Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Του συν. Ν. ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ



Ο Δημ. Στρατός στην Πελοπόννησο αντρώθηκε κάτω από εξαιρετικά δυσκολες συνθήκες, πιο δύσκολες ίσως απ’ αυτές που συνάντησαν οι άλλες περιοχές της χώρας.



Μια πρώτη δυσκολία στεκόταν το γεγονός ότι ο Μωρηάς ήταν από παληά το πιο γερό κάστρο της αντίδρασης και του φαυλοκρατικού παλαιοκομματισμού, και το λαϊκό-δημοκρατικό κίνημα με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, παρ’ όλο του το πλάτος, δεν είχε κατακτήσει αποφασιστικά την πλειοψηφία του λαού. Εμπόδιο σ΄ αυτό είχαν σταθεί και ορισμένες αδικαιολόγητες υπερβασίες που διαπράχτηκαν στη διάρκεια της κατοχής.



Άλλη δυσκολία βρισκόταν στο ότι με τη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία όλα τα ζωντανά και δυναμικά στοιχεία από τα περισσότερα χωριά κι από αρκετές πολιτείες σηκώθηκαν κι έφυγαν για την Αθήνα (πάνω από 15.000), αφίνοντας πέρα για πέρα ελεύθερο το πεδίο δράσης στις συμμορίες των ληστάρχων, που μαζί με τους ένοπλους φανατικούς χίτες και τους υπόλοιπους εξοπλισμένους δεξούς των χωριών έφταναν τις 12.000.



Για τους λόγους αυτούς η ανάπτυξη του αντάρτικου στην Πελοπόννησο στάθηκε στην αρχή κάπως δύσκολη και βασανιστική. Οι πρώτοι ένοπλοι καταδιωκόμενοι βασικά είχανε ν’ αντιμετωπίσουν δυο μεγάλα προβλήματα. Το πρόβλημα της συμφιλίωσης με τους φιλήσυχους δεξιούς και της απομόνωσης των τρομοκρατών, και το πρόβλημα της στρατολογίας.



Μπορούμε να πούμε ότι και τα δυο μπήκαν εξαρχής σε σχετικά καλό δρόμο.



Στο ζήτημα της συμφιλίωσης έλειψαν οι αυταπάτες, σχετικά με τον τρόπο πραγματοποίησης της εκείνη την εποχή. Το Σεπτέμβρη του 46 ένα συγκρότημα ανταρτών κύκλωσε ξαφνικά το μεσημέρι ένα χωριό της Μεγαλούπολης κι’ έπιασε σχεδόν όλους τους ενόπλους. Αφού τους πήρε τα όπλα, συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του χωριού, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να πειράξει κανένα αν ζήσουν ήσυχοι και μονιασμένοι και πάψουν νάναι όργανα των εχθρών του λαού, κι’ ύστερα μπροστά σ’ όλους έσπασε τα όπλα που είχαν παραδώσει οι δεξιοί.Με τον ίδιο τρόπο αιφνιδιάστηκαν μέσα σε λίγες μέρες αρκετά εξοπλισμένα χωριά σε διάφορες περιφέρειες της Πελοποννήσου. Αλλού χωρίς αντίσταση κι αλλού με μικρότερη αντίσταση, αφοπλίστηκαν όλα, χωρίς να τιμωρηθούν ούτε εκείνοι που αντιστάθηκαν.



Η τέτοια τακτική είχε μεγάλον αντίκτυπο στις χιλιάδες των ένοπλων δεξιών, που ουσιαστικά εξουδετερώθηκαν.Ακόμα κι αρκετοί από εκείνους που με την εμφάνιση των πρώτων ομάδων μας είχαν από φόβο καταφύγει στις πολιτείες, αρχίσανε να ξαναγυρίζουν στα χωριά τους. Έτσι απομονώθηκαν οι συμμορίες των τρομοκρατών κι’ ο αγώνας ενάντια τους μπορεί να ήταν ακόμα πολύ σκληρός, αλλά πάντως ήταν πολύ πιο εύκολος από πρώτα, όταν οι συμμορίες στηρίζονταν στη μάζα των ένοπλων δεξιών και λίγο-πολύ και των αόπλων. Τέλος η εξόντωση του Κατσαρέα υποχρέωσε τους περισσότερους ληστές να κλειστούν μέσα στις πολιτείες.



Για τη λύση του προβλήματος της στρατολογίας αποφασιστικό στάθηκε το χτύπημα της Σπάρτης και η απελευθέρωση των λαϊκών αγωνιστών. Από την περίοδο αυτή τα τμήματα του Δ.Σ. στην Πελοπόννησο αντρώνονται κι’ αρχίζουνε να σημειώνουν μια σειρά αξιόλογες επιτυχίες, που κυριολεχτικά αναστάτωσαν τους μοναρχοφασίστες και τ’ αφεντικά τους. Που οφείλονται αυτές οι επιτυχίες ;

***

Μια κύρια αιτία γι’ αυτές τις επιτυχίες είναι η σωστή ταχτική που ακολούθησε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο. Η τακτικά αυτή είναι καλά προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες και ιδιομορφίες και στηρίζεται στην αδιάκοπη κίνηση, τον ελιγμό και τον αιφνιδιασμό του αντιπάλου. Αντί να κολλήσουν κάπου και να τους βρίσκει όταν θέλει εκεί ο εχθρός, κινούνται και διεισδύουν αδιάκοπα στις πιο νευραλγικές εχθρικές περιοχές, υποχρεώνοντας τον εχθρό να τρέχει λαχανιασμένος από πίσω τους.



Άλλο χαρακτηριστικό της ταχτικής του ανταρτικου στην Πελοπόννησο είναι η προσεχτική επιλογή του στόχου και η συγκέντρωση πάνω σ’ αυτόν της πιο γερής και καλά οργανωμένης κρουστικής δύναμης που μπορούνε να διαθέσουν. Γι’ αυτό και οι αποτυχίες τους, ακόμα και σε κατοικημένους τόπους είναι ασήμαντες.



Επίσης τρίτο χαρακτηριστικό της ταχτικής τους είναι η μαζική ενέδρα. Στον πόλεμο που κάνουμε σήμερα η ενέδρα στα χέρια μας αποτελεί ένα γερό όπλο και οι δυνατότητες πούχουμε σ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας είναι πολύ μεγάλες. Με την ενέδρα, και όταν την συνδυάσεις και με καλά μέτρα ασφαλείας, προξενείς στον εχθρό μεγάλη φθορά και παίρνεις λάφυρα χωρίς νάχεις ποτέ σοβαρές απώλειες. Παρ’ όλα αυτά μέχρι σήμερα πολλές μονάδες μας υποτίμησαν πολυ αυτή την μορφή πολέμου. Αντίθετα στην Πελοπόννησο μπαίνει στην πρώτη γραμμή. Εκεί τα τμήματα μας πολλές φορές λουφάζουν με πείσμα και υπομονή δυο και τρεις μέρες πάνω από τη δημοσιά , το υποχρεωτικό πέρασμα ή τη σιδηροδρομική γραμμή, περιμένοντας να φανεί η μοναρχοφασιστική φάλαγγα ή το τραίνο.



Τέλος κάτι άλλο που αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί είναι η πονηριά. Επανειλημμένα σχηματισμοί ανταρτών μεταμφιέστηκαν σε χωροφύλακες κι’ αιφνιδίασαν τους μοναρχοφασίστες μέρα μεσημέρι. Μια άλλη φορά πήραν ένα τηλέφωνο και ενώνοντας το με το τηλεγραφικό σύρμα στο δρόμο, πήραν σύνδεση με την Τρίπολη.Ζήτησαν αμέσως δήθεν βιαστικά τη διοίκηση χωροφυλακής, είπαν (αυτός που τηλεφωνούσε), ότι είναι ο αρχηγός της Χ ενός γνωστού χωριού κι’ ότι στο χωριό τους μπήκαν αντάρτες. Σε λίγο μερικά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες ξεκινούσαν από την Τρίπολη βιαστικά-βιαστικά για ενίσχυση. Λίγο παραέξω τους είχαν στήσει καρτέρι οι αντάρτες και τους περιποιήθηκαν όλους. Αυτό το φιάσκο τόπαθαν αρκετές φορές οι μοναρχοφασίστες και κατάντησε στο τέλος να μην πιστεύουν κανένα, που τους ειδοποιούσε για μια εμφάνιση των ανταρτών, έστω κι’ αν αυτή ήταν σωστή.



Τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πάρα-πολλά.



***

Δεύτερη βασική αιτία για τις βαθειές και γερές ρίζες πούπιασε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο είναι η σωστή πολιτική του και οι καλές σχέσεις του με το λαό. Δημιουργώντας όπου μπορούσαν τη λαϊκή εξουσία και συγχρόνως καίγοντας όπου μπορούσαν μέσα στις φωλιές του εχθρού τις τράπεζες, εφορείες, αγορανομεία, ειρηνοδικεία, χωροφυλακές κ.λ.π. που τόσο τα μισεί ο κόσμος, έκαναν όλο το λαό να νιώσει το βαθύτερο λαϊκό επαναστατικό περιεχόμενο του αγώνα μας και να τον βλέπει με συμπάθεια.



Φροντίζουν να μην επιβαρύνουν ή να μη ζημιώνουν άσκοπα το λαό. Πολλές φορές έτυχε σε αυτοκίνητα ή σε τραίνα να πιάσουν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα και το μοναρχοφασιστικό ταχυδρομείο. Μέσα στην αλληλογραφία και επιταγές ή δολλάρια πούστελναν Έλληνες της Αμερικής σε φτωχούς συγγενείς τους. Αυτά τα ξανάκλειναν σε καινούργιο φάκελλο και φροντίζανε να τα στείλουν ταχυδρομικώς στον παραλήπτη, που κατάπληχτος αλλά κι’ ευχαριστημένος έβλεπε να παίρνει τα λεφτά μέσω του Δημοκρατικού Στρατού !



***



Μιλώντας εδώ για τα θετικά σημεία της δράσης του αντάρτικου στο Μωριά, πρέπει επίσης ιδιαίτερα να τονίσουμε τους αδιάσπαστους δεσμούς, που σφυρηλατούνται αδιάκοπα ανάμεσα στα στελέχη και τους απλούς μαχητές. Οι αντάρτες λατρεύουν τους διοικητές τους, μοιράζονται μαζί τους και τις χαρές και και τις λύπες τους. Κι’ οι διοικητές δείχνουν μια απέραντη στοργή και φροντίδα για τους άντρες τους. Κάθε μαχητή τον θεωρούν σαν ένα πολύτιμο κεφάλαιο και ανάμεσα στα άλλα φροντίζουν ώστε στις επιχειρήσεις νάχουν όσο το δυνατό λγώτερες απώλειες.



***



Το αντάρτικο στην Πελοπόννησο αντιμετωπίζει κι’ αυτό μεγάλες δυσκολίες στα πυρομαχικά και στο επιμελητειακό. Κάθε σφαίρα για να τη ρίξουνε πρέπει νάναι βέβαιοι ότι θα πάρουν από τον εχθρό τουλάχιστον μια άλλη. Ο εχθρός για να δικαιολογήσει κι’ εκεί τις αποτυχίες του μιλάει όπως παντού, για έξωθεν ενίσχυση κ.λ.π. Όμως στις διαταγές επιχειρήσεων των τμημάτων μας της Πελοποννήσου θα συναντήσετε πάντοτε προς το τέλος και δυο γραμμές που γράφουν:

Ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά : Από τον εχθρό.

Επιμελητεία : Από τον εχθρό.

***

Η αλήθεια είναι ότι για τα τμήματα μας της Πελοποννήσου οι δυσκολίες όσο πάνε και γίνονται μεγαλύτερες. Το γεγονός όμως ότι μέχρι σήμερα τα κατάφεραν καλά, γεννάει την βεβαιότητα ότι και τώρα θα τα καταφέρουν έτσι ώστε ν’ αποτελούν μια εξαιρετικά υπολογίσιμη δύναμη του Δ.Σ., που αδιάκοπα αναπτύσσεται και κοντά στ’ άλλα ξεκουρελιάζει και τα μοναρχοφασιστικά παραμύθια για έξωθεν ενίσχυση κ.λ.π.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Εκτέλεση αγωνιστών

Το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς και η τύχη των αγωνιστών

Μετά την ήττα στο Γράμμο, στο έδαφος της Αλβανίας και των άλλων Λαϊκών Δημοκρατιών δεν υποχώρησαν μόνο τμήματα του ΔΣΕ, αλλά και χιλιάδες πολίτες που υποστήριζαν τον αγώνα των ανταρτών και υποχρεώνονταν, από το να δοκιμάσουν το μαχαίρι του νικητή, να πάρουν το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Τα επίσημα στοιχεία του ΚΚΕ, που κατατέθηκαν στην Τρίτη Συνδιάσκεψή του (10 - 14/10/1950) κάνουν λόγο για 55.881 πολιτικούς πρόσφυγες (αντάρτες και πολίτες), οι οποίοι σε αρχική φάση κατανεμήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες ως εξής20: Ρουμανία: 9.100, Τσεχοσλοβακία: 11.941, Πολωνία: 11.458, Ουγγαρία: 7.253, Βουλγαρία: 3.021, Γερμανία: 1.128 και Σοβιετική Ενωση: 11.980.

Ολοι αυτοί οι άνθρωποι ξεκίνησαν μια καινούρια ζωή. Πήγαν σε σχολεία και πανεπιστήμια, ειδικεύτηκαν σε διάφορες εργασίες, αγωνίστηκαν για να διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες και να πολλαπλασιάσουν τις δυνατότητές τους με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα γύριζαν, για να προσφέρουν στον τόπο τους. Τι γινόταν όμως με τους συντρόφους τους που είχαν μείνει πίσω;

Σε ό,τι αφορά τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού που εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας και δεν κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, η τύχη που τους περίμενε ήταν συνήθως εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. Ακριβή στοιχεία για το μακελειό που συνέβηκε τότε, αν κι έχει περάσει περισσότερο από μισός αιώνας, δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί - αν υποθέσουμε ότι καταγράφηκαν ποτέ. Φαίνεται, πάντως, πως λίγοι από τους άτυχους εκείνους αντάρτες κατάφερναν να γλιτώσουν από τα αιμοβόρα ένστικτα των νικητών.

Επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν, επίσης, και για τις εκτελέσεις αγωνιστών που έγιναν, ύστερα από δικαστικές αποφάσεις. Σύμφωνα, πάντως, με ανεπίσημα στοιχεία από τον Ιούλιο του 1946 έως τον Οκτώβριο του 1951 επιβλήθηκαν συνολικά 7.500 θανατικές καταδίκες με το Γ΄ Ψήφισμα και τον Α.Ν. 509/1947, από τις οποίες 4.000 με 5.000 εκτελέστηκαν21.

Σκοτάδι καλύπτει και το ζήτημα των πολιτικών κρατουμένων. Στις 12/10/1951 το κράτος των Αθηνών αναγνώριζε επίσημα ότι μέχρι την 1η Οκτωβρίου του ιδίου έτους, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ανερχόταν στις 14.069. Απ' αυτούς οι 3.103 ήταν στη δικαιοδοσία των κακουργιοδικείων για «αδικήματα», συνδεόμενα με τη δράση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην κατοχή και οι 10.966 ήταν στη δικαιοδοσία των εκτάκτων στρατοδικείων για «αδικήματα» συνδεόμενα με τον εμφύλιο πόλεμο22. Χωρίς αμφιβολία, τα στοιχεία αυτά είναι ελλιπή. Δεν καταγράφουν τους έγκλειστους στρατιώτες στο κάτεργο της Μακρονήσου, διότι δε θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι αλλά φαντάροι που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Επίσης, δεν καταγράφονται και οι χιλιάδες των πολιτών που ούτε είχαν δικαστεί, ούτε δίκη περίμεναν αλλά κρατούνταν γενικώς και ανακρίνονταν επί πολλά έτη23.

Την εικόνα συμπληρώνουν οι καθημερινές διώξεις που βίωναν οι «ελεύθεροι» κομμουνιστές, αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τη συνεχή αστυνομική επιτήρηση, το φακέλωμα, τη δράση του λεγόμενου παρακράτους και τις συνεχείς ψυχολογικές και άλλου χαρακτήρα πιέσεις να αποκηρύξουν τις ιδέες τους και να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Επρόκειτο για μια επιχείρηση καταστολής, σε αδιάκοπη συνέχεια με τη λευκή τρομοκρατία της μεταβαρκιζιανής περιόδου και της περιόδου του Εμφυλίου, που, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ν. Αλιβιζάτος,24 «πήρε διαστάσεις χωρίς προηγούμενο στην πολιτική ιστορία της χώρας». Για να γίνει περισσότερο αντιληπτή η εικόνα της εποχής εκείνης θα σταθούμε λίγο στο ζήτημα της νομικής θωράκισης του αστικού καθεστώτος.
Η νομική θωράκιση του καθεστώτος

Μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση η αστική τάξη και οι Αμερικανοί επικυρίαρχοι είχαν ήδη πάρει από τον καιρό που διαρκούσε ο εμφύλιος πόλεμος, τα οποία, όμως, καθόλου δεν ανέστειλαν όταν αυτός ο πόλεμος έληξε. Ετσι, για παράδειγμα θυμίζουμε το περιβόητο «Γ΄ ψήφισμα», με το οποίο συγκροτήθηκαν τα έκτακτα στρατοδικεία, το Νόμο 511, βάσει του οποίου ιδρύθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Μακρόνησος, Γυάρος κλπ.), αλλά και τον περιβόητο Α.Ν. 509/1947- που ήταν σε ισχύ μέχρι τη μεταπολίτευση - βάσει του οποίου τέθηκαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και οι ΕΑΜικές οργανώσεις. Προς ενίσχυση αυτού του νομικού καθεστώτος, το 1948 θεσπίστηκε ο Α.Ν. 516 που θεμελίωνε ένα φασιστικό καθεστώς «ελέγχου νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρεσιών». Ο νόμος αυτός επικυρώθηκε με το ψήφισμα ΜΘ΄/1948 και οι διατάξεις του αφορούσαν όλους τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, στις τράπεζες και στα ασφαλιστικά ιδρύματα. Βάσει αυτών των διατάξεων οι κρινόμενοι ως «μη εθνικόφρονες - νομιμόφρονες» έχαναν το δικαίωμα εργασίας στο Δημόσιο. Στην ίδια λογική κινούνταν και ο Α.Ν. 512/1948 «περί ασφαλείας των εταιριών κοινής ωφελείας» που απαγόρευε το δικαίωμα εργασίας σ' αυτές τις εταιρίες όσων κρίνονταν ότι είχαν «αντεθνικές» αντιλήψεις. Επίσης:

Με το Νομοδιάταγμα 616/1948 καθιερώθηκε ο χαφιεδισμός μέσα στο Σώμα των Ελλήνων δικαστών καθώς και η δουλοπρέπεια και ο ραγιαδισμός του κατωτέρου προς τον ανώτερο.

Με το ψήφισμα ΜΑ/1948 έχαναν το βαθμό, τις διακρίσεις και τη σύνταξή τους όσοι στρατιωτικοί θεωρούνταν ότι δρούσαν «αντεθνικώς».

Με τα ψηφίσματα Ν/48 και Μ/48 δημεύονταν οι κλήροι των αγροτών που συμμετείχαν στο ΔΣΕ ή θεωρούνταν ως συμπαθούντες των ανταρτών.

Με τα ψηφίσματα ΙΣΤ΄, ΙΖ΄, ΙΗ΄ κ.ά. τελειοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο τα μέσα και οι μέθοδοι αστυνόμευσης και κατατρεγμού των εργαζομένων στο Δημόσιο.

Από το καθεστώς της αστυνόμευσης και της τρομοκράτησης δε γλίτωσαν ούτε οι Ελληνες του εξωτερικού. Ετσι με το ΛΖ΄ ψήφισμα έχανε την ελληνική ιθαγένεια κάθε Ελληνας πολίτης του εξωτερικού που θεωρούνταν από τις αστυνομικές αρχές ότι έδρασε ή δρούσε «αντεθνικώς».

Τέλος, με την αστυνομική διάταξη 1081/1948 καθιερώθηκε επίσημα ο χαφιεδισμός ως υποχρέωση του πολίτη προς τα όργανα του κράτους. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι αρχηγοί των ελληνικών οικογενειών «υποχρεούνται να παρέχουν εις το Αστυνομικό Τμήμα πάσαν παρ' αυτού ζητηθησομένην πληροφορίαν».
Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων

Μετά τον εμφύλιο, το προαναφερόμενο νομικό καθεστώς ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα και μόνο αν διαβάσει κανείς τι προέβλεπε η 153/1954 εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών για τα περιβόητα «πιστοποιητικά - βεβαιώσεις κοινωνικών φρονημάτων». Βάσει αυτής της εγκυκλίου όποιος δεν είχε πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι ήταν «εθνικόφρων - νομιμόφρων» δεν μπορούσε:

- Να εργαστεί σαν ναυτικός (Ν. 2689/1953).

- Να δουλέψει στο Δημόσιο (Α.Ν. 516/1948).

- Να σπουδάσει στις ανώτερες και ανώτατες σχολές (Β. Δ. 28/4/1951).

- Να εργαστεί σαν υπάλληλος ή εργάτης στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, στον ΟΛΠ, στις μεταφορές, στην Επιχείρηση Υδάτων και γενικά στις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (Α.Ν. 512/1948).

- Να εργαστεί στα χωράφια του, αν βρισκόταν στις παραμεθόριες περιοχές (απόφαση 10188/2/36α της 6/12/1951 του Υπουργείου εθνικής αμύνης).

- Να εργαστεί σαν φορτοεκφορτωτής, δηλαδή χαμάλης (Ν.Δ. 1254/29-31/10/1949).

- Να πάρει άδεια κυκλοφορίας και άδεια οδήγησης αυτοκινήτου (Ν. 1478/1950.

- Να γίνει παπάς.

- Να πάρει διαβατήριο για να ταξιδέψει προσωρινά ή να μεταναστεύσει στο εξωτερικό.

- Να πάρει δίπλωμα μηχανικού (διάταγμα υπουργείου βιομηχανίας 7.4.1954).

- Να δουλέψει στα αστικά και υπεραστικά λεωφορεία (Β. Δ. 11/6/1954).

- Να αποκατασταθεί ως ανάπηρος πολέμου (απόφαση 159066/0/380- 15/3/1950 του υπουργείου Εθνικής Αμύνης και του υπουργείου εσωτερικών).

- Να εργαστεί σε επιχειρήσεις που θεωρούνταν πως έχουν σημασία για την εθνική άμυνα κ.ο.κ.
Η εδραίωση του καθεστώτος

Το μετεμφυλιακό καθεστώς στην Ελλάδα έχει τη σφραγίδα τής πιο σφικτής διαπλοκής με τις ΗΠΑ. Που άρχισε να θεμελιώνεται ουσιαστικά την επομένη της απελευθέρωσης της χώρας από τη φασιστική κατοχή. Αρχικά μέσω της ΟΥΝΡΑ και στη συνέχεια μέσω του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ, οι ΗΠΑ έγιναν το αφεντικό στις ελληνικές υποθέσεις. Τοποτηρητής τους, όπως άλλωστε προβλεπόταν και από την ελληνοαμερικανική συμφωνία του 1947- ήταν η περιβόητη αμερικανική Αποστολή είτε ονομαζόταν AMAG (American Mission for Aid to Grecee - Αμερικανική Αποστολή Βοηθείας για την Ελλάδα), είτε ονομαζόταν ΔΟΣ (Διοίκησις Οικονομικής Συνεργασίας) είτε ΟΚΑ (Οργανισμός Κοινής Ασφαλείας) κλπ. Ολα τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, ακόμη και πολιτιστικά θέματα ρυθμίζονταν ύστερα από τη συνεννόηση και τη συγκατάθεση του συμμαχικού παράγοντα. Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει εν αγνοία, πολύ περισσότερο παρά και ενάντια στη θέληση της αμερικανικής αποστολής. Ετσι ο συμμαχικός παράγοντας, μέσω της περιβόητης αμερικανικής «βοήθειας» και των άλλων πιστώσεων που έδιναν στο ελληνικό κράτος οι αμερικανικές εταιρίες, έγινε η ατμομηχανή που τράβηξε τον ελληνικό καπιταλισμό στις ράγες του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, που τον σταθεροποίησε, τον ενίσχυσε και του προσέδωσε το γνωστό συμπληρωματικό χαρακτήρα του στο πλαίσιο της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας.

Το καθεστώς αυτό ενισχύεται ολοκληρωτικά με την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το 1952, και με την ελληνοαμερικανική συμφωνία στις 12/10/1953 για την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών στο ελληνικό έδαφος. Είναι, μάλιστα, γεγονός ότι το πιο ισχυρό πλοκάμι της αμερικανικής επικυριαρχίας στη χώρα μας αφορά στο στρατιωτικό τομέα.

Θα αναρωτιέται, βέβαια, κανείς τι έχει αλλάξει 55 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου; Στην πραγματικότητα τίποτα προς το καλύτερο. Η ολοένα και πιο βαθιά διαπλοκή με τον αμερικανοΝΑΤΟικό ιμπεριαλισμό ενισχύθηκε στο έπακρο και δίπλα σ' αυτήν προστέθηκε και η ενσωμάτωση στη λεγόμενη ενωμένη Ευρώπη, τη γνωστή ΕΟΚ κατά το παρελθόν, και σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση.

Αυτός είναι ο παράδεισος των νικητών του εμφυλίου πολέμου. Κι ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που ο αγώνας του ΔΣΕ παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ. Ο,τι ο ΔΣΕ έπραξε, ό,τι δημιούργησε, ό,τι άφησε ανολοκλήρωτο κι ό,τι ακόμη μας παρέδωσε στο χαρτί ως σκέψη και προβληματισμό, είναι πολυτιμότατη παρακαταθήκη για το παρόν και το μέλλον του λαϊκού- εργατικού, του επαναστατικού κινήματος του τόπου μας. Ξεχωριστή αξία βέβαια έχει η προσπάθεια που έκανε ο Δημοκρατικός Στρατός να θεμελιώσει στις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχό του τη λαϊκή εξουσία.

1. Δ. Ζαφειρόπουλου: «Αντισυμμοριακός Αγών 1945 - 1949», Αθήναι 1956, σελ. 632

2. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Α' Τόμος, 1918 -1949», εκδόσεις Σ.Ε., σελ 618.

3. Β. Μπαρτζιώτα: «Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 311

4. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 30/8/1949

5. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 31/8/1949

6. Γενικό Επιτελείο Στρατού/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού: «Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου», σελ. 552

7. Γιώργος Μαργαρίτης, στο ίδιο σελ. 552

8. «Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ 1946 - 1949», Εκδόσεις «Ριζοσπάστης - Σύγχρονη Εποχή», σελ. 201

9. Δ. Ζαφειρόπουλου: «Αντισυμμοριακός Αγών 1945 - 1949», Αθήναι 1956, σελ. 599 - 600

10. Στο ίδιο, σελ. 602

11. Στο ίδιο, σελ. 625

12. Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941 - 1974», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 3ος, σελ. 372

13. Τ. Βουρνάς: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας - Ο εμφύλιος», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 354

14. Γιώργος Μαργαρίτης: «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 - 1949», εκδόσεις «Βιβλιόραμα», τόμος 2ος, σελ. 498

15. Δ. Βλαντά: «Εμφύλιος πόλεμος 1945 - 1949», εκδόσεις ΓΡΑΜΜΗ, β' ημίτομος, σελ. 254 και 258

16. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 617

17. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 621

18. «Η Τρίχρονη Εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας 1946 - 1949, εκδόσεις «Ριζοσπάστης - Σύγχρονη Εποχή», σελ. 568

19. Ευάγγ. Αβέρωφ - Τοσίτσα: «Φωτιά και Τσεκούρι», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 478

20. «III Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ - Εισηγήσεις, Λόγοι, αποφάσεις», Αύγουστος 1951, Μόνο για εσωκομματική χρήση, σελ. 266 - 267

21. Ν. Αλιβιζάτου: «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922 - 1974», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 520

22. Εισηγητική έκθεση στο Νόμο 2058/1952 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» και Ρούσος Κούνδουρος: «Η Ασφάλεια του καθεστώτος», εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 133

23. Ρ. Κούνδουρος, στο ίδιο, σελ. 143.

24. Ν. Αλιβιζάτου, στο ίδιο, σελ. 519

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010




5 ΙΟΥΛΗ 1948

Η μάχη της Χαλανδρίτσας


Ο χάρτης της μάχης της Χαλανδρίτσας

Ο Δημοκρατικός Στρατός της Πελοποννήσου αριθμούσε, αρχικά, γύρω στους 250 άνδρες, που δρούσαν κυρίως στις περιοχές του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα. Μετά, όμως, την επιτυχημένη επίθεση κατά της Σπάρτης, τη νύχτα της 12ης προς 13η του Φλεβάρη του 1947, όπου απελευθέρωσε 224 πολιτικούς κρατούμενους, η δύναμή του αυξήθηκε πολύ σημαντικά, αν και δεν ξεπέρασε ποτέ τις τρεις χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες. Στο αποκορύφωμα πάντως της ισχύος του ο ΔΣΕ διέθετε την III Μεραρχία και δύο Ταξιαρχίες, καθώς και τα αρχηγεία του Ερύμανθου, του Μαινάλου, του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου.

Αξιόλογη ανάπτυξη γνώρισε ο ΔΣΕ και στην Αχαΐα, της οποίας ολόκληρη σχεδόν την ύπαιθρο είχε θέσει πολύ γρήγορα κάτω από τον απόλυτο έλεγχό του. Σύμφωνα, με σχετικό έγγραφο της Διοίκησης Χωροφυλακής της περιοχής, οι κυβερνητικές δυνάμεις προς τα τέλη του 1948 κρατούσαν στην κατοχή τους μόνο τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού, το Σκεπαστό και τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της παραλιακής ζώνης (Διοίκησις Χωροφυλακής Αχαΐας. Γραφείον Δημοσίας Ασφάλειας. Αρ. πρ. 48/191/43/26 - 11 - 48).

Η αντιμετώπιση των ανταρτικών ομάδων της Αχαΐας από μέρους των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη από τα τέλη του 1947, όταν είχαν αναπτύξει πια οι ομάδες αυτές πολύπλευρη στρατιωτική δράση σε ολόκληρο σχεδόν το νομό - μέσα δε στα πλαίσια αυτής ακριβώς της δράστης των ανταρτών, ισχυρές δυνάμεις τους πραγματοποίησαν στις 24 Φλεβάρη του 1948, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχείς επιχειρήσεις τους μπαίνοντας από τρία σημεία μέσα στην πόλη του Αιγίου. Ο πατραϊκός Τύπος έγραψε τότε, ότι επικεφαλής των ανταρτών βρίσκονταν ο Σφακιανός, ο Γιάννης Κατσικόπουλος και ο Νίκος Πολυκράτης, αποσιώπησαν όμως την ήττα των κυβερνητικών δυνάμεων, η οποία φαίνεται από τη σχετική τηλεφωνική αναφορά του περιοδεύοντα διοικητή Χωροφυλακής Μπουγάνη προς την ανώτερη διοίκηση του σώματος (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Τηλεφ. εξ Αιγίου, ημ. 24-2-48, ώρα 8.30). Κατά τη μάχη εκείνη σκοτώθηκε ανεξακρίβωτος αριθμός χωροφυλάκων και ένας ανθυπομοίραρχος, ενώ οι αντάρτες, αφού πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, αποτραβήχτηκαν χωρίς απώλειες από την πόλη.

Το αποκορύφωμα, όμως, της δράσης του ΔΣΕ στην Αχαΐα σημειώθηκε, με την από μέρους επίλεκτων τμημάτων του κατάληψη της Χαλανδρίτσας, τα ξημερώματα της 5ης Ιούλη του 1948. Επρόκειτο για την πιο σημαντική στρατιωτική ενέργειά του στην περιοχή, σύμφωνα δε με τη γνώμη ανώτερου παράγοντα του κυβερνητικού στρατού, για τη σοβαρότερη αντάρτικη επιχείρηση σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (Εφημερίδα "Πελοπόννησος" (Πατρών), φ. 6-7-48).

Στη Χαλανδρίτσα είχε συγκεντρωθεί μια αξιόλογη δύναμη ανδρών της Χωροφυλακής, όταν διαλύθηκαν από τους αντάρτες όλοι οι αστυνομικοί σταθμοί των ορεινών περιοχών του νομού. Συγκεκριμένα, η κωμόπολη αυτή, καθώς και το χωριό Σούλι, ήτανε πια τα μοναδικά της αχαϊκής υπαίθρου, εκτός από την παραλιακή ζώνη, τα Καλάβρυτα, τη Ζαχλωρού και το Σκεπαστό, που κρατούσαν σταθερά στα χέρια τους οι κυβερνητικές δυνάμεις.

Η επιχείρηση περιορίστηκε στην επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας, αλλά εκδηλώθηκε και μ' ένα πλήθος αντιπερισπασμικών ενεργειών σε άλλα σημεία του νομού. Ορίστηκε δε σε όλες τις λεπτομέρειές της, με βάση και τις πληροφορίες, που είχαν συγκεντρωθεί από την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ της ίδιας της Χαλανδρίτσας, σχετικά με τη θέση και την κατάσταση των οχυρών της κωμόπολης και με την αστυνομική δύναμη, που τα υπερασπιζόταν.

Οι αντάρτικες δυνάμεις, που θα εκτελούσαν την επιχείρηση, ξεκίνησαν από τη Ρακίτα, χωρισμένες σε μεγάλες ομάδες, κάθε μια από τις οποίες κατευθύνθηκε στον προσδιορισμένο από πριν στόχο της. Το συγκρότημα της Κορινθίας, με τον Μανώλη Σταθάκη θα χτυπούσε τις κυβερνητικές θέσεις από το Αίγιο μέχρι την Πάτρα. Ενας λόχος με τον Πέρδικα θα κατέστρεφε το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του "Γλαύκου" και στη συνέχεια θα καταλάμβανε το μοναστήρι του Ομπλού. Μια διμοιρία, με τον Νίκο Πολυκράτη, θα απασχολούσε τους χίτες και τους μάυδες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Σούλι. Αλλες δυνάμεις θα ενεργούσαν επιδρομές προς την περιοχή της Κάτω Αχαγιάς, ενώ ο λόχος του Μαινάλου, με τον Σαρηγιάννη και τον Τσακόπουλο, θα έστηνε ενέδρα κοντά στην Καλλιθέα, στη θέση "Κουμπάρες", για να χτυπήσει τις ενισχύσεις, που θα έστελνε ο αντίπαλος από την Πάτρα. Την επίθεση κατά της Χαλανδρίτσας θα την ενεργούσε το τάγμα του Ταϋγέτου, με τον Αρίστο Καμαρινό, ενώ ολόκληρη την επιχείρηση θα τη διηύθυναν ο Κώστας Κανελλόπουλος και ο Κώστας Μπασακίδης.

Η εξέλιξη της επιχείρησης


Το Δελτίο του Στρατηγείου του Δημοκρατικού Στρατού για τη δράση των ανταρτών στην Αχαΐα

Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως είχαν σχεδιαστεί. Στις 3 το πρωί, ο λόχος του Πέρδικα, περνώντας μέσα από τη χαράδρα του Βελιζίου, έφτασε στο Κλάους και κατεβαίνοντας στην Περιβόλα από την περιοχή των μύλων του Λιάλιου, κατευθύνθηκε προς το υδροϋλεκτρικό εργοστάσιο. Οι δώδεκα άνδρες της φρουράς τράπηκαν σε φυγή, ενώ οι τρεις τεχνικοί, που διανυκτέρευαν, συνελήφθησαν. Οι αντάρτες κατέστρεψαν με νάρκη τη μεγαλύτερη τουρμπίνα του εργοστασίου, δύναμης δύο χιλιάδων ίππων, με αποτέλεσμα τα περισσότερα εργοστάσια της Πάτρας να μη λειτουργήσουν για δύο μέρες, από έλλειψη ρεύματος.

Την ίδια περίπου ώρα, η διμοιρία του Νίκου Πολυκράτη χτύπησε το Σούλι, ενώ ταυτόχρονα, άλλες αντάρτικες δυνάμεις πραγματοποιούσαν με επιτυχία τις δικές τους αποστολές. Στις πέντε το πρωί, εξάλλου άρχισε η επίθεση εναντίον της ίδιας της Χαλανδρίτσας, η οχύρωση της οποίας είχε σχεδιαστεί λαθεμένα. Τα οχυρά, δηλαδή, ήτανε κατασκευασμένα μέσα στην ίδια την κωμόπολη και το κάθε οχυρό δεν είχε δική του κλειστή άμυνα, με αποτέλεσμα η πτώση ενός και μόνο οχυρού να οδηγούσε στην άμεση κατάρρευση ολόκληρης της οχύρωσης.

Η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας υπήρξε αιφνιδιαστική, όπως τούτο καταφαίνεται και από σχετική έκθεση του ανώτερου διοικητή της Χωροφυλακής, συνταγματάρχη Κώστα Κατσαμπή, στην οποία υπογραμμίζεται, ότι κανένα έγγραφο δεν είχε σταλεί μέχρι τότε από το στρατηγείο του Πύργου στις αστυνομικές υπηρεσίες, για τις κινήσεις των ανταρτικών δυνάμεων της περιοχής και για την αντιμετώπιση των επιθετικών ενεργειών τους (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Γραφείον Δημοσίας Ασφαλείας. Αρ. πρ. 7/53/380 μ/9-7-48). Ακριβώς δε, αυτός ο αιφνιδιαστικός χαρακτήρας της αντάρτικης επίθεσης υποχρέωσε τους χωροφύλακες να υποχωρήσουν πολύ γρήγορα στο κτίριο της υποδιοίκησης, όπου κλείστηκαν και άρχισαν να προβάλλουν αντίσταση.

Στη μιάμιση το μεσημέρι, ολόκληρη η φρουρά, αν και δεν είχε υποστεί μεγάλη φθορά, όπως σημειώνει στην ίδια έκθεσή του ο Κατσαμπής, ενήργησε έξοδο, για να σπάσει τον κλοιό, αφού πρόβαλε σαν δικαιολογία - στο τελευταίο σήμα της, που απέστειλε στην Πάτρα - ότι δεν είχε πια πυρομαχικά. Η έξοδος, όμως, αυτή έγινε ανοργάνωτα, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε σφαγή. Από τους 68 άνδρες, που υπερασπίζονταν την υποδιοίκηση, σκοτώθηκαν - όπως αναφέρει έκθεση του αντισυνταγματάρχη Ιάκωβου Χανιώτη, αναπληρωτή ανώτερου διοικητή Χωροφυλακής - 17 μόνιμοι και 17 χωρίς θητεία χωροφύλακες, 6 υπενωμοτάρχες, 4 ενωμοτάρχες και ο διοικητής της φρουράς Κώστας Παπαδόπουλος, ενώ 16 τραυματίστηκαν και μόνο 7 διασώθηκαν (Απ. Δασκαλάκη. Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, τ. Β`, σ. 731-732). Οι αντάρτες, εξάλλου, σε ολόκληρη την επιχείρηση είχαν 7 τραυματίες και τρεις νεκρούς - ανάμεσά τους και τον Χαλανδριτσάνο ΕΠΟΝίτη Θάνο Αργυρόπουλο.

Η επιχείρηση ολοκληρώνεται

Αμέσως, μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση των ανταρτών κατά της Χαλανδρίτσας, στάλθηκαν από την Πάτρα ενισχύσεις, όπως φανερώνει και σχετικό τηλεγράφημα του Χανιώτη στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Ανωτέρα Διοίκησις Χωροφυλακής Δυτικής Ελλάδος. Αρ. πρ. 7/53/380/5-7-48). Οι ενισχύσεις, όμως, αυτές καθηλώθηκαν στη θέση "Κουμπάρες" από το λόχο του Μαινάλου, που είχε στο μεταξύ ναρκοθετήσει και την εκεί μικρή γέφυρα.

Για ενίσχυση των χωροφυλάκων της Χαλανδρίτσας στάλθηκε επίσης μια διλοχία του 618ου τάγματος πεζικού από το Αίγιο και η υπόλοιπη δύναμη του ίδιου τάγματος από την Αμαλιάδα, ενώ άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, μαζί με τεθωρακισμένα κινήθηκαν από τα Καλάβρυτα προς την Κάτω Βλασία. Οι κυβερνητικοί ρίξανε στη μάχη και αεροπλάνα, τέσσερα από τα οποία χτυπήθηκαν από τα αντιαεροπορικά πυρά των ανταρτών, σύμφωνα με αναφορά του αντισυνταγματάρχη Μανώλη Χατζηθεοδώρου (Τακτικόν Στρατηγείον Πύργου. Αρ. πρ. 5844/Α1/9-7-48).

Οι κυβερνητικές ενισχύσεις, με επικεφαλής τον ταγματάρχη της Χωροφυλακής Μανώλη Βενιεράκη, έφτασαν στη Χαλανδρίτσα, αφού είχε ολοκληρωθεί η καταστροφή της αστυνομικής φρουράς και αφού οι αντάρτες είχαν αποχωρήσει με τάξη. Το μόνο, που τους απασχόλησε, ήταν η περισυλλογή των νεκρών χωροφυλάκων, που τάφηκαν το απόγευμα της άλλης μέρας στο πρώτο νεκροταφείο της Πάτρας. Οι ενισχύσεις, ωστόσο, αυτές δεν τόλμησαν να παραμείνουν για πολύ χρόνο στην κωμόπολη, που δεν πρόσφερε πια καμιά ασφάλεια στις κυβερνητικές δυνάμεις. Υστερα από μια βδομάδα υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν και οι μαχητές του ΔΣΕ ξαναγύρισαν στη Χαλανδρίτσα, όπου και εγκατέστησαν μόνιμα τις αρχές τους.

Βασίλης ΛΑΖΑΡΗΣ

Ιστορικός

Eμφύλιος στη Πελοπόννησο

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Ο Εμφύλιος στη Πελοπόννησο




Μάχη Λεχαινών-Ανδραβίδας-Καβασίλων

8 Ιούνη 1948

Μέρος 3ο

Ας γυρίσουμε όμως στη μάχη των Λεχαινών.
Η κύρια δύναμη των ανταρτών μπήκε στη πόλη από βορειοανατολικά, μαζί με τη διοίκηση του Τάγματος. Η συνολική δύναμη των επιτιθεμένων έφτανε τους 250. Πριν την επίθεση, ομάδες ελευθέρων σκοπευτών, έκοψαν την τηλεφωνική γραμμή, προς την κατεύθυνση της Μανωλάδας. Οι αντάρτες που προσέγγισαν τα Λεχαινά από την κατεύθυνση της Ανδραβίδας, έγιναν αντιληπτοί από ξωμάχους που διανυκτέρευαν στα μετόχια, στη περιοχή του Αι-Γιάννη - Κατσαρέικα, αλλά κανείς δεν πρόδωσε τις κινήσεις τους στους χωροφύλακες. Η διοίκηση των ανταρτών, είχε στα χέρια της λεπτομερή τοπογραφικά σχεδιαγράμματα των στόχων μέσα στις τρεις κωμοπόλεις τα οποία είχαν σχεδιάσει αντάρτες καταγόμενοι από την περιοχή, σε συνεργασία με τα Κ.Π.
Μαζί με τα μάχιμα τμήματα, στην επιχείρηση πήρε μέρος ο λόχος Πολιτοφυλακής ( αστυνομία των ανταρτών) του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας υπο την διοίκηση του καπετάν Φλώρου, και η υποδειγματική ομάδα της Δημοκρατικης Νεολαίας υπο το Μίμη Φουσκαρίνη από την Ανδραβίδα, υπευθυνο για την νεολαία του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας.
Ας δώσουμε όμως το λόγο στον διοικητή του 2ου Τάγματος του Δ.Σ.Π Αρίστο Καμαρινό:
« Η κύρια αποστολή στα Λεχαινά είχε ανατεθεί στο τάγμα μου, που με όλες του τις δυνάμεις χτύπησε τα φυλάκια του κυβερνητικού στρατού που είχαν εγκατασταθεί σε δέκα τσιμεντένια οχυρά, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στο κέντρο και στην περιφέρεια της πόλης.
Η επίθεση και στις τρεις αυτές κωμοπόλεις άρχισε ακριβώς τη στιγμή που είχε καθοριστεί, παρ’ όλο που διανύσαμε μεγάλες αποστάσεις, με σύντονη νυχτερινή πορεία. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο μας επίτευγμα σ’ αυτή τη μάχη-πέτυχε ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου και έτσι μέσα σε λίγες ώρες μπορέσαμε να καταλάβουμε στα Λεχαινά τα 9 από τα 10 οχυρά, που υπερασπίζονταν χωροφύλακες και ΜΑΥδες, κράτησε μόνο το οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, στο οποίο συγκεντρώθηκαν και όσοι διασώθηκαν από τα άλλα οχυρά που καταλήφθηκαν.
Όταν διατάχθηκε υποχώρηση των τμημάτων μας, μισή ώρα μετά τη λήξη του καθορισμένου ωφέλιμου χρόνου επίθεσης, την 8.30 πρωινή, εξακολουθούσαν να αμύνονται μέσα στα Λεχαινά, εκτός από το οχυρό της οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, μερικοί ελεύθεροι σκοπευτές χωροφύλακες, που είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες κτιρίων, κοντά στα φυλάκια του Αγίου Δημητρίου και Μπρέζα. Αν είχαμε μια ώρα ακόμη η επιτυχία μας θα ήταν απόλυτη, θα γινόταν και πλήρης εκμετάλλευση της επιτυχίας.
Ο αντίπαλος είχε μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Εμείς είχαμε 6 νεκρούς, 10 τραυματίες και 6 αιχμαλώτους. Το Τάγμα μου είχε 2 νεκρούς, τους Παν.Κωσταράκο και τον Γιώργο Δεμίρη, από το χωριό Αετός της Άνω Μεσσηνίας, που σκοτώθηκε κατά την υποχώρηση μας από τα Λεχαινά, κοντά στο χωριό Πόρτες, από σφαίρα αεροπλάνου.
Θυμάμαι όσα μεταδίδονταν την επόμενη ημέρα της μάχης από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Αθήνας και όσα ευτράπελα έγραψαν οι Αθηναϊκές και οι τοπικές εφημερίδες, σχετικά με την κατάληψη των τσιμεντένιων οχυρών, για τα νέα όπλα που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες, τα οποία τους εστάλησαν αεροπορικώς από τη Σοβιετική Ένωση!
Στην πραγματικότητα τα «νέα μας όπλα» ήταν τα οπλοπολυβόλα μας, που με τις συγκεντρωτικές ριπές τους, (2-3 οπλοπολυβόλα που έβαλλαν ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο του οχυρού για αρκετό διάστημα, άνοιγαν στο οχυρό μικρές τρύπες, που σιγά-σιγά διευρύνονταν κι έτσι, από τις τρύπες αυτές έπεφταν μέσα στο οχυρό οι χειροβομβίδες που έριχναν άλλοι αντάρτες, οι οποίοι είχαν πλησιάσει την οχυρωμένη θέση».

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας










«Οι έλληνες είχον δίκαιον, και έπρεπε να κινηθώσι. Και αν οι εξωτερικοί πειρασμοί δεν τους ηνώχλουν, ήθελον είσθαι σήμερον ευτυχέστεροι και ήσυχοι»

Εμμ. Ξάνθος

Το Φθινόπωρο του 1814, πιθανότατα στα μέσα του Σεπτέμβρη, ιδρύθηκε στην Οδησσό της Νότιας Ρωσίας, από δύο άσημους εμπορευόμενους κι ένα διανοούμενο, η Φιλική Εταιρεία. Ιδρυτές ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς από το Καμπότι της Άρτας, ο Εμμ. Ξάνθος από την Πάτμο και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, διανοούμενος, γιος Γουναρά από τα Γιάννενα. Η εταιρεία ήταν μια μυστική συνωμοτική οργάνωση, οργανωμένη κατά τα πρότυπα των μασονικών οργανώσεων και της οργάνωσης των καρμπονάρων της Ιταλίας, που σκοπό της είχε να οργανώσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των ελλήνων, στηριγμλένο αποκλειστικά στους ίδιους τους έλληνες που τότε ζούσαν στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Εμμ. Ξάνθος γράφει χαρακτηριστικά : «Απεφάσισαν οι ειρημένοι να επιχειρισθώσι την σύστασιν τοιαύτης Εταιρείας και να εισάξωσιν εις αυτήν όλους τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών, δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζων από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων».
Και οι τρεις ιδρυτές της εταιρείας δεν ανακατεύονταν για πρώτη φορά με την επαναστατική δράση. Ο Ξάνθος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι το 1813 είχε γίνει μέλος της εταιρείας Ελεύθερων Τεκτόνων (μασόνων) στην Αγία Μαύρα. Ο Ν. Σκουφάς είχε μυηθεί στις επαναστατικές ιδέες της εποχής από τον έμπορο Κωνσταντίνο Ράδο που είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Πίζας και είχε με την σειρά του μυηθεί στον καρμποναρισμό. Τέλος ο Τσακάλωφ υπήρξε ιδρυτικό μέλος, το 1809 στο Παρίσι, της εταιρείας «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» και πιθανόν να ήταν κι αυτός επηρεασμένος από τις ιδέες του Ράδου με τον οποίο ήσαν συμπατριώτες και φίλοι .
Η ίδρυση της εταιρείας στη Ρωσία δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό γεγονός. «Ο Έλλην- γράφει ο Ι. Φιλήμων - όχι μόνο δεν έχαιρε καμμίαν τιμήν πολιτικήν πλησίον του άλλου Κόσμου, αλλά και εμισείτο καταφρονούμενος και μη κρινόμενος ουδέ άξιος ταφής εις τον θάνατόν του. Οι άνθρωποι του Βορέως τον μεταχειρίσθησαν εξ εναντίας ως ένα αδελφόν. Πλησίον τούτων εύρεν ούτος καταφύγιον εις τας αμηχανίας του, περίθαλψιν εις τας δυστυχίας του, ευκολίας εμπορικάς, τιμάς στρατιωτικάς και πολιτικάς, και ελπίδας σοβαράς περί της μελλούσης τύχης του». Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους η Ρωσία θεωρούνταν από τους υπόδουλους έλληνες ως ο καταλληλότερος χώρος για να ξεκινήσουν και να ξεδιπλώσουν την επαναστατική τους δράση. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο σοβιετικός ιστορικός Ο. Μπ. Σπαρό «ενώ οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης έφταναν μόνο ως τη φωτισμένη αφρόκρεμα των ελλήνων πατριωτών, οι ρωσικοί πόλεμοι, έστω και μόνο διότι ήταν άμεσα αισθητοί, ανατάραζαν τα πιο πυκνά λαϊκά στρώματα. Και πραγματικά, το γεγονός ότι η Ρωσία (και μάλιστα μόνο αυτή!) χτυπά συνεχώς με σκληρότητα τους καταπιεστές του ελληνικού λαού, την έκανε στη συνείδηση των πλατιών λαϊκών μαζών τον συμπαθέστερο φίλο τους» .

Εταιρισμός και επανάσταση
Η ιδέα της ίδρυσης εταιρείας για επαναστατικούς σκοπούς, ο εταιρισμός όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται, δεν εμφανίστηκε, ούτε και εφαρμόστηκε, πρώτη φορά στα 1814. Γενικά αυτός ο τύπος οργάνωσης, με διάφορες παραλλαγές, ήταν συνηθισμένος στην Ευρώπη της εποχής των αστικών επαναστάσεων. Έτσι, πράγμα φυσικό, επηρέασε και τους έλληνες, κυρίως του εξωτερικού, που οραματίζονταν την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση και αγωνίζονταν να γίνει πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, όπως σημειώνει ο Τ. Βουρνάς , «οι πρώτες καταβολές του εταιρισμού βρίσκονται στο μεταίχμιο του 18ου προς το 19ο αιώνα με κύριο εκπρόσωπο του το Ρήγα και την ομάδα του». Η εταιρεία του Ρήγα, επηρεασμένη από την επαναστατική κίνηση της Ευρώπης και ιδιαίτερα από την Γαλλική Επανάσταση διαπνεόταν από βαθιά ριζοσπαστικές ιδέες και προσέβλεπε πρωτίστως στην κοινωνική απελευθέρωση μέσα από την οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί και η εθνική. Όμως όταν το πολιτικό κλίμα άλλαξε στην γηραιά ήπειρο, μοιραία τροποποιήθηκε και ο πολιτικός προσανατολισμός του ελληνικού εταιρισμού. Η εταιρεία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», που ιδρύθηκε στα 1809 στο Παρίσι, δεν διαπνεόταν από τον παλιό ριζοσπαστισμό της εταιρείας του Ρήγα κι ούτε επιδίωκε την κινητοποίηση και τη δράση των μαζών. Στόχο έχει να επηρεάσει το Μέγα Ναπολέοντα υπέρ της ελληνικής υπόθεσης.
Μια τρίτη εταιρεία ήταν η «Φιλόμουσος Εταιρεία», την ίδρυση της οποίας (1813) ευνόησε η Μεγάλη Βρετανία επιδιώκοντας να θέσει υπό τον έλεγχό της το ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Γρήγορα όμως αυτή η εταιρεία, ύστερα από χειρισμούς του υπουργού εξωτερικών του Τσάρου Ι. Καποδίστρια, βρέθηκε κάτω από ρωσική επιρροή, αλλά δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί απολύτως από τους ρώσους. Γράφει ο Καποδίστριας στα απομνημονεύματά του: «Τοιαύτη είναι η αρχή της Εταιρείας των Φίλων των Μουσών, της εν Ελλάδι αποκληθείσης Φιλομούσου Εταιρείας, ης την φύσιν μετέπειτα ανήσυχοι και ταραχοποιοί άνθρωποι απεπειράθησαν να διαστρέψουν συνδυάζοντες αυτήν προς αρχαιοτέρας εταιρείας ιδρυθείσας υπό του Ρήγα».
Χωρίς αμφιβολία ιστορία του εταιρισμού στην Ελλάδα, είχε καταλυτική επίδρασή στη Φιλική Εταιρεία.

Τι ήταν η Φιλική Εταιρεία

Η Φιλική Εταιρεία, όπως προαναφέραμε ήταν επηρεασμένη από τις μασονικές οργανώσεις και τους καρμπονάρους. Δεν επρόκειτο για κάτι το αφύσικο. Από επαναστατική- πολιτική και οργανωτική άποψη αυτές οι οργανώσεις ήταν ότι καλύτερο είχε να παρουσιάσει η εποχή εκείνη. Όμως οι Φιλικοί δεν αντέγραψαν τις ξένες οργανώσεις κατά γράμμα. Όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος και όπως ήταν φυσικό να γίνει, οι τρεις ιδρυτές της εταιρείας «συντάξανε το καταστατικό της συνωμοτικής οργάνωσής τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμόζεται στις ελληνικές συνθήκες».
Η Φιλική Εταιρεία ελάβε υπόψη της και την πείρα των ελληνικών εταιρειών που είχαν προηγηθεί. Το γεγονός όμως ότι η εποχή στην οποία εμφανίστηκε ήταν εποχή αναδίπλωσης των αστικών επαναστάσεων επηρέασε το πολιτικό της πρόγραμμα. Έτσι δεν είχε τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της εταιρείας του Ρήγα. Στο πρόγραμμά της προείχε η Εθνική Απελευθέρωση ως προϋπόθεση για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα ακολουθούσαν. Ταυτόχρονα, οι Φιλικοί είχαν απολύτως συνειδητοποιήσει ότι το έργο αυτής της απελευθέρωσης θα ήταν κυρίως έργο των υπόδουλων ελλήνων που δεν είχαν να περιμένουν πολλά πράγματα από τους ξένους. Στο απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Ξάνθου που παραθέσαμε στην αρχή η αντίληψη αυτή είναι ξεκάθαρη και την επιβεβαιώνει και ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του που γράφει χαρακτηριστικά : «Είδα τότε ότι, ό,τι κάμωμε, θα το κάμωμε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους».
Αναφέραμε στην αρχή ότι η εταιρεία ήταν μυστική- συνωμοτική. Όπως όλες ο συνωμοτικές, επαναστατικές εταιρείες, λειτουργούσε με αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες. Είχε σημάδια και λέξεις για να αναγνωρίζονται τα μέλη της, για την επικοινωνία χρησιμοποιούνταν επιστολές κρυπτογραφικού χαρακτήρα και όσοι πρόδιδαν στον εχθρό τα μυστικά της εταιρείας ή ήσαν ύποπτοι για προδοσία εκτελούνταν αμέσως . Παρ’ όλα αυτά ο συνωμοτισμός της ήταν περιορισμένος με την έννοια ότι δεν επρόκειτο για μια κλειστή, στενή οργάνωση αλλά αντίθετα για μια οργάνωση πλατιά, μαζική.
«Είναι πολύ αξιοσημείωτο το γεγονός- γράφει ο Ο. Μπ. Σπαρό - ότι αντίθετα από τις στενές επαναστατικές οργανώσεις του τύπου των Ιταλών καρμπονάρων, που ήταν πολύ διαδομένες τότε σε μια σειρά δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η ‘‘Εταιρεία’’ έγινε στην ουσία μαζική, πανεθνική οργάνωση, προορισμένη να ξεσηκώσει σε εξέγερση όλο τον ελληνικό λαό. Οι ιδρυτές της απαρνήθηκαν τη συνωμοτική τακτική και προσπαθούσαν να προσελκύσουν στην Εταιρεία όσο το δυνατόν πολλά μέλη από τα πιο διαφορετικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας». Την πρόθεση των ιδρυτών και ηγετών της Φιλικής Εταιρείας να αποκτήσει η οργάνωσή τους μαζικό χαρακτήρα την επιβεβαιώνει και ο Ν. Υψηλάντης ο οποίος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι οι βασικές αρχές της Εταιρείας «γράφτηκαν σε μία κακή τετριμμένη διάλεκτο ης ελληνικής, για να είναι κατανοητές και από τον τελευταίο τσοπάνο» .
Η Εταιρεία οργάνωνε τα μέλη της με προσεκτικό τρόπο και τα κατέτασσε με βάση την εσωτερική της διαβάθμιση κατά την οποία ήταν δομημένη. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ι. Φιλήμων η διαβάθμιση των μελών περιελάμβανε, επτά βαθμούς: το βαθμό των Βλάμηδων (αδελφοποιητοί), το βαθμό των Συστημένων, το βαθμό των Ιερέων, το βαθμό των Ποιμένων, το βαθμό των Αρχιποιμένων, το βαθμό των Αφιερωμένων και το βαθμό των Αρχηγών των Αφιερωμένων. Κατώτερος βαθμός ήταν αυτός των Βλάμηδων τον οποίο και ελάμβαναν τα μέλη της εταιρείας που δεν γνώριζαν γράμματα και ανώτερος αυτός των Αρχιποιμένων. Επίσης από τους επτά αυτούς βαθμούς οι δύο τελευταίοι θεωρούνταν στρατιωτικοί και καθιερώθηκαν αργότερα .
Όσοι έμπαιναν στη Εταιρεία έδιναν όρκο. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι ο όρκος αυτός, ακόμη και ο όρκος για τον πρώτο βαθμό των Βλάμηδων, ήταν απομακρυσμένος από τον χριστιανικό όρκο. Για την ακρίβεια δινόταν όρκος στο «Υπέρτατο Ον» γεγονός που παραπέμπει στο τεκτονισμό αλλά και στη λατρεία του υπέρτατου όντος κατά τη Γαλλική Επανάσταση . Το γεγονός αυτό, καθώς και άλλα που συνδέονται με την διαδικασία της κατήχησης των μελών, έκαναν τον Σπ. Τρικούπη- που δεν αντιλαμβανόταν τον βαθμό απελευθέρωσης από την θρησκεία που επέφεραν οι αστικές επαναστατικές ιδέες- να γράφει ότι η κατήχηση στην Εταιρεία, από την θρησκευτική της πλευρά «ήταν ένα τερατώδες μείγμα αλήθειας και ψεύδους, ευσέβειας και ασέβειας» .

Η ιστορική προσφορά της Φιλικής Εταιρείας

Μέχρι το 1917 η ανάπτυξή της Φιλικής Εταιρείας ήταν ελάχιστη. Όλα κι όλα τα μέλη της ήταν 42 . Όμως από το 1918 και μετά, που μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, αναπτύχθηκε ραγδαία. «Τότε- γράφει ο Γ. Ζέβγος - ανάπτυξε πλατειά δράση και στις γραμμές της μπαίνουν χιλιάδες άνθρωποι απ’ όλα τα στρώματα του έθνους, φαναριώτες, κληρικοί, κοτζαμπάσηδες, έμποροι, λόγιοι, κλέφτες, γυρολόγοι. Η σύνθεσή της γίνεται ολότελα ανομοιογενής». Ο Βουρνάς σημειώνει ότι η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα μέσα στην εταιρεία να δημιουργηθούν τρεις τάσεις ή ρεύματα: το αστικοδημοκρατικό που στηριζόταν στις λαϊκές μάζες και στην προοδευτική μερίδα της αστικής τάξης, το συντηρητικό- συμβιβαστικό που στηριζόταν στην συντηρητική μερίδα των αστών οι οποίοι συνεργάζονταν με τους κοτζαμπάσηδες και τον ξένο παράγοντα, κυρίως την Αγγλία, και το αντιδραστικό ρεύμα το οποίο αποτελούσαν τα φεουδαρχικά στοιχεία της κοινωνίας που μπήκαν στην επανάσταση για να την ελέγξουν, για να εμποδίσουν το ριζοσπαστισμό της και να παραμερίσουν από τα κέντρα αποφάσεων το λαϊκό στοιχείο. Ανεξαρτήτως αν αυτός ο χωρισμός είναι περισσότερο ή λιγότερο σχηματικός η ιστορία έχει απαντήσει ως προς την κατάληξη που είχε η Φιλική Εταιρεία και η ελληνική Επανάσταση γενικότερα. Η συντηρητική- συμβιβαστική πλευρά, σε συμμαχία με τη φεουδαρχική αντίδραση και τους ξένους παραμέρισε τις λαϊκές- προοδευτικές δυνάμεις και εμπόδισε την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου επαναστατικού αστικοδημοκρατικού προγράμματος στη χώρα ύστερα από την απελευθέρωση και τη δημιουργία ελληνικού κράτους.
Παρά την εξέλιξη που είχε η ελληνική επανάσταση, η Φιλική Εταιρεία πρόσφερε ανεκτίμητη υπηρεσία στον αγώνα του ελληνικού λαού για την εθνική του απελευθέρωση. Οργάνωση της Επανάστασης την αποκαλεί ο Δ. Φωτιάδης , ενώ ο Γ. Ζέβγος γράφει : «Το έργο της ‘‘Φιλικής Εταιρείας’’ αποτελεί μία από τις λαμπρότερες ιστορικές δημιουργίες του ελληνικού λαού… Οι Φιλικοί στηρίχτηκαν με πλέρια συνέπεια στις λαϊκές δυνάμεις και ζήτησαν αρχηγούς και κηδεμόνες στα προνομιούχα στρώματα. Δεν πήγαν προς τη δυτική Ευρώπη να ζητήσουν συμμάχους στις επαναστατικές δυνάμεις της εποχής τους. Στράφηκαν προς τον τσαρισμό. Αυτά τα λάθη τους είχαν ολέθρια επίδραση στην πορεία και έκβαση της υπόθεσης τους, δίχως αυτό να μειώνει την ιστορική σημασία του μεγάλου τους έργου».



2. Κοινωνικές αλλαγές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε όσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε ‘‘που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβαβατσέλα’’, αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση».

Θ. Κολοκοτρώνης


Μια επανάσταση δεν είναι ποτέ κεραυνός εν αιθρία, ακόμη κι αν μοιάζει τέτοια. Δεν είναι καθόλου από τα παράξενα και ανεξήγητα της ιστορίας των ανθρώπων, ούτε βέβαια ιδιοτροπία των καιρών, αν και προκαλεί πάντοτε το δέος και την απορία αυτών που την βλέπουν να εξελίσσεται μπρος στα μάτια τους κι εκείνων που την παρακολουθούν ως ιστορικό γεγονός υψίστης σπουδαιότητας. Για την πραγματοποίησή της δεν αρκεί η ανθρώπινη θέληση, πολύ περισσότερο δεν αρκεί ν’ αποφασίσουν κάποιοι ότι πρέπει να γίνει αν και απαραίτητες προϋποθέσεις της είναι η θέληση και η αποφασιστικότητα των επαναστατών. Τι είναι επομένως η επανάσταση και πως προκαλείται;
«Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής- έγραφε ο Μαρξ - καθορίζει τη κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξή τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή- πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι’ αυτό έκφραση- με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες έχουν κινηθεί ως τώρα. Από τις μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».
Σ’ αυτό τον κοινωνικό νόμο της επανάστασης που περιγράφει εδώ ο Μαρξ ασφαλώς υπάγεται και η ελληνική επανάσταση του 1821, πράγμα που θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε στη συνέχεια παρουσιάζοντας όσο είναι δυνατό αναλυτικότερα τις κοινωνικές μεταβολές στο εσωτερικό της Οθωμανικής, το κοινωνικό είναι, δηλαδή, στη βάση του ποίου έγινε δυνατή η διαμόρφωση της επαναστατικής συνείδησης των ρωμιών κι ο εθνικός σηκωμός τους κατά των Οθωμανών.

Η εμφάνιση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής

Το κοινωνικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν φεουδαρχικό, όσο κι αν αστοί ιστορικοί θέλησαν να αμφισβητήσουν κάτι τέτοιο υπερτονίζοντας τις ιδιομορφίες του σε σχέση με το δυτικοευρωπαϊκό φεουδαρχισμό. Αν επομένως θέλουμε να εντοπίσουμε τις προϋποθέσεις γέννησης της κοινωνικής επανάστασης στην οθωμανική αυτοκρατορία γενικά και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, οφείλουμε να εξετάσουμε το πότε και πως εμφανίζονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, το πότε και πως γεννιέται η ελληνική αστική τάξη που μας αφορά άμεσα καθώς και τη χρονική περίοδο όπου οι νέες παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν στο πλαίσιο των παλιών παραγωγικών σχέσεων κι επιχειρούν να βγουν έξω από αυτό.
«Το 17ο και το 18ο αιώνα- γράφει ο βούλγαρος ιστορικός Νικόλαϊ Τοντόροφ - ορισμένες αλλαγές σημειώνονται στη οικονομική ανάπτυξη των Βαλκανίων. Οι δύο αυτοί αιώνες χαρακτηρίζονται από σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα οι περιουσιακές και κοινωνικές ανισότητες του πληθυσμού μεγαλώνουν και περισσότερο κεφάλαιο σωρεύεται στα χέρια νέων εύπορων κοινωνικών στρωμάτων των υπόδουλων λαών- Ελλήνων, Εβραίων, Αρμενίων, Βουλγάρων, Σέρβων κ. ά. ». Οι αλλαγές αυτές- πέραν των άλλων- έχουν την αιτία τους και στο γεγονός ότι εμφανίζονται τάσεις εξάπλωσης του ευρωπαϊκού κεφαλαιοκρατισμού, τα άμεσα αποτελέσματα της οποίας- όπως σημειώνει ο Σεραφείμ Μάξιμος - τα βρίσκουμε κυρίως στους εξής τομείς της εσωτερικής οικονομικής ζωής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «1) Στην ειδίκευση και εντατικοποίηση των κλάδων εκείνων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας που τροφοδοτούσανε με πρώτες ύλες τις ευρωπαϊκές αγορές. 2) Στη μικρότερη μα ωστόσο αισθητή ανάπτυξη της τοπικής χειροτεχνίας και 3) Στη γενικής ανάπτυξη του εξωτερικού και εσωτερικού εμπορίου»
Εντούτοις μόνο κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μπορούμε να μιλήσουμε να μιλήσουμε για διαμόρφωση αστικών τάξεων στο βαλκανικό χώρο γιατί όπως σημειώνει πάλι ο Σ. Μάξιμος «αντίθετα απ’ ότι συνέβαινε στη Δύση, όπου, τα συσσωρευμένα καθ’ όλο το δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, κεφάλαια μπαίνανε μέσα στου πόρους του φεουδαλικού συστήματος, απελευθερώνανε παραγωγικές δυνάμεις και καταρρίπτανε συντεχνιακούς φραγμούς, η οικονομία στην ανατολή παρέμενε σε μια κατάσταση σχετικά στάσιμη».

Η γέννηση της ελληνικής αστικής τάξης

Η πρώτη αστική τάξη που εμφανίζεται στα Βαλκάνια είναι η ελληνική ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου. «Ως ναυτικός και εμπορικός λαός, οι Έλληνες- γράφει ο Ν. Τοντόροφ - έγιναν οι απαραίτητοι μεσάζοντες στο εμπόριο όλων τω ευρωπαϊκών κρατών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι έλληνες έμποροι εκτόπισαν γρήγορα τους Γάλλους στο εμπόριο της Ανατολής και κατόρθωσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των τριών τετάρτων του γαλλικού εμπορίου». Ο εκτοπισμός, βέβαια, των γάλλων δεν συνέβηκε τυχαία κι ούτε ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εμπορικής ικανότητας των ελλήνων. Στην πραγματοποίησή του βοήθησαν αποτελεσματικά οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις της εποχής, όπως αυτές εκδηλώνονταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. «Η Αγγλία- γράφει ο Γ. Κορδάτος - από φόβο μην τυχόν διαδοθούνε οι γαλλικές δημοκρατικές ιδέες στην Ανατολή, απέκλεισε τα λιμάνια της Μεσογείου με το στόλο της, καθώς και τη επαναστατημένη Γαλλία». Την πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνουν και ιδιωτικές μαρτυρίες της εποχής. «Τιμιώτατε καπετάν κυρ- διαβάζουμε σε επιστολή προερχόμενη από το αρχείο της Κοινότητας Ύδρας -… επειδή η εξουσία της Ιγγλετέρας διακηρύξασα τον πόλεμον ήδη εναντίον της Ρεπούμπλικας των Φραντσέζων και επομένως εμποδίζει όλα τα πραματευτάρικα καράβια (σ.σ. τα εμπορικά δηλαδή) οπού πηγαίνουν εις τα πόρτα (σ.σ. λιμάνια) και μέρη της Φρατζιάς... η Ιγγλετέρα… αν δεν έχουν πράγμα πραματευτάρικον φραντζέζικα μέσα δεν τα πειράζει καθόλου».
Εν πάση περιπτώσει οι ελληνικές παροικίες στην Μασσαλία, στην Ιταλία, στη Ρωσία, στην Αυστρία, στη Γερμανία και αλλού έγιναν από τα πλουσιότερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Τα ελληνικά εμπορικά πλοία σχημάτισαν έναν ισχυρότατο εμπορικό στόλο που μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) κυριάρχησε στη Μεσόγειο και απέκτησε ολόκλήρο τον έλεγχο του ρωσικού εμπορίου στη Μαύρη Θάλασσα. Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά- τα τρία νησιά δηλαδή που έγιναν ξακουστά στα χρόνια της επανάστασης για το ρόλο που έπαιξαν σ’ αυτήν- είχαν το καθένα δικό του στόλο που απασχολούσε χιλιάδες ναυτικούς .
Όμως παρόλη αυτή την πρόοδο η ελληνική αστική τάξη είχε- κατά το Ν. Σβορώνο - τρία βασικά χαρακτηριστικά: Το πρώτο ήταν ότι παρέμεινε ουσιαστικά μεταπρατική αφού ο δεσποτισμός η αναρχία και η αυθαιρεσία της Οθωμανικής διοίκησης αλλά και η προστατευτική πολιτική των δυτικών χωρών έκαναν αδύνατη την επένδυση κεφαλαίων για την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας, κάτι που φυσικά δεν το ήθελαν ούτε οι έλληνες αστοί του εξωτερικού που με την ενασχόλησή τους με το εμπόριο εξασφάλιζαν γρήγορο και εύκολο, σχετικά, κέρδος, πιο εύκολο σε κάθε περίπτωση απ’ αυτό που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η ενασχόληση τους με τη βιομηχανία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής αστικής τάξης ήταν η οικονομική ασυμμετρία των τμημάτων της και η έλλειψη εσωτερικής της συνοχής. Μια πολύ μικρή ομάδα εμπόρων και χρηματιστών που ήταν εγκατεστημένοι στο εξωτερικό έχει στη διάθεση της τεράστια κεφάλαια, σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ενώ το μεγάλο μέρος των αστών, που έμενε μέσα στην Ελλάδα, ήταν μεσαίοι και μικροί έμποροι, εφοπλιστές και κάποιοι βιοτέχνες. Το τρίτο, τέλος, χαρακτηριστικό είναι πως οι ελληνική αστική τάξη- είτε μιλάμε για μεγάλους κεφαλαιούχους είτε για μικρούς- από τη γέννηση της ακόμη αναπτύσσεται σε σχέση εξάρτησης με το διεθνές κεφάλαιο, κυρίως το αγγλικό και το γαλλικό.

Η προετοιμασία της επανάστασης

Η εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γενικά και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, ασφαλώς ήταν μέγιστη απειλή για τα θεμέλια του φεουδαρχικού καθεστώτος αλλά αυτό καθόλου δεν σήμαινε ότι η κοινωνική επανάσταση θα εκδηλωνόταν αποκλειστικά σε εθνική βάση με τον ξεσηκωμό των υπόδουλων λαών. Θα μπορούσε να είναι μια κοινωνική επανάσταση με την συμμετοχή όλων των αντιφεουδαρχικών στοιχείων είτε επρόκειτο για τούρκους μουσουλμάνους είτε επρόκειτο για έλληνες, σέρβους, βούλγαρους και άλλους χριστιανούς. Αυτό άλλωστε ήταν και το όραμα του Ρήγα. Γιατί όμως δεν πραγματοποιήθηκε;
«Το 18ο αιώνα- γράφει ο Ν. Τοντόροφ -, στη Δύση και στη Ρωσία διαμορφώθηκαν οριστικά ισχυρά εθνικά ή πολυεθνικά κράτη, όπου το κυρίαρχο έθνος χάραζε το δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντίθετα οι φορείς των νέων καπιταλιστικών σχέσεων αναδείχτηκαν από τους κόλπους των υπόδουλων λαών. Έτσι στις δύσκολες συνθήκες μιας εχθρικής εξουσίας, οι λαοί αυτοί έπρεπε να περάσουν τα διάφορα στάδια της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, της περιουσιακής διαφοροποίησης, της βαθμιαίας συσσώρευσης κεφαλαίου, να γνωρίσουν τους κινδύνους που συνδέονταν με την ανάπτυξη αγορών και πανηγυριών, για να αναδείξουν επιτήδειους επιχειρηματίες και εμπόρους και να ανυψώσουν το επίπεδο ης κοινωνικής και οικονομικής τους ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό οι αντιφάσεις μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, όχι μόνο διαπλέκονταν με τις εθνοφυλετικές αντιφάσεις, αλλά και τους πρόσδιναν μοναδική οξύτητα.». Επιπλέον «το χάσμα ανάμεσα στον οικονομικό ρόλο της αστικής τάξης και στην έλλειψη πολιτικών της δικαιωμάτων καθώς και ανάμεσα στο πολιτιστικό της επίπεδο (καρπός των συνεχών επαφών της με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και των συστηματικών προσπαθειών της για ανάπτυξη λαϊκής εκπαίδευσης) και στην άγνοια των οθωμανικών κυβερνώντων, έκανε όλο και πιο δυσβάσταχτο τον εχθρικό ζυγό, που οι μέθοδοι του παρέμεναν αναλλοίωτοι από την εποχή της τούρκικης κατάκτησης».
Εξετάζοντας σ’ αυτό το πλαίσιο το θέμα μπορούμε να αντιληφθούμε σε γενικές γραμμές γιατί η επανάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πήρε τη μορφή που γνωρίζουμε, γιατί η ελληνική επανάσταση είχε ως κύρια τα εθνικά χαρακτηριστικά. Εντούτοις, όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Γεώργιος Φίνλεϋ «Η ελληνική επανάσταση ήταν μια κοινωνική και πολιτική ανάγκη. Η εθνική κυριαρχία είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα του λαού, όπως η και πολιτική ελευθερία είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα του ατόμου. Οι άνθρωποι ξέρουν από ένστικτο πως υπάρχουν συνθήκες και εποχές που η επανάσταση των υποταγμένων εθνών και των πολιτών που έχουν στερηθεί τις πολιτικές τους ελευθερίες, γίνεται καθήκον… Αν και η Οθωμανική κυβέρνηση είχε χαλαρώσει τις αλυσίδες στη σκέψη και στα κορμιά των Ελλήνων στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν ακόμη ένας ισχυρός και επικίνδυνος εχθρός. Ο σουλτάνος είχε αποδυθεί σ’ έναν αγώνα για να συγκεντρώσει στα χέρια του τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Και αν οι προσπάθειές του είχαν στεφθεί με επιτυχία πριν να καταφέρουν οι έλληνες ν’ αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία τους, θα τους επιβάλλονταν τότε καινούργια δεσμά, που θα περιόριζαν τις κινήσεις τους το ίδιο αποτελεσματικά όπως οι παλιές αλυσίδες. Ο πατριάρχης και η σύνοδος, οι πρίγκιπες του Φαναριού και οι κοτζαμπάσηδες είταν πάντοτε πρόθυμοι να υπηρετήσουν σαν πράκτορες τον σουλτάνο. Γ’ αυτό και δεν χρειάζεται να δικαιολογήσουμε την ελληνική επανάσταση».-


3. Η Συνθήκη του Λονδίνου και η Ελλάδα

Στις 4 Απριλίου του 1826 η Ρωσία και η Βρετανία υπέγραψαν στην Πετρούπολή ένα Πρωτόκολλο βάσει του οποίου δεσμεύονταν να κρατήσουν κοινή στάση γύρω από το ελληνικό ζήτημα . Συγκεκριμένα οι δύο δυνάμεις συμφώνησαν ότι η Βρετανία θα πρόσφερε τη μεσολάβησή της ανάμεσα στους έλληνες και στον Σουλτάνο ώστε να αναγνωριστεί ελληνική αυτονομία υπό οθωμανική κυριαρχία. Επίσης στο Πρωτόκολλο υπήρχε η πρόβλεψη το κείμενό του να τεθεί υπόψην και των άλλων τριών μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, της Αυστρίας, τη Πρωσίας και της Γαλλίας ούτως ώστε να το εγκρίνουν και να το προσυπογράψουν. Αρχικά, τόσο η Αυστρία και η Πρωσία όσο και Γαλλία θεώρησαν το Πρωτόκολλο σαν «προσβολή της Ιεράς Συμμαχίας και σαν πολιτικό έγκλημα εναντίον της» . Πολύ γρήγορα όμως η Γαλλία προσχώρησε σ’ αυτό, εκφράζοντας τη επιθυμία να μετατραπεί συνθήκη . Δεν είχε άλλη επιλογή εφόσον της ήταν αδύνατο να αποκοπεί από τις εξελίξεις στις Εγγύς Ανατολή όπου διαδραμάτιζε κατά παράδοση ενεργό ρόλο και είχε ισχυρά συμφέροντα.
Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης αναγνώριζε με σαφήνεια τον ηγετικό ρόλο της Μ. Βρετανίας στις ελληνικές υποθέσεις κι έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αποτέλεσε τη βάση ώστε να απομονωθούν διπλωματικά από τις υποθέσεις αυτές η Αυστρία και η Πρωσία. Τώρα πλέον η τράπουλα μοιραζόταν ανάμεσα στην Αγγλία, τη Ρωσία και την Γαλλία με αναγνωρισμένο δικαίωμα στην πρώτη να έχει το καλύτερο χαρτί. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, το «Πρωτόκολλο της Πετρούπολης» μετατρεπόταν σε «Συνθήκη του Λονδίνου». Ήταν 6 Ιουλίου του 1827.
Η Συνθήκη του Λονδίνου υπογράφηκε στην αγγλική πρωτεύουσα από τους πληρεξούσιους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Περιελάμβανε επτά άρθρα φανερά κι ένα συμπληρωματικό που ήταν μυστικό. Το περιεχόμενό της σε γενικές γραμμές προέβλεπε να υπάρξει ανακωχή μεταξύ των επαναστατημένων ελλήνων και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεσολάβηση των μεγάλων δυνάμεων για τη επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Η μεσολάβηση αυτή θα αποσκοπούσε στα εξής: Να γίνει η Ελλάδα αυτόνομο κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο του οποίου την επικυριαρχία όφειλε να αναγνωρίσει. Να αποζημιωθούν οι Οθωμανοί των οποίων οι περιουσίες θα περνούσαν στην κυριότητα ελλήνων και, τέλος, να οριστούν τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους ύστερα από διαπραγματεύσεις.
Ακόμη, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις διακήρυτταν ότι «δεν θέλουν ζητήσει εις αυτάς τας συμφωνίας οποιανδήποτε αύξησιν ορίων γης, οποιανδήποτε αποκλειστικήν επιρροήν, οποιονδήποτε εμπορικόν πλεονέκτημα δια τους υπηκόους των, το οποίον οι υπήκοοι οποιουδήποτε άλλου Έθνους να μην δύνανται επίσης να απολαύσουν». Στην πραγματικότητα βεβαίως επρόκειτο για μια υποκριτική διακήρυξη από μέρους τους, αφού έχοντας τον κύριο λόγο στις ελληνικές υποθέσεις και στις σχέσεις των επαναστατημένων ελλήνων με την Οθωμανική αυτοκρατορία δεν είχαν ανάγκη από κανένα επιπλέον προνόμιο.
Στο μυστικό άρθρο της συνθήκης προβλεπόταν πως αν στο διάστημα ενός μηνός η Οθωμανική κυβέρνηση δεν αποδεχόταν το περιεχόμενο της συνθήκης, οι τρεις αυτές μεγάλες δυνάμεις θα ανέπτυσσαν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με την ελληνική πλευρά, θα επέβαλαν την ανακωχή χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο και στη συνέχεια θα προχωρούσαν στην επιβολή των αρχών ειρήνευσης μεταξύ Οθωμανών και ελλήνων όπως αυτές αναφέρονταν στην εν λόγω συνθήκη .
Χωρίς αμφιβολία, η συνθήκη του Λονδίνου τοποθετούσε σε μια εντελώς καινούργια βάση την ελληνική επανάσταση, σε μια στιγμή που αυτή έπνεε τα λοίσθια, και φυσικά έδινε μια άλλη διάσταση στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας που τώρα ποια έμπαινε και επίσημα υπό την κηδεμονία των ξένων. Πριν όμως δούμε ποια ήταν η πραγματική της σημασία και πως αποτιμείται η ιστορική της αξία, οφείλουμε να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων στην Ελληνική επανάσταση, ούτως ώστε να κατανοήσουμε βαθύτερα τις πραγματικές επιδιώξεις τους.

Η ελληνική επανάσταση και οι μεγάλες δυνάμεις

Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση οι μεγάλες δυνάμεις- μηδενός εξαιρουμένης- φρόντισαν να τη καταδικάσουν με μοναδική σφοδρότητα. «Οι ηγεμόνες της Ευρώπης- γράφει ο Φίνλεϋ - φοβόντουσαν γενική εξέγερση των εθνών. Οι μονάρχες είχανε πανικοβληθεί από τις λαϊκές κινήσεις». Στις αρχές του 1821 οι ηγέτες τη Ιερής Συμμαχίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας- που είχαν συγκεντρωθεί στο Λάυμπαχ με θέμα την αντιμετώπιση των επαναστάσεων του Πεδεμόντιου, της Νεάπολης και της Ισπανίας καθώς τη καταπολέμηση του επαναστατικού πνεύματος σε ολόκλήρη την Ευρώπη- είχαν μια πρώτη ευκαιρία να αποδοκιμάσουν ομόφωνα το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης . Τον επόμενο χρόνο το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε τους ισχυρούς της Ευρώπης στο Συνέδριο της Βερόνας, όπου η ελληνική επανάσταση χαρακτηρίστηκε ταυτόσημη με τις δημοκρατικές επαναστάσεις της Νεάπολης του Πεδεμοντίου και της Ισπανίας. Έτσι τα μέλη της Ιεράς Συμμαχίας εμπιστεύθηκαν την καταστολή της αποκλειστικά στο Σουλτάνο, τον οποίο ήθελαν ισχυρό, από το φόβο μιας επέκτασης της Ρωσίας στα Βαλκάνια.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τότε ισχυρών του κόσμου, τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στο χώρο της βαλκανικής και γενικότερα στο χώρο που καταλάμβανε η Οθωμανική αυτοκρατορία αλλά και οι επιτυχίες των επαναστατημένων ελλήνων τους υποχρέωσαν να αλλάξουν σιγά- σιγά πολιτική αντικαθιστώντας την απόλυτα εχθρική στάση τους απέναντι στην ελληνική επανάσταση με μια προσπάθεια προσεταιρισμού κι ελέγχου της. Η αλλαγή αυτή είναι εμφανής στην πολιτική της Ρωσίας και της Αγγλίας ιδιαίτερα από το 1823, ενώ από το 1824 κι έπειτα φουντώνει γενικά στην Ευρώπη ένα φιλελληνικό, αστικοδημοκρατικό, κίνημα, που αντανακλάται και στη συμπεριφορά των κυρίαρχων τάξεων . Η «φιλελληνική», πάντως, στροφή των μεγάλων δυνάμεων κάθε άλλο παρά ανιδιοτελής ήταν.
Η Ρωσία αντιλαμβανόταν την κατάσταση αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αναμειγνυόμενη στο ελληνικό ζήτημα προωθούσε τις επιδιώξεις της να κυριαρχήσει κάποια στιγμή στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Ανατολή. Το γεγονός αυτό από μόνο του αρκούσε να προκαλέσει την ανάμειξη της Αγγλίας και της Γαλλίας που δεν ήθελαν να δουν τη Ρωσία να κυριαρχεί πλήρως στις προαναφερόμενες περιοχές. Έτσι φτάσαμε στο πρωτόκολλο της Πετρούπολης, στη συνθήκη του Λονδίνου και στα όσα φυσικά επακολούθησαν.

Η σημασία της Συνθήκης του Λονδίνου

Η συνθήκη του Λονδίνου έχει θεωρηθεί από τους μελετητές της ιστορίας ως η πρώτη ουσιαστική κίνηση των μεγάλων δυνάμεων για την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας. «Ήτανε το πρώτο σταθερό και μεγάλο βήμα για τη αναγνώριση de jure της ελληνικής ανεξαρτησίας», γράφει ο Γ. Κορδάτος , ενώ ο Γ. Ασπρέας θεωρεί ότι μέσω αυτής της συνθήκης «η Ελλάς εξήλθε της πολιτικής μηδαμινότητας» . Άλλοι μελετητές την χαρακτηρίζουν «καμπή αποφασιστική στον αγώνα των ελλήνων» και «προειδοποίηση ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν την επαναφορά των ελλήνων στο προηγούμενο καθεστώς υποτέλειας» .
Όλα αυτά είναι σε γενικές γραμμές σωστά ως επιμέρους παρατηρήσεις. Δεν αποσαφηνίζουν, όμως, συνολικά και ολοκληρωμένα το χαρακτήρα και τη σημασία της συνθήκης. Μια αξιόλογη προσέγγιση αυτού του ζητήματος κάνει ο Ν. Πετσάλης , ο ποίος παρατηρεί για την Συνθήκη του Λονδίνου: «Δεν ήταν μια συνθήκη ‘‘μεσολαβήσεως’’, όπως οι ίδιες οι δυνάμεις διακήρυξαν. Μεσολάβηση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών, ενώ ούτε η Γαλλία, ούτε η Αγγλία, ούτε η Ρωσία είχαν ακόμη αναγνωρίσει την Ελλάδα σαν κράτος. Επίσης μεσολάβηση δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς συγκατάθεση των δύο μερών, πράγμα που δεν συνέβαινε φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέλος, δεν νοείται ποτέ ο μεσολαβητής να απαιτεί την εκτέλεση τη συνθήκης για την οποία μεσολάβησε. Η δήθεν μεσολάβηση των Δυνάμεων, δηλαδή, δεν ήταν παρά μια καθαρή επέμβαση τους στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Η πολύ σωστή αυτή διαπίστωση είναι ελλιπής αν δεν την δούμε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Γράφει ο Μαρξ πολύ εύστοχα : «Για να του δέσουν τα χέρια (του Τσάρου) στο πλαίσιο μιας κάποιας κοινής δράσης, οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις έκλεισαν μαζί του στις 6 Ιουλίου 1827 μια συνθήκη στο Λονδίνο με την οποία αναλάμβαναν τη δέσμευση να επιβάλλουν, στην ανάγκη με τα όπλα, τη ρύθμιση των διαφορών ανάμεσα στο σουλτάνο και στους έλληνες. Λίγους μήνες προτού υπογράψει τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία έκλεισε άλλη συνθήκη με την Τουρκία, τη συνθήκη του Άκερμαν με την οποία υποχρεωνόταν να απόσχει από κάθε ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις. Τούτη η συνθήκη έγινε, αφού η Ρωσία είχε παρακινήσει τον διάδοχο της Περσίας να εισβάλει στις Οθωμανικές κτήσεις κι αφού είχε κάνει βαρύτατες προσβολές στην Πύλη ώστε να την εξαναγκάσει σε ρήξη… Χάρη στις περιπλοκές, οι οποίες πρόκυψαν απ’ όλες αυτές τις απάτες και τα ψέματα, η Ρωσία βρήκε τελικά την πρόφαση ν’ αρχίσει τον πόλεμο του 1828- 1829».

Οι συνέπειες της συνθήκης του Λονδίνου

Η συνθήκη του Λονδίνου, μαζί με το συμπληρωματικό μυστικό άρθρο δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου στις 12 Ιουλίου του 1827 κι όπως ήταν φυσικό προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική πλευρά.
Άμεση συνέπεια της συνθήκης ήταν η αποστολή τμημάτων των στόλων των τριών μεγάλων δυνάμεων στη Μεσόγειο . Το τμήμα του ρωσικού στόλου είχε επικεφαλής το ναύαρχο Χέυντεν, το τμήμα του αγγλικού το ναύαρχο Κόδριγκτον και το τμήμα του γαλλικού το ναύαρχο Ντεριγνύ . Βέβαια η πολιτική των τριών μεγάλων δυνάμεων παρά την υπογραφή της συνθήκης συνέχιζε να μην είναι ενιαία.
Η Ρωσία βιαζόταν να έχει τη στρατιωτική πρωτοβουλία για να είναι πανέτοιμη στην προώθηση των σχεδίων της την κατάλληλη στιγμή. Έτσι άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στη Βεσσαραβία ενώ ο στόλος της εξέπλευσε για τη Μεσόγειο προτού υπογραφεί η συνθήκη. Επιπλέον, δύο μέρες μετά την υπογραφή, στις 8 Ιουλίου, ο Τσάρος Νικόλαος προσδιόρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια για το αξίωμα του Κυβερνήτη της Ελλάδας .
Από την άλλη η Αγγλία με την Γαλλία δεν είχαν καμία πρόθεση να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα ή να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι οδηγίες που είχε πάρει ο αρχηγός του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο ναύαρχος Κόδριγκτον έλεγαν ξεκάθαρα πως «η ακριβής επιδίωξη των τριών δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί». Επίσης ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάννιγκ διατάχθηκε από την κυβέρνησή του να ενημερώσει την κυβέρνηση του Σουλτάνου ότι «η βρετανική κυβέρνηση απευθύνεται για μια ακόμη φορά ιδιαίτερα και μόνη, με τρόπο φιλικό στην Πύλη (Οθωμανική κυβέρνηση), για να της δηλώσει ότι παρά τη επιθυμία της να θέσει τέρμα στη σημερινή αναρχία και να σώσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού από προφανή καταστροφή, όμως δεν επιθυμεί λιγότερο να στερεώσει την πολιτική ύπαρξη της Τουρκίας». Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού η Βρετανία συμβούλευε την Πύλη ν’ αποδεχτεί τις προτάσεις που της έγιναν. Η βρετανική κυβέρνηση ξεκαθάριζε προς το Σουλτάνο ότι «παραχωρώντας μια περιορισμένη πολιτική ύπαρξη στους έλληνες, δεν σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας». Σ’ ότι δε αφορούσε την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων απέναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διευκρίνιζε: «Ομολογούμε ότι μπορεί να υπάρξουν εύλογες αιτίες ανησυχιών της Πύλης και να διατηρεί υπόνοιες απέναντι της μίας από τις τρεις δυνάμεις που υπέγραψαν τη συνθήκη. Όμως δεν πρέπει να ανησυχεί για τα αισθήματα από τα οποία εμφορούνται απέναντι στην Πύλη η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Φρόνιμη και λογική πολιτική απαιτεί την αποκατάσταση σχέσεων με τις δύο Δυνάμεις που θα μπορέσουν τότε ν’ απομακρύνουν από την Τουρκία κάθε κίνδυνο που μπορούν να προκαλέσουν τα φιλόδοξα σχέδια της τρίτης δύναμης» .
Βέβαια η Ιστορία ακολουθεί την δική της πορεία κι όχι τα σχέδια επί χάρτου των ισχυρών του κόσμου. Ενθαρρυμένη από την αγγλογαλλική πολιτική, από τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και φυσικά από τις αποτυχίες της ελληνικής επανάστασης η Οθωμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να υποταχθεί στη συνθήκη του Λονδίνου με αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 20/10/1827, όπου καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Η εξαρτημένη ανεξαρτησία της Ελλάδας είχε, πλέον, πάρει το δρόμο της.
Στις 14/27 Απρίλη του 1828 ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος όπου η Τουρκία ηττήθηκε και υποχρεώθηκε, με τη συνθήκη της Ανδριανούπολης (2/14 Σεπτέμβρη 1829) να αναγνωρίσει την ελληνική αυτονομία. Λίγο αργότερα, το Φλεβάρη του 1830, με ένα νέο πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο η Ελλάδα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος υπό κληρονομική μοναρχία.-

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ




Εμμ. Ξάνθου: «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ‘21», εκδόσεις Κοσμαδάκη, τόμος 4ος, σελ. 163
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 141
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 138- 140
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ, σελ. 12- 13
Ι. Φιλήμονος: «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας», πρώτη έκδοση Ναύπλιο 1834, ανατύπωση εκδόσεις Κουλτούρα, σελ. 77- 78
Ο. Μπ. Σπαρό: «Η Ελληνική Επανάσταση και η Ρωσία 1821- 1829», εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ, σελ. 33- 34
Τ. Βουρνά: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας- 1821- 1909» εκδόσεις Τολίδη, σελ. 60
Ι. Καποδίστρια: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ, σελ. 59
Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 2ος αιώνας, τόμος Χ, σελ. 27.
Θ. Κολοκοτρώνη: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, σελ. 275
Ι. Φιλήμονος, στο ίδιο, σελ. 142- 143
Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 32
Ο. Μπ. Σπαρό, στο ίδιο, σελ. 34
«Απομνημονεύματα του Πρίγκηπος Νικολάου Υψηλάντη», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 103.
Ι. Φιλήμονος, στο ίδιο σελ. 144.
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 142 και Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις Νέα Σύνορα, τόμος Α’ σελ. 37
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ, σελ. 427
Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις Νέα Σύνορα, τόμος Α’, σελ. 38.
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ, σελ. 429
Γ. Ζέβγου: «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ Α.Ε.»,Αθήνα 1945, τόμος Α’ σελ. 47
Τ. Βουρνά, στο ίδιο σελ. 66
Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του ‘21», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος 1ος, σελ. 233
Γ. Ζέβγου, στο ίδιο, σελ. 49
Θ. Κολοκοτρώνη: «Ο λόγος στην Πνύκα- 13/11/1838», Άπαντα, εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, τόμος Α’, σελ. 210
Μαρξ- Ένγκελς: «Διαλεχτά έργα», τόμος Α’, σελ. 424
Ν. Τοντόροφ: «Η βαλκανική πόλη 15ος- 19ος αιώνας», εκδόσεις Θεμέλιο, τόμος β’, σελ. 280- 281
Σεραφείμ Μάξιμου: «Η Αυγή του Ελληνικού Καπιταλισμού», εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 18
Σ. Μάξιμου, στο ίδιο, σελ΄. 19
Ν. Τοντόροφ, στο ίδιο, σελ 287
Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ος Αιώνας», τόμος IX, σελ. 281
Αρχείον Κοινότητος Ύδρας, τόμος Β’, σελ. 73 και Γ. Κορδάτου στο ίδιο
Ν. Σβορώνος: «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 52. Επίσης, περισσότερες πληροφορίες για το θέμα: Σ,. Μάξιμου: «Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον XVIII αιώνα», εκδόσεις Στοχαστής
Ν. Σβορώνου: «Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 279- 280
Ν. Τοντόροφ, στο ίδιο, σελ. 283- 284
Γ. Φίνλεϋ: «Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 348- 349
Γ. Φίνλεϋ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις ΑΤΛΑΣ σελ. 392

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010







Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ή ΚΑΡΑΒΟΓΙΑΝΝΟΣ



Πόσοι νεοέλληνες σήμερα, γνωρίζουν για τον Καραβόγιαννο, το πρώτο πυρπολητή του 1821;
Κι όμως πρόκειται για τον αγωνιστή, που έγραψε ένα από τα λαμπρότερα κεφάλαια της ιστορίας του Αγώνα, ίσως το πιο σπουδαίο, σε σημασία και αγωνιστική ενδυνάμωση, στον κατά θάλασσα αγώνα. Ευτύχησε να πρωταγωνιστήσει σε δύο από τις κορυφαίες στιγμές του Αγώνα, την πρώτη πυρπόληση με μπουρλότο στην Ερεσό, στις 27 Μαΐου 1821, όπου με πλοίαρχο τον Δημήτρη Παπανικολή πυρπολήθηκε το δίκροτο ντελίνι του Αρναούτ Μπαϊραχτάρη. Και ύστερα στη Χίο, στις 6 Ιουνίου 1822 (λίγο μετά τις φοβερές σφαγές) όταν με διοικητή τον "Κωνσταντή Μικέ Καναρίου" ανατινάζουν τη Ναυαρχίδα "Κινούμενο Όρος" του Καρά Αλή.

Στην επίσημη ιστορία όμως, για τις δύο αυτές φοβερές πυρπολήσεις, που έδωσαν θάρρος και δύναμη στους Έλληνες αγωνιστές, σε στεριά και θάλασσα, ο Καραβόγιαννος δεν αναφέρεται πουθενά, η αναφέρεται σαν πλήρωμα των πυρπολικών, αλλά όχι σαν πρωταγωνιστής ή σαν συμπρωταγωνιστής του Κανάρη και του Παπανικολή. Κι όμως, επίσημα ντοκουμέντα της Βουλής των Ψαρών του 1821 και του 1822, τον αναφέρουν ως πυρπολητή. Αυτά τα έγγραφα επικύρωσε αργότερα η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας, το 1823 και τον ονόμασε αντιστράτηγο για τους αγώνες του.
Ο Γιάννης Θεοφιλόπουλος, γεννήθηκε στα Λαγκάδια της Γορτυνίας, το 1790 και πέθανε πικραμένος στην Αθήνα το 1885, σε ηλικία 95 ετών.
Όταν ήταν 18 ετών, στα 1808 έφυγε από τα Λαγκάδια, εξ αιτίας της διαμάχης που είχε με τον τοπικό Τούρκο αγά, και κατέφυγε αρχικά στο Ναύπλιο, και στη συνέχεια στα Ψαρά.
Διδάχτηκε την τέχνη των πυρπολικών από το Πατατούκο, και έτσι άρχισε τα ηρωικά του κατορθώματα για τα οποία, ενώ κάνουν λόγο τα επίσημα ντοκουμέντα, δεν τον μνημονεύουν οι επίσημοι ιστορικοί ’21. Οι εξορμήσεις του Καραβόγιαννου με το στόλο των Ψαρών διαδέχονται η μία την άλλη, κατά μήκος του Ανατολικού Αιγαίου και προς Βορράν μέχρι τα Δαρδανέλλια και τον Ελλήσποντο, Άβυδο, Κατάστενα Κάστρων και Νίμπροτζε, καθώς και σε Κασσάνδρα, Αίνο και Τένεδο, επίσης και στη Σάμο. Το 1822 παίρνει μέρος στη Ναυμαχία των Πατρών στις 20 Φεβρουαρίου, όπως βεβαιώνει και ο Ναύαρχος Νικολής Αποστόλης. Μετά τις 10 Μαρτίου, Ψαρά, δύο εκπλεύσεις Απρίλιο και Μάιο στη Χίο μέχρι 6 Ιουνίου. Σε όλες ανεξαιρέτως τις βεβαιώσεις της Βουλής των Ψαρών γίνεται μνεία των αρετών του Καραβόγιαννη. Όπως αναφέρει επί λέξει ο Κωνσταντής Κανάριος" δεν έλαβεν ούτε οβολόν, παραμερίζοντας έτσι και τις διχόνιες.
Ποιοι είναι όμως οι λόγοι, που ο Καραβόγιαννος δεν έχει τη θέση που του αξίζει στην επίσημη ιστορία;
Εγώ, δεν είμαι σε θέση να το ελέγξω.
Εκείνο όμως που αντιλαμβάνομαι, είναι ότι η Ιστορία που γίνεται με το αίμα των πολλών, και γράφεται με το μελάνι των ολίγων, πολλές φορές για να είναι αληθινή, θέλει ανάποδο γύρισμα.
Η πρώτη προσπάθεια για την αποκατάσταση αυτής της ηρωικής μορφής, έγινε από τον δημοσιογράφο Γιώργο Βαλασόπουλο και τις στήλες της αθηναϊκής εφημερίδας «Νέμεσις», τον Απρίλιο του 1884. Και η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε από τον καθηγητή ιστορίας Εμμανουήλ Βροίλη μέσα από την εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ» την ίδια χρονιά, ένα χρόνο δηλαδή πριν τον θάνατο του Καραβόγιαννου.
Και οι δύο τους προκάλεσαν τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, να απαντήσει με σαφήνεια, βασιζόμενος στα ντοκουμέντα και την ίδια τη μαρτυρία του Καραβόγιαννου, γιατί έγινε παραχάραξη και όλη η φήμη των δύο πυρπολήσεων, ανήκει στους Παπανικολή και Κανάρη, αλλά ο Παπαρηγόπουλος, πεισματικά σιώπησε.
Η δεύτερη προσπάθεια για την αποκατάσταση του ξεχασμένου ήρωα, έγινε τη δεκαετία του ΄80, από τον εγγονό του Καραβόγιαννη, Σπύρο Θεοφιλόπουλο. Ο τελευταίος ανακάλυψε ότι το αρχείο του Θεοφιλόπουλου πουλήθηκε το 1918 στον Ιωάννη Βλαχογιάννη και στη συνέχεια κατέληξε στο Αρχείο Αγωνιστών του ’21. Μαζί με τα έγγραφα στο Βλαχογιάννη, παραδόθηκε και το σπαθί του Θεοφιλόπουλου, το οποίο άγνωστο πως, μερικές δεκαετίες αργότερα βρέθηκε στα χέρια του Ναυπάκτιου πολιτικού Νόβα.
Ο Καραβόγιαννος δεν έδρασε μόνο στη θάλασσα, διακρίθηκε και στη στεριά. Ήδη από τον Αύγουστο του 1822, δύο μήνες μετά την πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρά-Αλή μπαίνει στο χώρο των μαχών και του πολέμου παίρνοντας μαζί με συγγενείς του μέρος. Έγινε ένας από τους υπασπιστές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Φωτάκος στους Βίους των Πελοποννησίων στρατιωτικών του 1821 αναφέρει περιληπτικά:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΤΣΑΚΑΛΟΣ
Καὶ οὗτος ἐγεννήθη εἰς τὰ Λαγκάδια. Ἐν ἀρχῇ
τῆς ἐπαναστάσεως εὑρέθη ναυτικὸς εἰς τὰ Ψαρὰ, καὶ
ἀνεδείχθη ἕνας ἐκ τῶν ἐπισήμων πυρπολητῶν, καύσας
Τουρκικὰ πλοῖα. Μετὰ δὲ ταῦτα ὑπηρέτησε καὶ εἰς
τὴν ξηρὰν μετὰ τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη.

Στη μάχη των Τρικόρφων για την παλικαριά του, ονομάστηκε «Τσάκαλος».

Μετά την Επανάσταση, το 1832 και 1833 χρημάτισε πολιτάρχης Τριπολιτσάς και Λεονταρίου.
Το 1865, του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του ταγματάρχη της Φάλαγγας, χωρίς την αντίστοιχη προικοδότηση του βαθμού του.
Στα βαθειά γηρατειά του, πάμπτωχος και ξεχασμένος, ζούσε στην Αθηνα, σε ένα σπιτάκι, σε μια πάροδο της οδού Αιόλου, κοντά στη βρύση του Βορρά.

Εκεί τον ανακάλυψε ο δημοσιογράφος Βαλασόπουλος και στη συνέχεια ο καθηγητής Βροήλης το 1884.
Εκείνη τη χρονιά οργανώθηκε η πρώτη έκθεση κειμηλίων του ιερού αγώνα στο ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΊΟ. Όμως πολλοί Αθηναίοι, αντί πάνε στην έκθεση που οργάνωσε η κυβέρνηση Τρικούπη, συνέρρεαν στο φτωχικό του Καραβόγιαννου, που έγινε τόπος προσκυνήματος από το λαό για τις λησμονημένες δάφνες του.
Όπως γραφεί η εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ» τις ημέρες εκείνες, καθημερινά διάφοροι όμιλοι ανθρώπων, προσέρχονταν με θρησκευτική ευλάβεια στο ταπεινό σπιτάκι και ασπάζονταν με σεβασμό το χέρι του Καπετάν Γιάννη, ακούγοντας από το στόμα του των ιστορία των ενδόξων κατορθωμάτων του.
Ο ίδιος διηγήθηκε στον καθηγητή Βροήλη για το πώς τινάχτηκε από τον ίδιο στον αέρα η ναυαρχίδα του Καρά-Αλή, αλλά αυτό το χειρόγραφο δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα πουθενά.
Ένα μέρος του όμως, έχει δημοσιευτεί στην ιστορία του Οικονόμου, ο οποίος σημειώνει ότι την παραθέτει όπως την του διηγήθηκε ο Καραβόγιαννος.
Με βάσει την διήγηση του Θεοφιλόπουλου, ο Βροήλης δημοσίευσε μελέτη με τίτλο « Ο πρώτος Πυρπολητής του Αγώνα, Ιωάννης Γ.Θεοφιλόπουλος», το 1884.
Την 1 Δεκεμβρίου 1885, σε ηλικία 95 ετών, ο Καπεταν Γιάννης Θεοφιλόπουλος πέρασε στην αιωνιότητα.
Στην κηδεία του παρέστη, μεταξύ άλλων, και ο εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Θεόδωρος Γενναίου Κολοκοτρώνης, ο οποίος όταν παρακλήθηκε από κάποιους να εκφωνήσει τον επικήδειο, ξέσπασε σε δάκρια λέγοντας: Τι να ειπώ εγώ εις τον Καπετάν Γιάννη; Μπορεί ο λύχνος να φέξη τον ήλιον; Ο Καπετάν Γιάννης ήτο και του πάππου μου ανώτερος.
Αντί επικήδειου, ο Θεόδωρος Κολοτρώνης ο νεώτερος, εστιχούργησε το εξής επιτύμβιο για τον Καραβόγιαννη

ΗΤΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΞΗΡΑΣ
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΔΕΛΦΊΝΙ
ΠΟΥ ΤΡΕΜΑΝ ΣΑΝ ΤΟΝ ΑΚΟΥΓΑΝ ΚΑΙ
ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΤΖΕΡΊΝΟΙ



Το 1910 ο Δήμος Αθηναίων έδωσε το όνομα του σε δρόμο της Αθήνας, στις αρχές της λεωφόρου Βουλιαγμένης, οπού υπάρχει και σήμερα.
Το 1970 η προτομή του στήθηκε στην κεντρική πλατεία των Λαγκαδιών.
Την δεκαετία του ΄90, επί Δημαρχίας του αείμνηστου Δημήτρη Κιντή, σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Λαγκαδιών της Αττικής στήθηκε η προτομή του Καραβόγιαννου στη πλατεία Σικελιανού στα Κανάρια, στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.
Το όνομα του δόθηκε επίσης την δεκαετία του ’80 σε πλοίο φαρικών αποστολών του πολεμικού Ναυτικού με αριθμό Α-479.
Η έρευνα, που έκανα στα Αρχεία των Αγωνιστών του 21, στις εφημερίδες και τα χρονικά της εποχής, οδηγούν σε ένα συμπέρασμα.
Ο Κανάρης στη Χίο χρησιμοποίησε την πείρα που είχε αποκτήσει ο Καραβόγιαννος στην Ερεσό και κινήθηκε κάτω από τις οδηγιές του. Από τα έγγραφα προκύπτει και από την διήγηση του ίδιου, ότι τόσο στη Χίο, όσο και στην Ερεσό, ο Καραβόγιαννης ήταν ο μπουρλοτιέρης. Αλλά απλός αυτός ναύτης παραμερίστηκε από τους αρχηγούς του, όπως συμβαίνει συνήθως σε όλες τις εποχές και σε όλες τις επιχειρήσεις. Και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ο Καραβόγιαννης, λίγους μήνες μετά την ανατίναξη της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, δυσαρεστημένος για την παραγκώνιση του, αφού ζήτησε και πήρε τα πιστοποιητικά των Ψαριανών, άφησε τη θάλασσα για να κατακτήσει με την ανδρεία του, νέες δάφνες στη στεριά και να γίνει αντιστράτηγος.
Δεν είναι λοιπόν υπερβολή αυτό που έγραψε ο Βροήλης την εποχή που ζούσαν ακόμα πολλοί αγωνιστές, ότι « ο Παπανικολής αφήρεσεν όλη τη δόξα του Θεοφιλόπουλου, ενώ το ήμισυ μόνον αυτής του ανήκεν».
Όμως Η Ερεσός και η Χίος, τα Τρίκορφα και το Μεσολόγγι, θυμούνται την παλικαριά του και ανιστορούν την δόξα του Καπετάν Γιάννη στις νεότερες γενιές των Ελλήνων.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Η τύχη των αγωνιστών στα χρόνια του Οθωνα.












του Περικλή Δ.Καπετανόπουλου

Δημήτριος Χαρ. Βιλαέτης 

 Ερευνώντας ανάμεσα σε χιλιάδες έγγραφα των Αρχείων των Αγωνιστών του 1821, για την τύχη των αγωνιστών την μετεπαναστατική περίοδο, διέκρινα την υπογραφή του Δημήτρη Βιλαέτη, γιου του στρατιωτικού αρχηγού της επαρχίας Πύργου Χαράλαμπου Βιλαέτη, σε μια επιστολή - αίτηση προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, που ως τελικό παραλήπτη είχε το βασιλιά Οθωνα. Φέρει ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1841, δηλαδή 20 χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατο του πατέρα του στο Λαντζόι στις 10 Μαΐου 1821. Ο Δημήτριος Βιλαέτης αναγκάζεται να απευθυνθεί στη Κυβέρνηση και το Βασιλιά, λόγω της έσχατης ένδειας στην οποία είχε περιέλθει και της παντελούς έλλειψης πόρων ζωής. Αλλά στη θέση του Δημητρίου Βιλαέτη, βρίσκονταν δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές μαζί με τις οικογένειες τους. Μέχρι την άφιξη του ανήλικου βασιλιά Οθωνα, στις 25 Γενάρη 1833,στη καθημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα, όλοι οι αγωνιστές, μαζί και οι Μοραΐτες, που είχαν προσφέρει τα πάντα στον υπέρ ανεξαρτησίας Αγώνα, ζούσαν με την ελπίδα ότι θα ανταμειφθούν έστω με ένα μικρό κομμάτι γης, για να ξαναχτίσουν το κατεστραμμένο από τους Τούρκους και τον Ιμπραήμ σπίτι τους, και να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη για την επιβίωση τους. Αντί για ανταμοιβή όμως, οι Βαυαροί , αντιμετώπισαν τους αγωνιστές σαν εχθρούς του νέου καθεστώτος. Μια από τις πρώτες ενέργειες της Αντιβασιλείας, δηλαδή των κηδεμόνων του ανήλικου Οθωνα, ήταν να αφοπλίσει το στρατό του Αγώνα, διότι αισθάνονταν την ύπαρξη των ενόπλων αγωνιστών ως απειλή. “Οι βαυαροί, οι τρόφιμοι γραφειοκράτες του ισχνού ελληνικού προϋπολογισμού Φαναριώτες, οι γαιοκτήμονες που αποτελούσαν το κατεστημένο της εποχής- γράφει ο Μέδελσον- πίστευαν ότι κινδύνευαν “εν 'οσω οι άγριοι εκείνοι πολεμισταί διετήρουν εξουσίαν τινά”. Χιλιάδες παλαίμαχοι αγωνιστές, ορφανά και χήρες , πεινασμένοι και γυμνοί , εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους από το επίσημο κράτος. Οι άνθρωποι που με το αίμα τους λευτέρωσαν τον τόπο πετάχτηκαν “σαν τη τρίχα απ' το ζυμάρι” από τους Βαυαρούς και την Κυβέρνηση τους. Έτσι τον ενθουσιασμό και τους εορτασμούς των πρώτων ημερών, διαδέχτηκε θύελλα διαμαρτυριών, όταν λίγο καιρό μετά δημοσιεύτηκε το Διάταγμα για την διάλυση του Στρατού της Επανάστασης, ( Β.Δ της 2/14 Μαρτίου 1833). Το Διάταγμα όριζε μάλιστα και τα σημεία στα οποία έπρεπε να προσέλθουν οι αγωνιστές για να παραδώσουν τα όπλα τους. Η ίδια σκηνή θα επαναληφθεί 112 χρόνια αργότερα με τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Δυο μήνες μετά τη δημοσίευση του διατάγματος , στο Άργος και κάτω από την απειλή των βαυαρικών πυροβόλων, οι αγωνιστές αναγκάζονται να παραδώσουν τα καριοφίλια τους. Κατά τον αφοπλισμό εκτυλίχθηκαν θλιβερές σκηνές. Ασπρομάλληδες αγωνιστές παραδίνανε τα’ άρματα τους κλαίγοντας σαν τα μικρά παιδιά. Κάποιοι προτίμησαν να τα σπάσουν στους βράχους, παρά να τα παραδώσουν σε ξένα, γερμανικά χέρια. Στη Δυτική Πελοπόννησο, ως σημεία συγκέντρωσης των αγωνιστών ορίστηκαν το Αλή Τσελεπή (Παλαιό Βουπράσιο) και η Αχαγιά. Αμέτρητοι αγωνιστές όμως ούτε τα παρέδωσαν, ούτε τα έσπασαν. Αυτούς ο γερμανικός στρατός ανέλαβε να τους αφοπλίσει με τη βία. Έτσι πολλοί αγωνιστές κυνηγημένοι πέρασαν τον Ισθμό και βρέθηκαν έξω από τα σύνορα του κράτους που είχαν ελευθερώσει με το αίμα τους , ενώ άλλοι πήραν τα βουνά και επιδόθηκαν στη ληστεία. Όμως αν και ο στρατός του '21 διαλύθηκε, το πρόβλημα της εξοικονόμησης των απαραίτητων για τους εξαθλιωμένων αγωνιστών παρέμενε άλυτο. Μέσα στα πρώτα είκοσι χρόνια της βασιλείας, ξεσπούν σε όλη τη χώρα εξεγέρσεις. Πρώτα η Μάνη, μετά η Ρούμελη και ο Μοριάς. Το σύνθημα της Επανάστασης “γη και ελευθερία” παρέμενε ανεκπλήρωτο. Ο κατατρεγμός δεν περιορίστηκε στους απλούς αγωνιστές, αλλά συνέλαβαν ακόμα και το Γέρο του Μοριά και τους πρωτοκαπεταναίους της Επανάστασης , τους καταδίκασαν και τους φυλάκισαν σαν προδότες και εχθρούς της Πατρίδας! Όμως παρά το σκληρό πρόσωπο που έδειξε απέναντι τους η Αντιβασιλεία, οι περισσότεροι αγωνιστές, δεν καταδέχτηκαν να πάρουν τ’ άρματα εναντίον της Πατρίδας την οποία λευτέρωσαν με τόσο αίμα και θυσίες. Συνέχιζαν να ελπίζουν και να γράφουν στον Οθωνα, για την άθλια κατάσταση πενίας στην οποία είχαν περιέλθει. Αντίθετα οι τυχοδιώκτες Γερμανοί αξιωματικοί που έφταναν στην Ελλάδα, προβιβάζονταν σε βαθμούς ανώτερους των Ελλήνων και των Φιλελλήνων που το σώμα τους ήταν γεμάτο ουλές από τις μάχες με τον εχθρό. Την ίδια σκληρή αντιμετώπιση είχαν και πολλοί από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης, κι ανάμεσα τους ο Νικηταράς, ο Καραβόγιαννος, ο Ανδραβιδιώτης, κ.α. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο γιο του Χαράλαμπου Βιλαέτη που το 1841, ζει σε απόλυτη ένδεια και αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια της Κυβέρνησης μέσω του Υπουργού (Γραμματέα) των Στρατιωτικών. Στην αίτηση του αναφέρει: « Ο υποφαινόμενος υπαγόμενος εις μιαν των επισημοτέρων οικογενειών του Πύργου, είμαι υιός του υπέρ της Πατρίδος πεσόντος Χαράλαμπου Βιλαέτη, όστις εχρημάτισε αρχηγός της Επαναστάσεως της αυτής Επαρχίας. Περιττόν κρίνω Κύριε Γραμματεύ να εκθέσω τα περί του πατρός μου, ήτοι την θέσιν ήν έχειν εις την πατρίδα μας, την περί τα στρατιωτικά ικανοτητά του, με οποίον ηρωισμόν απέθανε και πόσον η ημέρα της 2ας Μαίου του 1821 καθ΄ήν εθανατώθη, από την υπεροπλίαν των Λαλαίων, δυνατωτέρων οθωμανών της Πελοποννήσου, συνεισέφερεν εις τον αγώνα μας…Αλλά στερούμενος κάθε μέσον υπάρξεως έσπευσα άμα μετά την εγκαθίδρυσιν ενταύθα της Β.Κυβερνήσεως να παρουσιαστώ ενώπιον της Α.Μ, ήτις αναγνωρίσασα τας θυσίας του πατρός μου ηυδόκησε δια πράξεων αλλεπαλλήλων να δείξει πατρικήν συμπόνοιαν διατάξασα να εγκατασταθώ εις ανάλογον θέσην. Σχηματισθείσης μεθ' ου πολύ Στρατιωτικής Επιτροπής και συγκειμένης από άνδρας οίτινες καλώς εγίγνοσκον τον ένδοξον του πατρός μου θάνατον και τον υπερ της Πατρίδος ζήλον του, με κατέταξεν εις το Μητρωον της ως ανθυπολοχαγόν…» Τελικά η Γραμματεία των Στρατιωτικών εισηγήθηκε στον ¨Οθωνα την απονομή του βαθμού του ανθυπολοχαγού της Φάλλαγγας στο Δημήτριο Βιλαέτη με την ανάλογη πενιχρή «προικοδότηση» δηλαδή χρηματική βοήθεια. Στην εισηγητική έκθεση του Υπουργού των Στρατιωτικών προς τον Οθωνα αναφέρονται τα εξής: « Μεγαλειότατε, Ο Χαράλαμπος Βιλαέτης υπήρξεν οπλαρχηγός της Επαρχίας του Πυργου και εφονεύθη εις μάχην τινά, το πρώτον του Ιερού Αγώνος έτους. Ο τελευτήσας εγκατέλειπε υιόν τον Δημήτριον Βιλαέτην, υστερούμενον τα της υπάρξεως μέσα και απροστάτευτον. Η εξεταστική επιτροπή, η παρά του αντιστρατήγου Τζουρτ προεδρευθείσα, έχουσα υπ’ οψιν εξ’ ενός μέν μέρους τας θυσίας του φονευθέντος οπλαρχηγού, και εξ’ άλλου την αμηχανίαν του υιού του, ενόμισεν έργον δικαιοσύνης να προτείνη την χορήγησιν της υπάρξεως του μέσων δια την εις 7ην τάξιν βαθμολογίας…». Στο σχέδιο Β.Διατάγματος αναφέρεται επι λέξει : « Απόφασις Επι τη υπ’ αριθ. 13610 προτάσει της ημετέρας επι των Στρατιωτικών Γραμματείας της Επικρατείας, ευαρεστούμεθα να ονομάσωμεν ανθυπολοχαγόν εις την Β. Φάλαγγα με το δικαίωμα της προικοδοτήσεως κατά τους ορισμούς του περί προικοδοτήσεως των φαλαγγιτών Νόμου, τον Δημήτριον Χαραλάμπους Βιλαέτην, υιον του ενδόξως πεσόντος οπλαρχηγού της επαρχίας Πύργου Χαραλάμπους Βιλαέτη. Αθήναι τη 5η Ιανουαρίου 1842». Οι ιστορικοί γράφουν για τον Χαράλαμπο Βιλαέτη Γράφει για τον Χαράλαμπο Βιλαέτη ο επιφανής Ηλείος ιστορικός Δημήτριος Οικονομόπουλος: «Βιλαέτης Χαράλαμπος. Υπήρξεν ο διαπρεπέστερος της οικογενείας Βιλαέτη. Ούτος μετά του αδελφού του Νικολάου κατά τους διωγμούς της κλεφτουριάς της Πελοποννήσου το έτος 1805 κατόρθωσε να διασωθεί εις Ζάκυνθον. Εκεί υπηρέτησε μετά του Θ. Κολοκοτρώνη μετά του οποίου είχε συνδεθεί στενότατα ως αξιωματικός εις τα συσταθέντα Ρωσικά, Γαλλικά και κατόπιν Αγγλικά τάγματα της Επτανήσου υπό τον Αγγλον φιλέλληνα στρατηγόν Ριχάρδον Τζώρτζ με τον βαθμόν του λοχαγού. Ο Τζώρτζ εις ιδιαιτέραν έκθεσιν του (αρχείον αγωνιστών αριθ. 17253) πιστοποιεί ότι υπήρξεν εκ των ικανοτέρων λοχαγών του Συντάγματος και κρίνει ιδιαιτέρως την συμμετοχήν ως ηρωικήν εις την άλωσιν του φρουρίου της Λευκάδος το έτος 1810. Μυηθείς μετά του αδελφού του Νικολάου την 20η Οκτωβρίου 1818 υπό του Α.Τζοχαντάρη εις τα της Φιλικής Εταιρείας εις Ζάκυνθον, παρέμεινεν εις αυτήν μέχρι των παραμονών του Αγώνος. Μόλις εξερράγη η Επανάστασις, εντολή της Επιτροπής Ζακύνθου διεκομίσθη, μετά του αδελφού του Νικολάου και εκατόν πεντήκοντα Πελοποννησίων, υπό του πλοιάρχου Λουκά Ακρατόπουλου, αγωνιστού εκ Καλαβρύτων μετερχομένου τον εμποροπλοίαρχον εν Ζακύνθω προ του αγώνος, παρά το Ακρωτήριον Κόρακα του Πύργου και εκείθεν ενωθείς μετά του Γ. Σισίνη εξήγειραν όλην την Ηλείαν εις την Επανάστασιν και ανεγνωρίσθη αμέσως αρχηγός των όπλων. Οι εν Γαστούνη εγκατεστημένοι Τούρκοι φοβηθέντες την εξέγερσιν ανεχώρησαν εξ αυτής και επορεύοντο εις Λάλα προς εξασφάλησιν των. Εν ώ δε ευρίσκοντο καθ’ οδόν, οι εν Λάλα τουρκαλβανοί τους ειδοποίησαν, ότι δεν θα τους δεχθούν και εκ τούτου ηναγκάσθησαν να επιστρέψουν και να κλειστούν εις το φρούριον Χλουμούτσι. Την 27η Μαρτίου 1821 ο Γ.Σισίνης και ο Χ.Βιλαέτης τους επολιόρκησαν, επελθόντες όμως οι Λαλαίοι έλυσαν την πολιορκίαν και απέστειλαν τους πολιορκημένους εις τας Πάτρας. Επειδή έκτοτε οι Λαλαίοι ενήργουν εκ περιτροπής επιδρομάς κατά του Πύργου και διαφόρων άλλων χωρίων της Ηλείας, ο Βιλαέτης ως ο μόνος στρατιωτικός εξ επαγγέλματος εις την περιφέρειαν του μεταξύ των αγωνιστών, διοργάνωσε θαυμασίως τους αγωνιστάς, ίδρυσε στρατόπεδον και ημύνετο εις διάφορα σημεία προξενών ζημίας εις τους Λαλαίους, οίτινες γενναίοι όντες ετίμων την ανδρείαν του αποκαλούντες αυτόν « Φραγκοπαλλικάρι» ως υπηρετήσαντα εις τα τάγματα της Ευρώπης. Την 10ην Μαΐου 1821 εξεστράτευσεν κατά των Λαλαίων μετά των οποίων συνεπλάκη εις την πεδιάδα του χωρίου Σμύλα. Επί πέντε ώρας διεξήγετο η μάχη πεισματωδώς, τέλος ο Βιλαέτης εφονεύθη υπο τινός ιπποκόμου μπέη, τον οποίον είχε φονεύσει εις την μάχην ο Βιλαέτης. Εις την μάχην αυτήν εφονεύθησαν και εικοσιπέντε σύντροφοι του και οι γενναίοι τριφύλιοι οπλαρχηγοί Δημ.Κινάς, Αναγ. Δονάς και οι εκ Ζακύνθου αδελφοί Καμπασαίοι ηρωικώς αγωνισθέντες. Οι Τούρκοι απαλλαγέντες του φοβερού τούτου εχθρού κατενθουσθιάσθησαν και αποκόψαντες την κεφαλήν του ήρωος επέστρεψαν θριαμβευτικώς εις Λάλα, όπου οι Αγάδες διέταξαν εορτάς, την δε κεφαλήν αυτού εκρέμασαν εις τον, παρά το τζαμί των, πλάτανον». Ο επιφανής ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος εις το περισπούδαστον ιστορικόν έργον του γράφει δια τον Χ.Βιλαέτην: « ο ηρωισμός του και η αυτοθυσία του κατά την μάχην του Λαντζοίου ενθυμίζουν τον Αθ. Διάκον εις την Αλαμάναν και τον Αθαν.Καρπενισιώτην εις το Σκουλένι. Ηρνήθη να εγκαταλείψη το πεδίον της μάχης και έμεινε με τους ολίγους άνδρας του μαχόμενος και αποφασισμένος να αποθάνη. Καταλέγεται μεταξύ των ανδρών, των οποίων ο θάνατος κατά την αρχήν της Επαναστάσεως εστέρησε τον πολυετή αγώνα πολυτίμων αρχηγών». Η απόφασις του Βιλαέτη και η επιμονή του να μείνη προ του προφανεστάτου κινδύνου κατηγορήθη από όλους, διότι άλλως θα ηδύνατο να προσφέρη μεγάλας υπηρεσίας εις τον Αγώνα. Ο ιστορικός Φιλήμων γράφει ότι «αν το παράτολμον θάρρος του δεν τον εξώθει εις την φοβεράν μάχην του Σμύλα, η Πελοπόννησος θα επεδείκνυε και έτερον ήρωα και γίγαντα».