Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013
Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013
Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013
ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟ-ΜΩΡΑΙΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
A
1. Αγκωνή =άκρη καρβελιού
φρατζόλας
2.
Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
3.
Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο
4.
Άγγουσα ζέστη = η κάψα
5. Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα
6.
Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
7.
Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
8.
Ακουμπέτι = παρά ταύτα
9.
Ακώ = ακούω
10.
Αλάργα= μακριά
11.
Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης,
12.
Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω -
κάτω
13.
Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
14. Aμπαρώνω= κλειδώνω
15. Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
16. Αμπέχονο = καπαρντίνα
17. Αμπολάω=Αφήνω
18. Αναγρυμώνω = παίρνω
θάρρος
19. Ανακλανιέμαι =
τεντόνωμαι
22. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω
23. Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα
24. Ανάκαρο = δύναμη,
τσαγανό.
25. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα
25. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα
26. Ανεβάσταγη =
ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
27. Ανήλιαγο = Αυτό που
δεν το βλέπει ο ήλιος.
28. Αξύριγος = αξύριστος
29. Απίδι= αχλάδι,
32. Απόκανα = παρακουράστηκα,
33. Αποσταίνω = κουράζομαι
34. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
32. Απόκανα = παρακουράστηκα,
33. Αποσταίνω = κουράζομαι
34. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
35. Αραχνος = κακομοίρης,
36. Αρμάκι = μάντρα
37. Αρούκατος= άτσαλος
37. Αρούκατος= άτσαλος
38. Αρναούτης =
ισχυρογνώμων
39. Ασκί = τουλούμι.
40. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
41. Απόπατος = τουαλέτα
42. Αραούζης = ασουλούπωτος
43. Απαντοχή = υπομονή
40. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
41. Απόπατος = τουαλέτα
42. Αραούζης = ασουλούπωτος
43. Απαντοχή = υπομονή
44. Αυτούνο αυτού = αυτό
εκεί
45. Αποκορωμένος = καταραμένος
46. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
47. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
48. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
49. Απόρριξε =απέβαλλε
50. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
51. Αράδα = σειρά.
45. Αποκορωμένος = καταραμένος
46. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
47. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
48. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
49. Απόρριξε =απέβαλλε
50. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
51. Αράδα = σειρά.
52. Άρατος = άφαντος
53. Αρτήθηκα = έφαγα.
Το εκπληκτικό Πολυλίμνιο |
κεραμιδια απο μεσα στο σπιτι εκει που ακουμπουν τα ξυλα της σκεπης.
55. Ατσάγγλιγος = ο
απεριποίητος
56. Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε
μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
57. Αφόρμησα = μολύνθηκα
58. Αχάραγο = αφώτιστο
59. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
59. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
Β.
60. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
60. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
61. Βατεύω = κάνω sex με
παρθένα
62. Βαγένι = βαρέλι
62. Βαγένι = βαρέλι
63. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα
64. Βανιώνω = παχαίνω
65. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
66. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
64. Βανιώνω = παχαίνω
65. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
66. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
67.
Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια
68. Βίκα = στάμνα
68. Βίκα = στάμνα
69. Βιλάδα
= η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
70.
Βίτσα=Λεπτό κλαδί
71.
Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
72. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
73. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
74. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
72. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
73. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
74. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
75. Bούζα=
χοντρή γυναίκα
76. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη!
77. Βούτα = τη
χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα
χτήματα για να γεμίζουν νερό για
τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
78. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που
έβαζαν το μούστο.
Γ΄
79. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
79. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
80. Γαστέρα = κοιλιά
81. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
82. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
Ηλιοβασίλεα από τη Βέργα |
82. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
83. Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του
κεφαλιού
84. Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ
χωρίς μανίκια
85. Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από
εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που
σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία
της μύτης.
σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία
της μύτης.
86. Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα
87. Γκοργκούνι=
αστράγαλος
88. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό –
επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ φαγητό.
89. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα)
90. Γιγκλες=
εξαρτημα του σαμαριου
91. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και
παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι
νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
92. Γιουρούκι = σκουντούφλης
94. Γκουργκούνι = αστράγαλος
95. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
95. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
96. Γνέματα = νήματα
97. Γούπατο = η περιοχή που είναι
χαμηλή (γούβα)
98. Γουστέρα = σαύρα
99. Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός
που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
100. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που
χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
Δ΄
101. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
101. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
102. Δικόνες μου = ο δικός μου
103 Διπουτσοσε
= έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια
105. Δριστέλια = η νεροτριβή.
106.
Δώθενε = από εδώ
Ε΄
Ε΄
107. Ευτού = εκεί
108. Έκα = κάνε πιο πέρα
109. Εντο = νάτο
109. Εντο = νάτο
110. Εντοσα = ξεπιάστηκα
111. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
112. Εφτούνο = αυτό
112. Εφτούνο = αυτό
113. Έχουτε = έχετε.
Ζ΄
114. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό.
115. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
116.
Ζωστήρα = Ζώνη
117. Ζουλάπι = άγριο ζώο
Η΄
118. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε 119. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
Θ΄
120. Θέλουτε = θέλετε
Κ΄
121. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη
συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
121. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη
συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
122. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που
τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
123. Καλύβω = καλύπτω.
124. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην
πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα
125. Καμώνομαι = σωπαίνω.
126. Καπισταλι
= ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην
βιζενουν
βιζενουν
127. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
128. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
129 Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
130. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα
και πεταχτά αυτιά
131. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της
κότας, κόκορα κλπ
132. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα
ζώων
133. Καταλιακού=
μες τον ήλιο.
134. Καταλαχού= κατά τύχη
135. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η
ζαβολιά, ο ζαβολιάρης
136. Κατσικώθηκε=
αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
137. κατσιμπούλα = μικρή
πεταλούδα
138. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
139. Κατσούλα = γάτα
139. Κατσούλα = γάτα
140. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα
μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της
ελιάς.
141. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
ελιάς.
Η Καρδαμύλη με το Νησάκι της |
141. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
142. Κατακεφαλιά =καρπαζιά
143. Καψερός = ο καημένος.
144. Κείθενε = από ‘κει,
145. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
146. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και
οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
147. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του
γόνατου, η κλείδωση.
148. Κλ.ωνα = κλωστή
148. Κλ.ωνα = κλωστή
149. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι
150. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
151. Κούκλα = καλαμπόκι
150. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
151. Κούκλα = καλαμπόκι
152. Kοκόσια = αμύγδαλο
153. Κολιάνιτσα = ευκοίλια
153. Κολιάνιτσα = ευκοίλια
154. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της
σταφίδας χωρίς τις ρώγες.
155. Κουλούκι = το κουτάβι
156. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που
μαζεύουμε χρήματα.
157. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
157. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
158. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
159. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
159. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
160. Κουνενές = μωρό
161. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
162. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
161. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
162. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
163. Κονταυγές = χαράματα
164. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
165. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
166. Κιβούρι = μνήμα
165. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
166. Κιβούρι = μνήμα
Ο ιστορικός Ναός του Αγ. Σπυρίδωνος στην παλιά Καρδαμύλη |
168. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να
μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
169. Κόφα = μεγάλο καλάθι.
170. Κοφίνι =καλάθι.
170. Κοφίνι =καλάθι.
171. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο
λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα.
172. Κότσαλα = κοτσάνια
172. Κότσαλα = κοτσάνια
173. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια
έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα
κουκουνόμυγα.
174. Κούμπλα = βρύση,
175. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
κουκουνόμυγα.
174. Κούμπλα = βρύση,
175. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
176. Κουτουρού = τυχαία
177. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
177. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
178. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο
τραβήγματος κλαριού
179. Κοπελάτος = υπηρέτης
179. Κοπελάτος = υπηρέτης
180. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα
σκεπάσματα.
181. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει,
κουτσαίνεται
182.
Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
183. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5
183. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5
Λ΄
184. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει
το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
185. λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
187. Λάκκος = αργαλειός
188.
Λάμια=Όμορφη γυναίκα
189. Λούρα
= λουρί
190. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των
αγρών.
191. Λιαδώματα = Κατσίκια
192. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη)
Κατεργάρης, απατεώνας
193. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που
σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
194. Λουτσίζομαι = πλένομαι,
βρέχομαι
195. Λοκάνικο = λουκάνικο.
196. Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
197. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια.
198. Λόπια = Φασόλια ξερά.
199. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα
των βαρελιών από τη λάσπη.
Μ΄
200. Μαθές = λοιπόν
201. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε
σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
202 Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί
203. Μάπα= λάχανο.
203. Μάπα= λάχανο.
204. Μάπα = σφουγκαρίστρα
205. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
208. ματσουλάω = μασάω
209. Με
μερμελάει= με ενοχλεί
210. Με πήγε
σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια
211. Μέσκουλες =
μούσμουλα
212. Μολόχα =
γεράνι
213. Μαναστήρα=Η ευλογημένη
214. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
215. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
216. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο
πρόσωπο.
217. Μπαζουνιάζω=
τρώω πολύ
218. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές
219. Μπαρτουμια=
τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
220. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
221. Μπουγέλος = κουβάς.
220. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
221. Μπουγέλος = κουβάς.
222.
Μπορούτε = μπορείτε
223. Μπόσικα = χαλαρά.
224. Μπάκα = κοιλιά.
223. Μπόσικα = χαλαρά.
224. Μπάκα = κοιλιά.
225. Μπαμπουλώνομαι
ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα
226. Μπούρδας = χοντρός
227. Μπουρνέλια =
κορόμηλα
228. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
229. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
230. Μπάκακας =βάτραχος
228. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
229. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
230. Μπάκακας =βάτραχος
231. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
232. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε
το πρόσωπό μου
233. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω
234. Μπιντόνα = ντενεκές
235.
Μπότης= πήλινο
δοχείο κρασιού.
236. Μπουζία = γουρούνια.
236. Μπουζία = γουρούνια.
238. Μπότσα = ειδικό δοχείο από
ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
239. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό
240.
Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς
241. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά
της νοικοκυράς.
242. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
243. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
244. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα
Ν΄
242. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
243. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
244. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα
Ν΄
245. Ναχρικά = κατσαρολικά
246. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
247. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
248. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
246. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
247. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
248. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
249. Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια
δραχμή
250. Νταμαχιαρης = Αχόρταγος
251. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
251. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
252. Ντόνω = ξεμουδιάζω,
253. Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός.
254. Ντορβάς = ταγάρι
Ξ΄
255. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
Ξ΄
255. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
256. Ξείκλωτος = ατιμέλητος
257. Ξεκάμπησε,
= βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει
κάποιος
και επιτέλους τον βλέπουμε να
έρχεται.
κάποιος
![]() |
Παραλία Καλογριάς Στούπας |
258. Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που
ξεχωρίζει.
259. Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα
(συνήθως με το γράβαλο)
260. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα.
261. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
262. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
263. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
260. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα.
261. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
262. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
263. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
264. Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα.
265. Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα
266.
Ξεμποχιασμένο = Ξεχειλωμένο
267. Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του σπόρου
του καλαμποκιού.
268. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
268. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
269. Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα
(ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
Ο΄
270. Ολούθε = παντού
271. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια
Ο΄
270. Ολούθε = παντού
271. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια
272. Ούλοι = Όλοι
Π΄
273. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος
274. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα)
Π΄
273. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος
274. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα)
275. Πάκια = πλευρά (στο ανθρώπινο
σώμα)
276. Παράλυτε, (ρε) = ο βλάκας, ο άχρηστος.
277. Παραγώνι = τζάκι
277. Παραγώνι = τζάκι
278. Παράφθαστο = αξεπέραστο
279. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.
279. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.
280. Πασαράς = σουρωτήρι (το σκεύος)
281. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη.
Ηλιοβασίλεμα στην παραλία Ριτσά Καρδαμύλης |
282. Πασταριά = η μια πάνω στην άλλη.
283. Πάστρεφτο = καθάριστο
284. Πατάκα = πατάτα.
285. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
286. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
285. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
286. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
287. Πελεκάω = χτυπάω.
288. Περικάλεση = συγκέντρωση γυναικών
σε σπίτια για ομαδική εργασία.
289. Πετσάφι = μικρό
πανί κουζίνας
290. Πετσί λουρί = χέσιμο,
290. Πετσί λουρί = χέσιμο,
291. Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου
292. Πιλαλάω = τρέχω,
293. Πιλάλα = τρέξιμο,
292. Πιλαλάω = τρέχω,
293. Πιλάλα = τρέξιμο,
294. πινιάτα
= μικρό πήλινο πιθάρι
295. Πιτάρι = μελισσοκέρι
296. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
297. Πέσε μου = πες μου,
298. Πλακουτσά = πλακωτά.
295. Πιτάρι = μελισσοκέρι
296. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
297. Πέσε μου = πες μου,
298. Πλακουτσά = πλακωτά.
299. Πλευρομετρώ= σπάω το κόκκαλα ( θα
σε πλευρομετρήσω)
300. Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των
κρεμμυδιών.
301. Πολυβαρδία - πολυκοσμία
302. Πουντιάζω = ξεπαγιάζω
303. Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού,
303. Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού,
304. Πράϊτα (τα) = τα πρόβατα
305. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
306. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων,
![]() |
Προάστιο. Ηλιοβασίλεμα πίσω από τις φραγκοσυκιές. |
306. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων,
307. Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που
έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό.
308. Προσμπούκι = κολατσιό
309. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
310. Προσώρας = προσωρινά.
308. Προσμπούκι = κολατσιό
309. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
310. Προσώρας = προσωρινά.
311. Πρωιμιές = πρώιμα σπαρτά.
Ρ΄
312. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
312. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
313.
Ρέντος=Ράντισμα
314. Ρεψοχέρης =αυτός που κρατάει κάτι
και του πέφτει εύκολα.
315. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας.
315. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας.
316. Ρογός = αποθηκευτικός χώρος του
άχυρου στο κατώι του σπιτιού.
317. Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης
ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα,
αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία)
αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία)
318. Ροί = σκεύος που βάζουμε το λάδι,
λαδερό
319. Ρούγα = γειτονιά
319. Ρούγα = γειτονιά
320. Ρουκουνιάζω=
τρώω πολύ και γρήγορα
321. Ρουκούλησε
= κύλησε
322. Ρουπώνω = χορταίνω
323.
Ρουτα
= πανινι/φτιαρι Καθαριζαν το φουρνο ξυλοφουρνο
324. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
325. Ρεντάω = ραντίζω.
324. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
325. Ρεντάω = ραντίζω.
327. Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο
από μαλλί κατσίκας που το στρώνουν σαν χαλί και
παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα)
παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα)
328. Σακάτου = εκεί κάτω,
329. Σακείθε = Αντε πήγαινε από εκεί.
330. Σαλάγημα = Κυνήγημα
331. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού.
331. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού.
332.
Σάμπως = Σάματις = Μήπως
333. Σαπάνου = εκεί επάνω.
334. Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα,
335. Σαρώνω = σκουπίζω,
336. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
337. Σάψαλο = σάπιο
338. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο.
335. Σαρώνω = σκουπίζω,
336. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
337. Σάψαλο = σάπιο
338. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο.
339. σβώλος = μικροκαμωμένος.
340. Σβιλάδα = τρέλλα.
341. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα επιφανειακά όπως οι κότες.
342. Σγούφτω=σκύβω,
343. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό
344. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
345. Σειριά = σόϊ
346. Σεργούνι = η ξεφτύλα
341. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα επιφανειακά όπως οι κότες.
342. Σγούφτω=σκύβω,
343. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό
344. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
345. Σειριά = σόϊ
346. Σεργούνι = η ξεφτύλα
347. Σιδωσε=νύχτωσε
348. Σιρίτια = κορδόνια
349. Σίχλος = κουβάς
![]() |
Κυπαρισσιακός κόλπος |
351. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου
352. Σκατοψύχια = κατάρες.
353. Σκαβούτα = χελώνα
354. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
355. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
356. Σαπέρα = πήγαινε πέρα,
357. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα,
354. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
355. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
356. Σαπέρα = πήγαινε πέρα,
357. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα,
358. Σκεύομαι = σκέπτομαι
359. Σκουληκαντέρα = γλίτσα.
359. Σκουληκαντέρα = γλίτσα.
360.
Σκουτέλα=
κούπα
361. Σκιάχτηκα = τρόμαξα,
361. Σκιάχτηκα = τρόμαξα,
362. Σκουτέλα = φλυτζάνα
363. Σουβή=συμφορά,
363. Σουβή=συμφορά,
364. Σκατογένης = διάβολος
365. Σκορδοστούμπι = γουδί,
366. Σκουράντζος= ρέγγα,
367. Σκούζω = φωνάζω,
365. Σκορδοστούμπι = γουδί,
366. Σκουράντζος= ρέγγα,
367. Σκούζω = φωνάζω,
368.
Σκουτέλα=
κούπα
369. Σοροβλιάστηκε = έπεσε
370. Σούγελο = υδροροή
371. Σούδα = στενό δρομάκι,
372. Σουράω= σφυρίζω,
373. Σπάρτο = κατσαφάνα
374. Σταθιμός= σταθμός,
375. Σπερνά = κόλυβα,
376. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια.
369. Σοροβλιάστηκε = έπεσε
370. Σούγελο = υδροροή
371. Σούδα = στενό δρομάκι,
372. Σουράω= σφυρίζω,
373. Σπάρτο = κατσαφάνα
374. Σταθιμός= σταθμός,
375. Σπερνά = κόλυβα,
376. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια.
Το γραφικό λιμανάκι του Πεταλιδίου |
Πύργος του Άϊφελ στα Φιλιατρά |
αλωνιού.
378. Στρατόνι = πεζούλα
379. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι)
380. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω
381. Στρινιάζω = στραβομουτσουνιάζω
382. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο
382. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο
383. Συγγενικό (που να σεβρει
συγγενικό) = που να σε βρει κακό.
384. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι,
385. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης.
384. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι,
385. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης.
386. Συνεμπάζω = μαζεύω, γυρίζω
387. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα
387. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα
388. Σκούρκος =χρυσόμυγα.
389. Σιγουρεύω = κρύβω,
389. Σιγουρεύω = κρύβω,
390. Στεγνώξω = στεγνώσω
391. Σύχλο = κουβάς
392. Σφαρδάκλι = βάτραχος
393. Σώνει = φτάνει.
392. Σφαρδάκλι = βάτραχος
393. Σώνει = φτάνει.
394. Σώστο = πιάστο
395. Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι
δυνάμεις μας.
Τ΄
396. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο,
397. Τανιέμαι = σφίγκομαι,
Τ΄
396. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο,
397. Τανιέμαι = σφίγκομαι,
Αγ. Ανδρέας, το γραφικό λιμανάκι |
399. Ταχειά = αύριο,
400. Τέτζερης = κατσαρόλα,
401. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα,
402. Τηλώθηκα = χόρτασα
403. Τι λογό = τι είδος,
404. Τηράου=βλέπω,
403. Τι λογό = τι είδος,
404. Τηράου=βλέπω,
405.
Τούμπησα = έπεσα επάνω, κουτούλησα
406. Τουρλώνω = φουσκώνω, 407. Τουρνόκολα = ανάποδα
406. Τουρλώνω = φουσκώνω, 407. Τουρνόκολα = ανάποδα
408. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα
409. Τράβα= καδρόνι στέγης,
409. Τράβα= καδρόνι στέγης,
410. Τριφτάδια = είδος ζυμαρικών που
έφτιαχναν οι νοικοκυρές.
411. Τριχιά = σκοινί
412. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων
413. Τσακάω = τσακίζω
412. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων
413. Τσακάω = τσακίζω
414. Τσαλάχατα = φωνάζουν το πρόβατα
415. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια
416. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί.
415. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια
416. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί.
417. Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες
418. Τσαούσα =
γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά
419. Τσαφάρι = κνήμη του ποδιού,
420. τσεράνα = δύστυχη
423. Τσοκανάω = κόβω, πετσοκόβω.
424. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
424. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
425. Τσουλάγρα = πιτσιλιά
426. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
427. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας,
428. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη,
429. Τσουράπι= κάλτσα,
430. Τσιγκλάω = προτρέπω,
431. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
Φ΄
432. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
433. Φαγανιάρης = λαίμαργος
434. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου
426. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
427. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας,
428. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη,
429. Τσουράπι= κάλτσα,
430. Τσιγκλάω = προτρέπω,
431. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
Φ΄
432. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
433. Φαγανιάρης = λαίμαργος
434. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου
435. Φινωμένο φρούτο = το φρούτο που
είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς.
436. Φιότσος = βαφτηστήρι
437. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
438. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα
439. Φλομώνω = ζαλίζω.
437. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
438. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα
439. Φλομώνω = ζαλίζω.
440. Φλουμπέτες = Οι καντήλες με υγρό
441. Φλύχτρες = σπυράκια
442. Φόλος = Το αυγό που έβαζαν οι
νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες τα αυγά, σαν
οδηγό
Η Κορώνη από ψηλά |
443.
Φορτσέρι = μπαούλο
444. Φούγα = οργή
445. Φουρφουράω = θορυβώ
444. Φούγα = οργή
445. Φουρφουράω = θορυβώ
446. Φούφουτος = ο ανύπαρκτος
447. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο
447. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο
448. Φτενός = λεπτός.
449. Φτούνος = αυτός.
449. Φτούνος = αυτός.
Χ.
450. Χαήλωσα = χάζεψα, έμεινα με το
στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος
451. Χάμου = κάτω.
452. Χαμούρι = το σπάσιμο του
ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό.
453. Χαρανί = καζάνι,
453. Χαρανί = καζάνι,
454. χαράρι = δυκτιωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού
455. Χαντρολέμι = κολιέ,
456. Χαλαστάρι = πέτρα
457. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί.
456. Χαλαστάρι = πέτρα
457. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί.
458. Χαράκι = η αφαίρεση κομματιού από
το φλοιό στον κορμό του κλήματος.
459. Χαρχαλεύω = ψάχνω
459. Χαρχαλεύω = ψάχνω
460. Χαμοκέλα = η παράγκα, το παλιό
μισοχαλασμένο σπίτι.
461. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι.
461. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι.
462. χεσαμόλι = φαγητό άθλιας ποιότητας
(από το χέσαμε όλοι)
463. Χόβολη = στάχτη.
464. Χουνέρι = πάθημα.
463. Χόβολη = στάχτη.
464. Χουνέρι = πάθημα.
465. Χούνι = το φαράγγι
466. Χορήγι = ασβέστης.
467. Χουγιάζω = βρίζω.
466. Χορήγι = ασβέστης.
467. Χουγιάζω = βρίζω.
468. Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει
να βράζει πχ ένα φαγητό.
469.
Χρίζω = αλείφω.
470. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
Ψ.
471. Ψικαστήρα=Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα
470. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
Ψ.
471. Ψικαστήρα=Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα
472. ψες = χθές.
Ω.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)