Ως Άκοβα ή Άκοβαι ήταν γνωστή κατά τον Μεσαίωνα τοποθεσία κοντά στο σημερινό χωριό Βυζίκι της Αρκαδίας. Η ονομασία αυτή ίσως προέρχεται από την λατινική λέξη «άκουα» που σημαίνει νερό καθώς η περιοχή έχει πολλά νερά. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 και τη διανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας η Άκοβα, μαζί με άλλα 23 φέουδα, αποτέλεσε μια από τις 12 βαρωνίες (βαρωνία της Άκοβας) στις οποίες διαιρέθηκε η Αχαΐα (τότε η Πελοπόννησος) και δόθηκε στο βαρώνο Γκωτιέ ντε Ροζιέρ το 1209. Ο Γκωτιέ ντε Ροζιέρ έχτισε στην περιοχή ένα φρούριο για το οποίο γίνεται λόγος και στο Χρονικό του Μορέως (κάστρον καλόν εποίκεν κι ωνόμασε την Άκοβαν). Οι Φράγκοι ονόμασαν το φρούριο Ματαγκριφόν (Mathegriffon) που σήμαινε ή η απόκρουση ή η εξόντωση των Γραικών ο δε λαός το έλεγε «Κάστρο της Μονοβύζας», καθώς μετά το θάνατο του ντε Ροζιέρ τη βαρωνία ανέλαβε η ανεψιά του και κόρη του βαρώνου του Πασαβά (Γύθειο) Μαργαρίτα, για την οποία αναφέρεται ότι ήταν μονόστηθη για να πολεμάει πιο άγρια. Τελικά τα 2/3 των εδαφών της Άκοβας προσαρτήθηκαν στο Πριγκηπάτο της Αχαΐας του πρίγκηπα Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου ο οποίος αργότερα τα παραχώρησε στη δευτερότοκη κόρη του Μαργαρίτα που έγινε η δεύτερη κυρά της Άκοβας το 1277 και η οποία κληροδότησε την Άκοβα στην κόρη της Ισαβέλλα.
Το φρούριο της Άκοβας καταλήφθηκε από τον Εβρενός-μπέη το 1391, περιήλθε όμως οριστικά στους Οθωμανούς το 1458. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Άκοβα αποτελούσε το τέταρτο τμήμα του βιλαετίου της Καρύταινας και ονομαζόταν και Πέρα Μεριά. Το 1611 ιδρύθηκε στην Άκοβα πατριαρχική εξαρχία που παρετυμολογικώς ονομάστηκε Ιάκωβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου