Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Μια νέα (και σοβαρότερη) προσπάθεια για την παραποίηση της Ιστορίας

Η πανένδοξη Εθνική μας Αντίσταση δεν αντιμετώπισε μόνον τους τρεις κατακτητές, (Ιταλούς, Γερμανούς και Βουλγάρους φασίστες), τις κυβερνήσεις Κουίσλιγκ, τα Τάγματα Ασφαλείας και τους κάθε λογής συνεργάτες των κατακτητών, αλλά και τις βρετανικές ραδιουργίες, τα αμαρτωλά παλαιά κόμματα και τις δήθεν αντιστασιακές οργανώσεις, που, σε αγαστή μεταξύ τους συνεργασία, επιδίωξαν τη διάλυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού, τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όσο και μετά την απελευθέρωση, με ένοπλες επιθέσεις, με το δήθεν Εθνικό Συνέδριο του Λιβάνου, με τη δήθεν Συμφωνία της Καζέρτας, με το Δεκέμβρη, τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία και τον εμφύλιο πόλεμο.

Οι διώξεις των αντιστασιακών συνεχίστηκαν μέχρι την πτώση της χούντας, αλλ’ ακόμα και σήμερα πολλοί αγωνιστές βρίσκονται σε υπερορία, γιατί δεν τους επιτράπηκε να επιστρέψουν στην πατρίδα.

Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης με τους νόμους του 1982 και του 1985 υπήρξε λειψή, πολλοί αγωνιστές δεν αποκαταστάθηκαν μέχρι σήμερα και όλες οι κυβερνήσεις από το 1945 μέχρι σήμερα δεν τόλμησαν να ζητήσουν από τη Γερμανία τις αναγνωριζόμενες από το Διεθνές Δίκαιο πολεμικές επανορθώσεις, ούτε καν την επιστροφή του περίφημου «δανείου», το οποίο συναποφάσισαν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας, χωρίς καμιά συμμετοχή της κυβέρνησης των Κουίσλιγκ, η οποία συμμορφώθηκε με προθυμία, όπως άλλωστε σε όλες τις άλλες διαταγές και επιθυμίες των αφεντικών της.

Εκτός, όμως, από την άρνηση των μέχρι τώρα κυβερνήσεων για την πλήρη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια δύο σοβαρά προβλήματα:

Το ένα είχε εμφανιστεί από παλιότερα και είχε ως αντικείμενο την υποτίμηση της αντιστασιακής στάσης του ελληνικού λαού και του ΕΑΜ με τα εξής επιχειρήματα:

α) Οτι η Αντίσταση άρχισε μετά την επίθεση του Γ` Ράιχ κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Εως τότε, δηλαδή, είχαμε δήθεν αφήσει μόνους τους Βρετανούς και τις βρετανικές αποικίες να ανθίστανται στη γερμανική πολεμική μηχανή.

β) Οτι η Αντίσταση άρχισε, όταν ο ελληνικός λαός επείνασε, δηλαδή το χειμώνα του 1941.

γ) Τώρα τελευταία, ο γνωστός Γερμανός συγγραφέας Χάγκεκ Φλάισερ, εξέδωσε ένα νέο βιβλίο του και ισχυρίζεται ότι ο ελληνικός λαός υποδέχθηκε φιλικά τα γερμανικά στρατεύματα και πολύ αργότερα, όταν άρχισαν τα δεινά της Κατοχής, αποφάσισε ν’ αντισταθεί.

Η ένοπλη αντίσταση πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ

Στην απαράδεκτη αυτή συκοφαντία, η απάντηση είναι δεδομένη, από την ηρωική Αντίσταση της Κρήτης, από την άρνηση πολλών στρατιωτών να παραδώσουν τα όπλα τους, οι οποίοι πήγαν κατ’ ευθείαν στα βουνά, και σχημάτισαν τις πρώτες αντάρτικες ομάδες «Οδυσσέας Ανδρούτσος», μ’ επικεφαλής τον δάσκαλο Θανάση Γκένιο (Λασάνη) και «Αθανάσιος Διάκος» μ’ επικεφαλής τον δάσκαλο Χρήστο Μόσχο (καπεταν – Πέτρο).

Στις 27 Απρίλη 1941, έφτασαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, όπου ο μεν λαός είχε κλειστεί στα σπίτια του, τη δε «φιλική υποδοχή» έκαναν τα φασιστικά κατάλοιπα της κυβέρνησης Μεταξά, δηλαδή ο διορισμένος δήμαρχος και ο δήθεν στρατιωτικός διοικητής, ενώ ο τότε μητροπολίτης Χρύσανθος αρνήθηκε να συμμετάσχει, όπως επίσης αρνήθηκε να συναντήσει τον Γερμανό στρατηγό και να κάνει δοξολογία.

Μια βδομάδα μετά, δηλαδή στις αρχές Μάη 1941 συγκροτήθηκε στην Ελασσόνα η αντιστασιακή οργάνωση «Απελευθέρωσις της Ελλάδας». Στις 14 Μάη 1941 ιδρύθηκε στη Λαμία το «Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας». Στις 15 Μάη 1941 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η αντιστασιακή οργάνωση «Ελευθερία». Στις 22 Μάη 1941 ιδρύθηκε στην Καρδίτσα το «Εθνικό Μέτωπο» και στη Λάρισα η «Φιλική Εταιρεία», στην Καλαμάτα, στη Μεσσήνη, στην Τριφυλία, στη Σπάρτη, στη Μεγαλόπολη και την Τρίπολη ιδρύθηκαν οργανώσεις με τον τίτλο «Νέα Φιλική Εταιρεία». Στις 28 Μάη 1941 ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Εθνική Αλληλεγγύη». Στις 30 Μάη 1941 ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας κατέβασαν τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη. Τον Ιούνιο 1941 εμφανίστηκε στη Λακωνία η πρώτη ένοπλη αντιστασιακή ομάδα, στον Πύργο ιδρύθηκε το «Ελευθερωτικό Ελληνικό Μέτωπο» και στην Αιγιαλεία και τα Καλάβρυτα σημαντικοί πυρήνες.

Μέσα σ’ ένα μήνα, δηλαδή, από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, είχαν συγκροτηθεί 12 αντιστασιακές οργανώσεις και τον επόμενο μήνα τρεις ακόμα στην Κρήτη, το «Εθνικό Εργατικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» στην Αθήνα, τον ίδιο μήνα αντιστασιακές ομάδες στην Ηπειρο συγκρούστηκαν με Αλβανούς φασίστες. Στις 22 Σεπτέμβρη η ομάδα του Μόσχου χτύπησε γερμανικά αυτοκίνητα κοντά στο Λαχανά και στις 28 του ίδιου μήνα έγινε η εξέγερση του Δοξάτου της Δράμας εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών.

Δηλαδή, πριν από την επίθεση του Χίτλερ κατά της Σοβιετικής Ενωσης είχαν συγκροτηθεί στην Ελλάδα είκοσι τουλάχιστον αντιστασιακές οργανώσεις, από τις οποίες έξι τουλάχιστον είχαν ένοπλα τμήματα και μέχρι τις 27 Σεπτέμβρη που ιδρύθηκε το ΕΑΜ είχαν συγκροτηθεί, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχα συγκεντρώσει όταν έγραψα το βιβλίο μου «50 χρόνια μετά», σαράντα οργανώσεις και είχαν πραγματοποιηθεί τέσσερις τουλάχιστον ένοπλες επιθέσεις κατά των κατακτητών.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, περίτρανα ότι κάθε άλλο παρά φιλικά υποδέχθηκε ο Ελληνικός Στρατός τα γερμανικά στρατεύματα και ότι η Εθνική μας Αντίσταση άρχισε από την πρώτη μέρα της Κατοχής.

Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων και οι ψευδολογίες

Δεν είναι, όμως, μόνον ο Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος προσπαθεί να κάνει συμπαθητικούς τους Γερμανούς στρατιώτες που ρήμαξαν τον τόπο μας. Πριν από λίγες μέρες, εμφανίστηκε από την κρατική τηλεόραση ο γνωστός Παπαχελάς, ο οποίος έσπευσε, ένα μήνα πριν από την επέτειο του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, ν’ αποδώσει τις ευθύνες γι’ αυτό το φοβερό έγκλημα, που συγκλόνισε και ολόκληρη την Ευρώπη, στους αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι, κατά τις πληροφορίες του, εκτέλεσαν, δύο μέρες πριν από το ολοκαύτωμα, 80 Γερμανούς αιχμαλώτους, που είχαν συλλάβει πριν από μια βδομάδα στη μάχη της Κερπίνης. Τις πληροφορίες του αυτές δεν τις πήρε από τον δήμαρχο των Καλαβρύτων Θανάση Παπαδόπουλο, ούτε από τον πρόεδρο του Συλλόγου των Θυμάτων της μαρτυρικής αυτής πόλης Βασίλη Καρκούλια, που είναι και πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Ενώσεων Θυμάτων ολόκληρης της Ελλάδας, αλλά από έναν ηλικιωμένο Καλαβρυτινό, για τον οποίο υπάρχει η υποψία ότι καθοδήγησε τους Γερμανούς στον τόπο που είχε γίνει η εκτέλεση των 80 και από μια κυρία που γεννήθηκε τη μέρα του Ολοκαυτώματος και, επομένως, δεν έχει ιδίαν αντίληψη.

Για την εκτέλεση των 80 Γερμανών, υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες. Οι συγγραφείς Ηλίας Παπαστεργιόπουλος και Κομνηνός Πυρομάγλου γράφουν ότι έγινε τη νύχτα της 13 προς 14 Δεκέμβρη 1947, δηλαδή μετά το ολοκαύτωμα. Ο σμήναρχος Δ. Μίχος γράφει ότι η εκτέλεση έγινε μετά το ολοκαύτωμα από τμήμα του 11ου Συντάγματος, που έβλεπε ότι καίγονταν τα Καλάβρυτα και όλα τα χωριά της περιοχής.

Στο βιβλίο μου «50 χρόνια μετά», έχω καταχωρίσει την από 25 Δεκέμβρη 1943 ανακοίνωση της Γερμανικής Διοίκησης Πελοποννήσου (στρατηγού Λα Σονί), στην οποία αναφέρεται ότι: «την 17-12-1943 εφονεύθησαν και ακρωτηριάσθησαν (κτηνωδώς) Γερμανοί στρατιώται υπό κομμουνιστικών συμμοριών εις την περιοχήν Καλαβρύτων – Μαζέικων.

Εις αντίποινα διά την ανήκουστον αυτήν δολοφονίαν διετάχθησαν και εφαρμόσθησαν τα εξής μέτρα:

1) Τα Καλάβρυτα, τα Μαζέικα και έτερα 12 χωριά, εις τα οποία περιεθάλποντο οι αντάρτες, επυρπολήθησαν μεθ’ απάσης της περιουσίας.

2) Ετυφεκίσθησαν εν συνόλω μερικαί εκατοντάδες ανδρών εκ των μερών τούτων».

Η ανακοίνωση αυτή, που προφανώς εκδόθηκε για να δικαιολογηθούν οι θηριωδίες των Γερμανών στην περιοχή των Καλαβρύτων, είναι ανακριβής από την αρχή μέχρι το τέλος.

Πρώτον, η εκτέλεση των 80 δεν έγινε στις 17-12-43, αλλά τη νύχτα της 13ης προς 14-12-43. Αν είχε γίνει στις 17, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Αρα, οι Γερμανοί στις 13-12-43 δεν ήξεραν ότι οι 80 είχαν εκτελεστεί.

Δεύτερον, τα 12 άλλα χωριά δεν κάηκαν μετά την εκτέλεση των 80, αλλά πολύ νωρίτερα, δηλαδή από τις 6 μέχρι τις 10 Δεκέμβρη 1943, που οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα. Οι αντάρτες είχαν καλέσει τον πληθυσμό της κωμόπολης να εκκενώσει την κωμόπολη, αλλά οι κάτοικοι βασίστηκαν σε διαβεβαίωση της Αγγλικής Αποστολής ότι δε θα πάθουν τίποτε και δεν απομακρύνθηκαν. Τι έγινε είναι γνωστό, 1.000 εκτελέσεις και πυρπόληση των Καλαβρύτων. Αλλά, να πώς δικαιολόγησε το έγκλημα αυτό ο στρατιωτικός διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα:

«Εξήτασα επισταμένως τα ιστορικά γεγονότα Καλαβρύτων. Διεπιστώθη ότι η βιαία επίθεσις των στρατευμάτων μας εγένετο κατόπιν ομαδικών δολοφονιών Γερμανών στρατιωτών και της κατά μέρος υποστηρίξεως των ανταρτών από τον πληθυσμό. Επί πλέον διαπιστώνω τα ακόλουθα: 1) Οταν ο γερμανικός στρατός προήλαυνε προς Καλάβρυτα, εδέχθη επίθεσιν διά πυρός εκ των οικιών. Ούτω η πόλις κατελήφθη κατόπιν μάχης. 2) Ο πληθυσμός – όχι βεβαίως ξένοι αντάρται – διέπραξε μεγάλας, απιστεύτους θηριωδίας, π.χ. έρριψαν τραυματίας Γερμανούς στρατιώτας εις φρεάτια και επνίγησαν. Τούτο αποδεικνύεται διά μαρτύρων. 3) Το αναφερόμενον μοναστήριον (Αγ. Λαύρας) ήσκησε άμυναν και παρέστη ανάγκη να καταληφθή κατόπιν μάχης. Τρεις μοναχοί συνελήφθησαν με όπλα ανά χείρας».

Οι ψευδολογίες του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή, που επιχείρησε να δικαιολογήσει τα εγκλήματα των υποτακτικών του στη Διεθνή Κοινή Γνώμη που είχε αναστατωθεί, είναι άνευ προηγουμένου. Ισχυρίζεται ότι οι Καλαβρυτινοί πυροβολούσαν από τα σπίτια τους τα γερμανικά στρατεύματα και η κωμόπολη καταλήφθηκε ύστερα από μάχη, ενώ οι Γερμανοί μπήκαν στις 10-12-43 με παρέλαση, οι Καλαβρυτινοί που έβλεπαν περίτρομοι και αδρανείς, μέχρι τις 13-12-43, δεν τους είχαν πειράξει για να μην προκαλέσουν «διαρροή» και στις 13 τους κάλεσαν με κωδωνοκρουσίες (τόσο ειρηνικά) στο σχολείο, όπου χώρισαν τους άντρες από τις γυναίκες και τα παιδιά και επακολούθησε η ομαδική εκτέλεση.

Το έγκλημα αυτό είχε προαποφασιστεί, γιατί τα Καλάβρυτα και η περιοχή τους ήταν η ανταρτομάνα της Αχαΐας. Αλλωστε, υπήρχε ο θρύλος του ’21, ότι από την περιοχή αυτή άρχισε η Επανάσταση. Γι’ αυτό έκαψαν και το Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας και όχι γιατί οι μοναχοί προέβαλαν αντίσταση.

Τέλος, η δικαιολογία της εκτέλεσης των 80, είτε έγινε πριν από το ολοκαύτωμα, είτε μετά, δεν ευσταθεί, γιατί οι Γερμανοί εκτελούσαν χωρίς καμιά εξαίρεση τους αντάρτες και εν γένει ΕΑΜίτες που συνελάμβαναν. Επομένως, οι αντάρτες είχαν το δικαίωμα να κάνουν το ίδιο και μάλιστα όταν τους συνελάμβαναν την ώρα που σκότωναν Ελληνες και έκαιγαν χωριά.

Αλλωστε, ήταν αδύνατη η κράτησή τους σε στρατόπεδα. Δεν ήταν δυνατό να τους φυλάμε 1 ή 2 χρόνια μέχρι την απελευθέρωση, να τους διατρέφουμε και να τους μετακινούμε κατά τις αλλεπάλληλες γερμανικές επιδρομές. Υπήρχε και η άποψη να τους ξεβρακώνουμε, όπως τους Ιταλούς και να τους αφήνουμε. Αλλά ενώ οι Ιταλοί ύστερα από τέτοια παθήματα δεν είχαν καμιά όρεξη να πολεμήσουν, οι Γερμανοί πολεμούσαν σαν θηρία ανήμερα.

Η αμερικανόπνευστη παραχάραξη της Ιστορίας

Εκτός, όμως, από τον κ. Φλάισερ και τον κ. Παπαχελά, που ασχολήθηκαν με ορισμένα μεμονωμένα γεγονότα, επιχειρείται τα τελευταία χρόνια μια ολοκληρωτική άρνηση της Εθνικής μας Αντίστασης και δικαίωση της συνεργασίας με τους κατακτητές, δηλαδή του δοσιλογισμού και του ταγματασφαλιτισμού. Ελληνοαμερικάνοι, αλλά και Ελληνες συγγραφείς εκδίδουν δήθεν επιστημονικά ιστορικά βιβλία, με τα οποία υποστηρίζουν ότι η Εθνική Αντίσταση ήταν καταστροφή για τον τόπο, ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας έσωσαν την Ελλάδα και πρέπει να τους αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές.

Η εκστρατεία αυτή ξεκίνησε από αμερικανικά Πανεπιστήμια (και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία) με τον τίτλο «Νέες τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου». Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γέιλ Στάθης Καλύβας, εξαγγέλλοντας την «απομάκρυνση της έρευνας από τις επιστημονικά στείρες ανησυχίες που κυριάρχησαν μέχρι σήμερα», παρέθεσε στο βιβλίο του αυτό ένα δεκάλογο με θέσεις, που, κατά τη γνώμη του, συμπυκνώνουν τις σύγχρονες μεθόδους, τη «φρέσκια ματιά» και τα «νέα πορίσματα» της ιστοριογραφικής σχολής που φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν.

Δεν πρόκειται, δηλαδή, για τις γνωστές αθλιότητες των ταγματασφαλιτών, των χιτών, των Μάυδων, των Εασάδων, Τσαούς – Αντώνηδων κλπ., που ακούγαμε όλ’ αυτά τα χρόνια των διωγμών που περάσαμε. Πρόκειται για επιστημονικοφανείς θεωρίες, που μας έρχονται από τα διασημότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, αλλά και από το δικό μας Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας, δηλαδή της Θεσσαλονίκης, απ’ όπου ξιφούλκησε ένας έτερος Καππαδόκης, ο Νίκος Μαραντζίδης, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης. Οι βασικές κατευθύνσεις της νέας ιστοριογραφίας είναι:

«Αποφόρτιση και αποστασιοποίηση» από τη μέχρι τώρα διδασκόμενη (έστω και διαστρεβλωμένη) Ιστορία περί της Εθνικής Αντίστασης.

«Αποφυγή ηρωοποίησης των αγωνιστών».

«Αποφυγή δαιμονοποίησης των συνεργατών των κατακτητών».

«Ξεπέρασμα απλουστευτικών εννοιολογικών σχημάτων».

Το κεντρικό, όμως, σημείο της νέας ιστοριογραφίας είναι:

1) Μετάθεση της έναρξης του εμφυλίου πολέμου από το 1946 (συγκρότηση του ΔΣΕ) στο 1943, όταν, δηλαδή, έγιναν οι πρώτες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με «εθνικιστικές αντιστασιακές» οργανώσεις και τα Τάγματα Ασφαλείας.

2) Προβολή της «ερυθράς βίας» του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, σαν το κλειδί για την ερμηνεία του «φαινομένου της συνεργασίας με τις κατοχικές Αρχές» και κυρίως του ένοπλου δοσιλογισμού. Το δεύτερο αυτό θέμα πραγματεύονται ο Στάθης Καλύβας σ’ ένα άρθρο του με τον τίτλο «Κόκκινος τρόμος: Η αριστερή βία στη διάρκεια της κατοχής» και ο Ν. Μαραντζίδης στο βιβλίο του «Γιασασίν Μιλέτ».

Βασικό στοιχείο της επιχειρηματολογίας και των δύο είναι ότι η ιστορία της δεκαετίας του ’40 πρέπει να ξαναγραφεί με βάση λεπτομερείς τοπικές έρευνες σε όλους τους νομούς της χώρας, αλλιώς οι βεβιασμένες ερμηνείες είναι δείγμα προχειρότητας.

Και η προσπάθεια αθώωσης των Γερμανών…

Μέχρι σήμερα, ο Καλύβας έκανε έρευνα στο νομό Αργολίδος – Κορινθίας και μία σε επαρχία του νομού Πέλλας, ο δε Μαραντζίδης σε μια τουρκόφωνη κοινότητα Ποντίων της Μακεδονίας (που είχαν αρχηγό τον Κιτσά – Μτατζάκ). Και όμως, με αυτά τα ελάχιστα στοιχεία (ενάμιση νομού επί συνόλου 52), κατέληξαν στο συμπέρασμα της «εμφύλιας βίας σε όλη την επικράτεια» και ομολογούν ότι η προσπάθειά τους σκοπό έχει την αμφισβήτηση της κρατούσας άποψης για τον εμφύλιο πόλεμο, ότι η Αριστερά υπήρξε το κύριο θύμα της βίας. «Η βία του ΕΑΜ, ισχυρίζεται, υπήρξε πρωτογενής, ενώ η βία των κατοχικών δυνάμεων ήταν δευτερογενής, δηλαδή αμυντική! Φαινομενικά αυτονόητες περιπτώσεις γερμανικής τρομοκρατίας ή δεξιάς “λευκής” τρομοκρατίας, μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλανητικές ερμηνείες, αν αποσυνδεθούν από την κόκκινη τρομοκρατία και δεν τοποθετηθούν στην πλήρη σειρά των γεγονότων όπου ανήκουν».

Δηλαδή, οι Γερμανοί δεν κατέλαβαν την Ελλάδα με τη βία και δεν τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό της, δε λεηλάτησαν την οικονομία μας και δεν προκάλεσαν το λιμό του 1941/42 με τις εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και συνεπώς δεν έπρεπε να τους ενοχλήσουμε, αλλά να συνεργαστούμε μαζί τους. Επιτιθέμενοι, λοιπόν, ήσαν οι Ελληνες και αμυνόμενοι οι Γερμανοί!

…και των ταγματασφαλιτών

Ο Μαραντζίδης, στη μελέτη του, αφιερώνει μόνο μια σελίδα στις βιαιότητες των ταγματασφαλιτών και 22 στις «βιαιότητες» του ΕΛΑΣ. Το συμπέρασμά του συνεπώς είναι ότι τα Τάγματα Ασφαλείας περιορίστηκαν σε αμυντικό αγώνα και δεν είναι συχνοί οι εκ μέρους τους φόνοι αμάχου πληθυσμού, ενώ εμείς που ζήσαμε τα γεγονότα ξέρουμε ότι οι ταγματασφαλίτες έκαναν, μαζί με τους Γερμανούς ή και μόνοι τους, επιδρομές στα χωριά και σκότωναν αμάχους, γιατί τους αντάρτες δεν τολμούσαν να τους αντιμετωπίσουν, έκαιγαν σπίτια, λεηλατούσαν, βίαζαν γυναίκες και παρέδιδαν στους Γερμανούς όσους από τους συλλαμβανομένους δεν τους σκότωναν οι ίδιοι και οι Γερμανοί τους εκτελούσαν είτε επί τόπου, είτε σε διάφορες τοποθεσίες που διάλεγαν για αντίποινα, όπως Μονοδένδρι, Κοκκινόλουτσα, Παληόχουνη, Σκοπευτήριο Καισαριανής κλπ.

Ο Καλύβας αθωώνει τους ταγματασφαλίτες γι’ αυτές τις πολυάριθμες συλλήψεις και εκτελέσεις, με το επιχείρημα ότι τους άοπλους ΕΑΜίτες δεν τους παρέδιδαν στους Γερμανούς οι ταγματασφαλίτες, αλλά οι χωρικοί, κάνοντας έτσι «επανάσταση» κατά του ΕΛΑΣ! Οι δε εκτελέσεις από τους Γερμανούς αποδίδονται με άχρωμους όρους, όπως «τουφεκισμός», «αντίποινα», «τιμωρία», «ενέργειες». Η λέξη τρομοκρατία αποδίδεται αποκλειστικά στην ΕΑΜική πλευρά.

Συνηγορία προς την άποψη αυτή αποτέλεσε το βιβλίο του γνωστού λογοτέχνη Θανάση Βαλτινού, που μετά την «κάθοδο των εννέα» όπου περιγράφει το μαρτύριο εννέα μαχητών του ΔΣΕ Πελοποννήσου, που κρύφτηκαν μετά τη διάλυσή του σε μια υπόγεια σπηλιά, έγραψε την περίφημη «Ορθοκωστά», στην οποία παραθέτει αφηγήσεις κρατουμένων ταγματασφαλιτών και συνεργατών των κατακτητών, για να αποδείξει ότι ο ΕΛΑΣ διατηρούσε στρατόπεδα κρατουμένων, όπου βασανίζονταν και εκτελούνταν οι κρατούμενοι, χωρίς καμία μαρτυρία από την αντίθετη πλευρά και με αποσιώπηση του τρόπου, με τον οποίο οι κρατούμενοι αυτοί απελευθερώθηκαν (από τους Γερμανούς που έφτασαν στην περιοχή, καθοδηγούμενοι από τους συγγενείς τους και τους βρήκαν σε μια τοποθεσία που τους άφησαν επίτηδες αφρούρητους οι αντάρτες).

Δεν ξέρω αν η συγγραφική αυτή δραστηριότητα θα καταλήξει στην ανατροπή της Ιστορίας του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και στη δικαίωση όχι μόνον των συνεργατών των ναζιστών, αλλά και των ίδιων των ναζί. Ηδη, στις Βαλτικές Χώρες, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, τιμούν με μνημεία τους άνδρες των «SS», «που τους απελευθέρωσαν από τον Κόκκινο Στρατό». Και στη Γερμανία γυρίστηκε κινηματογραφική ταινία, στην οποία ο Χίτλερ παρουσιάζεται όχι ως εγκληματίας πολέμου, αλλά ως ένα ανθρωπάκι με διάφορα συμπλέγματα, που τον οδήγησαν σε εσφαλμένες αποφάσεις, τις οποίες επλήρωσε με την αυτοκτονία του. Αρα, αθώος και αυτός και η Βέρμαχτ και τα «SS», που εκτελούσαν τις «εσφαλμένες αποφάσεις του» και όχι τα πρωτοφανή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας με τα εκατομμύρια νεκρούς, τις αμέτρητες καταστροφές, τα φοβερά στρατόπεδα, τους φούρνους, όπου καίγονταν χιλιάδες κρατούμενοι για να γίνει σαπούνι το λιγοστό αίμα που τους είχε απομείνει από την πείνα και τα βασανιστήρια!

Ενώ, λοιπόν, μέχρι τώρα στα Συνέδρια της ΠΕΑΕΑ είχαμε ως θέματα τη συμπλήρωση της νομοθεσίας αποκατάστασης των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και την παραχάραξη της Ιστορίας, με τη συστηματική παραγνώριση των πρωταγωνιστών της εθνικής αυτής εποποιίας, δηλαδή των ΕΑΜικών κομμάτων και του λαού, ο οποίος, στη μεγάλη του πλειοψηφία, τ’ ακολούθησε, γιατί τα παλιά κόμματα ή αρκέστηκαν στην αδράνεια ή προχώρησαν στη συνεργασία με τους κατακτητές, τώρα έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε σοβαρότερα προβλήματα, την αμερικανοκίνητη, δηλαδή, νέα ιστοριογραφία, κατά την οποία η Εθνική Αντίσταση ήταν τρομοκρατία και οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους ήταν αμυνόμενοι. Αρα, για ό,τι έγινε σε βάρος του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής φταίνε οι κατεχόμενοι και όχι οι κατακτητές!



(Άρθρο του Ευάγγελου Μαχαίρα)

Η ΕΑΜική Αντίσταση στα Χανιά

Για την Εθνική Αντίσταση στα Χανιά της Κρήτης κατά του χιτλερικού κατακτητή έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, μερικά από τα οποία ήταν πολύ αξιόλογα. Εχουν γραφτεί, επίσης, άρθρα στον τοπικό Τύπο και προσωπικές μαρτυρίες-μνήμες αγωνιστών για αγώνες και νεκρούς ήρωες. Επρόκειτο, όμως, για βιβλία, άρθρα, μαρτυρίες, τα οποία, παρά την αναμφίβολη χρησιμότητά τους, αφορούν είτε σε κάποια γεγονότα μιας περιορισμένης περιοχής του Νομού Χανίων, είτε σε γεγονότα μιας μικρής περιόδου της ιταλογερμανικής κατοχής. Ελειπε, όμως, ένα βιβλίο που να συνθέτει όλη τη χωρο-χρονική, οργανωσιακή και ανθρωπολογική «εικόνα» και με όλες τις μορφολογικές πτυχές του ΕΑΜικού απελευθερωτικού αγώνα στο Νομό Χανίων και σ' όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.

Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει το εκτενές (495 σελίδες) και πλούσια εικονογραφημένο βιβλίο του αγωνιστή Λευτέρη Ι. Ηλιάκη «Η Αντίσταση στο Ν. Χανίων» (Χανιά 2003). Από την εισαγωγή του ο συγγραφέας του βιβλίου τονίζει ότι «το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στο Νομό Χανίων άρχισε να εκδηλώνεται με διάφορες μορφές από τις πρώτες μέρες της χιτλερικής κατοχής. Αναπτυσσόταν συνέχεια με γοργούς ρυθμούς, εντάσσοντας στις γραμμές του τη μεγάλη πλειοψηφία του χανιώτικου λαού και της νεολαίας, με αποκορύφωμα την ανώτερη μορφή αντίστασης, την ένοπλη πάλη». Η τόσο γρήγορη εκδήλωση της αντίστασης του χανιώτικου, αλλά γενικότερα κρητικού λαού, οφείλεται στο γεγονός της μεγάλης αγριότητας που επέδειξαν οι κατακτητές. Με το που πάτησαν το πόδι τους στο νησί άρχισαν τα μπλόκα, τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις.

Την 1η του Ιούνη 1941 ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής Κρήτης εκδίδει και τοιχοκολλά τα πρώτα του διατάγματα και μια ειδική στρατιωτική διάταξη, στην οποία έλεγε:

Σφραγίδες των ΕΑΜ και ΕΛΑΣ
«Βάσει της εξουσιοδοτήσεως ην μοι παρέσχεν ο Φύρερ και Ανώτατος Αρχηγός του Στρατού, εντέλλομαι τα κάτωθι: 1) Πυροβόλα όπλα πάσης φύσεως (συμπεριλαμβανομένων και κυνηγετικών όπλων) ως και πυρομαχικά, χειροβομβίδες, εκρηκτικαί ύλαι και λοιπά πολεμικά είδη: Διατάσσομεν παραδοθώσιν εντός 24 ωρών εις το πλησιέστερον Γερμανικόν Φρουραρχείον. Οι κάτοχοι κυνηγετικών όπλων πρέπει κατά την παράδοσίν των να αναφέρωσιν το ονοματεπώνυμον και το επάγγελμά των ως και τα λοιπά στοιχεία της ταυτότητάς των. 2) Πας κάτοχος των ανωτέρω αναφερομένων όπλων και ειδών, μη παραδίδων ταύτα εντός της τασσομένης εικοσιτετραώρου προθεσμίας, επισύρει εναντίον του την ποινήν του τουφεκισμού.

Η παρούσα διάταξις ισχύει από της γνωστοποιήσεώς της προς το κοινόν. Η γνωστοποίησις αύτη γενομένη από της τοιχοκολλήσεώς της εις τα κεντρικότερα μέρη των πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων».

Την ψυχή, όμως, του αγωνιστή κρητικού λαού δεν τη ...στόμωσε η ναζιστική φοβέρα. «Κρύψτε τα όπλα και τις σφαίρες γιατί μια μέρα θα χρειγιαστούν», λέγανε οι γερόντοι και οι νέοι σε δυο-τρεις μέρες πήραν τα βουνά και τα ρουμάνια και μάζεψαν όλα τα όπλα, τα πυρομαχικά, τις χειροβομβίδες, τις σφαίρες που σκόρπισαν με τη Μάχη της Κρήτης. «Λες κι άνοιξε η γης και τα κατάπιε. Τοίχοι και ξεροτρόχαλοι, ήταν οι πιο προσωρινοί κρυψώνες», σημειώνει ο συγγραφέας.
Πρωτοπόροι οι κομμουνιστές

Αρχές Μάη του 1941, ο διωκόμενος Μιλτιάδης Πορφυρογένης (μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ) και η γυναίκα του φθάνουν στο Ηράκλειο, με ένα αγγλικό καράβι που τους περισυνέλεξε δραπέτες-ναυαγούς. Ο Πορφυρογένης πάει αμέσως στα Χανιά για να ζητήσει από την κυβέρνηση Τσουδερού να δώσει αμνηστία στους κρατούμενους κομμουνιστές και να διώξει τους τεταρτοαυγουστιανούς. Στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης (αρχές Μάη) φθάνουν στο Ηράκλειο, με ένα σαπιοκάραβο, και εννιά κομμουνιστές δραπέτες από τη Φολέγανδρο. Η Ασφάλεια τούς εντοπίζει και τους κλείνει στο κρατητήριό της. Με το βομβαρδισμό του Ηρακλείου (20/5/1941) μια βόμβα τρυπά το κρατητήριο και οι δραπέτες ξαναδραπετεύουν. Αμέσως, αντί να κρυφτούν, ρίχνονται ηρωικά στη μάχη που δινόταν στη «Χανιώτικη Πόρτα». Σώοι, μετά τη μάχη, συγκεντρώνονται στο σπίτι του Γιάννη Τριανταφύλλου, στη Φορτέτζα, και αποφασίζουν: «Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, σε συνθήκες κατοχής της πατρίδας μας, πρέπει να προχωρήσουμε αμέσως στην ανασυγκρότηση των κομματικών δυνάμεων στην Κρήτη που είχαν διαλυθεί από τη μεταξική δικτατορία και παράλληλα στην οργάνωση της πάλης του λαού σε μαζική βάση, συμπεριλαμβανομένης και της ένοπλης πάλης ενάντια στον κατακτητή.

- Την οργάνωση αυτή την ονομάζουμε ΠΑΓΚΡΗΤΙΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΌ ΜΕΤΩΠΟ (ΠΑΜ).

- Στην οργάνωση αυτή μπορούν να πάρουν μέρος όλοι οι Ελληνες πατριώτες ανεξάρτητα από πολιτικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις.

- Πρέπει να έρθουμε σε επαφή με κάθε άλλη οργάνωση και παράγοντα που επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς».

Η ομάδα των κομμουνιστών χωρίστηκε σε δυο τμήματα. Το ένα προωθήθηκε στη Βιάννο και η άλλη στο Ρέθυμνο και στα Χανιά. Η ομάδα των Χανίων συναντήθηκε και με άλλους κομμουνιστές-δραπέτες από τη Γαύδο. Στα μέσα του Ιούνη οι δραπέτες της Γαύδου, Κιμώλου-Ανάφης συναντιούνται σε μια σπηλιά στο φαράγγι του Μαράθου και αποφασίζουν άμεσες δράσεις για την οργάνωση του ΠΑΜ. Επίσης, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια πλατιά νεολαιίστικη αντιφασιστική οργάνωση, χωρίς ιδεολογικές, πολιτικές, θρησκευτικές και άλλες διακρίσεις. Η επωνυμία της νεολαιίστικης οργάνωσης ήταν ΠΑΓΚΡΗΤΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΝΕΩΝ(ΠΟΕΝ). Εδώ να σημειωθεί ότι αμέσως μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, το ΠΑΜ εντάχθηκε σ' αυτό, ενώ και η πολύ δραστήρια ΠΟΕΝ ήταν μια από τις εννιά οργανώσεις που εντάχθηκαν στην ΕΠΟΝ.

Οι δραπέτες κομμουνιστές συναντιούνται με γνωστές προσωπικότητες της Κρήτης και συνυπογράφουν την ίδρυση «ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΑΓΩΝΟΣ ΚΡΗΤΗΣ», η οποία, όμως, δεν ανέπτυξε «σοβαρό αντιστασιακό κίνημα», καθώς τα πληρωμένα όργανα των Αγγλων που παρέμειναν σ' αυτήν ίδρυσαν την Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ), η οποία, καθοδηγούμενη από τους δόλιους Αγγλους, στράφηκε κατά των αγωνιστών του ΕΑΜ.
Αγώνας απ' άκρη σ' άκρη στα Χανιά

Οι κομμουνιστές, σ' όλη την Κρήτη, επόμενα και στο Νομό Χανίων, αποφασισμένοι να δοθούν «και στην αγκαλιά του Χάρου» για τη λευτεριά, ό,τι αποφάσισαν το έπραξαν. Ανασυγκρότησαν τις κομματικές οργανώσεις, στρατεύτηκαν πρώτοι στις αντιστασιακές οργανώσεις βάσης και στράτευσαν σ' αυτές κάθε πατριώτη, κάθε ηλικίας, οργανώνοντας την προφορική και έντυπη διαφώτιση του λαού (έστησαν και παράνομο τυπογραφείο) και την πολύμορφη πάλη του. Με όπλα και χωρίς όπλα. Στην πόλη και στην ύπαιθρο. Στα βουνά και στα πεδινά. Στη δυτική και ανατολική Κυδωνία, στα δυσπρόσιτα Σφακιά, στην επαρχία Αποκορώνου, σ' όλη την περιοχή του Κισσάμου, στο Σέλινο, παντού το πολυάνθρωπο «μελίσσι» του αγώνα σ' όλο το Νομό Χανίων.

Το βιβλίο του Λευτέρη Ι. Ηλιάκη, πλούσιο σε ντοκουμέντα (έντυπα, έγγραφα και άλλα κειμήλια των φορέων της ΕΑΜικής Αντίστασης, ντοκουμέντα συμφωνιών του ΕΑΜ με άλλες οργανώσεις, λ.χ., με την αγγλοκίνητη ΕΟΚ, έγγραφα των γερμανικών αρχών, φωτογραφίες αγωνιστών, καταλόγους μαχών, πολυάνθρωπους καταλόγους ονομάτων - κατάλογοι διαφόρων κατηγοριών, λ.χ., καπετάνιων, ανταρτών κατά περιοχή, ομαδικών και μεμονωμένων εκτελέσεων αγωνιστών, νεκρών σε μάχες, κλπ.), συνθέτει ένα εμπεριστατωμένο «πανόραμα» όλων των μορφών - από την πιο απλή έως την ένοπλη - μαζικής αντίστασης του λαού των Χανίων, δίνοντας παράλληλα και πολλά στοιχεία για τον ΕΑΜικό αγώνα και στην υπόλοιπη Κρήτη.

1941: Το ολοκαύτωμα της Κανδάνου

Η Κάνδανος, ένα μικρό χωριό της Κρήτης, έμελλε να γίνει ένα από τα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Το ολοκαύτωμα της Κανδάνου στις 2 Ιούνη 1941 ήταν απάντηση των Γερμανών εισβολέων στην ηρωική αντίσταση του λαού της Κρήτης, στο έπος που γράφτηκε στην Ιστορία ως «Μάχη της Κρήτης».

Η «Μάχη της Κρήτης» άρχισε στις 20 Μάη 1941, όταν οι Γερμανοί επιχείρησαν με μαζικές ρίψεις αλεξιπτωτιστών να καταλάβουν τα νευραλγικά σημεία του νησιού. Συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση του κρητικού λαού, που με όποια μέσα διέθετε απέκρουσε τους εισβολείς, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Η «Μάχη της Κρήτης» τελείωσε στις 31 Μάη με την κατάληψη ολόκληρου του νησιού από τους Γερμανούς και την αποχώρηση των τελευταίων Αγγλων στρατιωτών, με κατεύθυνση την Αίγυπτο. Οι κατακτητές ρίχτηκαν με εκδικητική μανία κατά του αδούλωτου λαού της Κρήτης.

Η Κάνδανος είχε βομβαρδιστεί κατά την πρώτη μέρα της επιδρομής, ενώ στις 24 Μάη, μετά από σφοδρή μάχη στο φαράγγι της Κανδάνου, σκοτώνονται πολλοί Γερμανοί. Τη Δευτέρα 2 Ιούνη αρχίζει ο ανελέητος βομβαρδισμός του χωριού, ενώ στη συνέχεια τα τμήματα που μπήκαν στο χωριό έκαψαν όλα τα σπίτια. Η Κάνδανος γίνεται ολοκαύτωμα. Οι ναζί συγκεντρώνουν κατά ομάδες τους κατοίκους και αρχίζουν οι εκτελέσεις. Τις αμέσως επόμενες ημέρες οι ναζί τοποθετούν δύο πινακίδες - επιγραφές στην είσοδο και έξοδο του χωριού, γραμμένες στα γερμανικά και τα ελληνικά. Η πρώτη πινακίδα έγραφε: «Διά την κτηνώδη δολοφονία Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του μηχανικού από άνδρες, γυναίκες, παιδιά και παπάδες μαζί και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του μεγάλου Ράιχ κατεστράφη την 3/6/41 η Κάνδανος εκ θεμελίων διά να μην επανοικοδομηθεί πλέον ΠOTE». H δεύτερη πινακίδα έγραφε: «Ως αντίποινον των οπλισμένων πολιτών ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών κατεστράφη η Κάνδανος». Ομως, το 1943 «φιλοτέχνησαν» και τρίτη μαρμάρινη στήλη που ανέφερε: «Εδώ υπήρχε η Κάνδανος, κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών Στρατιωτικών».

Η Μάχη της Κρήτης και τα βρετανικά συμφέροντα

Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα μας των τελευταίων χρόνων, για ν' αποφύγω επαναλήψεις, διαπίστωσα με ικανοποίηση πως δεν υπήρξε χρονιά που να μην αφιερώσει ο «Ριζοσπάστης» επετειακό φύλλο στη Μάχη της Κρήτης (20-31/5/41). Για να τιμήσει - όπως πρέπει - τον άφθαστο ηρωισμό του κρητικού λαού και των στρατιωτών από την ηπειρωτική Ελλάδα που, φτάνοντας στα όρια της θυσίας, υπερασπίστηκαν τη λευτεριά και ανεξαρτησία της Κρήτης και του λαού μας συνολικά, σ' εκείνη τη μεγάλη μάχη των 12 ημερών.

Στα τελευταία 11 χρόνια έχουν γράψει για τη Μάχη της Κρήτης (ΜτΚ) πολλοί συνεργάτες του «Ριζοσπάστη» και ανάμεσά τους ο ακούραστος σύντροφός μας, δημοσιογράφος Νίκος Καραντηνός κ.ά.

Η χιτλερική διαταγή επίθεσης για την κατάληψη της Κρήτης, στις 25/4/41, εκδόθηκε δυο μόλις μέρες πριν ολοκληρωθεί η κατάληψη της χώρας μας, στις 27/4/41, από τους χιτλερικούς. Η διεξαγωγή του πολέμου ενάντια στις βρετανικές και άλλες δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική απαιτούσε την ύπαρξη αεροπορικής πολεμικής βάσης των χιτλερικών στην Κρήτη. Γι' αυτό το λόγο εκπονήθηκε η 28η χιτλερική διαταγή που αφορούσε το σχέδιο «ΕΡΜΗΣ». Η ίδια αυτή διαταγή σημείωνε ότι «η οργάνωση μεταφοράς στρατευμάτων δεν πρέπει να οδηγήσει σε καθυστέρηση τη συγκέντρωση στρατηγικών δυνάμεων για την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα», δηλαδή την προβλεπόμενη για τις 22/6/41 χιτλερική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης.

Κατά την κατάληψη της Κρήτης, σε δρόμο του Ηρακλείου Γερμανοί στρατιώτες. Τα παιδιά κακοντυμένα, ξυπόλυτα και πεινασμένα τους χαζεύουν
Ενώ αυτά ετοίμαζαν οι χιτλερικοί απ' τον Απρίλη 1941 και νωρίτερα, ο Γλύξμπουργκ και οι κυβερνήσεις του στην Ελλάδα όχι μόνο δεν πήραν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για την υπεράσπιση της Κρήτης από την - προβλεπόμενη - χιτλερική επιδρομή, αλλά όλες οι ενέργειές τους στόχευαν στο αντίθετο: Κύρια, στον αφοπλισμό του λαού της Κρήτης. Η διαδικασία αυτή άρχισε πολύ νωρίτερα, όταν - το 1938 - ο κρητικός λαός ξεσηκώθηκε κατά της κυβέρνησης του δικτάτορα Ι. Μεταξά. Συνεχίστηκε τον Οκτώβρη '40, όταν με πρόσχημα την «ενίσχυση του κρατικού οπλοστασίου» μάζεψαν πάλι τα όπλα του λαού. Τέλος, ολοκληρώθηκε με την παγίδευση της πέμπτης μεραρχίας Κρητών στην ηπειρωτική Ελλάδα, που, αφού πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, η βασιλική κυβέρνηση απέρριψε αίτημα των Κρητών φαντάρων και αξιωματικών να τους στείλουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους για να την υπερασπίσουν από την επερχόμενη - με βεβαιότητα - χιτλερική επίθεση. Ενα ελάχιστο τμήμα Κρητών αυτής της μεραρχίας κατάφερε, μετά την κατάρρευση του μετώπου, να φτάσει με κάθε πλωτό μέσο στην Κρήτη. Η μεγάλη μάζα των Κρητών φαντάρων παγιδεύτηκε σκόπιμα στην ηπειρωτική Ελλάδα για να πεθάνει το μεγαλύτερο μέρος της είτε από την πείνα είτε από τον εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λάρισα. Ενας ακόμα λόγος της καθήλωσης των Κρητών οπλιτών και των αξιωματικών κρητικής καταγωγής μακριά από την Κρήτη ήταν ο φόβος και η απέχθεια της βασιλικής οικογένειας και των κυβερνήσεών της απέναντι στον καταπιεζόμενο λαό. Γνώριζαν ότι με την είσοδο των Γερμανών, βασιλιάς και κυβέρνηση θα δραπέτευαν στην Κρήτη, που σε κάθε περίπτωση έπρεπε να βρεθεί άοπλη.

Η βασιλική κυβέρνηση παρέλειψε σκόπιμα να επιστρατεύσει τον πληθυσμό της Κρήτης, να τον εξοπλίσει, με συνέπεια - οι Κρήτες που πιάστηκαν απ' τους Γερμανούς - να μη θεωρηθούν αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά ελεύθεροι σκοπευτές και να εξοντωθούν μαζικά.

Απίστευτο μοιάζει ότι ακόμα και όπλα που υπήρχαν σε αποθήκες του στρατού με δυσκολία παραδίδονταν σε αξιωματικούς και στρατιώτες που, μετά την κατάρρευση του μετώπου στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνειδητά, ξεπερνώντας πολλαπλούς κινδύνους, πάτησαν στην Κρήτη ζητώντας όπλα. Αξιωματικός του στρατού στα βόρεια της χώρας μας, που αρνήθηκε την παράδοσή του στους Γερμανούς, μου εξιστόρησε ότι με πορεία μέσα από το Αγιο Ορος και με κάποια καΐκια έφτασε στην Κρήτη, με τμήμα της δύναμης του λόχου του. Εκεί χρειάστηκε να πείσει το στρατιωτικό διοικητή Ηρακλείου για να του δώσει τελικά όπλα (από τα «μη υπάρχοντα») με τα οποία πολέμησαν. Ακόμα, συνέλαβαν Γερμανούς αλεξιπτωτιστές αιχμαλώτους!
Η εμπλοκή της Βρετανίας

Αυτά, από ελληνικής πλευράς. Ας δούμε τώρα το ρόλο της Βρετανίας, μεγάλης ιμπεριαλιστικής - αποικιοκρατικής δύναμης, εκείνη την εποχή. Ολόκληρη η διαδρομή των σχέσεων Ελλάδας -Αγγλίας μετά το 1935 και μέχρι παράδοσης της σκυτάλης αυτών των σχέσεων για τη χώρα μας στους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ (1947), υπόβαθρο είχε τη βασική αρχή της εξωτερικής πολιτικής της Μ. Βρετανίας - από τη βικτοριανή ακόμα περίοδο - σύμφωνα με την οποία «η Βρετανία δεν έχει μόνιμους φίλους ή μόνιμους εχθρούς, αλλά - έχει - μόνιμα συμφέροντα».

Σ' αυτή τη βάση, έσπρωξε τους φίλους της στην Ελλάδα στο βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα του 1935, με στόχο να εκκαθαριστεί ο ελληνικός στρατός από δημοκρατικά στοιχεία, να γυρίσει ξανά ο βασιλιάς στην Ελλάδα και να φιμώσει τις ελευθερίες του ελληνικού λαού με τη μεταξική δικτατορία! Πριν από αυτό, στα πλαίσια της αγγλικής βασιλικής οικογένειας «όρκισε» τον επίδοξο βασιλιά της Ελλάδας και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του ότι θα 'ναι πάντα με το μέρος της Αγγλίας (αυτό, αργότερα, δεν εμπόδισε να παίρνει - «καλού - κακού» - και τα μέτρα της: Οταν η βασιλική οικογένεια έφυγε από την Ελλάδα στο εξωτερικό, η χιτλερική Φρειδερίκη απομονώθηκε απ' τους Αγγλους στη «Νοτιοαφρικανική Ενωση»). Η Αγγλία είχε δώσει «εγγυήσεις» στην Ελλάδα ότι θα σταθεί στο πλευρό της αν δεχτεί ιταλική ή γερμανική επίθεση. Λίγο νωρίτερα, ο Τσόρτσιλ, με γράμμα του στο Μουσολίνι ενθάρρυνε επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας στα Βαλκάνια, αν αυτές γίνουν χωρίς χιτλερική ανάμειξη. Οταν αυτή η επίθεση εκδηλώθηκε τελικά, στις 28/10/40, και αντιμετωπίστηκε νικηφόρα από τη σύσσωμη πάλη του λαού και του στρατού, οι χιτλερικοί επιτέθηκαν και κατέλαβαν την Ελλάδα. Και παρόλο που μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα από το μέτωπο της Βόρειας Αφρικής 40.000 αρχικά Βρετανοί, Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί (που αργότερα φτάσανε τις 60.000), ούτε ο ελληνικός στρατός ούτε η αγγλική δύναμη στάθηκε δυνατό να εμποδίσουν τελικά την κατάληψη της Ελλάδας από τους χιτλερικούς, Ιταλούς και Βούλγαρους φασίστες. Με την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας, μεγάλο μέρος των βρετανικών δυνάμεων κατέφυγε στην Κρήτη. Μαζί με τις βρετανικές δυνάμεις, που ήταν ήδη εκεί, έφτασαν τους 30.000 περίπου άνδρες, με 1.512 αξιωματικούς. Στην Κρήτη βρέθηκε τμήμα του ελληνικού στρατού από 11.000 άνδρες και 474 αξιωματικούς. Υπήρχε επίσης δύναμη χωροφυλακής από 1.200 άτομα. Σ' αυτή τη σημαντική δύναμη που πλησίαζε τις 43.000 άνδρες, προστέθηκαν - στις μάχες - 3.000 Κρητικοί άνδρες, γυναίκες, παιδιά, που «οπλισμένοι» με πρόχειρα μέσα, μαχαίρια, τσεκούρια, γεωργικά εργαλεία κ.ά. ρίχτηκαν και αυτοί στους Γερμανούς κατακτητές. Η μάχη ήταν ιδιαίτερα σκληρή, καταστροφική για το επίλεκτο σώμα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Χαρακτηριστικά, απ' τους 2.000 αλεξιπτωτιστές που ρίχτηκαν την πρώτη μέρα, εξοντώθηκαν οι 1.450, το 72,5%!
Οι συνθήκες της μάχης

Οι επιτιθέμενες επίλεκτες γερμανικές δυνάμεις (αλεξιπτωτιστών και αλπινιστών) ήταν 22.400 άνδρες. Από την αρχή ακόμα των μαχών είχαν 3.986 νεκρούς και 2.594 τραυματίες, σύνολο 6.580 άνδρες (το 1/3 περίπου της συνολικής τους δύναμης). Οι 30.000 περίπου Βρετανοί και κυρίως οι Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί, είχαν 1.738 τραυματίες, σύνολο 3.489 άνδρες (το 11,6% της συνολικής τους δύναμης).

Παρά την υπεροχή της χιτλερικής αεροπορίας, ένας συσχετισμός δύναμης όπως αυτός που περιγράψαμε, με διπλάσια αμυνόμενους και τον εγχώριο πληθυσμό μαζί τους, λογικά θα οδηγούσε στην καταστροφή του γερμανικού εκστρατευτικού σώματος. Αυτό όμως δεν έγινε. Για το αντίθετο αποτέλεσμα, τη «νίκη» των χιτλερικών δυνάμεων, για πολλά χρόνια διατυπώνονταν διάφορες σκέψεις και σχολιασμοί. Αλλοι αναφέρονταν στον «αιφνιδιασμό», άλλοι στην έλλειψη επαρκούς αεροπορικής κάλυψης των αμυνόμενων, άλλοι στον αρτιότερο εξοπλισμό και την εκπαίδευση των χιτλερικών δυνάμεων, άλλοι σε αγύμναστο τμήμα των Ελλήνων στρατιωτών που πολέμησαν στην Κρήτη, άλλοι σε κακή οργάνωση της άμυνας, άλλοι σε «ξαρμάτωτη Κρήτη» κ.ά.

Παράλληλα με αυτούς τους ισχυρισμούς, που έχουν βάση, κυρίαρχη υπήρξε, στην ίδια την Κρήτη, η αγανάκτηση εκείνων που πήραν μέρος στη σκληρή μάχη: Ο αξέχαστος σύντροφός μας Μήτσος Βλησίδης, που πήρε μέρος στον ηρωικό εκείνο αγώνα των Κρητών, όπως έχει δημοσιευτεί στο «Ριζοσπάστη», βεβαίωνε ότι όταν - την 27/5/41 - ακούστηκε από το ραδιόφωνο η εκκένωση της Κρήτης και διακοπή των μαχών, οι Κρήτες φώναζαν μ' ένα στόμα «προδοσία» και βρίζανε τους Αγγλους. Ο ίδιος βεβαίωσε αυτό που έζησε προσωπικά: Είδε Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες, που είχαν πάρει ενεργό μέρος στις μάχες, να βρίζουν την Αγγλία και το Τσόρτσιλ και να ξυλοφορτώνουν κάθε Αγγλο - της μητρόπολης - που συναντούσαν στο δρόμο της διαφυγής τους! Απ' αυτούς τελικά αιχμαλωτίστηκαν στην Κρήτη (από τους Γερμανούς) 12.500 άνδρες.

Αυτή η εξέλιξη έφερε ακόμα και στις στήλες του «Ριζοσπάστη» τίτλους, όπως «Παράξενη μάχη» (25/5/97) κ.ά. Ο ίδιος ο αρχηγός των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στρατηγός Στούντεντ, που κατά το σχεδιασμό της επίθεσης στην Κρήτη βεβαίωνε για σίγουρη νίκη σ' ένα τριήμερο, όταν άρχισαν οι μάχες, κατάλαβε καλά πόσο έξω είχε πέσει. Γι' αυτό αργότερα έγραψε: «Η αιφνίδια κατάρρευση της αμύνης της νήσου την 27/5 μας κατέπληξε! διότι περιμέναμε μακρόν αγώνα»!

Τι, όμως, είχε συμβεί στην πραγματικότητα;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Βρετανοί που - εκτός των άλλων - είχαν ανοιχτό μέτωπο στη Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική, ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την κατοχή της Κρήτης, που τους εξασφάλιζε στρατηγικό πλεονέκτημα στην περιοχή. Ακριβώς όμως το Μάη 1941 στο ευρωπαϊκό πολεμικό μέτωπο συνέβησαν τέτοιες καθοριστικές εξελίξεις, που σημάδεψαν καίρια τη Μάχη της Κρήτης και το αποτέλεσμά της:

Πρώτ' απ' όλα, ουσιαστικά, πήρε τέλος λίγο πριν από την επίθεση στην Κρήτη, η «Μάχη της Αγγλίας» που είχε αρχίσει στα μέσα Ιούλη 1940 με μαζικούς βομβαρδισμούς της χιτλερικής αεροπορίας σε λιμάνια, εγκαταστάσεις, εργοστάσια και πόλεις της Μ. Βρετανίας. Ο τελευταίος μαζικός βομβαρδισμός του Λονδίνου έγινε στις 11/5/1941, εννέα μέρες πριν τη χιτλερική επίθεση στην Κρήτη. Γιατί αυτό; Διότι είχε ήδη μπει σ' εφαρμογή η προετοιμασία του σχεδίου «Μπαρμπαρόσα» για χιτλερική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ, 40 περίπου μέρες αργότερα. Ολες οι διαθέσιμες πολεμικές δυνάμεις της χιτλερικής Γερμανίας συγκεντρώνονταν στην Ανατολική Ευρώπη, για συντριπτικό χτύπημα ενάντια στη Σοβιετική Ενωση. Αεροπορικές δυνάμεις χρειάστηκαν και για την επίθεση στην Κρήτη. Οι χιτλερικοί σχεδιασμοί εκείνης της εποχής, αντικειμενικά, εξυπηρετούσαν καίρια τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές, που, για χρόνια, κέντρο της εξωτερικής πολιτικής τους υπήρξε η ώθηση της γερμανικής πολεμικής μηχανής, ανατολικά. (Η καταστροφή του νεαρού σοβιετικού κράτους υπήρξε πάντοτε πρωταρχική επιδίωξη των Αγγλων ιμπεριαλιστών και ιδιαίτερα του Τσόρτσιλ, πρωθυπουργού της Αγγλίας στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο). Η προοπτική άμεσης επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ενωσης εξασφάλιζε στους Βρετανούς ένα ακόμα πλεονέκτημα: Εδινε οριστικά τέλος στο χιτλερικό σχέδιο «Θαλάσσιος Λέων», που προέβλεπε εισβολή στη Μ. Βρετανία. Οι μαζικοί βομβαρδισμοί, που άρχισαν στα μέσα Ιούλη 1940 κατά της Αγγλίας, εντάσσονταν σ' αυτό το σχέδιο. Αργότερα συνεχίστηκαν, για καμουφλάρισμα της προβλεπόμενης επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ενωσης, στις 22/6/1941.
Ο ρόλος της ULTRA

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στη Μάχη της Κρήτης: Οταν τα πρώτα αεραγήματα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών εμφανίστηκαν στον ουρανό της Κρήτης, νωρίς το πρωί της 20/5/1941, ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στο νησί, στρατηγός Φράιμπεργκ (ο 7ος στη σειρά των διοικητών που άλλαζαν συνεχώς), έπαιρνε το παραδοσιακό μπρέκφαστ του με συνοδό τον αξιωματικό Κρις Γουντχάουζ (κατοπινό - δεύτερο - αρχηγό της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, ΒΣΑ) στην Ελλάδα. Οπως έχει γραφτεί, ο Κρις, βλέποντας τα χιτλερικά αγήματα, κοίταξε το ρολόι του και είπε: «Ηρθαν ακριβώς στην ώρα τους». Τι είχε συμβεί; Απ' εδώ και πέρα οδεύουμε στην επίλυση του... «μυστηρίου». Ο Κρις υπηρετούσε τότε στη βρετανική μυστική υπηρεσία ULTRA, σκοπός της οποίας ήταν η καταγραφή, αποκρυπτογράφηση και αξιοποίηση όλων των κρυπτογραφημάτων του χιτλερικού επιτελείου, του οποίου ο μυστικός κώδικας είχε γίνει δυνατό ν' αποκρυπτογραφηθεί από τους Βρετανούς, ακόμα από το 1938! Με βάση αυτή τη δυνατότητα, οι Βρετανοί γνώριζαν ακριβώς όχι μόνο τη μέρα και ώρα της χιτλερικής επίθεσης στην Κρήτη, αλλά και τα τέσσερα σημεία που αυτή θα εκδηλωθεί: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο, Ηράκλειο.
Οι Βρετανοί ήξεραν για την επίθεση στην ΕΣΣΔ

Ενώ έτσι προχωρούσε η Μάχη της Κρήτης, ο Νεοζηλανδός στρατηγός, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων Κρήτης Φράιμπεργκ, κυριολεκτικά τα παράτησε και οι Γερμανοί «μεταβλήθηκαν» σε ...νικητές! Οπως σημειώσαμε, ο ίδιος ο διοικητής των χιτλερικών δυνάμεων έμεινε κατάπληκτος. Πώς, όμως, μπορεί να εξηγηθεί αυτή η απροσδόκητη κατάληξη μιας μάχης που ο συσχετισμός δύναμης ήταν αποφασιστικά υπέρ των αμυνομένων; Και αυτό το «μυστήριο» θα μας το εξηγήσει η δραστηριότητα της ULTRA με τους αποκρυπτογραφημένους χιτλερικούς στρατιωτικούς κώδικες: Μέσω της ULTRA, η Βρετανία γνώριζε - από καιρό - όχι μόνο την ημερομηνία επίθεσης των χιτλερικών στην Κρήτη, αλλά και την ακριβή ημερομηνία εφαρμογής του χιτλερικού σχεδίου Μπαρμπαρόσα, στις 22/6/1941, ημερομηνία γύρω από την οποία λιώνουν στη Ρωσία τ' ανοιξιάτικα χιόνια και οι πάγοι. Η αποκάλυψη αυτού του σχεδίου υπήρξε «δώρο εξ ουρανού» για τους Βρετανούς, γιατί η καίρια επιδίωξή τους - στροφή της χιτλερικής πολεμικής μηχανής κατά της Σοβιετικής Ενωσης - γινόταν (33 μέρες μετά την επίθεση τους στην Κρήτη 20/5-22/6/1941) πραγματικότητα. (Σημειώνουμε ότι υπήρχε τότε το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο «μη επίθεσης» και οι συνομιλίες Βρετανών - Σοβιετικών για κοινή δράση κατά της χιτλερικής Γερμανίας - πριν από αυτό - είχαν ναυαγήσει, με ευθύνη των Βρετανών). Ομως πολλά είχαν αλλάξει - ως τότε - μεταξύ των οποίων η ψυχολογία του ίδιου του λαού της Βρετανίας, μετά τους πολύμηνους χιτλερικούς βομβαρδισμούς. (Αργότερα χρεοκόπησαν και οι βρετανικές προβλέψεις, ιδίως του Τσόρτσιλ, ότι η σοβιετική άμυνα θα καταρρεύσει σε τέσσερις μόνο βδομάδες).

Πέρα από τα παραπάνω, σημειώσαμε ήδη τα θετικά πλεονεκτήματα που εξασφάλιζε στη Βρετανία, τόσο στο έδαφος της Αγγλίας όσο και στη Μεσόγειο - Β. Αφρική, αυτή η εξέλιξη. Οσον αφορά τη χιτλερική νίκη στην Κρήτη γίνεται ολοφάνερο ότι δεν εξηγείται με στρατιωτικά κριτήρια, αλλά αποκλειστικά με πολιτικά. Οχι μόνον οι χιτλερικοί θέτανε ως όρο στο σχέδιο κατάκτησης της Κρήτης, να μην καθυστερήσει ο στόχος αυτός τον κεντρικό στόχο τους για επίθεση στην ΕΣΣΔ στις 22/6/1941, αλλά και οι Βρετανοί του Τσόρτσιλ επιζητούσαν - με κάθε τρόπο - να μην καθυστερήσει η στροφή της πολεμικής μηχανής των χιτλερικών προς Ανατολάς με επίθεση - στις 22/6/1941 - στην ΕΣΣΔ. Πέρα από αυτά, το ίδιο ενδιαφέρονταν -χιτλερικοί και Βρετανοί - να κρατήσουν την Κρήτη με τη μέγιστη δυνατή οικονομία δυνάμεων.

Το τελικό αποτέλεσμα της Μάχης της Κρήτης, όπως σημειώνει σε ιστορική μελέτη του ο αξέχαστος σ. Γ. Αγγουράκης (Αλ. Ψηλορείτης), «μπορούσε να είναι διαφορετικό: Να κερδηθεί η μάχη και να μείνει η Κρήτη ελεύθερη. Αν χάθηκε, υπεύθυνη είναι η Αγγλική Κυβέρνηση και - πιο πολύ - οι ελληνικές κυβερνήσεις (Μεταξά - Κορυζή - Τσουδερού)».

Από πού, όμως, αντλούμε τα στοιχεία που εξηγούν τα πολιτικά αίτια της «νίκης» των χιτλερικών στην Κρήτη και τα εγκλήματά τους που ακολούθησαν στο νησί (2.000 εκτελέσεις, ξεθεμελίωμα χωριών, όπως η Κάνδανος κ.ά.);

Τα στοιχεία φέρνει στο φως ο ιστορικός ερευνητής, καθηγητής, σ. Γιάννης Σχοινάς, που μας πληροφορεί ότι ο διευθυντής της βρετανικής υπηρεσίας ULTRA Winterbotham εξέδωσε το 1978 το βιβλίο του «Το μυστικό ULTRA», στο οποίο βεβαιώνει ότι Βρετανοί γνώριζαν, πριν από τον Απρίλη 1941, την προετοιμασία των χιτλερικών για επίθεση στην Ελλάδα και τη συγκέντρωση αεροπλάνων και ανεμοπλάνων στη Βουλγαρία. Γι' αυτό, ο γενικός διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στη Μεσόγειο, στρατηγός Ουέιβελ, ταξίδεψε στην Κρήτη, διόρισε διοικητή των εκεί δυνάμεων τον στρατηγό Bern Freyberg και τον κατατόπισε για τα αναμενόμενα.

Παραπέρα, ο Ronald Lewin στο βιβλίο του «Η Ultra πάει στον πόλεμο» σημειώνει ότι ο στρατηγός Freyberg χαρακτήρισε «θαυμάσια τα σήματα, εκθέσεις, στοιχεία, πληροφορίες, με τα οποία μας εφοδίασε το Ενωμένο Βασίλειο. Η φύση και η ισχύς της γερμανικής εισβολής προσδιορίστηκαν όχι μόνο με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, αλλά μέχρι και την ώρα που επρόκειτο να αρχίσει η μάχη. Δεν υπήρχε παρά ελάχιστη πιθανότητα, ώστε να μη γνωρίζει και ο πιο κουρασμένος στρατιώτης τι τον περιμένει. Ετσι, ο εχθρός είχε οτιδήποτε άλλο "υπέρ" αυτού, εκτός από τον αιφνιδιασμό. Αλλά ούτε και αμυνόμενος μπορούσε να επικαλεστεί τον αιφνιδιασμό σαν δικαιολογία».

Η Μάχη της Κρήτης χάθηκε με ευθύνη κυρίως των Βρετανών, για την προώθηση των πολιτικών τους επιλογών. Η αξιοπιστία των στοιχείων που συλλέχτηκαν εδώ, ιδιαίτερα όσα αφορούν τη βρετανική υπηρεσία ULTRA, ενισχύεται από τις βρετανικές πολιτικές επιδιώξεις εκείνης της εποχής, στενά δεμένες με τα «πάγια συμφέροντα της Βρετανίας». Ακριβώς γι' αυτά τα συμφέροντα η Μάχη της Κρήτης, που μπορούσε να 'ναι νικηφόρα, αφέθηκε να εξελιχθεί σε ήττα. Τα βρετανικά συμφέροντα για πολλοστή φορά στη νεότερη Ελληνική Ιστορία αντιστρατεύτηκαν τη θέληση και τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.

Παράλληλα με την εξαγωγή αληθινών αιτιών και συμπερασμάτων για την κατάληψη της Κρήτης από τους χιτλερικούς, ο ελληνικός λαός θα τιμά - στους αιώνες - το φωτεινό παράδειγμα θέλησης και θυσίας των ηρώων της Μάχης της Κρήτης.

Πηγές:

1. Αρθρα στον «Ριζοσπάστη» για τη Μάχη της Κρήτης στα τελευταία 11 χρόνια.

2. Στοιχεία μελέτης του ιστορικού ερευνητή - καθηγητή σ. Γιάννη Σχοινά για τη Μάχη της Κρήτης και αναφορά του στα βιβλία:

α) Winterbotham: ULTRA SECRETS εκδ. 1978, σελίδα 293.

β) Ronald Lewin: ULTRA GOES TO WAR εκδ. 1978 σελίδα 397.

3. Τριαντάφυλλου Γεροζήση: Το σώμα των αξιωματικών κλπ. Τόμος Β`. Μάχη της Κρήτης σελ. 554-557.

4. Υπουργείου Αμυνας ΕΣΣΔ: Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, έκδοση «Κυψέλης», τόμος Α` - Αεροπορικοί βομβαρδισμοί της Αγγλίας από τη Γερμανική Αεροπορία σελ. 89-92. Επιθετικές ενέργειες της φασιστικής Ιταλίας και της χιτλερικής Γερμανίας στα Βαλκάνια σελ. 103-107.

Κώστας ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ

Μάχη της Κρήτης

"Πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει

να πάρω το ντουφέκι μου την όμορφη πατρόνα

...

κι αν λάχει εχθρός να παίξουμε σημάδι με σημάδι..."

Για τη μάχη της Κρήτης έχει γραφτεί πως ήταν μια "παράξενη" μάχη. Τι ήταν αυτό που την έκανε να φαίνεται παράξενη; Η καθολική σχεδόν συμμετοχή και ο άφθαστος ηρωισμός του κρητικού λαού στη μάχη.

Ο στρατηγός Καφάτος γράφει ότι: "Ητο απίστευτον να βλέπει κανείς τον ηρωικόν λαόν της πόλεως των Χανίων πάσης ηλικίας συγκεντρωμένον κατά μάζας εις τον περί το Ωδείον χώρον, ακάλυπτον υπό τη βροχή των βλημάτων των πολυβόλων, αψηφούντα τον θάνατον, τρίζοντα τους οδόντας, με τους γρόνθους συνεσφιγμένους, και ζητούντα όπλα από τους Αγγλους ίνα πολεμήσουν τον επιδρομέα". Ο διοικητής χωροφυλακής Ηρακλείου Μ. Πιτικάκης, στο βιβλίο του "Θύελλα στην Κρήτη", γράφει: "Εκατοντάδες άοπλοι πολίτες, κάθε ηλικίας, στην είδηση πως έπεσαν αλεξιπτωτιστές κοντά στα τείχη, συγκεντρώνονται στην "Πόρτα των Χανιών", έξω απ' το μπεντένι. Ολοι τρέχουν σαν από σύνθημα στις "Πόρτες"... Τι πάνε να κάνουν άοπλοι όπως είναι, μέσα στη φωτιά και τη βροχή του πυρωμένου σίδηρου των όλμων, των πολυβόλων, των χειροβομβίδων και των αεροπλάνων;.. Πάνε να φράξουν το δρόμο στον εχθρό. Πώς; Τους είναι αδιάφορο. Με τα χέρια, με τα πόδια, θα τον απωθήσουν. Τα κορμιά τους θα βάζουν εμπόδιο... Ζητάνε όπλα".

Η Κρήτη ήταν αφοπλισμένη από το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά μετά την ένοπλη εξέγερση ενάντιά του το 1938, κατάσταση που διατήρησε και η κυβέρνηση Τσουδερού. Ο εξοπλισμένος λαός, μετά μάλιστα από μια τέτοια απόπειρα, γίνεται δυο φορές επικίνδυνος για το κατεστημένο κι ας ήταν ήδη οι χιτλεροφασίστες κατακτητές στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση βέβαια δεν πίστευε ότι ο λαός μπορεί να υπερασπίσει την Κρήτη αντιμετωπίζοντας τη γερμανική εισβολή αποτελεσματικά. Ο συνταγματάρχης Παπαθανασόπουλος, διοικητής της ταξιαρχίας Ηρακλείου αναφέρει στην έκθεσή του για τα γεγονότα τα εξής: "Ανάφερα στην κυβέρνηση την κατάσταση της ταξιαρχίας μου. Το ηθικό της ήταν άριστο, όπλα είχαμε ελάχιστα, αλλά η πεποίθησίς μας πως θα υπερνικήσουμε τις αντιξοότητες ήταν απόλυτος. Οι υπουργοί, όμως στο σύνολό τους δεν πίστευαν ούτε καν μια στιγμή πως ήτο δυνατόν να νικήσουμε. Ενόμιζαν πως η αντίστασίς μας ήταν ένα είδος συμβολικής μάχης για την τιμή των ελληνικών όπλων. Ποτέ δεν πίστεψαν πως επρόκειτο περί μάχης μεγίστης σπουδαιότητος, πως ήταν απολύτως δυνατόν να κερδηθεί! Την παραμονή τους στην Κρήτη τη θεωρούσαν χαμένο καιρό για μια χαμένη υπόθεση και φρόντιζαν να βρουν τρόπο να διαφύγουν στην Αίγυπτο". (1)
Χρονικό "προαναγγελθέντος θανάτου"

"Η απόφαση για την κατάληψη της Κρήτης, σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία, πάρθηκε από τον Χίτλερ στις 21 Απρίλη 1941. Η στρατηγική σημασία της Κρήτης, είχε άμεση σχέση με την προώθηση των θέσεων του Αξονα, στην Εγγύς Ανατολή, την κατάληψη της διώρυγας του Σουέζ και τις επιχειρήσεις στη Β. Αφρική. Από τις 23 Απρίλη, η γερμανική αεροπορία σφυροκοπούσε καθημερινά σχεδόν την Κρήτη. Στις 20 Μάη, και ώρα 6.00 το πρωί, αρχίζουν οι επιχειρήσεις στα Χανιά και πιο συγκεκριμένα ο βομβαρδισμός του αεροδρομίου στο Μάλεμε. Στο Ηράκλειο την ίδια μέρα στις 3.00 το απόγευμα αρχίζει ο βομβαρδισμός και αμέσως μετά η ρίψη αλεξιπτωτιστών, ενώ στο Ρέθυμνο οι επιχειρήσεις άρχισαν την ίδια μέρα στις 1.00 μετά το μεσημέρι. Οι μάχες συνεχίστηκαν ως τις 30 Μάη, που αποχώρησαν και τα τελευταία αγγλικά στρατεύματα από το νησί για την Αίγυπτο. Στις 23 Μάη ο βασιλιάς και η κυβέρνηση εγκαταλείπουν την Κρήτη για την Αίγυπτο". (2) Δείγμα και αυτό του "ενδιαφέροντός" τους για αντίσταση και συνέχιση του αγώνα, αλλά και απόδειξη ότι ο λαός δε χρειάζεται τέτοιες πολιτικές ηγεσίες για να γράψει ιστορία. Η ιδέα της εγκατάλειψης του απελευθερωτικού αγώνα ήταν κυρίαρχη στο κατεστημένο. Η οργάνωση αντίστασης στην Κρήτη ενάντια στην εισβολή έγινε έργο του λαού της που προδόθηκε από την πολιτική ηγεσία και τους Αγγλους. Ηδη μια βδομάδα πριν την εισβολή, η πλειοψηφία των Ελλήνων αξιωματικών στάλθηκε στην Αίγυπτο. Στις 27 Μάη και ενώ η κατάληψη της Κρήτης δεν είχε κριθεί, η κυβέρνηση της Αγγλίας μέσω του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής δίνει διαταγή για εκκένωση του νησιού. Ο ίδιος ο Γερμανός στρατηγός Στούντεντ αναφέρει: "Η αιφνίδια κατάρρευσις της αμύνης της νήσου την 27ην Μαϊου μας κατέπληξε, διότι επεριμέναμεν μακρόν αγώνα". (3)
Προδομένος λαός

Ο Μήτσος Βλησίδης, που έζησε τα γεγονότα, μας είπε: "Οταν έγινε γνωστό ότι το Λονδίνο αποφάσισε να εγκαταλειφθεί η Κρήτη και άρχισε να συνειδητοποιήται το γεγονός της ήττας, ο κρητικός λαός και όσοι άλλοι (Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί μαχητές) πολέμησαν, αισθάνθηκαν προδομένοι. Θυμούμαι τη σκηνή στο καφενείο του χωριού μου στις 2.00 το μεσημέρι της 27ης Μάη που συγκεντρωμένοι πολλοί χωριανοί κάτω από το απαίσιο μουγκρητό των "στούκας" ακούσαμε από το ραδιόφωνο την είδηση ότι δόθηκε εντολή να εκκενωθεί η Κρήτη. Ολοι φώναξαν: Προδοσία. Και ξέσπασαν σε βρισιές εναντίον των Αγγλων. Μου 'ρχονται στο νου οι άγριες σκηνές που ζήσαμε στις σπηλιές στους κομητάδες στις 28 και 29 του Μάη, όταν μέσα απ' το φαράγγι της Νίμπρου κατέβαιναν τις βραδινές ώρες μπαρουτοκαπνισμένοι, με την αγριάδα της μάχης στα πρόσωπα και τις κινήσεις τους, πεινασμένοι και διψασμένοι οι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί μαχητές, με την ελπίδα να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο για την Αίγυπτο και να γλιτώσουν την αιχμαλωσία. Ολοι τους βρίζουν με τις χειρότερες βρισιές τον Τσόρτσιλ, την Αγγλία. Γρονθοκοπούσαν, κλοτσούσαν και κατακεφάλιαζαν με τον υποκόπανο κάθε Βρετανό στρατιώτη που συναντούσαν. Ολοι τους είχαν πολεμήσει με την πιο μεγάλη παλικαριά και αυταπάρνηση. Και διδάχτηκαν από τα γεγονότα ότι έχασαν τη μάχη από ανικανότητα της ηγεσίας τους. Υποψιάζονταν ότι προδόθηκαν. Αυτές τις ώρες και μέσα από την εμπειρία της μάχης, η γνωστή αγγλοφιλία των Κρητικών "πάτωσε" στη συνείδησή τους. Ολοι είχαν γίνει πολιτικά σοφότεροι".

25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1942

Τα βάσανα της Κατοχής δεν ήτανε μόνο σκληρά σα διαμαντάτσαλο και κοφτερά σα σπασμένα γυαλιά ξυράφια... ήτανε σκέτο πηχτό αίμα. Γίνονταν αερικό στην ψυχή σου κι αν χρειαζότανε, καρφιά στα μάτια δάκρυα και μια μεγάλη πέτρα στην καρδιά σου. Αμα ήθελε, γινόταν πείνα και γουργούριζε στα άδεια άντερά σου.

Το βάσανο του Σήφη ήταν στο πόδι. Λες και ήθελε τη δυστυχία του στη γη να καρφώσει κι έπεφτε το κορμί του όλο δεξιά όταν περπατούσε. Είχε πενήντα τα εκατό αγκύλωση στα γόνατα. Κούτσαβλε... τον κορόιδευαν τα παιδιά, αλλά δεν είχε πρόβλημα. Οταν παίζαμε κρυφτό, έτρεχε πρώτος να ξελευτερωθεί να φτύσει στη μάνα. Προλάβαινε. Αμα έβλεπε τα ζόρια, έτρεχε μόνο με το 'να πόδι, πηδούσε σα διάολος και δεν τον έφτανε στα τελευταία μέτρα κανείς. Τον ίδιο δεν τον ένοιαζε και πολύ που τον λέγανε κούτσαβλο, η μάνα του, όμως, με τις πέτρες μας κυνηγούσε και μας έδερνε και του 'λεγε να μην έρχεται μαζί μας. Μόνο να μας βλέπει από μακριά. Αχ ρε, παιδιά... Ποιος είδε το θεό και δεν τόνε φοβήθηκε... Οπως μας κοίταζε από μακριά ο Σήφης, δε μας πήγαινε καλά. Λες και μας προκαλούσε. Σα να μας έριχνε με τα μάτια πετριές που δεν ήτανε μαζί μας. Κάτι δεν πήγαινε καλά, που μας έβλεπε και μας κογιονάριζε και έκανε ό,τι κάναμε κι εμείς. Με σχέδια μάς κορόιδευε. Ετσι μου 'σαι; Πιάνει ο Θανάσης και διπλώνει το πόδι του κι αρχίζει να τον μιμείται και να περπατά όπως εκείνος... πάνω - κάτω όπως η μπάλα το σφυρί πάνω στ' αμόνι του γύφτου πάνω - κάτω... και στο τέλος, για να προλάβει δήθεν, πήδαγε με το 'να πόδι και τερμάτιζε και πάλι τα ίδια. Κι εμείς οι άλλοι παρακολουθούσαμε σα θέατρο θεατές, μέχρι που βγαίνει η μάνα του έξω, ποιος ξέρει σα ποια κατάρα ποιας τραγωδίας... ν' ανεμίζουνε τα τσεμπέρια της, φουστάνια της, τα μαλλιά της, τα χέρια της σα φονικά όργανα θανάτου και φοβέρας και μαύρης καταιγίδας κατά πάνω μας. Γινήκαμε σκόνη εμείς. Πού να μας πιάσει... Ν' αρρωστήσει ο γιος σου... να πάθει τα ίδια..., οστεομυελίτιδα να πάθει..., φώναζε στη μάνα του Θανάση.

Στην Κατοχή είχαμε γίνει πια παλικαράκια. Εγώ μια μέρα που πνιγότανε ένας Γερμανός έπεσα και τόνε βοήθησα να βγει. Στη φουρτούνα θα τον σκοτώνανε τα κύματα πάνω στα βράχια. Δεν είχε πάτημα εκεί και ήταν γεμάτο αχινούς. Δεν μπορούσες να πατήσεις. Δεν έβγαινες από κει ούτε με μπονάτσα. Ητανε απότομα, κάνανε κρέμαση τα βράχια και του είχανε δώσει και δυο τρεις και τον είχανε ξεσκίσει. Πήγα απ' τα βαθιά και του φώναζα: «Ελα προς τα εδώ... έλα μέσα... θα πάμε να βγούμε από αλλού». Και ήρθε και πήγαμε και βγήκαμε απ' το αυλάκι.

Τον είχα γνωρίσει απ' την πρώτη στιγμή. Πριν καμιά βδομάδα είχε κατέβει στα βράχια που κολυμπούσαμε, με άλλους τρεις ακόμα, με τα μπιστόλια τους και τις ξιφολόγχες και μας έλεγε πως είχαμε σκοτώσει Γερμανούς, τους κόψαμε τ' αυτιά και τα περάσαμε σ' ένα σύρμα και τα 'χαμε κάνει στεφάνι και τα 'χαμε φορέσει στο κεφάλι μας και καμαρώναμε. (Είχανε βρει σκοτωμένους Ελληνες με τ' αυτιά στο κεφάλι και Γερμανούς χωρίς αυτιά.)

Θέλετε τώρα εμείς να σας κόψουμε τ' αυτιά, να τα περάσουμε στο σύρμα και να βάλουμε στα κεφάλια μας; Κι έρχεται με την ξιφολόγχη και μου πιάνει τ' αυτί, μου το τράβαγε και με την ξιφολόγχη έκανε το σχέδιο πως θα μου το κόψει.

Τα πιτσιρίκια όλα, από ποιος ξέρει ποια αντίδραση, γελούσαμε ή κάναμε σα χαζά. Πουλούσαμε τρέλα, κάναμε πως δεν καταλαβαίναμε. Κι εγώ ακόμα που μου κρατούσε τ' αυτί, δεν αντέδρασα. Εκανα πως γελούσα. Ούτε για μια στιγμή δεν του 'δειξα να καταλάβει ότι είχα πάρει χαμπάρι τι μου 'λεγε. Είχανε πέσει αλεξιπτωτιστές και ο κόσμος τούς είχε πετσοκόψει και κάθε μέρα εκτελούσανε διακόσιους διακόσιους, ολόκληρα χωριά ισοπεδώνανε. Αυτό γίνηκε την πρώτη μέρα. Υστερα πια δε μας ξαναφοβερίζανε, είναι η αλήθεια. Αφήνανε τα όπλα τους στα βράχια και κολυμπούσανε. Μάλλον πλενόντουσαν. Δεν ξέρανε καλό κολύμπι. Κολυμπούσανε, αλλά δεν ερχόντουσαν στα βαθιά. Ποιος ξέρει.. Φρεσκάρισε ο καιρός φαίνεται απότομα, τον παρασύρανε τα ρεύματα μέσα στα βαθιά νερά δίπλα στα βράχια και προσπαθούσε να βγει από κει, αλλά δε γινότανε αν είχε και το θεό μπάρμπα.

Και έρχεται ένας Γερμανός και μ' έψαχνε την άλλη μέρα. Και τι με θέλει τώρα ο Γερμανός... Δεν ήτανε να μη βάλει κακό ο νους σου. Εκτελούσανε κάθε μέρα. Και με πάει στο σπίτι του στρατηγού. Περάσαμε από δυο σκοπούς στην πόρτα. Ηταν ένας αξιωματικός που μιλούσε σαν Ελληνας ελληνικά. Εσύ μου λέει, βοήθησες τον Γερμανό χθες που πνιγότανε;

Αμάν σκέφθηκα... που ήτανε ματωμένος και ξεσκισμένος (τον πήρανε οι άλλοι Γερμανοί γρήγορα και δεν πρόσεξα) θα του 'χε κοπεί κανένα αυτί και θα πούνε πως εγώ του το 'κοψα.

Εγώ λέω έτρεξα να τόνε σώσω, αλλά δεν τον ακούμπησα καθόλου. Από μακριά του φώναζα τι να κάνει. Αν πήγαινα κοντά και τον έπιανα ή μ' έπιανε, θα είχαμε πνιγεί και οι δυο. Μόνος του σώθηκε, του είπα.

Εγώ μόνο του έδειξα από πού να βγει.

Και δε φοβήθηκες μου λέει, που ήτανε φουρτούνα, να μην πνιγείς κι εσύ;

Δεν ήτανε μεγάλη φουρτούνα του λέω, αλλά δεν ήξερε από πού να βγει.

Ο στρατηγός διάταξε να 'ρχεσαι εδώ κάθε μέρα και να παίρνεις ένα ψωμί. Και κτυπά τις μπότες του απότομα και τρόμαξα. Και μου διαβάζει ένα χαρτί σα να μου διάβαζε κάποια καταδίκη. Και καλό να σου κάνανε αυτοί οι άνθρωποι, βλοσυροί και ανέκφραστοι ήτανε. Ούτε που ξαναπάτησα εκεί κι ας πέθαινε ο κόσμος απ' την πείνα.

Αυτοί σκοτώνανε κόσμο και εκτελούσανε. Τι δουλειά είχα εγώ να πηγαίνω να μου δίνουνε ψωμί. Ασε που αρχίσανε τον κόσμο να τον καρφώνουνε οι ρουφιάνοι και μερικοί χωρίς κουκούλα... φανερά... Γερμανοί, δοσίλογοι, προδότες, ρουφιάνοι ήτανε από τη μια κι εμείς οι πατριώτες απ' την άλλη.

Δεν πήγα να πάρω ψωμί, αλλά όταν το 'μαθε ο Θανάσης πως άμα τους πιάσεις ας πούμε στο φιλότιμο σου δίνουνε ψωμί, σκέφθηκε να κάνει τον καραγκιόζη. Ητανε μίμος. Δεν έκανε μόνο τον κουτσό. Εκανε και τον μεθυσμένο (τότε πολλοί αλκοολικοί περπατούσανε στους δρόμους). Ξεσήκωσε σχέδια, έκανε οχταράκια και με δυσκολία στεκότανε όρθιος. Σκουντούφλαγε, έκανε λόξιγκας πως τον πιάνει και όλος καλοσύνη, τραγούδι και χαμόγελο, ερχόταν καταπάνω σου να σ' αγκαλιάσει.

Και έχει έρθει το αυτοκίνητο και μ' ανοιχτές τις πόρτες περιμένει το στρατηγό και προσπαθεί απ' το φανάρι του αυτοκινήτου ν' ανάψει ένα τεράστιο τσιγάρο που έχει στρίψει από ξερά χόρτα και χαρτί. Βάλανε οι Γερμανοί τα γέλια και του δώσανε ένα τσιγάρο και φωτιά. Πολλοί πιτσιρικάδες στην Κατοχή είχανε σιάξει κασελάκι και γυαλίζανε τα παπούτσια, τις μπότες που φορούσανε οι Γερμανοί. Και για να τους προσελκύσουνε τα λουστράκια να πάνε κοντά, τους φωνάζανε έξτρα πρίμα στούκα πουτς. Τα αεροπλάνα τα στούκας πηγαίνανε πολύ ψηλά και εφορμούσαν κάθετα στο στόχο και αμολούσαν τις βόμβες καρφωτά. Μας είχανε αφανίσει τότε... τρακόσα - τρακόσα στούκας πηγαίνανε μαζί. Βαριόμασταν να τα μετράμε. Οι Γερμανοί καμαρώνανε για τα στούκας. Αν τους έλεγες, λοιπόν, πως θα στα κάνω τα παπούτσια σου να μοιάζουνε με στούκας, ή ότι το λουστράρισμα θα είναι τέλειο όπως τα στούκας, κολακευόντουσαν κι έρχονταν κοντά.

Γελοιοποιούσαμε τα πάντα και προσπαθούσαμε να μείνουμε ζωντανοί. Δε δικαιολογήσαμε ποτέ την Πηνελόπη Δέλτα που αυτοκτόνησε μόλις μπήκαν στην Αθήνα οι Γερμανοί. Ούτε τον άλλο που τίναξε τα μυαλά του στον αέρα γιατί έχασε τα εργοστάσια. Δηλαδή, εμείς που γεννηθήκαμε φτωχοί, τι έπρεπε να κάνουμε; Να πεθάνουμε πριν την ώρα μας; Εντάξει... δε μας μορφώσανε, δε μας ξυπνήσανε, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με το μυαλό μας, θα παλέψουμε με την ψυχή και την καρδιά μας. Και η καρδιά μας δε θέλει να πεθάνει, θέλει να ζήσει...

Οι Γερμανοί βγάλανε φιρμάνι να παραδοθούν όλα τα ραδιόφωνα. Οποιοι έχουν ραδιόφωνο ή γαληνίτη με ακουστικά, θα εκτελούνται. Εμείς, όμως, είπαμε... θέλαμε να ζήσουμε. Θέλαμε να ξέρουμε τι γίνεται στον κόσμο και καμιά τριανταριά νέοι, κρυφά απ' τις μανάδες μας, πηγαίναμε σ' ένα σπίτι ανοίκιαστο, ακατοίκητο. Μαζευόμασταν δήθεν για πάρτι και ακούγαμε ραδιόφωνο. Μη ρωτάτε παραπάνω. Κανείς δε ρωτούσε τότε. Είχαμε γίνει όλοι παράνομοι, συνωμότες. Δε ρωτάς, δε λες, μόνο ακούς. Καινούριος δεν υπήρχε στην παρέα. Ημασταν όλοι οι παλιοί οι γνωστοί: Εγώ, ο Θανάσης, ο Σήφης ο κουτσός, ο Ακύλας, ο Πλάτων, η Ιοκάστη - αδέρφια ήταν αυτοί οι τρεις, ο μπαμπάς τους είχε σκοτωθεί την πρώτη μέρα που βομβάρδισαν οι Ιταλοί - ο Νικήτας, η Κατίνα, ο Μανούσος, ο Αντρέας ο πιο καλοντυμένος της παρέας (ο μπαμπάς του είχε σπουδάσει γιατρός στην Ιταλία) - κι άλλοι.

Παίζαμε τη ζωή μας κορόνα γράμματα για να μάθουμε νέα και μόλις φεύγαμε απ' το πάρτι πλακώνανε Γερμανοί γκεσταπίτες και κάνανε έρευνα να βρούνε το ραδιόφωνο. Αυτό γίνηκε τέσσερις - πέντε φορές. Μόλις φεύγαμε, πλακώνανε οι Γερμανοί που με το νου κι η γνώση κάποιος από μας την κάρφωνε, αλλά επειδή αυτός που είχε το ράδιο το εξαφάνιζε ποιος ξέρει πώς και δεν τον ήξερε και κανένας μας ποιος ήταν, οι Γερμανοί φεύγανε άπρακτοι πάντα βλαστημώντας. Σάιζε φωνάζανε. Φλαχτ, φλουχτ βρίζανε. Νομίζανε πως είχανε πιαστεί κορόιδα. Οτι κάποιος τους κορόιδευε, τους έκανε πλάκα.

Μου λέει ο Θανάσης: Πήρες χαμπάρι πως όταν μαζευτούμε ν' ακούσουμε Λονδίνο πριν καλά καλά τελειώσει η εκπομπή, ο Σήφης φεύγει πρώτος; Και γιατί βιάζεται να φύγει και πού πάει; Αυτός την καρφώνει, χίλια τα εκατό. Μας έχει άχτι από τότε που τον κοροϊδεύαμε μικρό. Μας την έχει φυλάξει και δε θα τη γλιτώσουμε απ' αυτόν. Το συζήτησα και με όλους τους άλλους. Αυτός την καρφώνει.

Και πότε πρόλαβε, ρε Θανάση, του λέω να γίνει χαφιές και συνεργάτης των Γερμανών; Αυτός έχει το ντέρτι του που κουτσαίνει κι ούτε έξω καλά καλά δε βγαίνει. Τώρα τελευταία έμαθα πως τον πιάνει και σεληνιασμός και δεν πάει απ' το σπίτι του πιο μακριά. Πότε στο διάολο γίνηκε ρουφιάνος;

Εμείς, μου λέει, βγάλαμε το συμπέρασμα πως αυτός είναι ο καταδότης και σκεφθήκαμε με τον Ακύλα πως σε δεκαπέντε μέρες που θα είναι η Εθνική μας γιορτή να σιάξουμε χαρτάκια να τα κολλήσουμε στους στύλους και στα ντουβάρια και να 'χουν τυπωμένη απάνω την ελληνική σημαία και να γράφουν «Ζήτω η 25η Μαρτίου 1821». Εσύ μου λέει, που έχεις δουλέψει σε τυπογραφείο και ξέρεις και ζωγραφίζεις, θα σου φέρω χοντρό μουσαμά να τόνε σκαλίσεις και άσπρη γομαλάκα και μπλε μελάνι να τα ανακατέψουμε και να τα κολλήσουμε να τα δει ο κόσμος να πάρει αέρα... να καταλάβει πως η Ελλάδα δεν πέθανε... είναι ζωντανή.

Τότε δούλευα δόντια. Στο εργαστήρι εκείνο με τα τροχάκια, τις φρέζες, τους δίσκους και τα σφυράκια, το έφτιαξα το στάμπο κι αρχίσαμε να τυπώνουμε τα σημαιάκια. Εβρασα και κόλλα με αλεύρι και μου λέει ο Θανάσης:

Δεν μπορούμε να πάμε δυο γι' αυτήν τη δουλειά, θα μας πάρουνε χαμπάρι. Ασε που και μόνος μου θα τα κολλήσω, δεν μπορεί... κάποιο μάτι θα βρεθεί. Λοιπόν, σκέφθηκα κάτι. Θα φορέσω μια τραγιάσκα βαθιά να μη με γνωρίζουνε και θα κουτσαίνω όπως ο Σήφης που και να με δούνε να νομίζουνε πως είναι αυτός. Ετσι κι έτσι, δικός τους έγινε. Ο,τι και να γίνει, θα γλιτώσουμε από έναν ρουφιάνο. Οταν ξημέρωσε 25 Μαρτίου, όλοι οι στύλοι του ηλεκτρικού, όλες οι κολόνες, όλα τα τηλεγραφόξυλα, είχανε κολλημένα χαρτάκια που γράφανε «Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω η 25 Μαρτίου».

Δεν ήτανε χαρτάκια... ήτανε ηλιαχτίδες που τρυπούσαν το μαύρο σκοτάδι της Κατοχής... ήτανε φαΐ στα άδεια στομάχια μας... ήτανε μπάλσαμο στην απελπισία, στην κατάρα, στον πόλεμο... Και δεν έφτανε αυτή η χαρά. Βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί πως εκτελέσανε εφτά Ελληνες, γιατί κοροϊδεύανε τα στρατεύματα κατοχής και τα στέλνανε σε ανύπαρκτους στόχους για δικό τους όφελος. Και μέσα στα ονόματα ήτανε και του Αντρέα, του γιου του γιατρού, του φίλου μας.

Οταν συνήλθαμε απ' την έκπληξη - τι συνήλθαμε δηλαδή... ακόμα ο Θανάσης χτυπιέται - Ρε συ Γιώργη, μου λέει. Ο θεός το 'κανε και δε με είδε κανείς που κόλλαγα τα χαρτάκια, θα είχα πάρει στο λαιμό μου τον Σήφη. Δε θα το άντεχα...

Να κι ο Σήφης κουτσαίνοντας. Ρε, παιδιά... τι έμαθα για τον Αντρέα... Αλήθεια είναι; Αυτός μας κάρφωνε; Τώρα που ξεκαθάρισε το πράμα, σας το λέω. Το ράδιο το 'σιαξα εγώ, αλλά στριμώχτηκε το πράμα πολύ. Να μην το ξανακούσουμε ομαδικά. Να βρούμε ποιοι έσιαξαν και κόλλησαν τις σημαίες σήμερα στις κολόνες, να γράφουμε τις πιο ενδιαφέρουσες ειδήσεις και να τις κολλάμε να τις διαβάζει ο κόσμος. Καλά που έτρεχα από πίσω απ' το σπίτι και το εξαφάνιζα αμέσως το ράδιο, θα μας είχαν εκτελέσει όλους.

ΥΓ: Του Αντρέα ο μπαμπάς ο γιατρός ήταν πεμπτοφαλαγγίτης κατάσκοπος των Γερμανοϊταλών. Τον μάθαμε στην Ηπειρο. Τον είχαν επιστρατεύσει όταν σπούδαζε. Ολη την οικογένεια δεν την ξαναείδε κανείς.

Του
Γιώργη ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Πολύτιμη η συμβολή των κομμουνιστών της μεγαλονήσου


"Στο μετερίζι τσ' ανθρωπιάς

και τσι τιμής το χρέος

εκιά θα στέκω να πατώ

κι ας είμ' ο τελευταίος..."

Ο λαός της Κρήτης με τις πλούσιες αγωνιστικές και δημοκρατικές παραδόσεις αντιστέκεται στη "νέα τάξη πραγμάτων", κάνοντας, για μια ακόμη φορά, το χρέος του, για να διατηρήσει την ανθρωπιά του, για να παραμείνει νησί ειρηνικό, χωρίς τις αμερικάνικες βάσεις και τους επιθετικούς πυραύλους, για να σταματήσει το ξεπούλημα της κρητικής γης στους ξένους.

Γι' αυτά ακριβώς τα δικαιώματα, ο κρητικός λαός αγωνίστηκε και είχε ακριβό κόστος σε θυσίες και σε αίμα για την εθνική του ανεξαρτησία και τη δημοκρατία.

Η συμμετοχή των κομμουνιστών στους αγώνες αυτούς, καταγραμμένη στη συνείδηση του κρητικού λαού, αποτελεί ξεχωριστή σελίδα της 80χρονης ιστορίας του ΚΚΕ. Γι' αυτό και η παρουσίαση γραπτών ντοκουμέντων απ' τους αγώνες αυτούς, που περιγράφονται μάλιστα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές των ιστορικών γεγονότων, δεν αποτελούν μόνο επιβεβαίωση, αλλά βοηθάνε στη γνώση απ' την κοινωνία. Ιδιαίτερα απ' τους νέους, που σκόπιμα το σημερινό πολιτικοκοινωνικό σύστημα τους κρατάει μακριά, ώστε να μη μάθουν τον καθοδηγητικό ρόλο του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, που γαλούχησε με τα υψηλά ιδεώδη της λευτεριάς και της υπερηφάνειας και τους αγωνιστές της Κρήτης.

Ετσι, το βιβλίο δύο συντρόφων απ' την Κρήτη, του Δημήτρη Ι. Βλησίδη, που έφυγε πριν λίγο απ' τη ζωή και του Λευτέρη Ι. Ηλιάκη, που εκδόθηκε τελευταία στα Χανιά με τον τίτλο: "Τα πρώτα βήματα του ΕΑΜ στην Κρήτη", αφιερωμένο "στα 80 χρόνια του ΚΚΕ, πρωτομάχου και αιμοδότη της Αντίστασης", παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Είναι - όπως αναφέρεται και στον πρόλογο - "μια σύντομη διαδρομή και ξενάγηση στα μονοπάτια, μέσα απ' τα οποία πέρασε το ξεκίνημα της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης στην Κρήτη, η οργάνωση και η ανάπτυξή της στο Νομό Χανίων, που έγινε πλατύ και ορμητικό ποτάμι για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία. Είναι για να θυμηθούνε και ικανοποιηθούν οι επιζώντες από τους συντελεστές της και να πληροφορηθούν σωστά οι νεότεροι.

Η εισαγωγή του βιβλίου καταγράφει και περιγράφει, χωρίς λεπτομέρειες, την πορεία ανάπτυξης του αγώνα εναντίον των χιτλερικών κατακτητών και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη συγκρότηση των ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ και την οργάνωσή τους σε κανονική στρατιωτική μονάδα, το 14ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Το Ημερολόγιο του Συντάγματος, που συντάκτης του είναι ο διοικητής του, αείμνηστος αντισυνταγματάρχης του τακτικού στρατού Στέλιος Σφακιωτάκης, είναι αδιάψευστο ντοκουμέντο των αγώνων του χανιώτικου λαού μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και τη σημαία τους...".
Το "προζύμι"

Στο σημείο αυτό, είναι ανάγκη ν' ανοίξουμε μια παρένθεση, φωτίζοντας καλύτερα τα γεγονότα της εποχής εκείνης (1).

Ουσιαστικά οργανωμένη παρουσία στην πολιτική και κοινωνική ζωή του Νομού έχει το ΚΚΕ στη δεκαετία του 1930. Διαθέτει οργάνωση στην πόλη και σε κάμποσα χωριά και έναν πυρήνα στελεχών ικανών, με επικεφαλής τον διακεκριμένο οικονομικό, κοινωνικό και επιστημονικό παράγοντα Βαγγέλη Κτιστάκη. Δρούνε επίσης την ίδια περίοδο με τον Κτιστάκη οι: Παναγιώτης Κορνάρος, Νίκος Μαριακάκης, Γιώργης Τσιτίλος, Θρασύβουλος Καλαφάτης, Γιώργης Πετράκης, Μανώλης Πισσαδάκης κ.ά. Είναι όλοι τους διαλεχτοί αγωνιστές και έδωσαν, πλην του Γ. Πετράκη που πέθανε από φυσικό θάνατο, τη ζωή τους στην Κατοχή και οι Γ. Τσιτίλος και Μ. Πισσαδάκης μετά, για τη λευτεριά της πατρίδας και το σοσιαλισμό.

Σημαντική παρουσία και δράση σημείωσε η Κομματική Οργάνωση του ΚΚΕ στη διάρκεια της αντιφασιστικής πάλης και ιδιαίτερα στη διάρκεια της 4ης Αυγούστου. Συμμετείχε, επίσης, στη διακομματική επιτροπή που οργάνωσε την ένοπλη εξέγερση του χανιώτικου λαού τον Ιούλη του 1938, μοναδική στη φασιστοκρατούμενη Ευρώπη, η οποία ανέτρεψε το μεταξικό φασιστικό καθεστώς στα Χανιά για 24 ώρες.

Διέθετε αρκετή επιρροή, αλλά οι οργανωμένες δυνάμεις ήτανε περιορισμένες και χτυπήθηκαν άγρια από τη φασιστική δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Οι σχέσεις της Κομμουνιστικής Οργάνωσης του Νομού, όπως και όλου του Κόμματος, με το Κόμμα των Φιλελευθέρων είναι αντιπαραθετικές, όχι μόνο για ταξικούς λόγους, αλλά και γιατί ο Βενιζέλος είχε ψηφίσει το 1929 το γνωστό Ιδιώνυμο Νόμο, που κήρυξε το διωγμό εναντίον των κομμουνιστών.

Ωστόσο, οι κομμουνιστές και οι Φιλελεύθεροι και όλος ο λαός των Χανίων ήτανε αντιφασίστες και προπάντων αντίπαλοι του Μεταξά και του καθεστώτος του. Ετσι, στη διάρκεια του αγώνα εναντίον αυτού του καθεστώτος και του φασισμού γενικότερα, μπροστά στον κοινό εχθρό, οι αντιθέσεις με τους Φιλελεύθερους περνούνε σε δεύτερο πλάνο, διαδίδεται ένα πνεύμα αντιφασιστικής συνεργασίας, μετώπου εναντίον του φασισμού, το οποίο εκδηλώνεται και οργανωμένα με το κίνημα του 1938.

Αυτή η αντιφασιστική συσπείρωση του λαού και η ενεργητική λειτουργία της στη διάρκεια της 4ης Αυγούστου στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας για την παλλαϊκή συστράτευση ενάντια στη χιτλερική εισβολή και στη Μάχη της Κρήτης, η οποία αποτελεί και την πρώτη πράξη της Εθνικής Αντίστασης σε συνθήκες κατοχής.

Αρχίζοντας η χιτλερική κατοχή, ο λαός στο Νομό Χανίων και σ' όλη την Κρήτη είναι, επομένως, όχι απλά συσπειρωμένος αντιφασιστικά, αλλά και με δοκιμασμένη την αντιφασιστική του ενότητα...

Μετά την κατάληψη της Κρήτης, την αναχώρηση του βασιλιά και των υπολειμμάτων της μεταξικής κυβέρνησης και άλλων παραγόντων στην Αίγυπτο, ο λαός μένει μόνος του, χωρίς τους γνωστούς επίσημους κυβερνήτες και πρέπει να αποφασίσει ο ίδιος την αντιμετώπιση της συμφοράς του πολέμου και της σκλαβιάς που άρχιζε.

Στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, αποκαλύφθηκε όλη η βρετανική ανικανότητα και αδιαφορία για την οχύρωση και άμυνα του νησιού. Η εμπειρία αυτή προκάλεσε την οργή του χανιώτικου, αλλά και όλου του κρητικού λαού και έκανε να υποχωρήσει σημαντικά το αίσθημα της αγγλοφιλίας που επικρατούσε, εξαιτίας της φιλελεύθερης - βενιζελικής πλημμυρίδας.

Σ' αυτές τις συνθήκες, γίνονται οι διακηρύξεις του ΕΑΜ και το κάλεσμά του προς όλους, χωρίς καμιά εξαίρεση, τους πατριώτες, για οργάνωση και αγώνα εναντίον του κατακτητή.

Οι κομμουνιστές, που πρώτοι πήραν την πρωτοβουλία της συνέχισης του οργανωμένου αντιφασιστικού αγώνα στις συνθήκες της Κατοχής, ήτανε πολύ ολιγάριθμοι, συγκριτικά με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, και προπάντων με τους Φιλελεύθερους. Αλλά το αντιφασιστικό, ενωτικό, αγωνιστικό κήρυγμα και η πρόσκλησή τους διά του ΕΑΜ εξέφραζε τον πόθο του λαού για αγώνα επιβίωσης, λευτεριάς και δημοκρατίας και είχε ευρύτατη απήχηση στο λαό και σε κοινωνικούς παράγοντες της εποχής, πέρα και πάνω από προηγούμενες πολιτικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις.

Ετσι, οι προοδευτικές και συνεπείς δυνάμεις των Φιλελεύθερων, κυρίως της νέας γενιάς, και άλλα τμήματα του λαού, ανταποκρίθηκαν και άρχισαν να συσπειρώνονται στη βάση αυτών των διακηρύξεων και εκκλήσεων, να πυκνώνουν, να δημιουργούν και να απλώνουν στην πόλη και στα χωριά τις οργανώσεις του ΕΑΜ.
Σκοτείνιασε ο ουρανός

Το γερμανικό σχέδιο "Ερμής" για την κατάληψη της Κρήτης μπήκε σ' εφαρμογή το πρωί της 20ής Μάη 1941. Σκοτείνιασε ο ουρανός της μεγαλονήσου, κρύφτηκε ο μαγιάτικος ήλιος κι άρχισε να πέφτει στην κρητική γη φωτιά και σίδερο. Το γερμανικό σχέδιο πρόβλεπε να δοθούν κεραυνοβόλα και συντριπτικά χτυπήματα σε τρία βασικά σημεία της Κρήτης. Στην περιοχή των Χανίων, με κύριο στόχο την κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε, στην περιοχή Ηρακλείου, με στόχο επίσης την κατάληψη του αεροδρομίου της πόλης και στην περιοχή Σούδας - Ρεθύμνου. Η απόλυτη κυριαρχία των Γερμανών στον αέρα εξασφαλιζόταν με τα 650 αεροπλάνα τους κάθε τύπου και προορισμού, με 550 μεταγωγικά αεροσκάφη και 100 ανεμοπλάνα (2).

Η πάλη των κομμουνιστών ενάντια στη χιτλερική εισβολή στην Κρήτη είναι εναρμονισμένη με τις αποφάσεις που είχε πάρει το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που συνήλθε παράνομα το Δεκέμβρη του 1935.

Επίσης, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, καθοδηγητικό στέλεχος του ΚΚΕ, που είχε ξεφύγει απ' το στρατόπεδο εξορίστων της Κιμώλου κι έφθασε στο Ηράκλειο, δημοσιεύει σε τοπική εφημερίδα άρθρο, που εκφράζει ακριβώς το πνεύμα των αποφάσεων του ΚΚΕ και, παράλληλα, αντικρούει τον ισχυρισμό των διαφόρων αντικομμουνιστών "διανοητών", που και σήμερα υποστηρίζουν ότι η προθυμία των κομμουνιστών να πολεμήσουν τους Γερμανούς αποτελούσε "ταχτικό ελιγμό"! Γράφει, ανάμεσα σ' άλλα, ο Πορφυρογένης:

"... Στην καινούργια αυτή φάση του τιτάνιου αγώνα της Ελλάδας μας, όπου η Κρήτη γίνεται ο προμαχώνας της ελευθερίας, καθήκον του κάθε Ελληνα είναι να σταθεί άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα, που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θα είναι τεράστιες. Το ίδιο καθήκον πέφτει και πάνω στους κομμουνιστές. Στον αγώνα για την άμυνα της Κρήτης, που είναι αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι κομμουνιστές πρέπει να 'ναι στις πρώτες γραμμές..." (3).
Η συμμετοχή των Κρητών εξορίστων

Φέτος γιορτάζεται η 57η επέτειος της Μάχης της Κρήτης, που η περιγραφή της από τον εξόριστο στη Φολέγανδρο Σωκράτη Καλλέργη, φανερώνει όλο εκείνο το μεγαλείο της ψυχής και της αντρειοσύνης, αλλά και της αγάπης των κομμουνιστών απέναντι στην πατρίδα και το λαό μας (4).

"Οι Κρητικοί, που είμαστε στην Ομάδα της Φολεγάνδρου, εξόριστοι, νιώσαμε την ανάγκη να φύγουμε, όπως μπορέσουμε για την ιδιαίτερη πατρίδα μας, για να της προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας στις δύσκολες εκείνες μέρες.

"Η Ομάδα μας ήρθε σε συνεννόηση μ' ένα καϊκι που επέστρεφε στην Κρήτη με φαντάρους από το μέτωπο και χωρίς καμιά προετοιμασία πήγαμε στο πίσω μέρος του νησιού, όπου έριξε βάρκα το καϊκι και μας παρέλαβε. Είμαστε οι παρακάτω: Βιτσαξάκης Μιχάλης, Καλαϊτζάκης Γιάννης, Καλλέργης Σωκράτης, Μαριακάκης Θύμιος, Μανουσάκης Νίκος, Πισσαδάκης Μανώλης, Σιμιτζής Γιάννης, Τριανταφύλλου Γιάννης και ένατος ο Αναστασιάδης Στέργιος, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Από το λιμάνι του νησιού το καϊκι είχε παραλάβει και δυο χωροφύλακες, που μας γνώριζαν και μας έβλεπαν με εχθρότητα. Στο ταξίδι για την Κρήτη κινδυνέψαμε να πνιγούμε. Είχε φουρτούνα, έφυγε και ο έλικας του καϊκιού και άρχισε να γεμίζει νερά. Σωθήκαμε χάρη στην αυτοθυσία του εξόριστου Τριανταφύλλου, που βούτηξε με μια λινάτσα και βούλωσε την τρύπα και με κουβάδες άδειασε τα νερά. Υστερα από πολλές δυσχέρειες, φτάσαμε στο Ηράκλειο. Πόση απογοήτευση, όμως, μας κυρίευσε, όταν είδαμε τους χωροφύλακες να μας καταδίδουν για δραπέτες στις αγγλικές και ελληνικές αρχές, που ελέγχανε το Λιμάνι! Αμέσως μας συνέλαβαν, μας έβαλαν σε ένα καμιόνι και, με συνοδεία, μας μετέφεραν στην Ασφάλεια που είχε διοικητή τον Πολιουδάκη.

Μας έκλεισαν σ' ένα μικρό αποπνιχτικό κελί σε τέλεια απομόνωση από τον κόσμο. Την επομένη, μας κάλεσε ο Πολιουδάκης στο γραφείο του και μας επρότεινε να υπογράψουμε δήλωση για να αφεθούμε ελεύθεροι!.. Του αναπτύξαμε για ποιους λόγους δραπετεύσαμε και ζητήσαμε να μας δοθούν όπλα, για να βρεθούμε κοντά στο λαό και να τον βοηθήσουμε στην προετοιμασία της μάχης για απόκρουση επιδρομής των Γερμανών, που όλοι την περίμεναν, ύστερα από την ολοκλήρωση της κατάληψης της ηπειρωτικής Ελλάδας. Δυστυχώς, ο Πολιουδάκης στάθηκε ανένδοτος. Οι εργαζόμενοι όμως του Ηρακλείου, που πληροφορήθηκαν την άφιξή μας, μας έστειλαν τρόφιμα και χρήματα, άρχισαν διαβήματα και διαμαρτυρίες για την άμεση απόλυσή μας. Και επειδή οι αρχές επέμεναν στην κράτησή μας, οι εργαζόμενοι εκδηλώσανε διαθέσεις να μας αποσπάσουν με τη βία. Τότε, οι αρχές προειδοποίησαν ότι θα μας εκτελέσουν σε παρόμοιο ενδεχόμενο...

Οι άνδρες που μας φύλαγαν σιγά - σιγά εξαφανίζονται, αλλά εμείς είμαστε κλεισμένοι από μια μεγάλη εξώπορτα, ώσπου μας γλίτωσε μια βόμβα. Επεσε δίπλα στην πόρτα και δημιούργησε ρήγμα, έτσι βρεθήκαμε έξω. Στις 20.5.41 ξαμοληθήκαμε, ελεύθεροι πια, ύστερα από 4 χρόνια εξορία, στους δρόμους κι ανταμωθήκαμε με πολλούς πατριώτες.

Μάθαμε τότε για κάτι αποθήκες πολεμικού υλικού, που είχαν οι Αγγλοι σύμμαχοι και πήγαμε σε μια απ' αυτές. Βρήκαμε διάφορα λιανοτούφεκα, αλλά δεν υπήρχαν σφαίρες. Τελικά, με διάφορους συνδυασμούς βρεθήκαμε όλοι με όπλα και άφθονες σφαίρες.

Δημήτρης ΣΕΡΒΟΣ

1. Δ. Βλησίδη - Λ. Ηλιάκη, "Τα πρώτα βήματα του ΕΑΜ στην Κρήτη", σελ. 38.

2. α) "Ιστορία της Αντίστασης 1940 - '45" Α Τόμος σελ. 112. β) "Παγκόσμιος Πόλεμος" σελ. 467.

3. Εφημ. "Κρητικά Νέα", 16 Μάη 1941.

4. "Ιστορία της Αντίστασης" Α Τόμος, σελ. 116.

Οι δραπέτες της Φολέγανδρος στη μάχη της Κρήτης

Ο «Ρ» δημοσιεύει σήμερα μαρτυρία του σ. Ευθύμη Μαριακάκη, αδελφού του Νίκου Μαριακάκη, στελέχους του ΚΚΕ, που εκτελέστηκε με τους 200 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1944, μέλους του ΚΚΕ από το 1937 ως το τέλος της ζωής του, ο οποίος ήταν από τους δραπέτες κομμουνιστές της Φολεγάνδρου, που πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Ο σ. Μαριακάκης έφυγε από τη ζωή στις 26 Μάρτη του 2007. Τη συνέντευξη πήρε ο Γιώργης Μωραΐτης το 2003.

Ο Ευθύμης Μαριακάκης πιάστηκε στη Μεταξική δικτατορία, και με απόφαση της Ασφάλειας Χανίων εξορίστηκε στη Φολέγανδρο.

Οπως λέει ο ίδιος «οι σύντροφοι με δέχτηκαν με μεγάλο ενδιαφέρον και με φροντίδα. Ητανε καμιά εκατοστή. Στις αρχές του 1938. Γραμματέας της Ομάδας, τότε, ήταν ο Γκιουζέλης ο Στέφανος. Ο Γιώργης ο Γιαταγάνας ήτανε εξωτερικός Γραμματέας. Είχε τις επαφές με το νησί και τον κόσμο. Εμένα οι σύντροφοι της καθοδήγησης, στις πρώτες εκλογές που γινήκανε, με πρότειναν για το Γραφείο της Ομάδας. Με ανάδειξαν μέλος του Γραφείου. Και ανέλαβα υπεύθυνος υπηρεσιών και συνεργείων. Επίσης, με έβαλαν και θαλαμάρχη στο μαζικότερο θάλαμο, στο Καραντεμίρ. Μέχρι την απόδραση, το Μάη του 1941, ήμουν μέλος του Γραφείου της Ομάδας».

Ας τον παρακολουθήσουμε όμως μέσα από τη συζήτηση με τον Γιώργη Μωραΐτη.
Οικογενειακή χρεοκοπία


>-- Τι επάγγελμα είχες;

-- Να σου πω. Οταν στο στρατοδικείο με ρωτούσε ο Πρόεδρος, απαντούσα: «Επαγγελματίας επαναστάτης - αγωνιστής»! Αρχικά ήμουν μαθητής Γυμνασίου. Στη Β΄ τάξη, όμως, απορρίφτηκα. Είχαμε, με τη Μικρασιατική καταστροφή, μια οικογενειακή τραγωδία. Ο πατέρας μου αρρώστησε! Ηταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Κρήτη. Οχι τόσο σε ακίνητα, όσο σε ρευστό χρήμα... Την εποχή εκείνη είχε στα χέρια του 12.000 ναπολεόνια χρυσά. Δεύτερος με τόσα λεφτά σε χρυσό, στην Κρήτη, δεν υπήρχε. Είχε το μεγαλύτερο υποδηματοποιείο στα Χανιά. Κι έτσι έκανε λεφτά. Τα είχε καταθέσει στην Τράπεζα Κρήτης, στο Κοινωφελές Ταμείο. Τα εδάνειζε για εξυπηρέτηση ανθρώπων που είχαν ανάγκη με ελάχιστο τόκο. Διευθυντής του Ταμείου ήτανε ο Πιστολάκης, πατέρας του βουλευτή. Αυτός με είχε βαφτίσει. Ο πατέρας μου ήταν ακραιφνής βασιλόφρονας. Κουμπάρος του βουλευτή Πατσουράκη, που βάφτισε την αδερφή μου, τη Σμαραγδή. Ητανε αντιβενιζελικός για προσωπικούς λόγους. Στην επανάσταση στο Ακρωτήρι, ήταν με τον Βενιζέλο. Με τη μικρασιατική καταστροφή η δραχμή ξεφτιλίστηκε. Τα χρυσά ναπολεόνια είχαν την αξία τους. Αλλά με νόμο της κυβέρνησης έχασε τις καταθέσεις του. Εκλεισε και το μαγαζί. Με το χρήμα και την περιουσία σκόπευε να σπουδάσει και να αποκαταστήσει τα οχτώ παιδιά του. Με την καταστροφή μείναμε στο δρόμο. Κι αυτός το 1923, αρρώστησε και αργότερα πέθανε.

Οι σοσιαλιστικές ιδέες

-- Πώς γίνατε κομμουνιστές;

-- Εμείς, να πούμε, τότε ξυπνήσαμε. Καταλάβαμε το έγκλημα με τον πόλεμο. Είδαμε τις ευθύνες των κυβερνώντων και την αναλγησία των συμμάχων. Είχαν εμφανιστεί και οι καινούριες ιδέες, το σοσιαλιστικό όραμα. Ιδρύθηκαν και εργατικά σωματεία - φυτώρια. Επηρεαστήκαμε.

Ο πρώτος που οργανώθηκε στο κίνημα ήταν ο μακαρίτης ο Νίκος. Εμένα που ήμουν ζωηρός, δε με άφηνε να προσχωρήσω. Φοβότανε μη χτυπήσω κανένα αστυνομικό. Οταν τον πιάσανε, πήγα και τον είδα. Και του λέω:«ακόμα θα με κρατάτε έξω;». Και με πήρανε. Λοιπόν, εμείς όλη η οικογένεια, πρώτα ο Νίκος, ύστερα ο άλλος μου αδερφός, ο Σπύρος, ο οποίος ήτανε στην Κομμουνιστική Νεολαία, στέλεχος στα Χανιά. Οταν λέει ο Ζαχαριάδης να πάμε να πολεμήσουμε κατά των Ιταλών στο Αλβανικό μέτωπο, εγώ κι ο Νίκος ήμαστε εξορία. Ο Νίκος από την Ακροναυπλία κι εγώ από τη Φολέγανδρο, εζητούσαμε με υπομνήματα και παραστάσεις να πάμε στο μέτωπο. Ο Σπύρος επήγε και κατατάχτηκε εθελοντής. Είχε σπουδάσει κτηνίατρος. Του αναθέσανε διμοιρία. Του δώσανε αριστείο ανδρείας. Οι αδερφές μου επίσης βοήθησαν, εράβανε πουλόβερ. Και τα στέλνανε στο μέτωπο. Ο Σπύρος ύστερα αιχμαλωτίστηκε, στάλθηκε στην Ιταλία σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου εξοντώθηκε.

Χιτλεροφασιστική κατοχή

-- Τώρα να μας πεις για την Κατοχή.

-- Επιμέναμε να πάμε να πολεμήσουμε. Η κυβέρνηση, όμως, δε μας επέτρεψε. Δεν ήθελε τους πραγματικούς αγωνιστές του λαού να βρίσκονται δίπλα του. Γιατί οι φασιστικές κυβερνήσεις θέλανε κάποιο μπάλωμα να κάνουνε μεταξύ τους. Οταν όμως οι Γερμανοί, τον Απρίλη του 1941, χτυπήσανε την Ελλάδα, η καθοδήγηση και όλοι οι σύντροφοι της Ομάδας, είπαμε πάση θυσία να δραπετεύσουμε. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου που ανέλαβε στην Αθήνα είχε δώσει αυστηρές διαταγές στους φρουρούς των εξόριστων, να πάρουνε δρακόντεια μέτρα. Επρεπε να δραπετεύσουμε τμηματικά. Και οι πρώτοι ήτανε οι Κρήτες.

Εμείς ήμαστε 8 Κρήτες. Εγώ και ο Πυθαράκης, από τα Χανιά. O Καλλέργης Σωκράτης και ένας νεολαίος από το Ρέθυμνο. Και οι: Μανουσάκης, Βιζαξάκης, Γιάννης Τριανταφύλλου και Γιάννης Καλαϊτζάκης από το Ηράκλειο. Την περίοδο εκείνη Γραμματέας της Ομάδας ήτανε ο Μανουσάκης Νίκος, που ανέλαβε επικεφαλής της αποστολής μας. Πήραμε μαζί μας και το Στέργιο Αναστασιάδη, μέλος της ΚΕ του Κόμματος, που ήταν άρρωστος. Και γίναμε 9.

-- Πώς φύγατε;

-- Καταφέραμε ένα βράδυ ένας - ένας να ξεφύγουμε. Και είχαμε ένα ορισμένο σημείο να βρεθούμε στην ακροθαλασσιά, όπου υπήρχαν και 2-3 βάρκες. Είχαμε επισημάνει τον όρμο. Και κατά τη 1 μετά τα μεσάνυχτα, καταφέραμε να συγκεντρωθούμε. Πήραμε τη μια βάρκα, την πιο καλύτερη. Εμπήκαμε μέσα και οι 9. Και ανοίξαμε πλώρη για την Κρήτη. Το πού και πώς θα φτάναμε είναι άλλο ζήτημα. Επρεπε να φύγουμε και να πάμε όσοι ζήσουμε να πολεμήσουμε στην Κρήτη, που αναμέναμε από ώρα σε ώρα την επίθεση.

-- Οι Γερμανοί είχαν έρθει στο νησί;

-- Οχι. Ακόμα δεν είχαν έρθει. Προλάβαμε. Πρέπει να ήτανε το πρώτο δεκαήμερο του Μάη. Ακριβώς ημερομηνία δε θυμάμαι, είναι κάπου γραμμένη.

Νύχτα ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. Πηγαίναμε προς Βορρά. Ο Βιζαξάκης - νομίζω είχε κάνει στο ναυτικό - έδωσε τον προσανατολισμό. Είχαμε εφοδιαστεί με σπίρτα και κεριά, για να δώσουμε σήμα αν τύχει κανένα πλεούμενο. Από τη Φολέγανδρο περνούσανε πολλά καΐκια που ερχόντανε από την ηπειρωτική Ελλάδα κι άλλα μέρη. Ο κόσμος έφευγε με κατεύθυνση την Κρήτη για να αποφύγει την αιχμαλωσία και τα δεινά της κατοχής. Την ημέρα τα καΐκια εμποδίζονταν από τα γερμανικά αεροπλάνα. Και μόνο τη νύχτα φεύγανε, με ελάχιστο φως.

Κατά τη διαδρομή, κάποια στιγμή, διακρίνουμε ένα καΐκι, που περνούσε πολύ κοντά σε μας. Ανάβουμε, λοιπόν, τα σπίρτα και τα κεριά και κάνουμε νοήματα στο καΐκι να πλευρίσει προς εμάς. Κατάλαβε πως θέλουμε βοήθεια, πλεύρισε και ήρθε δίπλα μας.

-- «Τι θέλετε και ποιοι είστε;» ρωτάνε.

-- «Είμαστε εξόριστοι εδώ -- λέμε -- από την Κρήτη και φεύγουμε να μην πέσουμε στα χέρια των Γερμανών κατακτητών. Πρέπει να πάμε στην πατρίδα μας να πολεμήσουμε. Και βέβαια, με τη βάρκα δεν μπορούμε να πάμε. Θέλουμε να σας παρακαλέσουμε πατριωτικά να μας πάρετε».

Μέσα στο καΐκι, όμως, ήτανε δύο χωροφύλακες. Ο ένας ήτανε Κρητικός. Το πρωί που είχε ποδήσει το καΐκι στη Φολέγανδρο, στο λιμάνι, είχανε κανονίσει να τους πάρει. Λοιπόν επεμβαίνουνε για μας και λένε στον καπετάνιο:

«-- Δεν μπορείς να τους πάρεις. Ξέρεις, αυτοί είναι κομμουνιστές. Είναι εξόριστοι».

Ακούτε να δείτε. Είχε καταληφθεί η Αθήνα. Είχε πεθάνει ο φασίστας δικτάτορας Μεταξάς. Και όμως τα όργανα της τάξης, τόσο φανατισμό και τέτοια αντιπατριωτική στάση είχαν... Αλλά ευτυχώς, οι ναύτες κι ο καπετάνιος ήτανε πατριώτες. Δεν ήταν κομμουνιστές, ήτανε ένα βήμα προς τον κομμουνισμό. Λένε στους χωροφύλακες:

«-- Εσείς να κάνετε τη δουλιά σας. Εσείς να κάτσετε εκεί πέρα. Είσαστε εδώ φιλοξενούμενοι. Εμείς κάνουμε κουμάντο εδώ! Θα τους πάρουμε τους ανθρώπους».

Στα κρατητήρια του Ηρακλείου

Εφτάσαμε στην Κρήτη το πρωί. Το καΐκι πήγε στο λιμάνι του Ηρακλείου. Στην αποβάθρα ήτανε Αγγλοι αξιωματικοί, και χωροφύλακες και στρατιώτες, και Ελληνες αξιωματικοί. Μεικτό απόσπασμα που έκανε έλεγχο σ' αυτούς που έρχονταν από την υπόλοιπη Ελλάδα.

-- Ναι, αλλά πώς σας μεταχειρίστηκαν;

-- Οι Ελληνες αξιωματικοί είπανε ότι δεν είναι θέμα δικό τους, δεν μπορούνε να μας αφήσουν να πάμε στα σπίτια μας. Πρέπει να πάμε στην Ασφάλεια.

«-- Εμείς είμαστε πατριώτες», είπαμε. «Ηρθαμε να πολεμήσουμε. Σας δηλώνουμε ότι κατατασσόμαστε στον Ελληνικό στρατό. Είμαστε για την πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου μας ορίσει το Σύνταγμα. Είμαστε απλοί στρατιώτες. Θα υπερασπιστούμε την πατρίδα μας. Είμαστε εθελοντές».

Δε μας άκουσαν. Λένε:

«-- Το θέμα το δικό σας είναι σοβαρό. Είναι ειδική περίπτωση. Δεν μπορούμε εμείς να αποφασίσουμε. Θα πάμε στο τμήμα». «Και εγώ - λέει ο επικεφαλής λοχαγός - την ίδια ώρα θα πω να σας αφήσουνε. Και πρέπει. Εφ' όσον κατατάσσεστε και εθελοντές στρατιώτες».

Πήγαμε στην Ασφάλεια. Διοικητής ήταν ο Πολιουδάκης, κατόπιν συνεργάτης των Γερμανών.

«-- Λοιπόν - μας λέει κι αυτός - δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Θα συνεννοηθώ με την κυβέρνηση, που 'χε την έδρα της στα Χανιά». Τσουδερός και Βασιλιάς.

Αρχίζει, λοιπόν, η κοροϊδία.

-- «Εστείλαμε σήμα, αλλά δε μας ήρθε απάντηση. Εζητήσανε περισσότερα στοιχεία».

Τι στοιχεία ήθελαν. Μας ταλαιπωρούσανε στα κρατητήρια. Δέκα μέρες. Δεν άφηναν 10 αποφασισμένους αγωνιστές να πολεμήσουνε. Και μας ήθελαν κρατούμενους όπως κρατούσαν στα δεσμά και όλους τους φυλακισμένους και εξόριστους αγωνιστές του λαού.

Κι οπωσδήποτε θα μας κρατούσανε ακόμα, αν την επομένη ενδέκατη μέρα, δεν εχτυπούσανε οι Γερμανοί το Ηράκλειο, όπως εχτυπήσανε και την Κρήτη. Αυτό τον πατριωτισμό είχανε. Κι αυτή την υπεράσπιση της πατρίδας κάνανε...

Βομβαρδισμός

-- Και πώς έγινε και φύγατε;

Στις 20 με 21 Μάη αρχίζει ένας ανηλεής βομβαρδισμός της πόλης του Ηρακλείου από τη γερμανική αεροπορία, μες στα όλα. Κατά κύματα έρχονταν τα αεροπλάνα, βομβαρδίζανε και φεύγανε. Η φρουρά της Ασφάλειας είχε φύγει. Εμάς μας άφησαν κλειδωμένους. Αυτή ήταν η εντολή των αρχόντων από πάνω. Επεφταν οι βόμπες μία εδώ, μία εκεί. Λέγαμε τώρα οπωσδήποτε μια θα 'ρθει και σε μας. Και θα τελειώσουμε δίχως να έχουμε πολεμήσει. Την ώρα που πέφτανε οι αλεξιπτωτιστές και έβγαιναν αγήματα Γερμανών.

Ετσι κλειδωμένοι - αμπαρωμένοι, μια - δυο ώρες βομπαρδισμού. Μια βόμπα πέφτει στο διπλανό μας κτίριο. Κι έκανε μια τέτοια δόνηση, σαν να 'ταν σεισμός. Εσπασε πόρτες, παράθυρα. Τα τζάμια...

-- Ανοιξε καμιά πόρτα. Επεσε κανένας τοίχος;

Δε θυμάμαι τώρα. Στο διπλανό οίκημα πέσανε. Σ' εμάς έσπασαν οι πόρτες..

Τρέξαμε και βγήκαμε στην αυλή. Η σκέψη μας όμως ήταν όχι να φύγουμε να πάμε στα σπίτια μας, ούτε πού να χωθούμε. Αλλά συγκεντρωμένοι και οι 9, να βρούμε να οπλιστούμε και να πάμε στο πιο κρίσιμο σημείο της μάχης, που είχε αρχίσει σε ορισμένα σημεία έξω από την πόλη. Οι αλεξιπτωτιστές προχωρούσανε.

Εμείς έπρεπε να οπλιστούμε, να οπλιστούμε. Ψάξαμε στην Ασφάλεια να βρούμε όπλα, δε βρήκαμε. Βλέπαμε ορισμένους στρατιώτες ή πολίτες, οπλισμένους, που όμως δεν πήγαιναν προς τη μάχη. Τους παίρναμε με το ζόρι το όπλο. Και μας λένε: «Θέλετε όπλα; Πηγαίνετε στα καταφύγια».

Η επίθεση

Οπλιστήκαμε από ένα καταφύγιο. Ρωτάμε πού είναι το πιο κρίσιμο σημείο. Και μας λένε στων Χανιών την Πόρτα. Εκεί γίνεται η πιο αποφασιστική μάχη. Εκεί είναι τα Ενετικά Φρούρια. Η στρατιωτική διοίκηση είχε ένα πολύ καλό οδόφραγμα. Την ώρα που φτάσαμε ήταν εκεί επικεφαλής ένας ανθυπολοχαγός, δε θυμάμαι τ' όνομά του. Είχε καμιά εικοσαριά στρατιώτες και καμιά δεκαριά πολίτες. Το οδόφραγμα, όμως, ήθελε παραπάνω από 50 για να κρατηθεί. Είπαμε ότι είμαστε εξόριστοι κομμουνιστές και ήρθαμε να πολεμήσουμε. Μας αγκάλιαζε ένα - ένα και μας φιλούσε. Μας λέει κρυφά:

-- Παιδιά η φρουρά δεν είναι τόσο αποφασισμένη. Εσείς να τους εμψυχώσετε. Και ό,τι θέλετε!..

Πιάσαμε θέσεις. Γίνεται η πρώτη επίθεση των Γερμανών. Με πολυβόλα, με μυδραλιοβόλα, με χειροβομβίδες. Δεν καταλάβαινες πού βρίσκεσαι. Εμείς όμως εκεί. Κρατούσαμε. Το οδόφραγμα γερό και πολύ τεχνικά φτιαγμένο και με πολύ σκληρό υλικό. Δύο ελαφρά τραυματίες είχαμε. Εναν από την ομάδα μας. Και έναν από τους πολίτες. Ηταν τόσο προστατευτικό το οδόφραγμα. Ομως αυτοί έφταναν μπροστά μας, προσπαθούσαν να καβαλικέψουν απάνω.

-- Εσείς είχατε οπλοπολυβόλα;

Είχαν οι στρατιώτες. Αποκρούσαμε και τις τρεις τελευταίες επιθέσεις. Ο εχθρός είχε τρομερές απώλειες.

Ομως πρέπει να πούμε την αλήθεια. Δεν ήτανε μόνο ο ηρωισμός, ούτε μόνο το γερό οδόφραγμα. Ο ηρωισμός όλων των αντρών με επικεφαλής τη δική μας Ομάδα. Μας γλίτωσαν τα Ενετικά Φρούρια. Οπου ήταν σοβαρές δυνάμεις στρατιωτών, αλλά και πολιτών, που είχαν ανοίξει τα ρήγματα.

-- Πότε κατέλαβαν το Ηράκλειο;

Ακου να δεις. Λοιπόν. Οι Γερμανοί είχανε τόσα θύματα, που αναστείλανε τις επιθέσεις. Μετρήσαμε πάνω από 100 πτώματα. Και αποσύρθηκαν. Ούτε δυνάμεις είχανε, ούτε και απόφαση να συνεχίσουν. Υπήρχε φόβος να συντριβεί όλη η δύναμή τους.

Οταν τέλειωσε η μάχη έρχεται και μου λέει ο ανθυπολοχαγός:

-- Ελα δω εσύ! Φωνάζει κι έναν στρατιώτη. Και μας διατάζει: «Πηγαίνετε τώρα ένας από το δεξιό μέρος κι ένας από το αριστερό, με το όπλο προτεταμένο, για ανίχνευση. Να δείτε πού είναι οι Γερμανοί. Μήπως κρύβονται και ετοιμάζουν νέα επίθεση».

Προχωράμε από τον κεντρικό δρόμο, που πάει για τα Χανιά. Στα 100 - 150 μέτρα βρίσκαμε κι από κάποιον πολίτη κρυμμένο. Εβγαινε με προφύλαξη και ρωτούσε:

-- Παιδιά τι γίνεται;

-- Πού είναι οι Γερμανοί; Ρωτάμε.

-- Φεύγουνε! Λένε. Είναι εκεί κάτω. Εχουν περάσει τη γέφυρα.

Γυρίζουμε πίσω και αναφέρουμε στον ανθυπολοχαγό. Εχουν τραπεί σε άταχτη φυγή. Και του προτείνω: «Ειδοποιήστε να συγκεντρωθούν τα τμήματά μας. Και να τους κυνηγήσουμε τώρα που φεύγουν. Απαντάει:

-- Σωστό είναι αυτό. Κι εγώ το σκέφτομαι.

Επικοινωνεί με παραπάνω. Και του λένε: «Να κάτσεις στη θέση σου!»

Τι είχε γίνει. Οπως μάθαμε το ίδιο έγινε με τους Γερμανούς και σε άλλα σημεία. Η τύχη του Ηρακλείου είχε κριθεί. Οι Γερμανοί συγκέντρωσαν την προσοχή τους αλλού. Στόχος τους ήταν το κέντρο της πόλης και το αεροδρόμιο. Την άλλη μέρα άλλες δυνάμεις του εχθρού, παραλιακά, κατέλαβαν το λιμάνι, το κέντρο της πόλης και το αεροδρόμιο.

-- Τελικά φύγατε; Πού πήγατε;

Λοιπόν, γυρίζοντας από την περιπολία, έρχεται ο ανθυπολοχαγός και μας λέει:

-- Εχουμε να κάνουμε όχι με αγωνιστές, αλλά με ήρωες πατριώτες. Βγάζει ένα μπλοκ και ζητάει τα ονόματά μας. Διότι, λέει, θα σας γράψουμε στο άλμπουμ των ηρώων του συντάγματος. Του 43 Συντάγματος Ηρακλείου.

Ο Μανουσάκης παίρνει το λόγο και του απαντάει:

-- Σαν πατριώτες εκάμαμε το καθήκον μας απέναντι στην πατρίδα. Και δε ζητούμε καμία ιδιαίτερη διάκριση.

Εγώ με αυτή την απάντηση δεν εσυμφώνησα. Αλλά βέβαια δεν είπα τίποτα.

Τέλειωσε, λοιπόν, η μάχη με την κατατρόπωση του εχθρού. Την άλλη μέρα, όμως, το πρωί, μας λένε:

-- Θέλετε να συνεχίσετε μαζί μας. Σας στέλνουμε στη διοίκηση του Συντάγματος.

Ο διοικητής Παπαθανασόπουλος, με τον Τσαγκαράκη τον αντισυνταγματάρχη, μας πήραν στο επιτελείο σαν συνδέσμους.

Τους λέμε: «Στις διαταγές σας! Ο,τι μας πείτε!»

Οι Γερμανοί όμως είχαν εδραιωθεί. Οι δικές μας δυνάμεις έχασαν τη μάχη. Οι Αγγλοι έφυγαν. Εμπαιναν στα πλοία και όσοι δικοί μας τους ακολουθούσαν. Θεωρούνταν μάταιη η συνέχιση του αγώνα. Και το ίδιο βράδυ η Διοίκηση συνθηκολόγησε.

Εμείς, η Ομάδα μας, λέμε στον Παπαθανασόπουλο, δε θα συνθηκολογήσουμε. Και θα συνεχίσουμε τον αγώνα από την παρανομία.

Αποσυρθήκαμε. Λέμε, πού θα πάμε. Ενας Ηρακλειώτης, ο Τριανταφύλλου, μας πήγε σπίτι του. Δεν κάτσαμε πολλή ώρα. Κάναμε σύσκεψη. Το πρώτο που είπαμε ήταν:

-- Τιμή στην Ομάδα μας!

Κουβεντιάσαμε πώς θα οργανώσουμε τον αγώνα. Πώς θα φτιάσουμε το ΠΑΜ (Παγκρήτιο Απελευθερωτικό Μέτωπο). Κανονίσαμε τις επαφές μας, τις συνδέσεις μας κλπ. Χωρίσαμε.

Το άλλο πρωί, εγώ με τον Πισαδάκη και τον Καλλέργη τραβήξαμε για το Ρέθυμνο. Το σπίτι του Καλλέργη ήταν ο πρώτος σταθμός μας.

Ο στρατηγός Μάντακας

Στα Χανιά ο Ευθύμης λίγο αργότερα συναντήθηκε με τον Μανουσάκη. Και στον καταμερισμό της δουλειάς τους ανέλαβαν την καθοδήγηση της οργάνωσης στο Νομό Χανίων. Από την τοπική Οργάνωση έμαθαν ότι ο Στρατηγός Μανόλης Μάντακας ήταν στο βουνό. Είχε επαφή με την Οργάνωση. Αποφάσισαν, ανεβήκανε στο βουνό, τον συνάντησαν. Κουβέντιασαν. Του ανέθεσαν την αρχηγία της Αντίστασης. Ο στρατηγός δέχτηκε. Αργότερα ήρθε στην Αθήνα. Ηταν μέλος της ηγεσίας του ΕΑΜικού Κινήματος. Μέλος της ΚΕ του ΕΛΑΣ. Και αντιπρόεδρος της ΠΕΕΑ, της κυβέρνησης του βουνού. Τιμημένος στρατηγός της Εθνικής μας Αντίστασης και πιστός ως το τέλος της ζωής του.

Ο Ευθύμης θυμάται όταν τον συνάντησαν ψηλά στις Μαδάρες τι τους είπε.

Η κυβέρνηση Τσουδερού, με τον βασιλιά Γεώργιο όταν ήρθαν στην Κρήτη, του πρότεινε να ηγηθεί της στρατιωτικής δύναμης που βρέθηκε στο νησί. Ο ίδιος δεν είχε αντίρρηση. Αλλά δε δέχτηκε. Απέρριψε την πρόταση.

-- Γιατί, ρωτάει ο Μανουσάκης κι ο Μαριακάκης.

-- Δε μ' άφησαν οι δικοί σας! Απαντάει ο στρατηγός.

Δηλαδή, η Οργάνωση του ΚΚΕ, με την οποία είχε επαφή. Του είπαν να βάλει τον όρο να απολυθούν οι πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι. Ορο που οι Τσουδερός - βασιλιάς τον απέρριψαν. Και ο στρατηγός αρνήθηκε.

ΦΥΛΑΚΕΣ ΑΙΓΙΝΑΣ - ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ Μουσείο μιας ματωμένης ιστορίας








Στις 6 και 7 Μαΐου 1948 εκτελέστηκαν 36 αγωνιστές. Ο Κώστας Γιαννόπουλος ένα βράδυ πριν την εκτέλεσή του έγραφε τους στίχους: «... Τώρα πια δεν είμαστε οι ανήμποροι και αδύναμοι/ κι ούτε ένα σφίξιμο κανείς δε νιώθει στην καρδιά του./ Γυρτός κανείς, δειλός κανείς, μονάχα ψηλομέτωποι/ αγέρωχοι ανοίγουμε τα κάστρα του θανάτου/... Κι αφού στη φλόγα λυώσαμε κι όλοι μας σβύσαν οι καϋμοί/ να, με τον ίδιο θάνατο, το θάνατο πατάμε».

Αυτό το ποίημα πήρε πρώτο βραβείο στο 2ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας και Φοιτητών στο Βερολίνο το 1951 με κριτές τον Πάμπλο Νερούντα, τον Ναζίμ Χικμέτ και τον Πωλ Ελυάρ.

Εκατόν πενήντα χρόνια. Χρόνια γεμάτα μνήμες. Χιλιάδες τα ονόματα, η ηχώ τους υπάρχει ακόμα στον αέρα και η... γραφή τους ξεθωριασμένη στους τοίχους που ασβεστώθηκαν για να καλυφθεί η κόλαση.

Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, Μαρίνος Αντύπας, Αρης Βελουχιώτης, Χαρίλαος Φλωράκης, Κώστας Λουλές, Αντώνης Αμπατιέλος, Νίκανδρος Κεπέσης, Μανώλης Γλέζος, Στάθης Γιώτας, Αλέκος Παναγούλης... Από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι και την εφταετία. Φυλακές Αίγινας. Ονειρα, ιδέες, αγώνες, βασανιστήρια, εκτελέσεις, μια επίγεια κόλαση πίσω από τη βαριά σιδερένια πόρτα. Την ίδια πόρτα που άλλοτε άνοιγε για να δεχτεί ορφανά και προσφυγόπουλα που διδάσκονταν αρχαία ελληνικά, Ελληνες συγγραφείς, αρχαία τραγωδία και μάθαιναν τέχνες. Στην Αίγινα έκλεισε ένα σχολείο και άνοιξε μια φυλακή. Εκλεισε μια φυλακή και ετοιμάζεται ν' ανοίξει ένα Μουσείο.

Εάν η Γνώση είναι Ελευθερία, εάν η Ελευθερία κατακτιέται και η Ελευθερία είναι Πολιτισμός, τότε σε αυτό το κτίριο της Αίγινας υπάρχει η απόλυτη ιστορική συνέχεια.

Η πρώτη ονομασία και χρήση ήταν «Καποδιστριακό Ορφανοτροφείο». Το Γενάρη του 1928 ο Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτος, αποβιβάζεται στην Αίγινα. Αυτό το νησί έγινε η πρώτη πνευματική νεοελληνική εστία, συγκεντρώνοντας λόγιους, επιστήμονες και αρχιτέκτονες, οι οποίοι εμφύσησαν τις βάσεις της ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, σχεδιάζοντας πρότυπα για την εποχή κτίρια και ειδικότερα σχολεία.

Το Ορφανοτροφείο είναι το πρώτο δημόσιο κτίριο που κατασκευάζεται επί Καποδίστρια και όπως γράφει η επ. καθηγήτρια του ΕΜΠ, Μάρω Καρδαμίτση - Αδάμη, «σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούσαν την εποχή αυτή, τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και στην Ανατολή, για κτίρια με παρόμοιες λειτουργίες, το ορφανοτροφείο οργανώνεται γύρω από μια κλειστή εσωτερική αυλή με απλά και λιτά αρχιτεκτονικά στοιχεία, που ενώ εκφράζουν τάσεις ενός πρώιμου ρομαντικού κλασικισμού, απλού στη σύνθεσή του και με συνέπεια μορφής και λειτουργίας, μπορούν άνετα με τους καθαρούς όγκους τους και το σεβασμό την κλίμακα να θεωρηθούν σα συνέχεια της τοπικής αρχιτεκτονικής».

Η ανέγερσή του εκείνα τα χρόνια έδωσε μεροκάματο και τροφή στους πρόσφυγες που είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα από τα χρόνια του αγώνα. Ο αριθμός των ανειδίκευτων εργατών τον Ιούνιο του 1828 ξεπερνά τους 2.000. Αρχιτέκτονας είναι ο Θεόδωρος Βαλλιάνος και βοηθός του ο Δημήτριος Σταυρίδης, ένας από τους γνωστότερους μηχανικούς της Καποδιστριακής και της Οθωνικής περιόδου.

Το Ορφανοτροφείο ολοκληρώθηκε το Μάρτη του 1829. Στοίχισε 515.371 γρόσια και το μεγαλύτερο μέρος του ποσού προερχόταν από δωρεές Ελλήνων και φιλελλήνων του εξωτερικού. Στις 6 του Απρίλη εγκαινιάστηκε και λειτούργησαν οι πρώτες τεχνικές σχολές ξυλουργικής, ραπτικής, υποδηματοποιίας, τορνευτικής, σιδηρουργικής, ωρολογοποιίας. Εκεί στεγάστηκαν η βιβλιοθήκη, το πρώτο τυπογραφείο, το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο, η πρώτη ορυκτολογική συλλογή της χώρας. Διευθυντής ήταν ο Κερκυραίος λόγιος Ανδρέας Μουστοξύδης.

Το 1834 έκλεισε. Για τρία χρόνια εγκαταστάθηκε η Σχολή Ευελπίδων. Το 1841 γίνεται λοιμοκαθαρτήριο. Το 1860 μετατρέπεται σε φρενοκομείο. Το διάστημα 1866-1869 στεγάζει πρόσφυγες από την Κρήτη. Το 1880 το Ορφανοτροφείο μετατρέπεται σε φυλακές και μεταφέρονται οι πρώτοι 12 κρατούμενοι. Το κολαστήριο έχει ανοίξει... Τα επόμενα 105 χρόνια είναι τα μαύρα χρόνια των διωγμών.



Στις 31/5/1961 στην Αίγινα κρατούνταν 468 πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι είχαν εκτίσει 6.463 χρόνια φυλάκισης με μέσο όρο για τον καθένα 14 χρόνια. 267 δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σαν μέλη των Εθνικοαπελευθερωτικών Οργανώσεων για πράξεις της Εθνικής Αντίστασης που στρέφονταν κατά των Γερμανών κατακτητών. Από αυτούς τραυματίστηκαν 79, έμειναν ανάπηροι 8 και παρασημοφορήθηκαν 16. Το 75% των κρατούμενων της Αίγινας μπήκαν στη φυλακή σε ηλικία από 21 έως 35 ετών. Οι 322 καταδικάστηκαν σε θάνατο τουλάχιστον μια φορά. Από τη συγκεντρωτική ανάλυση των στοιχείων που έκαναν οι κρατούμενοι προκύπτει: 268 δικάστηκαν σε θάνατο 1.925 φορές ή επτά φορές ο καθένας. 157 καταδικάστηκαν σε ισόβια, δηλαδή δέκα φορές ο καθένας.

Η φρίκη της Αίγινας έγινε πολλές φορές θέμα στο διεθνή Τύπο, θέμα όμως έγινε και ο διασυρμός της τρομοκρατίας και όσων πίστεψαν ότι φτάνουν τα κάγκελα για φυλακίσουν και να απαλλαγούν από μεγάλες ιδέες και ωραίους αγώνες. Η αναφορά από το πρωινό προσκλητήριο στις 8 του Μάη 1934 έγραφε: «Επιθεωρήσαντες τας κλινοστρωμάς, τους τοίχους και τα δάπεδα, εύρομεν έχοντα αυτά εν τάξει, τους δε κρατούμενους άπαντας καλώς έχοντας και παρόντας». Λίγες ώρες αργότερα στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά φτάνει το εξής τηλεγράφημα: «Οι βαρυποινίτες κομμουνισταί Δ. Σακαρέλλος, Ζ. Φλωράκος, Κ. Σαρίκας, Αβ. Δερβίσογλου, Ευ. Θωμάζης, Απ. Κλειδωνάρης, Μ. Δουλγέρης και Ν. Βαβούλης εδραπέτευσαν διά της διατρήσεων υπονόμου. Ενεργούμεν τα δέοντα άνευ αποτελέσματος μέχρι στιγμής».

Τα παραπάνω διαβάζουμε στο βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Γκιώνη «Οι μεγάλες αποδράσεις» (εκδόσεις «Τετράδιο») στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην απόδραση 8 κομμουνιστών από τους 83 που κρατούνταν στην ακτίνα Γ, την «κόκκινη ακτίνα». Εκείνες τις μέρες η εφημερίδα «Ακρόπολη» ονόμαζε τους δραπέτες «κόκκινους φαντομάδες» και έγραφε «Αι φυλακαί τους κρατούν εφ' όσον αυτοί το θέλουν! Οταν δεν το θέλουν, όταν... τας βαρεθούν, το ευκολώτερο πράγμα δι' αυτούς είναι να τας εγκαταλείψουν!». Και η ίδια εφημερίδα ερμηνεύει την απόδραση: «Το Κόμμα όχι μόνο είχε ανάγκην των δραπετών, αλλά κι ενός εντυπωσιακού γεγονότος διά να μάθη η πτωχή προλεταρία ότι αν η αστική πολιτεία εξαπολύει τρομοκρατίαν και έχει φυλακάς οι κομμουνισταί ξέρουν να τις καταργούν»!

Ο Γιάννης Παλαβός, βετεράνος κομμουνιστής, θυμάται τότε που έκαναν διαμαρτυρία για τις συνθήκες διαβίωσης, στη δεκαετία του '60 και ζήτησαν τον υπουργό Δικαιοσύνης. Θυμάται ακόμα τότε που απομόνωσαν σε μακρινά κελιά τους δραστήριους κρατούμενους, δηλαδή «τους κομμουνιστές». Θυμάται όμως πως «τις ημέρες που ήταν πιο ήσυχα κάναμε κρυφά εκδηλώσεις, για μουσική, λογοτεχνία ακόμα και θέατρο. Στη Δ` Ακτίνα ανεβάσαμε τον Προμηθέα Δεσμώτη».


Αίγινα. Οι πρώτοι 17 που εκτελέστηκαν στη διάρκεια του Εμφυλία, στις 19/6/1947.
Το 1985 οι φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αίγινας έκλεισαν. Την ίδια χρονιά κηρύσσεται από το υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο, αλλά μόνο το Καποδιστριακό κτίριο και η κήρυξη δεν περιλαμβάνει τα μεταγενέστερα κτίρια των φυλακών. Το 1996 κατατίθεται στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο μελέτη αποκατάστασης και αξιοποίησης του συγκροτήματος ως Διαχρονικού Μουσείου, η οποία προβλέπει την απάλειψη των κτισμάτων των φυλακών. Το Γενάρη του 1997 η Διεύθυνση Εκτέλεσης Εργων Μουσείων του ΥΠΠΟ καταθέτει δεύτερη μελέτη, σύμφωνα με την οποία μαζί με το Καποδιστριακό κτίριο διατηρούνται: το Πειθαρχείο (χώρος βασανιστηρίων), ο «Γολγοθάς» (εκεί κρατούνταν οι φυλακισμένοι πριν την εκτέλεση), η Απομόνωση, το Επισκεπτήριο όπου εφαρμόζονταν μέθοδοι ταπείνωσης των κρατούμενων μπροστά σε συγγενείς και φίλους, το κέλυφος του Αναρρωτηρίου που φέρει την κεντρική επιγραφή και θα μετατραπεί σε Μουσείο των Φυλακών, ο μεταλλικός κλωβός ελέγχου εισόδου και οι μεταλλικές πόρτες. Επίσης ο διαχωριστικός τοίχος των ακτίνων Δ` και Ε`, ο τοίχος που διαμορφώνει το διάδρομο μεταξύ των ακτίνων Α` Β` Γ` και το κέλυφος του εγκάρσιου κτιρίου που είναι τμήμα των ακτίνων Δ` και Ε`, όπου θα στεγαστούν οι αίθουσες του αρχαιολογικού και βυζαντινού μουσείου. Από τα κτίσματα που θα καθαιρεθούν διατηρούνται τα ίχνη από τις βάσεις των τοίχων, καθώς και τα δάπεδα ως στοιχεία μνήμης.

Και οι μνήμες, μνήμες σπουδαίες, αρχίζουν σιγά - σιγά να γίνονται απτές, να έχουν σχέδιο, χρώμα, όνομα, ημερομηνία. Τις βρήκαν χαραγμένες... Οι συντηρητές της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ τον τελευταίο χρόνο ψηλαφίζουν αυτή την τόσο κοντινή ιστορία πόντο τον πόντο. Πρώτη στάση στην απομόνωση. Σε δύο στρώματα δεκάδες χαράγματα, συχνά ολόκληρες ιστορίες, γραμμένες με κάρβουνο στον τοίχο, ένα κολάζ με φωτογραφίες, δύο περιστέρια, ένα ρολόι, ένα ημερολόγιο, ένα σφυροδρέπανο, όλα με υπογραφές και χρονολογίες. Η απελπισία στους τοίχους της απομόνωσης και η ελπίδα: «κι αυτό θα παιράση». Η ίδια ακριβώς χαραγμένη επιγραφή είχε αποκαλυφθεί από το συνεργείο της Διεύθυνσης Συντήρησης στα κρατητήρια της Γκεστάπο στην οδό Κοραή. Τα δωμάτια είναι στενά και σκοτεινά, εκτός από ένα που είναι ακριβώς διπλάσιο. Σε αυτό γκρέμισαν το μεσαίο τοίχο όταν μετέφεραν τον Α. Παναγούλη, μήπως και φανεί λιγότερη η κόλαση στους δημοσιογράφους που ζητούσαν να τον δουν!

Οι συντηρητές στερεώνουν τις επιγραφές που αποκαλύπτονται, αφού η απομόνωση θα διατηρηθεί ως έχει και επισκέψιμη. Για την προστασία όσων αποκαλύφθηκαν η είσοδος των επισκεπτών θα γίνεται με ελεγχόμενη ροή και οι περιβαλλοντικές συνθήκες θα προσαρμοστούν σε εκείνες που επικρατούσαν πριν ανοίξει η απομόνωση. Οι εργασίες αποκάλυψης των παλιότερων στρωμάτων στους τοίχους θα γίνουν με τον ίδιο τρόπο τόσο στα κτίρια που θα διατηρηθούν όσο και σε εκείνα που θα καθαιρεθούν. Από τα τελευταία τα τυχόν ευρήματα θα αποτυπώνονται, θα φωτογραφίζονται και θα αποτοιχίζονται, προκειμένου να εκτεθούν στο Μουσείο των Φυλακών.

Παράλληλα η Διεύθυνση Εκτέλεσης Εργων Μουσείων εγκατέστησε τον εργολάβο για τις εργασίες αποκατάστασης και διαμόρφωσης του συγκροτήματος σε Διαχρονικό Μουσείο, όπου στην πρώτη φάση αφορούν στο αριστερό τμήμα του Καποδιστριακού κτιρίου. Ωστόσο, η απρόσκοπτη πορεία των εργασιών είναι αβέβαιη, αφού στο ίδιο συγκρότημα έχουν βρει στέγη: το Ελληνικό Κέντρο Περίθαλψης Αγριων Ζώων, οι Φίλοι Αδέσποτων Ζώων, η Αστυνομία, ο Σύλλογος Συνταξιούχων του ΙΚΑ, ένας θίασος, ένα κουκλοθέατρο και ο δήμος, που οφείλει να φροντίσει για την ανεύρεση κτιρίων που θα στεγάσουν τους παραπάνω. Ο δήμος καθυστερεί και αυτή τη στιγμή προοπτική μεταστέγασης υπάρχει μόνο για το Ελληνικό Κέντρο Περίθαλψης Αγριων Ζώων σε κτίριο που ανεγείρεται με χρηματοδότηση της νομαρχίας, αλλά επίσης καθυστερεί. Αν και το Κέντρο προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες στη φροντίδα και περίθαλψη σπάνιων ειδών ζώων, κάτοικοι της περιοχής, στην οποία πρόκειται να μεταφερθεί, προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας διότι θεωρούν την παρουσία του υποβάθμιση του οικισμού! Σήμερα τα ζώα μένουν στα κελιά και σε κτίρια που πρόκειται να γίνουν εργασίες.

Στο συγκρότημα που πριν από ενάμισι αιώνα στεγάστηκε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο της χώρας θα φιλοξενηθεί πάλι ένα μουσείο, αλλά και ένα μουσείο της σύγχρονης ματωμένης ιστορίας της Ελλάδας. Οι εργασίες που θα γίνουν είναι βέβαιο πως θα φέρουν στο φως κι άλλες μαρτυρίες αυτών των χρόνων, αποτυπωμένες με ονόματα και ημερομηνίες. Μένει όλα αυτά να αποτελέσουν όχι μόνο εκθεσιακό και αρχειακό υλικό, αλλά ιστορικό υλικό, που πρέπει να καταγραφεί, να αξιολογηθεί και να μελετηθεί ως τεκμηρίωση της ιστορίας αυτού του κτιρίου.

Δήμητρα ΜΥΡΙΛΛΑ