμου».
Χρονικον του Μορέως
Τον ναόν του Αγίου Ιακώβου και την Μονήν του ανέθεσε στους Ναΐτας, από τους οποίους τέσσερες ιερωμένοι ωρίσθησαν, όπως με τα σχετικά εισοδήματα τελούν ακατάπαυστα λειτουργίες υπέρ των ψυχών των τριών ηγεμόνων του Μορέως.
Ο Γουλιέλμος Α' ηγεμόνευσε επί τριάντα και δύο έτη και υπήρξεν ο τελευταίος άρρην απόγονος του ηγεμονικού οίκου των Βιλλεαρδουίνων. Εδείχθη ευμενής προς τους Έλληνας και εγνώριζε την Ελληνικήν γλώσσα, γιατί είχε γεννηθή στην Καλαμάτα και γι' αυτό επωνομάζετο Γουλιέλμος Α' Βιλλεαρδουίνος Καλαμάτας.
Εσεβάσθηκε την θρησκεία όλων των υπηκόων του. Έκαμε δωρεές πλουσιώτατες στις Λατινικές και Ελληνικές εκκλησίες. Επίσης εσεβάσθηκε τα Ελληνικά προνομία, όπως ο πατέρας του και ο αδελφός του. Στην ηγεμονικήν αυλή των Βιλλεαρδουίνων ωμιλείτο η Γαλλική γλώσσα, όπως ωμιλείτο και στο Παρίσι.
Ο καλός και ηρωικός ηγεμόνας άφηκε δύο θυγατέρας από την Άνναν - Αγγελίναν, θυγατέρα του δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Αγγέλου Κομνηνού, τας Ισαβέλλαν και Μαργαρίταν.
Η Ισαβέλλα υπανδρεύθη εις πρώτον γάμον τον Φίλιππον Ανδεγαυικόν της Σικελίας και μετά τον θάνατον τούτου και του πατέρα της το 1279 εκυβέρνα μέχρι του 1289 το πριγκιπάτον ως «Κυρά του Μορέως» και ως η μόνη πριγκίπισσα. Το 1289 υπανδρεύθη τον Φλωρέντιον Εννεγαυϊκόν, συγγενή του βασιλικού οίκου της Νεαπόλεως. Μετά τον θάνατον και τούτου η Ισαβέλλα εκυβέρνησε και πάλιν επί τέσσερα ετη 1297-1301, οταν υπανδρεύθη εις τρίτον γάμον τον Φίλιππον Σαυαδικόν, που ανέλαβε αμέσως τον τίτλον του Μορέως (1301-1306). Το έτος 1307 η Ισαβέλλα και ο σύζυγος της καθηρέθησαν της ηγεμονίας υπό του επικυριάρχου της Αχαΐας Φιλίππου του Ταραντίνου.
Η Ισαβέλλα μετά την έκπτωσίν της εκ του θρόνου μετέβη εις την πατρίδα του συζύγου της Φιλίππου του Σαυαδικού, όπου απέθανε μετά τέσσερα έτη το 1311.
Η δευτερότοκος θυγατέρα του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου Μαργαρίτα «Κυρά της Άκοβα», έπειτα κόμισσα της Κεφαλληνίας έζη τον περισσότερον καιρόν εις τας Θήβας. Αύτη την κόρη της Ματθίλδην (1293-1322) εμνήστευσε εις ηλικίαν πέντε ετών με τον Γουίδωνα τον δούκα των Αθηνών, τον οποίον και ενυμφεύθη αργότερα. Μετά τον θάνατον τούτου το 1304 ενυμφεύθη τον Φερδινάνδον τον Αρραγωνικόν (Ισπανόν) βασιλόπαιδα και του έδωκε προίκα την βαρωνίαν της Άκοβας και τας αξιώσεις επί όλου του πριγκιπάτου του Μορέως ως διάδοχος των Βιλλεαρδουίνων. Ταύτα δε επεκύρωσε και ο εξ Αραγωνίας βασιλεύς της Σικελίας. Μετά τον θάνατον αυτού ενυμφεύθη το 1313 τον Φίλιππον τον Βουργουνδικόν, που ετιτλοφορείτο και βασιλεύς της Θεσσαλονίκης.
Χηρεύσασα το 1316 απήχθη κατά τον Μάιον του 1317 από την Γλαρέντζαν, όπου ευρίσκετο εις την Νεάπολιν κατ' εντολήν του βασιλέως αυτής Γοβέρτου προορίζοντος αυτήν ως σύζυγον δια τον αδελφόν του κόμιτα της Απουλίας Ιωάννην Γραυίναν (1317-1332).
Τούτον η Ματθίλδη ηρνήθη να δεχθή ως πραγματικόν σύζυγον, εις τον οποίον εξαναγκάσθηκε προ του γάμου της ακόμη να του παραχώρηση όλα τα επί του πριγκιπάτου του Μορέως δικαιώματα των Βιλλεαρδουίνων. Ο Ιωάννης Γραυίνας εσφετερίσθη τον τίτλον του πρίγκιπος του Μορέως και η Ματθίλδη μετέβη εις την Ιταλίαν, δια να ζήτηση βοήθειαν κατά του σφετεριστού των δικαιωμάτων της Ιωάννου Γραυίνα, άλλα ματαίως.
Εκεί ευρισκομένη έπεσε εις τας χείρας του Ροβέρτου της Νεαπόλεως, αδελφού του σφετεριστού του θρόνου της. Αυτός την κατηγόρησεν ότι προετοίμαζε συνωμοσίαν κατ' αυτού.Συνεπεία της κατηγορίας αυτής εφυλακίσθη και εκηρύχθη έκπτωτος των δικαιωμάτων της επί του θρόνου του Μορέως. Μετά παρέλευσιν εννέα ετών φυλακίσεως εις το εν Νεαπόλει «Κάστρον του Ωού» απέθανε. Η Ισαβέλλα «Κυρά της Άκοβας» θυγάτηρ της Ματθίλδης, η οποία είχε νυμφευθή εις ηλικίαν δέκα τεσσάρων ετών τον ιφάντην της Μαγιόρκας Φερδινάνδον, νεώτερον υιόν του βασιλέως της Αραγώνος Ιάκωβο Α' απέθανε μολις δέκα εξ ετών από την λύπην της δια τον θάνατον της μητρός της. Τοιουτοτρόπως εξέλιπε και ο τελευταίος απόγονος τών Βιλλεαρδουίνων.
Ο Ιωάννης Γραυίνας εκυβέρνησε το πριγκιπάτον κατά τα έτη 1317-1332. Μετά τούτον κατά σειράν πρίγκιπες του Μορέως υπήρξαν οι Αικατερίνη Valois (1333), Ροβέρτος ο Τάραντος (1333-1346), Μαρία Βουρβωνική (1346-1364), Φίλιππος Β' ο Τάραντος (1364-1370), Ιωάννης Α' Νεαπόλεως (1370-1374), Όθων Βρουνσβιγικός, μακρινός απόγονος της βασιλίσσης Φρειδερίκης (1374-1376), Ιππόται Ιωαννίται (1377-1381), Ιάκωβος de Baux (1381), Μαϊώτος Κοκερέλ βικάριος ήτοι τοποτηρητής (1381-1383), βάρδος Αγίου Σουπερανού ως βικάριος (1383-1386), ο αυτός ως ηγεμών (1386-1396), Μαρία Ζαχαρία (1396-1402), Κεντυρίων Ζαχαρίας (1404-1432).
Οι πλείστοι των ηγεμόνων τούτων δεν παρέμενον στην Ελλάδα, άλλα διηύθυνον το πριγκιπάτον με τους αντιπροσώπους των.Δια την διαδοχήν και κυριαρχίαν του πριγκιπάτου εγίνοντο πολλές διαμάχες και συγκρούσεις μεταξύ των ξένων. Κατά την παρακμήν του πριγκιπάτου ο Κάρολος Α' Τόκκος Φλωρεντινής οικογενείας με την βοήθειαν του αδελφού του Λεονάρδου κατέλαβε επί τι χρονικόν διάστημα την Γλαρέντζαν, την οποίαν επανέκτησαν οι Γενοβέζοι Ζαχαρίαι με την βοήθειαν των Αλβανών της Πελοποννήσου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου