Της Κατίνας ΠΑΪΖΗ
Του Μπουκουβάλα τα παιδιά ζωστήκαν τ' άρματα.
Καβαλικέψανε τα κάτασπρα φαριά τους
κι όλο τον κάμπο τραγουδώντας ετριγύρισαν
για να θερίσουν οι χωριάτες τη σοδειά τους.
Χρυσά τα στάχυα, του φτωχού μόχτος πολύμηνος
γέρνουν βαριά στο πυρωμένο απάνω χώμα.
Σπαθιά ασημένια τα δρεπάνια ανασηκώνονται
κι όρκος τα λόγια αντιλαλούν στο κάθε στόμα:
«Μήτε σπειρί σταριού να πάρει ο μαύρος τύραννος».
Κι ευτύς τον όρκο τα φτερά του ανέμου αρπάξαν,
κραυγή τον σήκωσαν τρανής οργής κι απόφασης
και στου θεριού την άγρια μπούκα τον πετάξαν.
Χυμούν οι γύπες· και ξερνούν φωτιά και σίδερο
των μανιασμένων δολοφόνων τα κανόνια
και τα γεννήματα ν' αρπάξουν αγωνίζονται
κι άδεια ν' αφήσουν κι αιματόβρεχτα τ' αλώνια.
Μα οι κοπελιές με βια θερίζουν ασπρομάντηλες
το στάρι που έσπειραν οι αδούλωτοι χωριάτες
κι ολόγυρά τους πολεμούνε οι καβαλάρηδες
στ' άσπρα φαριά, τους λυσσασμένους απελάτες.
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 6 του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (16.6.1945).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου