Στις 4 το πρωί της 8ης Ιούνη 1948, τμήμα ανταρτών του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας δύναμης δύο λόχων με διοικητές τους Γιάννη Πετρόπουλο (Ζαχαριά) και Νικήτα Πολυκράτη και ο λόχος Πολιτοφυλακής με επικεφαλής τον Κώστα Μπασακίδη αντισυνταγματάρχη - διοικητή του Αρχηγείου και το Τάγμα Καμαρινού ( τρεις λόχοι πεζικού και μια πολυβολαρχία) επιτέθηκαν στις βάσεις του κυβερνητικού μοναρχοφασιστικού στρατού στα Λεχαινά, την Ανδραβίδα και τα Καβάσιλα. Κύριος στόχος ήταν τα Λεχαινά, κέντρο της αμυντικής διάταξης των κυβερνητικών στο βορειοδυτική Πελοπόννησο, επι της σιδηροδρομικής γραμμής και του δημόσιου δρόμου. Σε μικρή απόσταση υπήρχαν στρατοπεδευμένες μόνιμες δυνάμεις του αντιπάλου, σε Πάτρα, Αμαλιάδα και Πύργο.
Γύρω από τις τρεις αυτές κωμοπόλεις είχε σχηματιστεί κλοιός με ενέδρες από άλλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού για να αντιμετωπίσουν τα κυβερνητικά μηχανοκίνητα τμήματα σε περίπτωση που έσπευδαν για βοήθεια των αμυνομένων, από Πάτρα, Χαλανδρίτσα, Πύργο, Γαστούνη και Αμαλιάδα. Την Ανδραβίδα και τα Καβάσιλα θα χτυπούσαν οι λόχοι Νικήτα και Ζαχαριά.
Τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης είχε ο επιτελάρχης του Αρχηγείου Πελοποννήσου συνταγματάρχης Κώστας Κανελλόπουλος.
Η κύρια δύναμη των ανταρτών μπήκε στη πόλη των Λεχαινών από βορειοανατολικά, μαζί με τη διοίκηση του Τάγματος. Η συνολική δύναμη των επιτιθεμένων έφτανε τους 250. Πριν την επίθεση, ομάδες ελευθέρων σκοπευτών, έκοψαν με σαμποτάζ την τηλεφωνική γραμμή, προς την κατεύθυνση της Μανωλάδας. Οι αντάρτες που προσέγγισαν τα Λεχαινά από την κατεύθυνση της Ανδραβίδας, έγιναν αντιληπτοί από αγρότες που διανυκτέρευαν στα μετόχια, στη περιοχή του Αι-Γιάννη, αλλά κανείς δεν πρόδωσε τις κινήσεις τους στους χωροφύλακες ή τον στρατό. Η διοίκηση των ανταρτών, είχε στα χέρια της λεπτομερή τοπογραφικά σχεδιαγράμματα των στόχων μέσα στην πόλη, τα οποία είχαν σχεδιάσει αντάρτες καταγόμενοι από την περιοχή, σε συνεργασία με τα Κ.Π.
Μαζί με τα μάχιμα τμήματα, στην επιχείρηση πήρε μέρος ο λόχος Πολιτοφυλακής του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας υπό την διοίκηση του καπετάν Φλώρου, και η υποδειγματική ομάδα της Δημοκρατικής Νεολαίας υπό το Μίμη Φουσκαρίνη από την Ανδραβίδα, υπεύθυνο για την νεολαία του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας.
Σύμφωνα με τον διοικητή του 2ου Τάγματος του Δ.Σ.Π Αρίστο Καμαρινό:
« Η κύρια αποστολή στα Λεχαινά είχε ανατεθεί στο τάγμα μου, που με όλες του τις δυνάμεις χτύπησε τα φυλάκια του κυβερνητικού στρατού που είχαν εγκατασταθεί σε δέκα τσιμεντένια οχυρά, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στο κέντρο και στην περιφέρεια της πόλης.
Η επίθεση και στις τρεις αυτές κωμοπόλεις άρχισε ακριβώς τη στιγμή που είχε καθοριστεί, παρ’ όλο που διανύσαμε μεγάλες αποστάσεις, με σύντονη νυχτερινή πορεία. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο μας επίτευγμα σ’ αυτή τη μάχη, πέτυχε ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου και έτσι μέσα σε λίγες ώρες μπορέσαμε να καταλάβουμε στα Λεχαινά τα 9 από τα 10 οχυρά, που υπερασπίζονταν χωροφύλακες και ΜΑΥδες, κράτησε μόνο το οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, στο οποίο συγκεντρώθηκαν και όσοι διασώθηκαν από τα άλλα οχυρά που καταλήφθηκαν.
Όταν διατάχθηκε υποχώρηση των τμημάτων μας, μισή ώρα μετά τη λήξη του καθορισμένου ωφέλιμου χρόνου επίθεσης, την 8.30 πρωινή, οι εγκλωβισμένοι στο οχυρό, εξακολουθούσαν να αμύνονται μέσα στα Λεχαινά, εκτός από το οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής ήταν και μερικοί ελεύθεροι σκοπευτές χωροφύλακες, που είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες κτιρίων, κοντά στα φυλάκια του Αγίου Δημητρίου και Μπρέζα. Αν είχαμε μια ώρα ακόμη η επιτυχία μας θα ήταν απόλυτη, θα γινόταν και πλήρης εκμετάλλευση της στρατιωτικής μας επιτυχίας τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και σε εφόδια.
Ο αντίπαλος είχε μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Εμείς είχαμε 6 νεκρούς, 10 τραυματίες και 6 αιχμαλώτους. Το Τάγμα μου είχε 2 νεκρούς, τους Παν.Κωσταράκο και τον Γιώργο Δεμίρη, από το χωριό Αετός της Άνω Μεσσηνίας, που σκοτώθηκε κατά την υποχώρηση μας από τα Λεχαινά, κοντά στο χωριό Πόρτες, από σφαίρα αεροπλάνου.
Θυμάμαι και όλα όσα μεταδίδονταν την επόμενη ημέρα της μάχης από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Αθήνας και όσα ευτράπελα έγραψαν οι Αθηναϊκές και οι τοπικές εφημερίδες, σχετικά με την κατάληψη των τσιμεντένιων οχυρών, για τα νέα όπλα που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες, τα οποία τους εστάλησαν αεροπορικώς από τη Σοβιετική Ένωση!
Στην πραγματικότητα τα «νέα μας όπλα» ήταν τα οπλοπολυβόλα μας, που με τις συγκεντρωτικές ριπές τους, (2-3 οπλοπολυβόλα που έβαλαν ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο του οχυρού για αρκετό διάστημα, άνοιγαν στο οχυρό μικρές τρύπες, που σιγά-σιγά διευρύνονταν κι έτσι, από τις τρύπες αυτές έπεφταν μέσα στο οχυρό οι χειροβομβίδες που έριχναν άλλοι αντάρτες, οι οποίοι είχαν πλησιάσει την οχυρωμένη θέση. Αυτά ήταν τα νέα όπλα μας τα οποία τα είχαμε καταλάβει βέβαια από προηγούμενες επιχειρήσεις..."
Ανάμεσα στ' άλλα γράφει ο επιτελάρχης Κώστας Κανελλόπουλος στην έκθεση προς το Γενικό Αρχηγείο Πελοποννήσου για τη μάχη : " ...Η εκκίνησις έγινε από το Σανταμέρι, μεταξύ Γάλαρου-Πόρτες 10 ώρες μακριά από τις βάσεις του εχθρού, για την επιτυχία του αιφνιδιασμού πράγμα που πέτυχε πέρα για πέρα....Στο κάμπο ο λαός έμεινε κατάπληκτος από το τόλμημα αυτό των ανταρτών, στη μάχη τα τμήματα έδειξαν την συνηθισμένη μαχητικότητα και ανώτερη ακόμα που τα οχυρά του εχθρού απεδείχθη ότι είναι ανίκανα να τον υπερασπίσουν. Οι νεκροί στη πλειοψηφία είναι Χίτες, μερικοί χωροφύλακες και δύο ενωμοτάρχες. Έμεινε το κτίριο της αστυνομίας το οποίο θα έπεφτε εάν είχαμε μια ώρα καιρό..."
Γύρω από τις τρεις αυτές κωμοπόλεις είχε σχηματιστεί κλοιός με ενέδρες από άλλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού για να αντιμετωπίσουν τα κυβερνητικά μηχανοκίνητα τμήματα σε περίπτωση που έσπευδαν για βοήθεια των αμυνομένων, από Πάτρα, Χαλανδρίτσα, Πύργο, Γαστούνη και Αμαλιάδα. Την Ανδραβίδα και τα Καβάσιλα θα χτυπούσαν οι λόχοι Νικήτα και Ζαχαριά.
Τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης είχε ο επιτελάρχης του Αρχηγείου Πελοποννήσου συνταγματάρχης Κώστας Κανελλόπουλος.
Η κύρια δύναμη των ανταρτών μπήκε στη πόλη των Λεχαινών από βορειοανατολικά, μαζί με τη διοίκηση του Τάγματος. Η συνολική δύναμη των επιτιθεμένων έφτανε τους 250. Πριν την επίθεση, ομάδες ελευθέρων σκοπευτών, έκοψαν με σαμποτάζ την τηλεφωνική γραμμή, προς την κατεύθυνση της Μανωλάδας. Οι αντάρτες που προσέγγισαν τα Λεχαινά από την κατεύθυνση της Ανδραβίδας, έγιναν αντιληπτοί από αγρότες που διανυκτέρευαν στα μετόχια, στη περιοχή του Αι-Γιάννη, αλλά κανείς δεν πρόδωσε τις κινήσεις τους στους χωροφύλακες ή τον στρατό. Η διοίκηση των ανταρτών, είχε στα χέρια της λεπτομερή τοπογραφικά σχεδιαγράμματα των στόχων μέσα στην πόλη, τα οποία είχαν σχεδιάσει αντάρτες καταγόμενοι από την περιοχή, σε συνεργασία με τα Κ.Π.
Μαζί με τα μάχιμα τμήματα, στην επιχείρηση πήρε μέρος ο λόχος Πολιτοφυλακής του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας υπό την διοίκηση του καπετάν Φλώρου, και η υποδειγματική ομάδα της Δημοκρατικής Νεολαίας υπό το Μίμη Φουσκαρίνη από την Ανδραβίδα, υπεύθυνο για την νεολαία του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας.
Σύμφωνα με τον διοικητή του 2ου Τάγματος του Δ.Σ.Π Αρίστο Καμαρινό:
« Η κύρια αποστολή στα Λεχαινά είχε ανατεθεί στο τάγμα μου, που με όλες του τις δυνάμεις χτύπησε τα φυλάκια του κυβερνητικού στρατού που είχαν εγκατασταθεί σε δέκα τσιμεντένια οχυρά, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στο κέντρο και στην περιφέρεια της πόλης.
Η επίθεση και στις τρεις αυτές κωμοπόλεις άρχισε ακριβώς τη στιγμή που είχε καθοριστεί, παρ’ όλο που διανύσαμε μεγάλες αποστάσεις, με σύντονη νυχτερινή πορεία. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο μας επίτευγμα σ’ αυτή τη μάχη, πέτυχε ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου και έτσι μέσα σε λίγες ώρες μπορέσαμε να καταλάβουμε στα Λεχαινά τα 9 από τα 10 οχυρά, που υπερασπίζονταν χωροφύλακες και ΜΑΥδες, κράτησε μόνο το οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, στο οποίο συγκεντρώθηκαν και όσοι διασώθηκαν από τα άλλα οχυρά που καταλήφθηκαν.
Όταν διατάχθηκε υποχώρηση των τμημάτων μας, μισή ώρα μετά τη λήξη του καθορισμένου ωφέλιμου χρόνου επίθεσης, την 8.30 πρωινή, οι εγκλωβισμένοι στο οχυρό, εξακολουθούσαν να αμύνονται μέσα στα Λεχαινά, εκτός από το οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής ήταν και μερικοί ελεύθεροι σκοπευτές χωροφύλακες, που είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες κτιρίων, κοντά στα φυλάκια του Αγίου Δημητρίου και Μπρέζα. Αν είχαμε μια ώρα ακόμη η επιτυχία μας θα ήταν απόλυτη, θα γινόταν και πλήρης εκμετάλλευση της στρατιωτικής μας επιτυχίας τόσο σε πολεμικό υλικό όσο και σε εφόδια.
Ο αντίπαλος είχε μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Εμείς είχαμε 6 νεκρούς, 10 τραυματίες και 6 αιχμαλώτους. Το Τάγμα μου είχε 2 νεκρούς, τους Παν.Κωσταράκο και τον Γιώργο Δεμίρη, από το χωριό Αετός της Άνω Μεσσηνίας, που σκοτώθηκε κατά την υποχώρηση μας από τα Λεχαινά, κοντά στο χωριό Πόρτες, από σφαίρα αεροπλάνου.
Θυμάμαι και όλα όσα μεταδίδονταν την επόμενη ημέρα της μάχης από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Αθήνας και όσα ευτράπελα έγραψαν οι Αθηναϊκές και οι τοπικές εφημερίδες, σχετικά με την κατάληψη των τσιμεντένιων οχυρών, για τα νέα όπλα που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες, τα οποία τους εστάλησαν αεροπορικώς από τη Σοβιετική Ένωση!
Στην πραγματικότητα τα «νέα μας όπλα» ήταν τα οπλοπολυβόλα μας, που με τις συγκεντρωτικές ριπές τους, (2-3 οπλοπολυβόλα που έβαλαν ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο του οχυρού για αρκετό διάστημα, άνοιγαν στο οχυρό μικρές τρύπες, που σιγά-σιγά διευρύνονταν κι έτσι, από τις τρύπες αυτές έπεφταν μέσα στο οχυρό οι χειροβομβίδες που έριχναν άλλοι αντάρτες, οι οποίοι είχαν πλησιάσει την οχυρωμένη θέση. Αυτά ήταν τα νέα όπλα μας τα οποία τα είχαμε καταλάβει βέβαια από προηγούμενες επιχειρήσεις..."
Ανάμεσα στ' άλλα γράφει ο επιτελάρχης Κώστας Κανελλόπουλος στην έκθεση προς το Γενικό Αρχηγείο Πελοποννήσου για τη μάχη : " ...Η εκκίνησις έγινε από το Σανταμέρι, μεταξύ Γάλαρου-Πόρτες 10 ώρες μακριά από τις βάσεις του εχθρού, για την επιτυχία του αιφνιδιασμού πράγμα που πέτυχε πέρα για πέρα....Στο κάμπο ο λαός έμεινε κατάπληκτος από το τόλμημα αυτό των ανταρτών, στη μάχη τα τμήματα έδειξαν την συνηθισμένη μαχητικότητα και ανώτερη ακόμα που τα οχυρά του εχθρού απεδείχθη ότι είναι ανίκανα να τον υπερασπίσουν. Οι νεκροί στη πλειοψηφία είναι Χίτες, μερικοί χωροφύλακες και δύο ενωμοτάρχες. Έμεινε το κτίριο της αστυνομίας το οποίο θα έπεφτε εάν είχαμε μια ώρα καιρό..."
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή