Από 1 έως 6 Οκτωβρίου του 1945, στην αίθουσα του κινηματοθεάτρου ΤΙΤΑΝΙΑ της οδού Πανεπιστημίου, πραγματοποιήθηκε το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ηταν το πρώτο συνέδριο του ΚΚΕ μετά το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο και συνήλθε σε συνθήκες τυπικής νομιμότητας. Συνθήκες που δε θα ξαναζούσε το κόμμα παρά μετά από 33 χρόνια, αφού το επόμενο τυπικά νόμιμο συνέδριό του ήταν το 10ο, που πραγματοποιήθηκε το 1978. Ταυτόχρονα, ήταν ένα Συνέδριο που είχε αργήσει πολύ η σύγκλησή του, αφού απείχε από το 6ο Συνέδριο δέκα ολόκληρα χρόνια, δεδομένου ότι το τελευταίο πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβρη του 1935. Στο διάστημα αυτών των δέκα χρόνων, είχαν μεσολαβήσει πολλά: Η Μεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος, η γερμανική κατοχή, η Εθνική Αντίσταση και η απελευθέρωση της χώρας, η ένοπλη βία κατά του λαού της ελληνικής πλουτοκρατίας από κοινού με τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές το Δεκέμβρη του 1944, η Συμφωνία της Βάρκιζας και η διάλυση του ΕΛΑΣ, το καθεστώς της λευκής τρομοκρατίας που τις μέρες του συνεδρίου συνεχιζόταν αμείωτο. Σ’ αυτά τα δέκα χρόνια, το ΚΚΕ είχε καταφέρει από ένα μικρό κόμμα να γίνει η κυριότερη και η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της Ελλάδας.
Το 7ο Συνέδριο συνόψισε τη δεκάχρονη αυτή πορεία αγώνων του ελληνικού λαού, που αντιπροσώπευε την ηρωικότερη και σπουδαιότερη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας μετά την επανάσταση του 1821. Η σπουδαιότερη βεβαίως προσφορά του συνεδρίου έγκειται στο γεγονός ότι με τις επεξεργασίες του κουρέλιασε τη θεωρία της ψωροκώσταινας και της Μεγάλης Ιδέας και απέδειξε με επιστημονική πληρότητα τη δυνατότητα της ανεξάρτητης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής εξέλιξης στην Ελλάδα, κάτω όμως από λαϊκοδημοκρατικό καθεστώς.
Η έναρξη, η ταυτότητα και η θεματολογία του Συνεδρίου
Τις εργασίες του Συνεδρίου άνοιξε η Χρύσα Χατζηβασιλείου, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος, με τούτη τη σύντομη ομιλία: «Σύντροφοι και συντρόφισσες, από μέρους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ να μου επιτρέψετε ν’ ανοίξω το 7ο Συνέδριο του Κόμματος. Την επίσημη τούτη στιγμή ας αφιερώσουμε ενός λεπτού σιγή στα θύματα του αγώνα».
Ολοι οι σύνεδροι σηκώθηκαν όρθιοι, κράτησαν ενός λεπτού σιγή και ύστερα τραγούδησαν το πένθιμο εμβατήριο: «Επέσατε θύματα…».
«Το αντιπροσωπευτικό τούτο σώμα του Κόμματός μας – συνέχισε, ξαναπαίρνοντας το λόγο, η Χρύσα Χατζηβασιλείου – συγκαλείται σε εξαιρετικά κρίσιμες στιγμές για τη χώρα μας. Γι’ αυτό εξαιρετική είναι η σημασία του. Μια δεκαετία μας χωρίζει απ’ το 6ο Συνέδριο. Τα δέκα, όμως, αυτά χρόνια, με τον παλλαϊκό συναγερμό που ξεσήκωσαν, δημιούργησαν τέτοιες συνθήκες που τράνταξαν συθέμελα την ελληνική ζωή και έφεραν τέτοια αλλαγή στην πολιτική, οικονομική και ηθική οργάνωση της κοινωνίας, που θ’ απαιτούσε δεκαετίες μιας ομαλής εξέλιξης για να πραγματοποιηθεί. Σ’ όλη τη δεκάχρονη περίοδο, ο ελληνικός λαός πάλεψε κατά της 4ης Αυγούστου, ενάντια στους φασίστες εισβολείς, πάλεψε ενάντια στην ξενική επέμβαση και το κόμμα μας ήταν πάντα στις πρώτες γραμμές αυτής της πάλης αγωνιζόμενο, επικεφαλής και μαζί με το λαό και μέσα στον αγώνα αυτόν ανδρωνόταν πολιτικά, δυνάμωνε οργανωτικά, ρίζωνε στον ελληνικό λαό και απόδειξη είναι το σημερινό αντιπροσωπευτικό μας σώμα.
Κατάρα στους δολοφόνους! Πλατεία Συντάγματος, 4 Δεκέμβρη 1944
Το σημερινό μας Συνέδριο θα κάμει τον απολογισμό της δεκάχρονης πολιτικής δράσης. Μα δε θ’ αρκεστεί στον απολογισμό. Ζούμε μια κρίσιμη καμπή της εθνικής ιστορίας. Ισως την κρισιμότερη από όλες. Το ελληνικό πρόβλημα σαν ένα πολιτικό ελληνικό πρόβλημα, εσωτερικό, αλλά και διεθνές, ζητεί επιτακτικά τη λύση του. Και από το αν θα δοθεί η λύση η Λαϊκοδημοκρατική, εξαρτάται το αν η Ελλάδα θα βαδίσει στο δρόμο της προκοπής ή θα βαλτώσει και θα επακολουθήσει η καταστροφή και η οπισθοδρόμηση. Το Συνέδριό μας θ’ ασχοληθεί και με τη μελέτη των προβλημάτων της κρίσιμης αυτής καμπής.
Από τον απολογισμό βγάζουμε τα διδάγματα και την πείρα και τ’ ανάλογα συμπεράσματα και πορίσματα θα φωτίσουν το δρόμο που θα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε. Ο δρόμος αυτός είναι ο ιστορικά αναγκαίος, ο δρόμος της Λαϊκής Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Θα ήθελα ν’ αναφέρω – συνέχισε η ομιλήτρια – ένα άλλο κοσμοϊστορικό γεγονός που ζήσαμε στη δεκαετία. Και το γεγονός αυτό είναι η αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η παγκόσμια αυτή οργάνωση της εργατικής τάξης, που ιστορική ανάγκη επέβαλε την ίδρυσή της ύστερα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είναι κείνη που ανασήκωσε το σοσιαλιστικό κίνημα όλου του κόσμου και με τα Κομμουνιστικά Κόμματα όλων των χωρών έδωσε στην εργατική τάξη ένα ξεκάθαρο ιδεολογικό προσανατολισμό, γερή αρματωσιά και στάθηκε ο πιο ισχυρός παράγοντας εναντίον του φασισμού και του χιτλερισμού.
Τα σύμβολα της μεταξικής δικτατορίας σε διατεταγμένη υπηρεσία κατά του λαού
Η οργάνωση αυτή, όταν οι ανάγκες της συνένωσης όλων των προοδευτικών δυνάμεων σ’ ένα αντιφασιστικό μέτωπο ήταν απαραίτητη και η ιστορική στιγμή βροντοφώνησε: “Ολα για τη συντριβή του Φασισμού”, δε δίστασε να αυτοδιαλυθεί.
Εμείς σαν Κόμμα ζήσαμε την ευνοϊκή επίδραση που είχε η διάλυση εκείνο τον καιρό στον αντιφασιστικό πόλεμο. Σήμερα το Συνέδριό μας, καλό θα ήταν, σαν πρώτη ενέργειά του, να εκφράσει μια ευχή για την ενότητα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος».
Στη συνέχεια, η Χρύσα Χατζηβασιλείου πρότεινε τα ονόματα των αντιπροσώπων που θα συγκροτούσαν το Προεδρείο για τη διεύθυνση των εργασιών του Συνεδρίου. Η πρόταση εγκρίθηκε και το Προεδρείο απαρτίστηκε από τους: Γιάννη Ιωαννίδη, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Β. Μπαρτζιώτα. Λ. Στρίγγο, Β. Κοτσάβρα, Α. Μπλάνα, Κ. Κολιγιάννη, Β. Βλατά, Ν. Αδαμαντιάδη, Κ. Συρέλη, Κ. Παπανικολάου, Ροδή Κάτου και Ευτυχία Σαράντου1.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έκδοση των υλικών του Συνεδρίου που κυκλοφόρησε από την ΚΕ του ΚΚΕ με την ολοκλήρωση των εργασιών του, στο 7ο Συνέδριο έλαβαν μέρος 223 τακτικοί αντιπρόσωποι (απ’ αυτούς 26 ήταν γυναίκες) και 38 αναπληρωματικοί. Η κοινωνική σύνθεση των τακτικών αντιπροσώπων παρουσίαζε την παρακάτω εικόνα: Εργάτες 119, επαγγελματίες 8, αγρότες 22, υπάλληλοι 26, επιστήμονες 29, διανοούμενοι 8, φοιτητές 11. Οι 105 από τους αντιπροσώπους φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή έκαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των κατακτητών, συγκεντρώνοντας συνολικά 678 χρόνια φυλακής και εξορίας. Η κομματική ηλικία των συνέδρων ήταν η εξής: Οι 63 ήταν κομματικά μέλη πριν από το 1930, 75 ήταν κομματικά μέλη πριν από το 1940 και 85 έγιναν κομματικά μέλη ύστερα από το 1940. Αλλά και η φυσική ηλικία των συνέδρων παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον: Από 20-30 ετών ήταν 73 σύνεδροι. Από 31-40 ετών ήταν 100. Από 41-50 ήταν 46. Από 51-60 ετών ήταν 3 και από 67 ετών ήταν ένας σύνεδρος2.
Λαϊκός συναγερμός στην Αθήνα κατά του Μουσολίνι
Ενδιαφέρουσα είναι και η εικόνα των συνέδρων, που δίνει ο «Ριζοσπάστης» την επομένη της έναρξης των εργασιών του Συνεδρίου, αν και ορισμένα στοιχεία που παραθέτει δεν είναι απολύτως ακριβή, προφανώς λόγω αντικειμενικών δυσκολιών. «Χθες το πρωί – γράφει ο «Ριζοσπάστης»3 - άρχισε τις εργασίες του το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ στην αίθουσα του κινηματοθέατρου ”ΤΙΤΑΝΙΑ” επί της οδού Πανεπιστημίου. Στο Συνέδριο παίρνουν μέρος 235 τακτικοί αντιπρόσωποι που έχουν εκλεγεί από ανάλογες Συνδιασκέψεις οργανώσεων σ’ όλη τη χώρα. Απ’ αυτούς δεν ήλθαν ακόμη 14 λόγω των συγκοινωνιακών δυσκολιών. Οι τακτικοί αντιπρόσωποι κατανέμονται ως εξής κατά περιφέρειες: Οργάνωση Περιοχής Μακεδονίας έχει 69 αντιπροσώπους, αντί των 74 που έχουν εκλεγεί. Οργάνωση Θεσσαλίας 35, αντί των 40. Πελοποννήσου 20. Ηπείρου 20. Κρήτης 14, αντί των 15. Περιοχής Αιγαίου 8, αντί των 9. Περιοχή Στερεάς 12. Περιοχή Αθήνας 30 και παρευρίσκονται και οι 30 και η περιοχή Πειραιά 15 και είναι παρόντες και οι 15. Από τους αντιπροσώπους, οι 198 είναι άνδρες και 25 γυναίκες. Η κοινωνική τους προέλευση είναι εργάτες 119, αγρότες 20, διανοούμενοι μικροαστοί 65, υπάλληλοι 19. Αμερικανοί οπερατέρ κινηματογράφησαν την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, ενώ Γάλλοι και άλλοι ξένοι ανταποκριτές πήραν πολλές φωτογραφίες και ρεπορτάζ».
Κατοχή: Η φωτιά του εκτελεστικού αποσπάσματος…
Το συνέδριο απασχολήθηκε με τα εξής ζητήματα: – Λογοδοσία της ΚΕ. Εισηγητής ο Γ. Σιάντος. – Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και τα προβλήματα της λαϊκής δημοκρατίας. Εισηγητής ο Ν. Ζαχαριάδης. – Το αγροτικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Εισηγητής ο Λ. Στριγκός – Το πρόγραμμα του ΚΚΕ. Εισηγητής ο Μ. Παρτσαλίδης – Το καταστατικό του ΚΚΕ. Εισηγητής ο Γ. Ιωαννίδης – Εκλογή ΚΕ και εκλογή Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του ΚΚΕ. Στο Συνέδριο παραβρέθηκαν και χαιρέτισαν ο Αλκιβιάδης Λούλης εκ μέρους του Δημοκρατικού Ριζοσπαστικού Κόμματος, Ο Στέλιος Κρητικάς εκ μέρους της Δημοκρατικής Ενωσης, ο Κώστας Γαβριηλίδης εκ μέρους του ΑΚΕ, ο Γιάννης Πασσαλίδης από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης από τους Αριστερούς Φιλελεύθερους. Επίσης το Συνέδριο χαιρέτισαν με μηνύματά τους ο Χάρι Πόλιτ, γραμματέας του ΚΚ Αγγλίας, ο Παλμίρο Τολιάτι, Γραμματέας του Ιταλικού ΚΚ, ο Γκότβαλντ, Πρόεδρος του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας και το Γαλλικό ΚΚ. Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τις εργασίες του Συνεδρίου.
Οι εργασίες του 7ου Συνεδρίου: Ο απολογισμός της ΚΕ
Οπως έχουμε προαναφέρει τον απολογισμό δράσης της ΚΕ του ΚΚΕ στα 10 χρόνια που είχαν περάσει από το 6ο Συνέδριο παρουσίασε ο Γιώργης Σιάντος. Αρχικά ο ομιλητής αναφέρθηκε στις διεθνείς εξελίξεις, στην άνοδο του φασισμού και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπογραμμίζοντας το ρόλο της Σοβιετικής Ενωσης στη συντριβή του φασισμού. «Η Σοβιετική Ενωση», τόνισε, «σήκωσε το βάρος της χιτλερικής πολεμικής μηχανής στις πλάτες της, έδωσε θάρρος κι ελπίδες στους υπόδουλους λαούς να ξεσηκωθούν και να πολεμήσουν ενάντια στον κατακτητή, έδωσε τη δυνατότητα στους συμμάχους Αγγλους και Αμερικανούς να προετοιμαστούν για τη συντριβή της χιτλερικής Γερμανίας και Ιαπωνίας»5.
Κάνοντας ανασκόπηση στις εσωτερικές εξελίξεις, ο Γ. Σιάντος στάθηκε ιδιαίτερα στο φασιστικό πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του 1936 και στην εγκαθίδρυση της μοναρχομεταξικής δικτατορίας, τονίζοντας πως όλα τα κόμματα, εκτός από το ΚΚΕ, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης ή ανοχής στον Μεταξά στη Βουλή του 1936. «Είναι γνωστό – πρόσθεσε – ότι ο ίδιος ο Σοφοκλής Βενιζέλος ήταν σύμφωνος στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Υπήρχε μάλιστα και μία συμφωνία Βενιζέλου – Μεταξά για να γίνει ο Βενιζέλος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και παραπονιότανε έπειτα ο Σοφοκλής που ο Μεταξάς παρέβη τη συμφωνία και δεν του έδωσε αυτή τη θέση. Αυτό ήταν το παράπονό του και όχι οι διώξεις του δημοκρατικού κόσμου, όχι η καταστροφή της Ελλάδας από τον Μεταξά. Κείνο που τον στενοχωρούσε ήταν το ότι ο Μεταξάς δεν τον έκανε αντιπρόεδρο»6. Ο εισηγητής υπενθύμισε επίσης ότι και το σύμφωνο Παλλαϊκού Μετώπου – Κόμματος Φιλελευθέρων παραβιάστηκε από τους δεύτερους κι έτσι το ΚΚΕ δεν ήταν σε θέση μόνο του να αντιμετωπίσει το πραξικόπημα.
Αναφερόμενος στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης ο Σιάντος εξήρε το ρόλο του Κόμματος, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα την αστική τάξη που στα μαύρα χρόνια της Κατοχής έβαλε το ταξικό της συμφέρον πάνω από το συμφέρον του λαού. Ακόμη, αναφέρθηκε στις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας, της Βάρκιζας, καθώς και στη μάχη του Δεκέμβρη, σε αδυναμίες που εμφανίστηκαν και σε λάθη που έγιναν, αλλά δεν τα εκτίμησε με αντικειμενικότητα. «Η συμφωνία του Λιβάνου», τόνισε, «δεν ήταν λάθος, γιατί ήταν μέσα στην πολιτική μας της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης των εσωτερικών ζητημάτων”7. Επίσης για τη συμφωνία της Βάρκιζας είπε: «Κάναμε τη συμφωνία αυτή σαν ίσος προς ίσο με την κυβέρνηση Πλαστήρα, με επίσημη συμμετοχή και αντιπροσώπων των Αγγλων, για να σταματήσει ο πόλεμος ανάμεσα σε μας και τους Αγγλους και για να χρησιμοποιηθούν όλες αυτές οι δυνάμεις ενάντια στον Χίτλερ, που ακόμα τότε ήταν γερός. Κάναμε τη συμφωνία αυτή για να κατοχυρώσουμε ένα μίνιμουμ των συνταγματικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών του λαού. Κάναμε τη συμφωνία αυτή για να ανοίξει ο δρόμος σε ελεύθερες και γνήσιες εκλογές και δημοψήφισμα, στην εξυγίανση της χώρας από τους προδότες και για να μπει η χώρα στην ανοικοδόμηση»8. Η αλήθεια βέβαια είναι εντελώς διαφορετική, αφού η εξέλιξη έδειξε πως τίποτα δεν έγινε απ’ όσα αναφέρει ο Σιάντος ως στοχεύσεις και επιδιώξεις του κινήματος με την υπογραφή της Συμφωνίας στη Βάρκιζα. Αντίθετα, η συμφωνία οδήγησε στο μονόπλευρο αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και αξιοποιήθηκε για να δοθούν νέα πλήγματα στο ΚΚΕ και το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα και να σπρωχτούν οι εξελίξεις στον εμφύλιο πόλεμο.
Στην εισήγηση που παρουσίασε ο Σιάντος αναγνωρίζεται ότι η ΕΑΜική αντιπροσωπεία στο Λίβανο δεν έπρεπε να καταδικάσει το ηρωικό κίνημα ναυτικού και στρατού της Μέσης Ανατολής και ότι στη συμφωνία της Καζέρτας υπήρξε ασάφεια για το σκοπό των αγγλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. «Είναι, λοιπόν, φανερό και από την εισήγηση – εκτιμούν οι ιστορικοί του ΚΚΕ9 - ότι το 7ο Συνέδριο δεν έκανε μια βαθιά επαναστατική – μαρξιστική ανάλυση της προηγούμενης δράσης του ΚΚΕ, και ιδίως στα χρόνια της κατοχής, δεν είδε κριτικά και αυτοκριτικά τα πολύ σοβαρά λάθη που έκανε η καθοδήγηση, όπως οι απαράδεκτες υποχωρήσεις και συμβιβασμοί στο Λίβανο, στην Καζέρτα και στη Βάρκιζα».
Η πολιτική απόφαση: Ενταφιασμός της θεωρίας της ψωροκώσταινας
Στην πολιτική απόφαση που λήφθηκε ύστερα από συζήτηση, τονιζόταν, μεταξύ άλλων: «Μέσα στον πανευρωπαϊκό οργασμό της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής αναγέννησης, η Ελλάδα, εξαιτίας της ένοπλης ξενικής επέμβασης, αποτελεί την τραγική εξαίρεση… Η ζωή και η ησυχία, η τιμή και η περιουσία, η ελευθερία και τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών είναι στη διάθεση των τρομοκρατικών ορδών του Μαύρου Μετώπου, του ΣΑΝ, της Χ, του ΕΔΕΣ, της ΒΕΝ (Βασιλικής Ενωσης Νέων) κλπ».10
Αναφορικά με την οικονομική κατάσταση, διαπιστωνόταν ότι ήταν τραγική για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Χάος επικρατούσε σ’ όλους τους τομείς. Η ανεργία είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και ο πληθωρισμός αυξανόταν συνεχώς. Το Συνέδριο υπογράμμισε, για άλλη μια φορά, ότι η αποκατάσταση της κατεστραμμένης οικονομίας του τόπου και η ανασυγκρότησή της είναι αδύνατη, όταν αυτή επιδιώκεται σε βάρος των εργαζομένων. Για την εξωτερική πολιτική του καθεστώτος που επιβλήθηκε στον ελληνικό λαό με τη δύναμη των ξένων όπλων, το Συνέδριο διακήρυξε ότι «η εξωτερική πολιτική της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας ποτέ δε στάθηκε ανεξάρτητη εθνική ελληνική πολιτική» και ότι «η αχαλίνωτη πατριδοκαπηλία της Μεγάλης Ελλάδας από πάντα και τώρα πάει να κρύψει το χονδρικό ξεπούλημα της Ελλάδας στους ξένους, την απεμπόληση των δικαιωμάτων της σαν ανεξάρτητου κράτους και την καταλήστευση του λαού στο εσωτερικό από ντόπιους και ξένους».11
Το Συνέδριο καθόρισε σαν βασικούς στόχους μιας πραγματικά εθνικής εξωτερικής πολιτικής τους παρακάτω: «α) Δημοκρατική συνεννόηση με την Αγγλία, πάνω στη βάση της ισοτιμίας, του αλληλοσεβασμού, της αναγνώρισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων του έθνους και της κατάπαυσης κάθε ανάμειξης στα εσωτερικά μας. β) Πολιτική στενής συνεργασίας με τη Σοβιετική Ενωση, τη μεγάλη χώρα του σοσιαλισμού και ανιδιοτελή υπερασπιστή της ανεξαρτησίας των μικρών κρατών. γ) Επίλυση με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης όλων των διαφορών με τις γειτονικές Δημοκρατίες και αποκατάσταση ολόπλευρης, ειρηνικής δημιουργικής συνεργασίας. δ) Στενή φιλία και συνεργασία, επίσης, με τη μεγάλη Δημοκρατία της Αμερικής και τη Γαλλική Δημοκρατία»12. Επίσης, το Συνέδριο κατάγγειλε το καθεστώς που αποκαλούνταν «αγγλική στρατιωτική κατοχή» και ζήτησε την άμεση αποχώρηση των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων, για να σχηματιστεί αντιπροσωπευτική κυβέρνηση που θα άνοιγε το δρόμο της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης. H διέξοδος στο ελληνικό ζήτημα, το οποίο είχε δραματικά περιπλέξει η ανοιχτή ένοπλη αγγλική επέμβαση για να επιβληθεί η εξουσία της άρχουσας τάξης με τις αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας, ενώ η λαϊκή πλειοψηφία συσπειρωμένη γύρω από το ΕΑΜ επιθυμούσε και απαιτούσε τη λαϊκοδημοκρατική αναγέννηση της χώρας, συνοψίστηκε στα ντοκουμέντα του συνεδρίου ως εξής: Δύο ήταν οι δρόμοι για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξέλιξη της χώρας. Από τη μια, ήταν ο δρόμος που έδειχνε το μέτωπο της πλουτοκρατίας, της χρηματιστικής ολιγαρχίας, του δοσιλογισμού και της μοναρχοφασιστικής αντίδρασης. Το μέτωπο αυτό, που πολύ εύστοχα χαρακτηρίστηκε μαύρο μέτωπο, στηριζόταν στη δύναμη του αγγλικού ιμπεριαλισμού, είχε ταυτότητα συμφερόντων μαζί του, δεν είχε λαϊκό έρεισμα, ήθελε να κρατήσει αναλλοίωτο το εκμεταλλευτικό καθεστώς στη χώρα, το εξαρτημένο από τον ιμπεριαλισμό. Από την άλλη πλευρά, ήταν το μέτωπο της λαϊκής δημοκρατίας, που συσπειρωνόταν γύρω από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, αποτελούσε το πλειοψηφικό λαϊκό ρεύμα στη χώρα, αγωνιζόταν για την εθνική ανεξαρτησία, την ανεξάρτητη κοινωνικοοικονομική και πολιτική ανάπτυξη της χώρας, για την κατοχύρωση και τη διεύρυνση των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, για ένα νέο τύπο δημοκρατίας με επικεφαλής την εργατική τάξη και τους συμμάχους της κι όλα αυτά ενταγμένα στην προοπτική του σοσιαλισμού. Στην Πολιτική Απόφαση γίνεται αναφορά στο πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας που κατάρτισε ο πολιτικός συνασπισμός των κομμάτων του ΕΑΜ και τονίζεται ότι ένα από τα μέτρα που ανοίγουν το δρόμο για το πέρασμα από τη Λαϊκή Δημοκρατία στη σοσιαλιστική, είναι η εθνικοποίηση του πιστωτικού κεφαλαίου, των μεγάλων μεταφορών, των βασικών βιομηχανιών που έχουν πρωταρχική εθνική σημασία. Η μεγάλη προσφορά του 7ου Συνεδρίου δεν είναι μόνον ότι προσδιόρισε στη γενική τους έκφραση τις προοπτικές που ξανοίγονταν για τη χώρα. Το 7ο Συνέδριο κατάφερε να αποδείξει ότι ήταν δυνατή η ανεξάρτητη, λαϊκοδημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας. Πέραν του εσωτερικού και διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, σημείο κλειδί που έπρεπε να διευκρινιστεί ήταν το αν και ποιες δυνατότητες είχε η χώρα να αναπτύξει βαριά βιομηχανία. Το Συνέδριο απάντησε καταφατικά στο θέμα αυτό. «Στοιχεία παρμένα από τους αστούς επιστήμονες και ειδικούς», αναφέρεται στην Πολιτική Απόφαση του Συνεδρίου, «επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση πως η Ελλάδα κατέχει ό,τι χρειάζεται για τη δημιουργία στέρεης βαριάς βιομηχανίας, στηριγμένης στις εσωτερικές πηγές και δυνατότητες»13. Με επιστημονικό τρόπο, αξιοποιώντας στο έπακρο τα επιστημονικά πορίσματα διακεκριμένων προοδευτικών, αλλά και αστών επιστημόνων, το 7ο Συνέδριο τίναξε στον αέρα τη θεωρία της ψωροκώσταινας και κατάφερε συντριπτικό χτύπημα στη θεωρία της μεγάλης ιδέας και των σοβινιστικών βλέψεων, που προέβαλε η άρχουσα τάξη με το επιχείρημα πως η χώρα για να ξεφύγει από τη φτώχεια και την υπανάπτυξη έπρεπε να κατακτήσει νέα εδάφη, να μεγαλώσει την εσωτερική της αγορά. Για πρώτη φορά, ο ελληνικός λαός πληροφορούνταν ότι η Ελλάδα μπορούσε ν’ αλλάξει όψη, ότι δεν ήταν καταδικασμένη να μένει στην οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εξάρτηση που την είχε καταδικάσει η σύμφυση της ντόπιας ολιγαρχίας με το ξένο κεφάλαιο, ότι η φτώχεια και η υπανάπτυξη δεν ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης εδαφών και νέων αγορών. Ο λαός μάθαινε πως η χώρα του μπορούσε ν’ αναπτυχθεί αποκτώντας την ανεξαρτησία της, αξιοποιώντας τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές, στηριγμένη σε σχέσεις φιλίας και ισότιμης συνεργασίας με τις άλλες χώρες.
Για τη στρατηγική του Κόμματος
Οπως αναφέραμε στην αρχή, το 7ο Συνέδριο ασχολήθηκε και με το ζήτημα του Προγράμματος του ΚΚΕ. Είχε κατατεθεί προσυνεδριακά σχέδιο Προγράμματος, στο συνέδριο έγινε αρκετή συζήτηση γύρω από το θέμα, χωρίς όμως να υπάρξει κατάληξη σε ένα νέο προγραμματικό κείμενο. Χαράχτηκαν, όμως, κεντρικές προγραμματικές κατευθύνσεις και αποφασίστηκε στο επόμενο κομματικό συνέδριο να υπάρξει κατάληξη σε οριστικό Πρόγραμμα14.
Στο σχέδιο προγράμματος που υποβλήθηκε στο Συνέδριο γινόταν ένα ουσιαστικό βήμα μπροστά, όσον αφορά στο χαρακτήρα της επανάστασης, σε σχέση με τις επεξεργασίες της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του 1934. Η διαπίστωση εκείνης της Ολομέλειας για δύο επαναστάσεις, μία αστικοδημοκρατική και μία σοσιαλιστική, εγκαταλειπόταν και στη θέση της έμπαινε η εκτίμηση για μία επανάσταση με δύο φάσεις αλληλοδιαπλεκόμενες: Η μία φάση ή σταθμός, όπως λεγόταν, θα ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία και η άλλη φάση ή σταθμός θα ήταν ο Σοσιαλισμός. Το πέρασμα δε από τη Λαϊκή Δημοκρατία στο σοσιαλισμό, υπήρχε η εκτίμηση πως θα γινόταν ειρηνικά, χωρίς την ανάγκη εξέγερσης και μάλιστα ένοπλης. Συγκεκριμένα υπογραμμιζόταν: «Το δρόμο προς το σοσιαλισμό ανοίγει η Λαϊκή Δημοκρατία, ο πρώτος σταθμός προς τη σοσιαλιστική κοινωνική απολύτρωση των Ελλήνων εργαζομένων. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε, στην Ευρώπη κυρίως, ορισμένες αλλαγές που ανοίγουν την προοπτική για δυνατότητα ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό»15. Η θέση αυτή για δυνατότητα ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό καμιά σχέση δεν έχει με τη γνωστή δεξιά οπορτουνιστική αντίληψη αντιπαράθεσης των μορφών πάλης στην επανάσταση, περί ειρηνικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και βαθμιαίας εξέλιξής του σε σοσιαλισμό. Η θέση αυτή σήμαινε ότι δε χρειάζονταν δύο επαναστάσεις – μια αστικοδημοκρατική και στη συνέχεια μία σοσιαλιστική – για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, αλλά μία επανάσταση, στα πλαίσια της οποίας οι αστικοδημοκρατικές και σοσιαλιστικές αλλαγές δε θα χωρίζονταν από σινικό τείχος, αλλά θα αλληλοδιαπλέκονται.
Ο Ν. Ζαχαριάδης μίλησε εκτενώς στο Συνέδριο γι’ αυτό το ζήτημα. Σημείωσε ότι ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας, όπως τον καθόρισε η 6η Ολομέλεια του 1934, δεν έχει διαφορές επί της ουσίας, από τη Λαϊκή Δημοκρατία. Και πρόσθεσε: «Ο χαρακτήρας των προβλημάτων που θα λυθούν δηλαδή α) το ξεκαθάρισμα της αγροτικής οικονομίας από τα μισοφεουδαρχικά κατάλοιπα και β) η απαλλαγή της χώρας από την ξενική οικονομική και πολιτική εξάρτηση και από τις ξενικές επιδράσεις, είναι αστικοδημοκρατικός, δηλαδή αυτά είναι καθήκοντα, που θα έπρεπε να τα λύσει, είτε να παλέψει για να τα λύσει, η αστική τάξη, αν έμενε συνεπής στη δημοκρατική αποστολή της. Μα, η τάξη αυτή πρόδωσε και έτσι τα καθήκοντα αυτά πέφτουν σήμερα στις καινούριες τάξεις, που θα πρέπει να τα λύσουν, παλεύοντας και ενάντια στην αστική τάξη. Υπάρχει όμως τώρα και μια άλλη διαφορά, διαφορά βασική, ουσιαστική, πολιτικοκοινωνική στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό, όπως πραγματοποιείται σήμερα. Ενώ η μεταβολή αυτή, από τη φύση των προβλημάτων που έχει να λύσει, είναι αστικοδημοκρατική, από τις κινητήριες δυνάμεις της είναι εργατοαγροτική. Αυτή είναι βασική διαφορά, γιατί αυτές οι κινητήριες δυνάμεις προκαθορίζουν και την παραπέρα εξέλιξη αυτής της μεταβολής. Δηλαδή, το γεγονός ότι οι κινητήριες δυνάμεις είναι η εργατική τάξη, η αγροτιά και οι άλλοι εργαζόμενοι, προκαθορίζει το σταθμό αυτό σαν μεταβατικό προς ανώτερες κοινωνικές μεταβολές, προς το σοσιαλισμό, που, τελικά, θα κατοχυρώσει την πλέρια κοινωνική απελευθέρωση του εργαζόμενου λαού.
Εδώ μπαίνει το ζήτημα ακριβώς του περάσματος από τον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό, από τη λαϊκή δημοκρατία, στη σοσιαλιστική δημοκρατία. Πρώτα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως πρόκειται για δύο ριζικές επαναστάσεις, ας πούμε μεταβολές, χωρίς συζήτηση, αλλά όχι για δύο ένοπλες εξεγέρσεις, είτε για δύο φορές κατάληψη της αρχής, για δύο φορές άνοδο στην εξουσία. Εφ’ όσον η εξουσία περνάει στα χέρια της λαϊκής δημοκρατίας, το ειρηνικό μετά πέρασμα στο σοσιαλισμό βασικά εξασφαλίζεται, μια και οι τάξεις αυτές που παίρνουν την εξουσία συνεχίζουν μετά την πορεία τους προς το σοσιαλισμό, με όχι βασικές ανακατατάξεις στις κοινωνικές δυνάμεις που χειρίζονται την εξουσία»16.
Το συνέδριο για το κόμμα
Το 7ο Συνέριο εξέτασε και τα προβλήματα της κομματικής ανοικοδόμησης, διαπιστώνοντας ότι από τις σοβαρότερες αδυναμίες της κομματικής δουλιάς εξακολουθούσαν να είναι η απόσπαση της καθοδήγησης από τη βάση, πράγμα που έδειχνε γραφειοκρατικοποίηση των μεθόδων καθοδήγησης μέσα στο κόμμα, η δασκαλίστικη γραφειοκρατική καθοδήγηση, ο κομματικός παραγοντισμός. Οι ρίζες των αδυναμιών αυτών εντοπίζονται «στις μικροαστικές επιδράσεις, στη μεταφορά μέσα στο κόμμα όχι κομματικών μεθόδων καθοδήγησης, στη χαλάρωση του ελέγχου της κολεκτιβίστικης δουλιάς και της γόνιμης κριτικής και αυτοκριτικής, στο χαμηλό ιδεολογικό κομματικό επίπεδο των μαζών».17
Για τη βελτίωση της κομματικής δουλιάς, το Συνέδριο αποφάσισε να καταβληθεί προσπάθεια για να εξαλειφθεί η απόσπαση της καθοδήγησης από τη βάση. Να συνεχιστεί και να βελτιωθεί η οργανωμένη και καθοδηγημένη αυτομόρφωση και η εσωκομματική μόρφωση. Να αναπτυχθεί η εσωκομματική δημοκρατία, ώστε το κομματικό μέλος να γίνει ικανό ν’ αποφασίζει, να κρίνει την κομματική γραμμή και δράση, να παίρνει ενεργό μέρος στη διαμόρφωσή τους, να ελέγχει προς τα πάνω και προς τα κάτω. Να βελτιωθεί η κοινωνική σύνθεση του Κόμματος.
Το Συνέδριο χάραξε τα καθήκοντα του Κόμματος σ’ όλους τους τομείς της κομματικής και μαζικής δουλιάς, τονίζοντας ότι «ο συνδυασμός της παράνομης και νόμιμης δουλιάς με βάση το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, θα κάνει το Κόμμα ικανό να συνεχίσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες τη δουλιά και το έργο του».18 Βασικός πολιτικός κρίκος στον τομέα της μαζικής δουλιάς καθορίστηκαν οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες για τις άμεσες διεκδικήσεις των εργαζομένων, του λαού. Επίσης, υπογραμμίστηκε ξανά η άμεση και ζωτική ανάγκη της μαζικής λαϊκής αυτοάμυνας ενάντια στην τρομοκρατία και την πολιτική καταπίεση.
Για να διαφυλαχτεί και να αναπτυχθεί παραπέρα η πολιτική ενότητα που πραγματοποιήθηκε με το ΕΑΜ στο χωριό και για να μη διασπαστεί η ενότητα δράσης της αγροτιάς με την ύπαρξη δύο κομμάτων (του ΑΚΕ και του ΚΚΕ), αποφασίστηκε να εφαρμοστεί η απόφαση του 6ου Συνεδρίου για την ένταξη όλων των κομμουνιστών του χωριού στο ΑΚΕ.
Το 7ο Συνέδριο ψήφισε νέο καταστατικό του Κόμματος. Με το καταστατικό αυτό καθιερώθηκε ο θεσμός των δόκιμων μελών και η εκλογή Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου.
Το Συνέδριο απηύθυνε Διακήρυξη προς τον ελληνικό λαό, καλώντας τον να συσπειρωθεί στον αγώνα για την ομαλή δημοκρατική λύση του εσωτερικού ζητήματος, δίχως ξενικούς παρεμβατισμούς. Επίσης, πήρε απόφαση για το αγροτικό πρόβλημα, υποστηρίζοντας τα δίκαια αιτήματα των αγροτών και ενέκρινε μια σειρά Ψηφίσματα, όπως το ψήφισμα για τη διεθνή πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης. Στο ψήφισμα αυτό εκτίμησε θετικά το ιστορικό έργο της ΚΔ και εξέφρασε την ευχή «να ενσωματωθούν το γρηγορότερο όλα τα εργατικά κόμματα του κόσμου, που πιστεύουν στο σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από αποχρώσεις, σε μια ενιαία διεθνή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης».19
Το Συνέδριο έβαλε το καθήκον να αυξηθεί ο αριθμός των γυναικείων μελών μέσα στο κόμμα, ώστε να φτάσει το 50%. Και αποφάσισε να συγκροτηθούν δίπλα σε κάθε όργανο, από την Κεντρική Επιτροπή και κάτω γραφεία για τη δουλιά στις γυναίκες. Με βάση αυτή την απόφαση, η νέα Κεντρική Επιτροπή συγκρότησε Γραμματεία της ΚΕ για τη δουλιά στις γυναίκες, με επικεφαλής τη Χρύσα Χατζηβασιλείου.
Τέλος, εκλέχτηκε νέα Κεντρική Επιτροπή, με Γενικό Γραμματέα τον Ν. Ζαχαριάδη και για πρώτη φορά Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου. Στη νέα ΚΕ εκλέχτηκαν τακτικά μέλη: Αναστασιάδης Στέργιος, Αραμπατζής Νίκος, Βασιλειάδης Αρίστος, Βατουσιανός Μήτσος, Βαφειάδης Μάρκος, Βλαντάς Δημήτριος, Γκρόζος Απόστολος, Ερυθριάδης Γιώργης, Ζαγουρτζής Νίκος, Ζαχαράτος Μιλτιάδης, Ζαχαριάδης Νίκος, Ζεύγος Γιάννης, Ζωγράφος Ζήσης, Ιωαννίδης Γιάννης, Κοτσάβρας Βασίλης, Μαρκεζίνης Βασίλης, Μαυρομάτης Παναγιώτης, Μουζενίδης Αδάμ, Μπαρτζιώτας Βασίλης, Μπλάνας Αχιλλέας, Παρτσαλίδης Μήτσος, Πλουμπίδης Νίκος, Πορφυρογένης Μιλτιάδης, Ρούσος Πέτρος, Σιάντος Γιώργης, Σουκαράς Σωτήρης, Στρίγκος Λεωνίδας, Τσιτήλος Γιώργης, Χατζηβασιλείου Χρύσα, Χατζής Θανάσης.
Αναπληρωματικά μέλη εκλέχτηκαν οι Βασβανάς Βαγγέλης, Βέτας Φώκος, Βοντίτσιος Γιώργης, Γυφτοδήμος Κώστας, Δημητρίου Γιώργης, Θέος Κώστας, Καπέτα Αλέγρα, Κάτου Ροδή, Κολιγιάννης Κώστας, Λουλές Κώστας, Μακρίδης Θεόδωρος, Μαχαιρόπουλος Χρήστος, Παρτσαλίδου Αύρα, Ρουμελιώτης Νίκος, Τσάντης Μιχάλης. Στην Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου εκλέχτηκαν οι Δανιηλίδης Πολύδωρος, Καραγκίτσης Παντελής, Παπαρήγας Μήτσος, Σινάκος Μιχάλης και Φαρμάκης Κώστας.
Στη Γραμματεία της ΚΕ εκλέχτηκαν οι Γ. Σιάντος, Γ. Ιωαννίδης, Μ. Παρτσαλίδης και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Η νέα ΚΕ συνήλθε στις 7 του Οκτώβρη στην πρώτη Ολομέλειά της και εξέλεξε νέο ΠΓ και Γραμματεία της ΚΕ. Το νέο ΠΓ αποτέλεσαν οι Νίκος Ζαχαριάδης, Γ. Σιάντος, Γ. Ιωαννίδης, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Μήτσος Παρτσαλίδης, Βασίλης Μπαρτζιώτας, Τάσος Πετρίδης (Στέργιος Αναστασιάδης) τακτικά μέλη και Λ. Στρίγκος, Γιάννης Ζέβγος και Πέτρος Ρούσος, αναπληρωματικά. Επίσης, αποφάσισε ο «Ριζοσπάστης» και η «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» να διευθύνονται από συντακτικές επιτροπές. Επικεφαλής της Συντακτικής Επιτροπής του «Ριζοσπάστη» ορίστηκε ο Κ. Καραγιώργης (Γυφτοδήμος)20.
1 «Ριζοσπάστης» Τρίτη 2/10/1945.
2 «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1945, τεύχος Α’, σελ. 11-12.
3 «Ριζοσπάστης» Τρίτη 2/10/1945.
4 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 527, «Ριζοσπάστης» Τρίτη 2/10/1945, «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1945, τεύχος Α’, σελ. 11-12, κ.ά.
5 «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος έκτος, σελ. 398.
6 Στο ίδιο, σελ. 399.
7 «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος έκτος, σελ. 411.
8 Στο ίδιο, σελ. 409-410.
9 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 529.
10 «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος έκτος, σελ. 77.
11 Στο ίδιο, σελ. 79.
12 Στο ίδιο, σελ. 84-85.
13 «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος έκτος, σελ. 82.
14 «Είναι φανερό – έλεγε ο Μ. Παρτσαλίδης στην εισήγησή του – πως δεν μπορούμε στο σημερινό συνέδριο να καταλήξουμε σ’ ένα οριστικό πρόγραμμα. Εδώ θα χαράξουμε τις κατευθυντήριες γραμμές για ένα τέτοιο πρόγραμμα, θα καταλήξουμε δηλαδή, με τη συζήτηση που θα γίνει, σε μερικές βασικές αρχές για την επεξεργασία του προγράμματος του κόμματος. Το οριστικό σχέδιο του προγράμματος μπορεί να υποβληθεί μόνο στο 8ο Συνέδριο» («Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, τεύχος Ε’, Αθήνα 1945, σελ. 3).
15 «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα”, εκδόσεις ΣΕ, τόμος 6ος, σελ. 421. Ολόκληρο το σχέδιο στις σελίδες 416-430.
16 «Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, τεύχος Ε’, σελ. 18-19.
17 Στο ίδιο, σελ. 85.
18 «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος έκτος, σελ 86.
19 Στο ίδιο, σελ 113.
20 «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 534.
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου