Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Η μάχη του Δυρραχίου 22 Σεπτέμβρη 1947




Στο χωριό Δυρράχι, η περιοχή του οποίου έχει μεγάλη στρατηγική σημασία για τη ΝΑ Πελοπόννησο ( βρίσκεται στο σημείο που «ενώνονται» οι Νομοί Μεσσηνίας, Λακωνίας και Αρκαδίας ), είχαν την έδρα τους ένα απόσπασμα χωροφυλακής (50 περίπου χωροφύλακες) και ένας λόχος ΜΑΥδων [1]  που στη διάρκεια του «Μονόπλευρου Εμφύλιου» ελέγχανε ολόκληρη την περιοχή του δυτικού Ταΰγετου, το χώρο δηλαδή που περικλείεται από τα χωριά Δυρράχι, Νιοχώρι, Λιοντάρι, Καμάρες, Χειράδες, Μπάλα, Αρφαρά, Γαρδίκι. Οι χωροφύλακες του αποσπάσματος και οι ΧιτοΜΑΥδες προκαλούσαν το φόβο και τον τρόμο σ’ όλους τους κατοίκους των χωριών της περιοχής, με τις καθημερινές  «επισκέψεις» τους στα χωριά, την περίοδο που στην περιοχή αυτή δεν είχαν εμφανιστεί αντάρτες.
Μετά, όμως, από την έναρξη της ένοπλης αντίστασης (Ιούλιος 1946) οι «παλικαράδες» αυτοί του Δυρραχίου κλείστηκαν στο καβούκι τους, δεν αποτολμούσαν εξόδους προς την ελεύθερη περιοχή μας, στον Κεντρικό Ταΰγετο, όπως έκαναν συχνά πριν. Είχαν περιοριστεί σε άμυνα.Το ηθικό τους ήταν πεσμένο, όχι όμως τόσο χαμηλά όσο στ’ άλλα τμήματα  του κυβερνητικού στρατού. Το ‘χανε πάρει απόφαση να αμυνθούν όταν θα δέχονταν επίθεση του Δημοκρατικού Στρατού. Είχανε σαν δεδομένο ότι «θα αμύνονταν σκυλίσια» και γι’ αυτό οι προετοιμασίες μας για την επιχείρηση αυτή γίνονταν με μεγάλη προσοχή και χωρίς καμμιά βιασύνη, υπό τη διεύθυνση του γνωστού για την ορθοφροσύνη του στρατιωτικού διοικητή του Συγκροτήματος Γ. Κονταλώνη.
Είναι αλήθεια ότι η βάση αυτή των κυβερνητικών δυνάμεων, στη φύσει οχυρή αυτή τοποθεσία, μας είχε γίνει βραχνάς, γιατί κατά κάποιο τρόπο μας έφραζε το δρόμο προς Καλαμάτα, Άνω Μεσσηνία, Ορεινή Τριφυλλία και Ολυμπία, περιοχές στις οποίες έπρεπε οπωσδήποτε να επεκτείνουμε τη δράση μας- ακόμα δε μας είχε αλλάξει αυτό τον προσανατολισμό το Αρχηγείο Πελοποννήσου, με τη νέα διαταγή του, που καθόριζε σαν άμεσο καθήκον μας την επέκταση της δράσης μας προς Βορράν του Ταΰγετου.
Για το «βραχνά» αυτό συζητούσαμε συχνά, κάθε μέρα σχεδόν, με τον Κονταλώνη και τον Κυβέλο και πάντοτε καταλήγαμε στο ίδιο συμπέρασμα, ότι «δεν πρέπει να βιαστούμε, παρ’ όλο που τώρα οι δυνάμεις μας είναι επαρκείς για να τσακίσουμε τους “χιταράδες του Δυρραχίου”….. έτσι όμως χωρίς να διαθέτουμε τουλάχιστο δυο βαριά πολυβόλα, θα έχουμε κι εμείς μεγάλες απώλειες… Ας περιμένουμε ακόμη λίγο να μας έρθουν  τα δυο πολυβόλα από τον Πάρνωνα, όπως μας έχει υποσχεθεί ο Χριστόφορος Κώνστας… Όταν τα εγκαταστήσουμε στη μέση της πλαγιάς της δυρραχιώτικης” Ξεροβούνας” και αρχίσουν να βάλλουν, σίγουρα οι Δυρραχιώτες ΜΑΥδες και οι χωροφύλακες θα το βάλουν στα πόδια, καθώς δεν θα τους προστατεύουν οι οχυρώσεις τους…»
Όπως κι έγινε. Τα δυο πολυβόλα τα έφερε στον Ταΰγετο η διμοιρία πολυβόλων – επικεφαλής ο αξέχαστος σύντροφος Βασίλης Κρεμαστιώτης– και κατά τα χαράματα της 22-9-1947 τα τμήματά μας άρχισαν να βάλλουν με όλα τα όπλα τους στα οχυρά των χωροφυλάκων και των ΜΑΥδων (στα «Κεφαλέικα», «Βλαχέικα Αλώνια», «Άγιους Θεοδώρους» και στους δύο λόφους – «Τουρλίτσες»), τόσο από το υπερκείμενο ύψωμα του «Άγιου Λιά», που το καταλάβαμε μόλις άρχισε η επίθεση, όσο και από τις θέσεις που είχαμε εγκατασταθεί στην πλαγιά της «Ξεροβούνας», απ’ όπου χτυπούσαμε τους αμυνόμενους από ψηλά και τους ακινητοποιήσαμε στα οχυρά τους.
Στην αρχή της επίθεσης, αντιστέκονταν κάπως οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥδες, γιατί είχαν οχυρωθεί σε πολλά σημεία του χωριού, στις τέσσερις συνοικίες του (Κεφαλέικα, Μουτσουλέικα ,Μαυροειδέικα και Λήθαρος) που βρίσκονταν στους πρόποδες και στις πλαγιές ισάριθμων λοφίσκων , που, σαν σύνολο, αποτελούν ένα θαυμάσιο φυσικό οχυρό, τα τέσσερα τμήματα του οποίου αλληλοϋποστηρίζονται. Όταν όμως, άρχισαν να τους θερίζουν τα πολυβόλα μας από ψηλά, τα ‘χασαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν άτακτα τις θέσεις τους. Δεν υπολόγιζαν ότι διαθέταμε ισχυρά πολυβόλα και γι’ αυτό είχαν εγκατασταθεί σε λάθος σημεία αμυντικά, εμείς δε, σκόπιμα, αργήσαμε λιγάκι να τους βάλλομε από την «Ξεροβούνα», για αγκιστρωθούν στα οχυρά τους, να μην το βάλου στα πόδια αμέσως, οπότε και η νίκη μας θα ήταν κουτσουρεμένη, αφού έπειτα από λίγες μέρες θα επανέρχονταν με μεγαλύτερες δυνάμεις και δε θα παίρναμε όπλα και πυρομαχικά που ήταν κύρια επιδίωξή μας.
Μόλις, λοιπόν, αρχίσανε να «κελαηδάνε» τα πολυβόλα του Κρεμαστιώτη, αιφνιδιάστηκαν οι χωροφύλακες και οι ΜΑΥδες. Κάνανε μερικές προσπάθειες να αναπροσαρμόσουν τη διάταξή τους, αλλά τελικά το έβαλαν στα πόδια και όπου φύγει- φύγει. Μπήκαν στη χαραδρούλα, που στην πλαγιά της περνάει ο δρομάκος προς Λοζά-Πολιανή, και σταμάτησαν στην ….Καλαμάτα, οι περισσότεροι άοπλοι. Ευτυχώς γι’ αυτούς, που δεν είχε έγκαιρα πιάσει την «Παναγιά» στο νεκροταφείο του χωριού, ο Σαραντόπουλος με το απόσπασμά του, αλλιώς ελάχιστοι θα σώζονταν, εκεί μες τη χαράδρα που μπήκαν, για να φύγουν προς Πολιανή.
Σκοτώθηκαν 10 χωροφύλακες και 5 ΜΑΥδες. Πηραμε πολλά λάφυρα (οπλισμό, τρόφιμα κ.λ.π). Μεταξύ των νεκρών ήταν δυστυχώς και η μάνα του αξιωματικού Γιάννη Λαδά, η οποία σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα.
Μετά την εξουδετέρωση της βάσης αυτής των κυβερνητικών δυνάμεων, η ελεύθερη περιοχή μας στον Ταΰγετο διευρύνθηκε κατά πολύ και άνοιξε ο δρόμος για να επεκτείνουμε τη δράση μας και στην εκτός Ταΰγετου Μεσσηνία, στην ορεινή Τριφυλλία και στην Ολυμπία.

Σημείωση
[1] Ο Βασίλης Κρεμαστιώτης, στέλεχος του Κ.Κ.Ε, στην περίοδο της κατοχής υπηρέτησε στον ΕΛΑΣ, στο 8ο Σύνταγμα Λακωνίας και διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής διμοιρίας πολυβόλων. Μετά την απελευθέρωση κατέφυγε στον Πάρνωνα για ν’ αποφύγει τις διώξεις του μεταβαρκιζιανού κράτους και του παρακράτους της μοναρχοφασιστικής Δεξιάς. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του Δημοκρατικού Στρατού στη Λακωνία. Στο Δημοκρατικό Στρατό υπηρέτησε ως διοικητής πυροβολαρχίας και διακρίθηκε για τις διοικητικές του ικανότητες και την προσωπική του παλικαριά. Με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ ονομάστηκε υπολοχαγός. Σκοτώθηκε στη μάχη της Δημητσάνας (30-8-1948)

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Η απελευθέρωση την Καλαμάτας από τον ΕΛΑΣ



 O ΕΛΑΣ παρελαύνει στην απελευθερωμένη Καλαμάτα.

Στην Πελοπόννησο το ένοπλο αντιστασιακό κίνημα του ΕΛΑΣ διεξήγαγε σκληρό διμέτωπο αγώνα, εναντίον των Γερμανών καταχτητών και των ελληνόφωνων συνεργατών τους που είχαν τεθεί στην υπηρεσία των ναζί. Οταν άρχισε η αποχώρηση των Γερμανών από το Μωρηά, οι ταγματασφαλήτες αποτέλεσαν την οπισθοφυλακή και πλαγιοφυλακή  των Γερμανικών στρατευμάτων, με αποστολή να εμποδίσουν επιθέσεις των τμημάτων του ΕΛΑΣ και να τις φθείρουν.
Η κυβέρνηση Γ.Παπανδρέου, η λεγόμενη "Εθνικής Ενότητας", αν και δημόσια κατήγγειλε τα Τάγματα Ασφαλείας, στην πράξη τα προστάτευε, κάτω από τις οδηγίες των Εγγλέζων και του παλαιοκομματικού κόσμου. Αγγλοι πράκτορες διεμήνυαν στους διοικητές των ταγματαλητών να μην παραδοθούν στον ΕΛΑΣ, αλλά να περιμένουν την άφιξη των αγγλικών στρατευμάτων και των πραιτωριανών της Κυβέρνησης Παπανδρέου για να τους θέσουν υπό την προστασία τους. Για το ΕΑΜικό Κίνημα, όπως είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες στην Πελοπόννησο τον Σεπτέμβριο του 1944 δεν υπήρξε άλλος δρόμος, από τον βίαιο αφοπλισμό, μετά από μάχη των ελληνόφωνων προδοτών που είχαν οργιάσει σε βάρος Μεσσηνιακού Λαού, διαπράττοντας τα φρικτότερα
εγκλήματα, ξεπερνώντας σε αγριότητα και τους Γερμανούς. Το διορισμένο πιόνι των Εγγλέζων στην θέση του πρωθυπουργού της Ελλάδος, ήθελε πάση θυσία να προστατεύσει τους συνεργάτες των Γερμανών, διότι θα του ήταν χρήσιμοι με την έλευσή του στην Ελλάδα σε βάρος του ΕΛΑΣ. Έτσι ονόμαζε "εμφύλιο πόλεμο" το χτύπημα των εθνοπροδοτών, σε σχετικό άρθρο της συνθήκης του Λιβάνου, την οποία σύρθηκε και υπέγραψε και η ΕΑΜική αντιπροσωπεία, παρά τις περί του αντιθέτου οδηγίες που είχε λάβει από την Κυβέρνηση του Βουνού. Οι Εγγλέζοι πάτρωνες του Παπανδρέου πάλι, αποκαλούσαν τρομοκρατία την κυριαρχία του ΕΑΜ στην ύπαιθρο και τις μεγάλες πόλεις.
Οι δυνάμεις της Αντίστασης, με ένοπλη δύναμη τον ΕΛΑΣ, έκαναν το καθήκον τους, αναμβάνοντας την εκμηδένιση των προδοτικών ένοπλων τμημάτων σε όλο τον Μωρηά. Μια από τις πρώτες μάχες, ήταν αυτή που έδωσαν το 9ο και 8ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση της Καλαμάτας.
Αξίζει να διαβάσουμε τι γράφει για την μάχη που έδωσε ο  ΕΛΑΣ, ο λόγιος δημοσιογράφος Ηλίας Μπιτσάνης :

"Ξημερώματα της 9ης Σεπτεμβρίου 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτίθενται στις οχυρωμένες θέσεις των ταγματασφαλιτών για την απελευθέρωση της Καλαμάτας. Στο διάστημα από τις 6 Σεπτεμβρίου οι "συμμαχικοί" σύνδεσμοι μεταφέρουν στους συνεργάτες των Γερμανών και σφαγείς του μεσσηνιακού λαού που μέτραγε εκατοντάδες εκτελεσμένους πατριώτες, τις προτάσεις του ΕΛΑΣ στη βάση της γενικής κατεύθυνσης: Παράδοση των ταγματασφαλιτών και του οπλισμού τους, απελευθέρωση αυτών που δεν βαρύνονταν με εγκλήματα, δίκη για τους ηγέτες των ταγματασφαλιτών που θα κρατούνταν με την παρουσία των συνδέσμων ως εγγύηση. Η ηγεσία των ταγματασφαλιτών, παρά τις αντιρρήσεις των επικεφαλής της χωροφυλακής, απέρριψε χωρίς συζήτηση τις προτάσεις. Ο Περρωτής και οι λοιποί που ευθύνονταν για συλλήψεις και εκτελέσεις ήταν βέβαιοι για την καταδίκη τους και αποφάσισαν να πάρουν στο λαιμό τους και τους άλλους. Είχαν και την αυταπάτη ότι ο ΕΛΑΣ ήταν κάτι... κατσαπλιάδες που ήταν αδύνατον να καταλάβουν την οχυρωμένη από τους ταγματασφαλίτες πόλη. Εκατοντάδες συνεργάτες των Γερμανών οχυρώθηκαν στο Σύνταγμα, το Κάστρο, τη Φαρών, τη βάση των ταγματασφαλιτών γύρω από την πλατεία Ταξιαρχών (κτήριο παλιού Πρακτικού και μετά 2ου Γυμνασίου, κτήριο μετέπειτα γυμνασίου Θηλέων κλπ.) τη Νομαρχία (κτήριο Μασουρίδη στη Σιδηροδρομικού Σταθμού), το "Ρεξ" και το "Πάνθεον" στη γωνία 23ης Μαρτίου και Νέδοντος.
Η επίθεση ξεκίνησε μετωπικά από την ανατολική πλευρά καθώς ο μεγάλος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ (8ο και 9ο Σύνταγμα) ήταν συγκεντρωμένος στον Ταΰγετο. Πρώτα έπεσε το Κάστρο όπου οι ταγματασφαλίτες λίγο μετά την έναρξη της επίθεσης σήκωσαν λευκή σημαία, αλλά ο ΕΛΑΣ είχε μια μεγάλη απώλεια καθώς κοντά στη Φραγκόλιμνα σκοτώθηκε ο συνταγματάρχης Γιάννης Σέρβος διοικητής του 9ου Συντάγματος. Η μάχη για την κατάληψη του Συντάγματος όπου είχαν οχυρωθεί οι ταγματασφαλίτες με βαρύ οπλισμό κράτησε ώρες. Ο Βαγγέλης Μαχαίρας με ένα μισοδιαλυμένο πυροβόλο λάφυρο από μάχες με τους κατακτητές, βομβαρδίζει τη βάση και με τη βοήθεια των σαμποτέρ και πολιτών ανατινάζει τις μάντρες. Το ΕΑΜ κυριαρχούσε πολιτικά στην Καλαμάτα, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών όχι μόνον ήταν με την αντίσταση αλλά αρνήθηκε να ενταχθεί στα τάγματα όπως φαίνεται από λόγους και ανακοινώσεις των δοσίλογων. Ενώ η πόλη είχε πληρώσει βαρύ φόρο αίματος στα μπλόκα και τις συλλήψεις που οργάνωναν κατακτητές και προδότες. Ετσι στη μάχη μπήκαν και οι πολίτες που βοηθούσαν όσο γινόταν την επίθεση και την προέλαση του ΕΛΑΣ. Σφοδρή σύγκρουση έγινε στη Φαρών καθώς την ώρα που ήταν σε εξέλιξη η μάχη στο Σύνταγμα, από την αντιστασιακή Φυτεία εξαπολυόταν επίθεση στα φρούρια των ταγματασφαλιτών. Ενα βαρύ πολυβόλο στο κτήριο Κολιόπουλου (γωνία Φαρών και σημερινή Γεωργούλη) και άλλο ένα στη μάντρα πίσω από αυτό, θέριζαν την περιοχή. Με τη συναίνεση ενός των ιδιοκτητών οι σαμποτέρ ανατινάζουν το κτήριο όπου υπήρχε η αποθήκη πυρομαχικών των ταγματασφαλιτών. Και ακολουθεί σκληρή μάχη γύρω από την οχυρωμένη θέση τους Ταξιάρχες.
Στη δυτική πλευρά ένα τμήμα του ΕΛΑΣ που έφθασε σε δύο ημέρες με τα πόδια από την Ανδρίτσαινα στην Καλαμάτα, οργανώνει την επίθεση στο "Πάνθεον" όπου είχαν οχυρωθεί οι χωροφύλακες που υποχρεώθηκαν από τους ταγματασφαλίτες να ακολουθήσουν τη δική τους μοίρα παρά τις αντιρρήσεις των αξιωματικών. Η προσέγγιση στο κτήριο με βάση τη διαμόρφωση της περιοχής ήταν αδύνατη κατά μέτωπο. Οι σαμποτέρ με τη βοήθεια των ντόπιων, χρησιμοποιώντας νάρκες που είχαν συλλέξει από ναρκοπέδια, καδρόνια και πετρέλαιο, κατάφεραν να πλησιάσουν και να βάλουν φωτιά στο κτήριο. Που ανατινάχθηκε και κάηκε παρασέρνοντας στο θάνατο τους οχυρωμένου χωροφύλακες.
Στο μεταξύ οι ταγματασφαλίτες συμπτύχθηκαν και εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι που ήδη είχε πέσει, εγκαταλείποντας στην τύχη τους συνεργάτες τους και τους χωροφύλακες, διέφυγαν προς το Μελιγαλά ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή και εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του τάγματος του ΕΛΑΣ που είχε τοποθετηθεί στο Ασπρόχωμα να εμποδίσει μια τέτοια μετακίνηση.
Ο ΕΛΑΣ είχε σοβαρές απώλειες στη μάχη που καταμετρούνται με διαφορετικούς αριθμούς στις διάφορες πηγές. Το βέβαιο είναι πως η κηδεία τους έγινε στις 10 Σεπτεμβρίου στη Φραγκόλιμνα με την καθολική συμμετοχή των Καλαματιανών.