Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Η επιχείρηση του ΔΣΕ στην Καρδίτσα

Στις αρχές Νοέμβρη του 1948 το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ συνεδρίασε με θέμα τη δουλιά του Κλιμακίου του Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος (ΚΓΑΝΕ) του ΔΣΕ. Η συνεδρίαση αυτή είχε ξεχωριστή σημασία. Ο εμφύλιος πόλεμος έμπαινε σε μια καινούργια φάση, ιδιαίτερα κρίσιμη, και για τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Τα μέλη του ΠΓ συζήτησαν πάνω σε έκθεση για τη δουλιά του ΚΓΑΝΕ που παρουσίασε ο επικεφαλής του Κ. Καραγιώργης και αποφάσισαν σύμφωνα με το σχέδιο του Γενικού Αρχηγείου, «μια αδιάκοπη αποφασιστική πολεμική δράση, που θα προσελκύσει και θα φθείρει σοβαρές δυνάμεις του εχθρού». Στο πλαίσιο αυτό το ΠΓ αποφάσισε επίσης ότι το ΚΓΑΝΕ έπρεπε «να ανεβάσει τη δουλειά μέσα στις πόλεις του χώρου του», πράγμα που σήμαινε «ένοπλη και σαμποταριστική δουλειά μέσα στις πόλεις. Ξεσήκωμα μαζικών αγώνων για τη ζωή του λαού. Σοβαρές επιχειρήσεις από τις μονάδες του στρατού μας μέσα στις πόλεις»1. Η απόφαση αυτή στην εφαρμογή της, σαράντα ημέρες αργότερα, οδήγησε στην επιχείρηση για την κατάληψη της Καρδίτσας. Πριν όμως αναφερθούμε σ' αυτό το γεγονός έχει ξεχωριστή σημασία να σταθούμε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες η ηγεσία του κινήματος οδηγήθηκε στην προαναφερόμενη απόφαση.

Αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου


Η μεγάλη μάχη του Γράμμου, που κράτησε σχεδόν 70 ημέρες και έληξε τη νύχτα 20 προς 21 Αυγούστου του 1948, με τον ελιγμό των τμημάτων του ΔΣΕ στο χώρο του Βίτσι είχε προκαλέσει αρκετές απώλειες στις τάξεις του. Μετά τη μάχη του Γράμμου στην ηγετική δομή και τη διάρθρωση του Δημοκρατικού Στρατού συντελέστηκαν μια σειρά αλλαγές. Ο αρχηγός του Μάρκος Βαφειάδης απαλλάχτηκε των καθηκόντων του και στάλθηκε για ανάρρωση λόγω προβλημάτων υγείας και ξεκούραση στη Μόσχα2. Ετσι, στις 26/8/1948 το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ αποφάσισε ότι στο εξής ο ΔΣΕ θα διοικείται από συλλογική ηγεσία - που ονομάστηκε Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο - με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα προωθήθηκαν αλλαγές σ' όλο το μήκος και το πλάτος του ΔΣΕ3.

Στις 9 προς 10 Σεπτέμβρη του 1948 οι δυνάμεις του ΔΣΕ πέτυχαν τακτική νίκη στο Βίτσι σε βάρος του αντιπάλου τους, υποχρεώνοντάς τον σε άτακτη φυγή. Η 22η Ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού διαλύθηκε και τα τμήματά της πλημμύρισαν πανικόβλητα την Καστοριά. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε αναταραχή στο αντίπαλο στρατόπεδο. Γράφει ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος4: «Ούτω ολόκληρος η ιεραρχία της 22ας Ταξιαρχίας εγένετο υπαίτιος της διαλύσεως των τμημάτων της και του καταπλημμυρισμού της Καστοριάς διά πανικόβλητων φυγάδων. Και έπρεπε να εξέλθουν συνεργεία εκ των μετόπισθεν της Καστοριάς, διά να περισυλλέξουν ράκη από απόψεως ηθικού και να λειτουργήσουν στρατοδικεία, μόνο κατά των οπλιτών, δι' επιβολήν κυρώσεων προς παραδειγματισμόν». Και προσθέτει: «Επαυσε πλέον ο στρατιώτης να έχη εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν του, προς τα όπλα του, προς τους συναδέλφους του, προς τον ηγήτορά του και εκυριαρχείτο από δυσπιστίαν προς τον εαυτόν του και προς όλους».


Για το ίδιο θέμα ο Ευ. Αβέρωφ αναφέρει5: «Οι άνδρες πέταξαν τα όπλα τους και, καταληφθέντες από πανικό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έσπευσαν προς την Καστοριά. Στις παρυφές της πόλεως, τμήματα με καλό ηθικό, που είχαν εν τω μεταξύ ειδοποιηθή, έφραξαν το δρόμο των φυγάδων. Συνελήφθησαν από τη Στρατιωτική Αστυνομία και παραπέμφθησαν αμέσως σε έκτακτα στρατοδικεία, δηλαδή σε δικαστήρια που αποτελούντο πρωτίστως από αξιωματικούς μη ανήκοντες στη στρατιωτική δικαιοσύνη, συνήθως από αξιωματικούς εν εκστρατεία. Εβδομήντα οκτώ φυγάδες εξετελέσθησαν εκείνες τις ημέρες. Ηταν όλοι μαχηταί του Γράμμου».

Την κρίση στον κυβερνητικό στρατό παραδέχεται και ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, ο οποίος σημειώνει6: «Ο συμμοριτισμός, πληγείς καιρίως εις τον Γράμμον, κατόρθωσε να αναδιοργανωθή εις το Βίτσι και να γίνεται απειλητικός όχι μόνον εις την περιοχήν ταύτην, αλλά και εις όλην την χώραν, όπου διετήρη ακόμη μικράς εστίας εν δράσει, λόγω της αγκιστρώσεως των δυνάμεών μας εις Βίτσι. Η πλάστιγξ ήρχισε να κλίνη εις βάρος των εθνικών δυνάμεων».

Πώς όμως αντιμετωπίστηκε αυτή η κρίση; Γράφει ο Αβέρωφ7: «Ο Σοφούλης παρά τα 88 του χρόνια, πήγε αεροπορικώς στην Καστοριά, επισκέφθηκε τα τμήματα, μίλησε στους στρατιώτες. Ο Υπουργός των Στρατιωτικών, ένας από τους καλύτερους βουλευτάς του Λαϊκού Κόμματος, ο Γεώργιος Στράτος, και ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου έκαμαν το ίδιο. Ο Αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής Βαν Φλητ, που είχε παρακολουθήσει και όλες τις μάχες, τους εμιμήθη. Ο τελευταίος όμως παρά λίγο να δημιουργήση ένα σοβαρό επεισόδιο. Στην Καστοριά, σε συγκέντρωση ανωτέρων αξιωματικών, κατηγόρησε το Στρατό ότι χρησιμοποίησε την αμερικανική βοήθεια χωρίς να συντρίψει τον εχθρό, και διερωτήθη αν δεν έμενε πλέον στους Αμερικανούς παρά να αναχωρήσουν... Ευτυχώς για τον Στρατό, οι ανησυχίες έφτασαν πολύ πιο πέρα από τον Στρατηγό Βαν Φλητ. Περί τα μέσα Οκτωβρίου, ο Υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο Τζωρτζ Μάρσαλ, που διέθετε τόσο κύρος, συνοδευόμενος από τον Αμερικανό υπουργό Εθνικής Αμύνης και αρκετούς βοηθούς του, έφθανε στην Αθήνα για να εξέταση επί τόπου την κακή πορεία των επιχειρήσεων. Ο γράφων πιστεύει ότι γνωρίζει πως η ερώτηση "πρέπει να φύγουμε;" αν και τους ήταν ενοχλητική, είχε τεθή από ορισμένους υψηλά ισταμένους Αμερικανούς. Αλλά η απάντηση του Μάρσαλ υπήρξε κατηγορηματική: δεν έπρεπε να φύγουν».

Η επιχείρηση της Καρδίτσας

Αν ο Δημοκρατικός Στρατός ήθελε να αξιοποιήσει προς όφελός του την, τακτικής σημασίας, νίκη του στο Βίτσι, αλλά και τη σύγχυση και κρίση που σκόρπισε στις τάξεις των αντιπάλων του, όφειλε να δράσει γρήγορα και προς τις πόλεις, οργανώνοντας επιχειρήσεις για την κατάληψή τους, σύμφωνα με την απόφαση του ΠΓ το Νοέμβρη. Στο πλαίσιο αυτό οργανώθηκε και εκτελέστηκε η επιχείρηση για την κατάληψη της Καρδίτσας. Η δραστηριότητα αυτή δεν αποσκοπούσε στη διατήρηση κάτω από την κυριαρχία των ανταρτικών δυνάμεων των αστικών κέντρων που θα καταλαμβάνονταν.

Σύμφωνα με τον Κ. Καραγιώργη, ιδιαίτεροι σκοποί της επιχείρησης της Καρδίτσας ήταν να δημιουργηθεί αντιπερισπασμός στο καθ' αυτό μέτωπο στο Βίτσι και στις επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού στην Πελοπόννησο, να επιτευχθεί ορισμένη αναδιάταξη των δυνάμεων του εχθρού ωφέλιμη για τις γενικότερες προθέσεις του ΔΣΕ, να λυθεί είτε να προωθηθεί η λύση του προβλήματος ανεφοδιασμού των ανταρτών σε πολεμικό και υγειονομικό υλικό, σε υλικό ιματισμού και υπόδησης καθώς και η λύση του χειμερινού επισιτισμού τους8.

Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε τη νύχτα 11 προς 12/12/1948 από δυνάμεις του ΔΣΕ αποτελούμενες από την 1η Μεραρχία με διοικητή τον Χ. Φλωράκη (Γιώτη) και την 2η Μεραρχία με διοικητή τον Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντή). Στην επιχείρηση πήρε επίσης μέρος και η ταξιαρχία ιππικού του ΔΣΕ με διοικητή τον Στ. Μανάκα (Στέφο) που ανήκε στην 1η Μεραρχία, ενώ διατέθηκαν και 3 ορειβατικά πυροβόλα. Τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης είχε ο Κ. Καραγιώργης, διοικητής του ΚΓΑΝΕ. Ο Δ. Βλαντάς αναφέρει ότι η συνολική δύναμη του ΔΣΕ που χρησιμοποιήθηκε στην επιχείρηση ήταν περίπου 4.000 μαχητές9. Αντίθετα οι πηγές του κυβερνητικού στρατού κάνουν λόγο άλλοτε για 3.000 μαχητές (εκτίμηση της Χωροφυλακής) και άλλοτε για 2.250 πεζούς και 300 έφιππους (εκτίμηση της Εθνοφρουράς)10.

Απέναντι στις δυνάμεις του ΔΣΕ υπήρχαν οι δυνάμεις της φρουράς της πόλης, δυνάμεις Χωροφυλακής και των ΜΕΑ που, με τις επίσημες πηγές, στο σύνολό τους υπολογίζονται σε 50 αξιωματικούς και 840 οπλίτες11. Επίσης κοντά στην πόλη βρίσκονταν και μπορούσαν να επέμβουν άμεσα η 76η Ταξιαρχία, τα 50 και 51 Ελαφρά Τάγματα Πεζικού από την περιοχή Τρικάλων, το 25ο Ελαφρύ Τάγμα Πεζικού από την περιοχή Σοφάδων και το 59ο Ελαφρύ Τάγμα Πεζικού από τη Λάρισα12. Η συνολική δύναμη όλων αυτών των στρατιωτικών μανάδων ήταν περίπου 3.000 άνδρες13.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στα δημοσιευμένα αρχεία του Στρατού, από τις πρώτες ώρες που εκδηλώθηκε η επίθεση του ΔΣΕ εναντίον της πόλης δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού με άρματα μάχης και τεθωρακισμένα από τη Λάρισα, το Τσιότι, τα Τρίκαλα και το Μουζάκι κινήθηκαν προς την Καρδίτσα κι έφτασαν εκεί την επομένη της επίθεσης, οπότε κι επήραν μέρος στις μάχες14.

Η επίθεση των ανταρτών για την κατάληψη της Καρδίτσας ήταν - όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γ. Μαργαρίτης15 - «μια ιδιαίτερα σύνθετη επιχείρηση», που όμως στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία16. Ο αντίπαλος υπέστη πολλές απώλειες και ο ΔΣΕ κατάφερε να αποκομίσει πολλά λάφυρα και να πραγματοποιήσει αρκετές στρατολογίες.

Εκτιμήσεις αντιπάλων του ΔΣΕ για την επιχείρηση

Στις 13/12 οι ανταρτικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από την πόλη, έχοντας πραγματοποιήσει μία από τις πιο δύσκολες επιχειρήσεις του ΔΣΕ και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Να τι λέει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος17: «Η επίθεση κατά της Καρδίτσης είναι η μεγαλυτέρα επιθετική ενέργεια των τμημάτων του ΚΓΑΝΕ και ταυτοχρόνως η μεγαλυτέρα επιθετική ενέργεια του ΔΣΕ κατά κατωκημένου τόπου εις ολόκληρον την Ελλάδα. Η προπαρασκευή της επιχειρήσεως υπήρξεν επιμελημένη και προηγήθη εκτέλεσις πολλών ασκήσεων υπό των τμημάτων κατά κατωκημένων τόπων. Η διαταγή επιχειρήσεων υπήρξε πλήρης, μετά λεπτομερεστάτων σχεδιαγραμμάτων της πόλεως και των εχθρικών αντιστάσεων. Αι πληροφορίαι περί των δυνάμεων και της οργανώσεως της φρουράς Καρδίτσης υπήρξαν ακριβείς και νωπαί και τούτο κατέδειξε την αξίαν των Π.Ε. (σ.σ. Πολιτικών Επιτρόπων) των πόλεων.

Η ορμητικότητης των τμημάτων ήτο πολύ καλή και διακρίθησαν αι μαχήτριαι γυναίκες, αίτινες έδρασαν με φανατισμόν μεγαλύτερον του ανδρικού. Τα στελέχη απέδειξαν μεγάλην βελτίωσιν εις την τεχνικήν του αγώνος. Η αποχώρησις των συμμοριακών τμημάτων εν ημέρα και επί εδάφους πεδινού υπό την άμεσον επίδρασιν της Αεροπορίας έγινε με συνοχήν και τάξιν».

Ο Ευ. Αβέρωφ χαρακτηρίζει την επιχείρηση της Καρδίτσας ως «μία από τις πιο τολμηρές και τις πιο συγκλονιστικές επιδρομές του ΔΣΕ». Και προσθέτει: «Οι επιτεθέντες παρέμειναν οι αδιαμφισβήτητοι κύριοι της πόλεως επί 18 ώρες. Επειτα από αυτές, χρειάσθηκε αγώνας δέκα ωρών για να εγκαταλείψουν την πόλη. Ο ψυχολογικός αντίκτυπος ήταν τρομερός. Ηταν η πρώτη φορά που μια πόλη που βρισκόταν σε πεδιάδα κατελαμβάνετο και εδηούτο από τους αντάρτες. Δεν αισθανόταν πλέον κανείς ασφαλής παρά μόνον στις μεγάλες πόλεις. Το χειρότερο ήταν ότι αυτά συνέβαιναν μετά τη νικηφόρο επίθεση του θέρους, μετά από τις επικίνδυνες αποτυχίες του Φθινοπώρου»18.

Χωρίς αμφιβολία, οι ομολογίες των αντιπάλων του ΔΣΕ επιβεβαιώνουν την υπεροχή των ανταρτών απέναντι των αντιπάλων τους σε όλα τα ζητήματα εκτός ενός, που επέδρασε αποφασιστικά στην τελική έκβαση του πολέμου, τις εφεδρείες. Αλλά ανεξάρτητα απο την τελική έκβαση, η τρίχρονη δράση του ΔΣΕ είναι εποποιία του επαναστατικού μας κινήματος στις τότε συνθήκες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και το ντόπιο μοναρχοφασιστικό κατεστημένο για τη λαϊκή εξουσία στην Ελλάδα.

1. «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 6ος, σελ. 296-297.

2. Β. Μπαρτζιώτα: «Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 290-291. Ο Μάρκος βεβαίως ενώ στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Γενάρης 1949) παραδέχτηκε το πρόβλημα με την υγεία του, στη συνέχεια το αρνήθηκε και απέδωσε την απομάκρυνσή του από την ηγεσία του ΔΣΕ σε διαφωνίες του με το Ν. Ζαχαριάδη.

3. «Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ», εκδόσεις «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 384.

4. Δ. Ζαφειρόπουλου: «Ο Αντισυμμοριακός Αγών 1945-1949», Αθήναι 1956, σελ. 453 και 456.

5. Ευ. Αβέρωφ: «Φωτιά και Τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 368.

6. Θρ. Τσακαλώτου: «40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος», Αθήναι 1960, τόμος β', σελ. 165.

7. Ευ. Αβέρωφ, στο ίδιο, σελ. 393-394.

8. Κ. Καραγιώργη: «Η μάχη της Καρδίτσας», περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός», τεύχος 2/Φλεβάρης 1949, επανέκδοση από το «Ριζοσπάστη», Αθήνα 1996, τόμος β', σελ. 77.

9. Δ. Βλαντάς: «Εμφύλιος Πόλεμος 1945-1949», Γ' τόμος, Β' ημίτομος, εκδόσεις «Γραμμή» σελ. 210.

10. ΓΕΣ/ΔΙΣ: «Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου» τόμος 11ος, σελ. 434 και 444.

11. ΓΕΣ/ΔΙΣ, στο ίδιο, 439.

12. Δ. Ζαφειρόπουλου, στο ίδιο, σελ. 545.

13. Δ. Βλαντά, στο ίδιο, σελ. 210.

14. ΓΕΣ/ΔΙΣ, στο ίδιο, σελ. 439-441.

15. Γιώργος Μαργαρίτης: «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949», εκδόσεις «Βιβλιόραμα», τόμος 2ος, σελ. 167.

16. Αναλυτικά για τις λεπτομέρειες της μάχης βλέπε: Β. Αποστολόπουλου: «Το Χρονικό μιας Εποποιίας - Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 165-173.

17. Δ. Ζαφειρόπουλου: «Ο Αντισυμμοριακός Αγών 1945-1949», Αθήναι 1956, σελ. 547-548.

18. Ευ. Αβέρωφ, στο ίδιο, σελ. 406-407.

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου