Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Ο Εμφύλιος στη Πελοπόννησο




Μάχη Λεχαινών-Ανδραβίδας-Καβασίλων

8 Ιούνη 1948

Μέρος 3ο

Ας γυρίσουμε όμως στη μάχη των Λεχαινών.
Η κύρια δύναμη των ανταρτών μπήκε στη πόλη από βορειοανατολικά, μαζί με τη διοίκηση του Τάγματος. Η συνολική δύναμη των επιτιθεμένων έφτανε τους 250. Πριν την επίθεση, ομάδες ελευθέρων σκοπευτών, έκοψαν την τηλεφωνική γραμμή, προς την κατεύθυνση της Μανωλάδας. Οι αντάρτες που προσέγγισαν τα Λεχαινά από την κατεύθυνση της Ανδραβίδας, έγιναν αντιληπτοί από ξωμάχους που διανυκτέρευαν στα μετόχια, στη περιοχή του Αι-Γιάννη - Κατσαρέικα, αλλά κανείς δεν πρόδωσε τις κινήσεις τους στους χωροφύλακες. Η διοίκηση των ανταρτών, είχε στα χέρια της λεπτομερή τοπογραφικά σχεδιαγράμματα των στόχων μέσα στις τρεις κωμοπόλεις τα οποία είχαν σχεδιάσει αντάρτες καταγόμενοι από την περιοχή, σε συνεργασία με τα Κ.Π.
Μαζί με τα μάχιμα τμήματα, στην επιχείρηση πήρε μέρος ο λόχος Πολιτοφυλακής ( αστυνομία των ανταρτών) του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας υπο την διοίκηση του καπετάν Φλώρου, και η υποδειγματική ομάδα της Δημοκρατικης Νεολαίας υπο το Μίμη Φουσκαρίνη από την Ανδραβίδα, υπευθυνο για την νεολαία του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας.
Ας δώσουμε όμως το λόγο στον διοικητή του 2ου Τάγματος του Δ.Σ.Π Αρίστο Καμαρινό:
« Η κύρια αποστολή στα Λεχαινά είχε ανατεθεί στο τάγμα μου, που με όλες του τις δυνάμεις χτύπησε τα φυλάκια του κυβερνητικού στρατού που είχαν εγκατασταθεί σε δέκα τσιμεντένια οχυρά, τα οποία είχαν κατασκευαστεί στο κέντρο και στην περιφέρεια της πόλης.
Η επίθεση και στις τρεις αυτές κωμοπόλεις άρχισε ακριβώς τη στιγμή που είχε καθοριστεί, παρ’ όλο που διανύσαμε μεγάλες αποστάσεις, με σύντονη νυχτερινή πορεία. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο μας επίτευγμα σ’ αυτή τη μάχη-πέτυχε ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου και έτσι μέσα σε λίγες ώρες μπορέσαμε να καταλάβουμε στα Λεχαινά τα 9 από τα 10 οχυρά, που υπερασπίζονταν χωροφύλακες και ΜΑΥδες, κράτησε μόνο το οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, στο οποίο συγκεντρώθηκαν και όσοι διασώθηκαν από τα άλλα οχυρά που καταλήφθηκαν.
Όταν διατάχθηκε υποχώρηση των τμημάτων μας, μισή ώρα μετά τη λήξη του καθορισμένου ωφέλιμου χρόνου επίθεσης, την 8.30 πρωινή, εξακολουθούσαν να αμύνονται μέσα στα Λεχαινά, εκτός από το οχυρό της οχυρό της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής, μερικοί ελεύθεροι σκοπευτές χωροφύλακες, που είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες κτιρίων, κοντά στα φυλάκια του Αγίου Δημητρίου και Μπρέζα. Αν είχαμε μια ώρα ακόμη η επιτυχία μας θα ήταν απόλυτη, θα γινόταν και πλήρης εκμετάλλευση της επιτυχίας.
Ο αντίπαλος είχε μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Εμείς είχαμε 6 νεκρούς, 10 τραυματίες και 6 αιχμαλώτους. Το Τάγμα μου είχε 2 νεκρούς, τους Παν.Κωσταράκο και τον Γιώργο Δεμίρη, από το χωριό Αετός της Άνω Μεσσηνίας, που σκοτώθηκε κατά την υποχώρηση μας από τα Λεχαινά, κοντά στο χωριό Πόρτες, από σφαίρα αεροπλάνου.
Θυμάμαι όσα μεταδίδονταν την επόμενη ημέρα της μάχης από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Αθήνας και όσα ευτράπελα έγραψαν οι Αθηναϊκές και οι τοπικές εφημερίδες, σχετικά με την κατάληψη των τσιμεντένιων οχυρών, για τα νέα όπλα που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες, τα οποία τους εστάλησαν αεροπορικώς από τη Σοβιετική Ένωση!
Στην πραγματικότητα τα «νέα μας όπλα» ήταν τα οπλοπολυβόλα μας, που με τις συγκεντρωτικές ριπές τους, (2-3 οπλοπολυβόλα που έβαλλαν ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο του οχυρού για αρκετό διάστημα, άνοιγαν στο οχυρό μικρές τρύπες, που σιγά-σιγά διευρύνονταν κι έτσι, από τις τρύπες αυτές έπεφταν μέσα στο οχυρό οι χειροβομβίδες που έριχναν άλλοι αντάρτες, οι οποίοι είχαν πλησιάσει την οχυρωμένη θέση».

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας










«Οι έλληνες είχον δίκαιον, και έπρεπε να κινηθώσι. Και αν οι εξωτερικοί πειρασμοί δεν τους ηνώχλουν, ήθελον είσθαι σήμερον ευτυχέστεροι και ήσυχοι»

Εμμ. Ξάνθος

Το Φθινόπωρο του 1814, πιθανότατα στα μέσα του Σεπτέμβρη, ιδρύθηκε στην Οδησσό της Νότιας Ρωσίας, από δύο άσημους εμπορευόμενους κι ένα διανοούμενο, η Φιλική Εταιρεία. Ιδρυτές ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς από το Καμπότι της Άρτας, ο Εμμ. Ξάνθος από την Πάτμο και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, διανοούμενος, γιος Γουναρά από τα Γιάννενα. Η εταιρεία ήταν μια μυστική συνωμοτική οργάνωση, οργανωμένη κατά τα πρότυπα των μασονικών οργανώσεων και της οργάνωσης των καρμπονάρων της Ιταλίας, που σκοπό της είχε να οργανώσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των ελλήνων, στηριγμλένο αποκλειστικά στους ίδιους τους έλληνες που τότε ζούσαν στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Εμμ. Ξάνθος γράφει χαρακτηριστικά : «Απεφάσισαν οι ειρημένοι να επιχειρισθώσι την σύστασιν τοιαύτης Εταιρείας και να εισάξωσιν εις αυτήν όλους τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών, δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως και προ πολλού χρόνου ήλπιζων από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων».
Και οι τρεις ιδρυτές της εταιρείας δεν ανακατεύονταν για πρώτη φορά με την επαναστατική δράση. Ο Ξάνθος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι το 1813 είχε γίνει μέλος της εταιρείας Ελεύθερων Τεκτόνων (μασόνων) στην Αγία Μαύρα. Ο Ν. Σκουφάς είχε μυηθεί στις επαναστατικές ιδέες της εποχής από τον έμπορο Κωνσταντίνο Ράδο που είχε σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Πίζας και είχε με την σειρά του μυηθεί στον καρμποναρισμό. Τέλος ο Τσακάλωφ υπήρξε ιδρυτικό μέλος, το 1809 στο Παρίσι, της εταιρείας «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον» και πιθανόν να ήταν κι αυτός επηρεασμένος από τις ιδέες του Ράδου με τον οποίο ήσαν συμπατριώτες και φίλοι .
Η ίδρυση της εταιρείας στη Ρωσία δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό γεγονός. «Ο Έλλην- γράφει ο Ι. Φιλήμων - όχι μόνο δεν έχαιρε καμμίαν τιμήν πολιτικήν πλησίον του άλλου Κόσμου, αλλά και εμισείτο καταφρονούμενος και μη κρινόμενος ουδέ άξιος ταφής εις τον θάνατόν του. Οι άνθρωποι του Βορέως τον μεταχειρίσθησαν εξ εναντίας ως ένα αδελφόν. Πλησίον τούτων εύρεν ούτος καταφύγιον εις τας αμηχανίας του, περίθαλψιν εις τας δυστυχίας του, ευκολίας εμπορικάς, τιμάς στρατιωτικάς και πολιτικάς, και ελπίδας σοβαράς περί της μελλούσης τύχης του». Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους η Ρωσία θεωρούνταν από τους υπόδουλους έλληνες ως ο καταλληλότερος χώρος για να ξεκινήσουν και να ξεδιπλώσουν την επαναστατική τους δράση. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο σοβιετικός ιστορικός Ο. Μπ. Σπαρό «ενώ οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης έφταναν μόνο ως τη φωτισμένη αφρόκρεμα των ελλήνων πατριωτών, οι ρωσικοί πόλεμοι, έστω και μόνο διότι ήταν άμεσα αισθητοί, ανατάραζαν τα πιο πυκνά λαϊκά στρώματα. Και πραγματικά, το γεγονός ότι η Ρωσία (και μάλιστα μόνο αυτή!) χτυπά συνεχώς με σκληρότητα τους καταπιεστές του ελληνικού λαού, την έκανε στη συνείδηση των πλατιών λαϊκών μαζών τον συμπαθέστερο φίλο τους» .

Εταιρισμός και επανάσταση
Η ιδέα της ίδρυσης εταιρείας για επαναστατικούς σκοπούς, ο εταιρισμός όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται, δεν εμφανίστηκε, ούτε και εφαρμόστηκε, πρώτη φορά στα 1814. Γενικά αυτός ο τύπος οργάνωσης, με διάφορες παραλλαγές, ήταν συνηθισμένος στην Ευρώπη της εποχής των αστικών επαναστάσεων. Έτσι, πράγμα φυσικό, επηρέασε και τους έλληνες, κυρίως του εξωτερικού, που οραματίζονταν την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση και αγωνίζονταν να γίνει πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, όπως σημειώνει ο Τ. Βουρνάς , «οι πρώτες καταβολές του εταιρισμού βρίσκονται στο μεταίχμιο του 18ου προς το 19ο αιώνα με κύριο εκπρόσωπο του το Ρήγα και την ομάδα του». Η εταιρεία του Ρήγα, επηρεασμένη από την επαναστατική κίνηση της Ευρώπης και ιδιαίτερα από την Γαλλική Επανάσταση διαπνεόταν από βαθιά ριζοσπαστικές ιδέες και προσέβλεπε πρωτίστως στην κοινωνική απελευθέρωση μέσα από την οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί και η εθνική. Όμως όταν το πολιτικό κλίμα άλλαξε στην γηραιά ήπειρο, μοιραία τροποποιήθηκε και ο πολιτικός προσανατολισμός του ελληνικού εταιρισμού. Η εταιρεία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», που ιδρύθηκε στα 1809 στο Παρίσι, δεν διαπνεόταν από τον παλιό ριζοσπαστισμό της εταιρείας του Ρήγα κι ούτε επιδίωκε την κινητοποίηση και τη δράση των μαζών. Στόχο έχει να επηρεάσει το Μέγα Ναπολέοντα υπέρ της ελληνικής υπόθεσης.
Μια τρίτη εταιρεία ήταν η «Φιλόμουσος Εταιρεία», την ίδρυση της οποίας (1813) ευνόησε η Μεγάλη Βρετανία επιδιώκοντας να θέσει υπό τον έλεγχό της το ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Γρήγορα όμως αυτή η εταιρεία, ύστερα από χειρισμούς του υπουργού εξωτερικών του Τσάρου Ι. Καποδίστρια, βρέθηκε κάτω από ρωσική επιρροή, αλλά δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί απολύτως από τους ρώσους. Γράφει ο Καποδίστριας στα απομνημονεύματά του: «Τοιαύτη είναι η αρχή της Εταιρείας των Φίλων των Μουσών, της εν Ελλάδι αποκληθείσης Φιλομούσου Εταιρείας, ης την φύσιν μετέπειτα ανήσυχοι και ταραχοποιοί άνθρωποι απεπειράθησαν να διαστρέψουν συνδυάζοντες αυτήν προς αρχαιοτέρας εταιρείας ιδρυθείσας υπό του Ρήγα».
Χωρίς αμφιβολία ιστορία του εταιρισμού στην Ελλάδα, είχε καταλυτική επίδρασή στη Φιλική Εταιρεία.

Τι ήταν η Φιλική Εταιρεία

Η Φιλική Εταιρεία, όπως προαναφέραμε ήταν επηρεασμένη από τις μασονικές οργανώσεις και τους καρμπονάρους. Δεν επρόκειτο για κάτι το αφύσικο. Από επαναστατική- πολιτική και οργανωτική άποψη αυτές οι οργανώσεις ήταν ότι καλύτερο είχε να παρουσιάσει η εποχή εκείνη. Όμως οι Φιλικοί δεν αντέγραψαν τις ξένες οργανώσεις κατά γράμμα. Όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος και όπως ήταν φυσικό να γίνει, οι τρεις ιδρυτές της εταιρείας «συντάξανε το καταστατικό της συνωμοτικής οργάνωσής τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμόζεται στις ελληνικές συνθήκες».
Η Φιλική Εταιρεία ελάβε υπόψη της και την πείρα των ελληνικών εταιρειών που είχαν προηγηθεί. Το γεγονός όμως ότι η εποχή στην οποία εμφανίστηκε ήταν εποχή αναδίπλωσης των αστικών επαναστάσεων επηρέασε το πολιτικό της πρόγραμμα. Έτσι δεν είχε τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της εταιρείας του Ρήγα. Στο πρόγραμμά της προείχε η Εθνική Απελευθέρωση ως προϋπόθεση για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα ακολουθούσαν. Ταυτόχρονα, οι Φιλικοί είχαν απολύτως συνειδητοποιήσει ότι το έργο αυτής της απελευθέρωσης θα ήταν κυρίως έργο των υπόδουλων ελλήνων που δεν είχαν να περιμένουν πολλά πράγματα από τους ξένους. Στο απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Ξάνθου που παραθέσαμε στην αρχή η αντίληψη αυτή είναι ξεκάθαρη και την επιβεβαιώνει και ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του που γράφει χαρακτηριστικά : «Είδα τότε ότι, ό,τι κάμωμε, θα το κάμωμε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμμία από τους ξένους».
Αναφέραμε στην αρχή ότι η εταιρεία ήταν μυστική- συνωμοτική. Όπως όλες ο συνωμοτικές, επαναστατικές εταιρείες, λειτουργούσε με αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες. Είχε σημάδια και λέξεις για να αναγνωρίζονται τα μέλη της, για την επικοινωνία χρησιμοποιούνταν επιστολές κρυπτογραφικού χαρακτήρα και όσοι πρόδιδαν στον εχθρό τα μυστικά της εταιρείας ή ήσαν ύποπτοι για προδοσία εκτελούνταν αμέσως . Παρ’ όλα αυτά ο συνωμοτισμός της ήταν περιορισμένος με την έννοια ότι δεν επρόκειτο για μια κλειστή, στενή οργάνωση αλλά αντίθετα για μια οργάνωση πλατιά, μαζική.
«Είναι πολύ αξιοσημείωτο το γεγονός- γράφει ο Ο. Μπ. Σπαρό - ότι αντίθετα από τις στενές επαναστατικές οργανώσεις του τύπου των Ιταλών καρμπονάρων, που ήταν πολύ διαδομένες τότε σε μια σειρά δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η ‘‘Εταιρεία’’ έγινε στην ουσία μαζική, πανεθνική οργάνωση, προορισμένη να ξεσηκώσει σε εξέγερση όλο τον ελληνικό λαό. Οι ιδρυτές της απαρνήθηκαν τη συνωμοτική τακτική και προσπαθούσαν να προσελκύσουν στην Εταιρεία όσο το δυνατόν πολλά μέλη από τα πιο διαφορετικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας». Την πρόθεση των ιδρυτών και ηγετών της Φιλικής Εταιρείας να αποκτήσει η οργάνωσή τους μαζικό χαρακτήρα την επιβεβαιώνει και ο Ν. Υψηλάντης ο οποίος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι οι βασικές αρχές της Εταιρείας «γράφτηκαν σε μία κακή τετριμμένη διάλεκτο ης ελληνικής, για να είναι κατανοητές και από τον τελευταίο τσοπάνο» .
Η Εταιρεία οργάνωνε τα μέλη της με προσεκτικό τρόπο και τα κατέτασσε με βάση την εσωτερική της διαβάθμιση κατά την οποία ήταν δομημένη. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ι. Φιλήμων η διαβάθμιση των μελών περιελάμβανε, επτά βαθμούς: το βαθμό των Βλάμηδων (αδελφοποιητοί), το βαθμό των Συστημένων, το βαθμό των Ιερέων, το βαθμό των Ποιμένων, το βαθμό των Αρχιποιμένων, το βαθμό των Αφιερωμένων και το βαθμό των Αρχηγών των Αφιερωμένων. Κατώτερος βαθμός ήταν αυτός των Βλάμηδων τον οποίο και ελάμβαναν τα μέλη της εταιρείας που δεν γνώριζαν γράμματα και ανώτερος αυτός των Αρχιποιμένων. Επίσης από τους επτά αυτούς βαθμούς οι δύο τελευταίοι θεωρούνταν στρατιωτικοί και καθιερώθηκαν αργότερα .
Όσοι έμπαιναν στη Εταιρεία έδιναν όρκο. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι ο όρκος αυτός, ακόμη και ο όρκος για τον πρώτο βαθμό των Βλάμηδων, ήταν απομακρυσμένος από τον χριστιανικό όρκο. Για την ακρίβεια δινόταν όρκος στο «Υπέρτατο Ον» γεγονός που παραπέμπει στο τεκτονισμό αλλά και στη λατρεία του υπέρτατου όντος κατά τη Γαλλική Επανάσταση . Το γεγονός αυτό, καθώς και άλλα που συνδέονται με την διαδικασία της κατήχησης των μελών, έκαναν τον Σπ. Τρικούπη- που δεν αντιλαμβανόταν τον βαθμό απελευθέρωσης από την θρησκεία που επέφεραν οι αστικές επαναστατικές ιδέες- να γράφει ότι η κατήχηση στην Εταιρεία, από την θρησκευτική της πλευρά «ήταν ένα τερατώδες μείγμα αλήθειας και ψεύδους, ευσέβειας και ασέβειας» .

Η ιστορική προσφορά της Φιλικής Εταιρείας

Μέχρι το 1917 η ανάπτυξή της Φιλικής Εταιρείας ήταν ελάχιστη. Όλα κι όλα τα μέλη της ήταν 42 . Όμως από το 1918 και μετά, που μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, αναπτύχθηκε ραγδαία. «Τότε- γράφει ο Γ. Ζέβγος - ανάπτυξε πλατειά δράση και στις γραμμές της μπαίνουν χιλιάδες άνθρωποι απ’ όλα τα στρώματα του έθνους, φαναριώτες, κληρικοί, κοτζαμπάσηδες, έμποροι, λόγιοι, κλέφτες, γυρολόγοι. Η σύνθεσή της γίνεται ολότελα ανομοιογενής». Ο Βουρνάς σημειώνει ότι η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα μέσα στην εταιρεία να δημιουργηθούν τρεις τάσεις ή ρεύματα: το αστικοδημοκρατικό που στηριζόταν στις λαϊκές μάζες και στην προοδευτική μερίδα της αστικής τάξης, το συντηρητικό- συμβιβαστικό που στηριζόταν στην συντηρητική μερίδα των αστών οι οποίοι συνεργάζονταν με τους κοτζαμπάσηδες και τον ξένο παράγοντα, κυρίως την Αγγλία, και το αντιδραστικό ρεύμα το οποίο αποτελούσαν τα φεουδαρχικά στοιχεία της κοινωνίας που μπήκαν στην επανάσταση για να την ελέγξουν, για να εμποδίσουν το ριζοσπαστισμό της και να παραμερίσουν από τα κέντρα αποφάσεων το λαϊκό στοιχείο. Ανεξαρτήτως αν αυτός ο χωρισμός είναι περισσότερο ή λιγότερο σχηματικός η ιστορία έχει απαντήσει ως προς την κατάληξη που είχε η Φιλική Εταιρεία και η ελληνική Επανάσταση γενικότερα. Η συντηρητική- συμβιβαστική πλευρά, σε συμμαχία με τη φεουδαρχική αντίδραση και τους ξένους παραμέρισε τις λαϊκές- προοδευτικές δυνάμεις και εμπόδισε την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου επαναστατικού αστικοδημοκρατικού προγράμματος στη χώρα ύστερα από την απελευθέρωση και τη δημιουργία ελληνικού κράτους.
Παρά την εξέλιξη που είχε η ελληνική επανάσταση, η Φιλική Εταιρεία πρόσφερε ανεκτίμητη υπηρεσία στον αγώνα του ελληνικού λαού για την εθνική του απελευθέρωση. Οργάνωση της Επανάστασης την αποκαλεί ο Δ. Φωτιάδης , ενώ ο Γ. Ζέβγος γράφει : «Το έργο της ‘‘Φιλικής Εταιρείας’’ αποτελεί μία από τις λαμπρότερες ιστορικές δημιουργίες του ελληνικού λαού… Οι Φιλικοί στηρίχτηκαν με πλέρια συνέπεια στις λαϊκές δυνάμεις και ζήτησαν αρχηγούς και κηδεμόνες στα προνομιούχα στρώματα. Δεν πήγαν προς τη δυτική Ευρώπη να ζητήσουν συμμάχους στις επαναστατικές δυνάμεις της εποχής τους. Στράφηκαν προς τον τσαρισμό. Αυτά τα λάθη τους είχαν ολέθρια επίδραση στην πορεία και έκβαση της υπόθεσης τους, δίχως αυτό να μειώνει την ιστορική σημασία του μεγάλου τους έργου».



2. Κοινωνικές αλλαγές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε όσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε ‘‘που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβαβατσέλα’’, αλλά, ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση».

Θ. Κολοκοτρώνης


Μια επανάσταση δεν είναι ποτέ κεραυνός εν αιθρία, ακόμη κι αν μοιάζει τέτοια. Δεν είναι καθόλου από τα παράξενα και ανεξήγητα της ιστορίας των ανθρώπων, ούτε βέβαια ιδιοτροπία των καιρών, αν και προκαλεί πάντοτε το δέος και την απορία αυτών που την βλέπουν να εξελίσσεται μπρος στα μάτια τους κι εκείνων που την παρακολουθούν ως ιστορικό γεγονός υψίστης σπουδαιότητας. Για την πραγματοποίησή της δεν αρκεί η ανθρώπινη θέληση, πολύ περισσότερο δεν αρκεί ν’ αποφασίσουν κάποιοι ότι πρέπει να γίνει αν και απαραίτητες προϋποθέσεις της είναι η θέληση και η αποφασιστικότητα των επαναστατών. Τι είναι επομένως η επανάσταση και πως προκαλείται;
«Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής- έγραφε ο Μαρξ - καθορίζει τη κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξή τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή- πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι’ αυτό έκφραση- με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες έχουν κινηθεί ως τώρα. Από τις μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».
Σ’ αυτό τον κοινωνικό νόμο της επανάστασης που περιγράφει εδώ ο Μαρξ ασφαλώς υπάγεται και η ελληνική επανάσταση του 1821, πράγμα που θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε στη συνέχεια παρουσιάζοντας όσο είναι δυνατό αναλυτικότερα τις κοινωνικές μεταβολές στο εσωτερικό της Οθωμανικής, το κοινωνικό είναι, δηλαδή, στη βάση του ποίου έγινε δυνατή η διαμόρφωση της επαναστατικής συνείδησης των ρωμιών κι ο εθνικός σηκωμός τους κατά των Οθωμανών.

Η εμφάνιση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής

Το κοινωνικό σύστημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν φεουδαρχικό, όσο κι αν αστοί ιστορικοί θέλησαν να αμφισβητήσουν κάτι τέτοιο υπερτονίζοντας τις ιδιομορφίες του σε σχέση με το δυτικοευρωπαϊκό φεουδαρχισμό. Αν επομένως θέλουμε να εντοπίσουμε τις προϋποθέσεις γέννησης της κοινωνικής επανάστασης στην οθωμανική αυτοκρατορία γενικά και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, οφείλουμε να εξετάσουμε το πότε και πως εμφανίζονται οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, το πότε και πως γεννιέται η ελληνική αστική τάξη που μας αφορά άμεσα καθώς και τη χρονική περίοδο όπου οι νέες παραγωγικές δυνάμεις ασφυκτιούν στο πλαίσιο των παλιών παραγωγικών σχέσεων κι επιχειρούν να βγουν έξω από αυτό.
«Το 17ο και το 18ο αιώνα- γράφει ο βούλγαρος ιστορικός Νικόλαϊ Τοντόροφ - ορισμένες αλλαγές σημειώνονται στη οικονομική ανάπτυξη των Βαλκανίων. Οι δύο αυτοί αιώνες χαρακτηρίζονται από σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα οι περιουσιακές και κοινωνικές ανισότητες του πληθυσμού μεγαλώνουν και περισσότερο κεφάλαιο σωρεύεται στα χέρια νέων εύπορων κοινωνικών στρωμάτων των υπόδουλων λαών- Ελλήνων, Εβραίων, Αρμενίων, Βουλγάρων, Σέρβων κ. ά. ». Οι αλλαγές αυτές- πέραν των άλλων- έχουν την αιτία τους και στο γεγονός ότι εμφανίζονται τάσεις εξάπλωσης του ευρωπαϊκού κεφαλαιοκρατισμού, τα άμεσα αποτελέσματα της οποίας- όπως σημειώνει ο Σεραφείμ Μάξιμος - τα βρίσκουμε κυρίως στους εξής τομείς της εσωτερικής οικονομικής ζωής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «1) Στην ειδίκευση και εντατικοποίηση των κλάδων εκείνων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας που τροφοδοτούσανε με πρώτες ύλες τις ευρωπαϊκές αγορές. 2) Στη μικρότερη μα ωστόσο αισθητή ανάπτυξη της τοπικής χειροτεχνίας και 3) Στη γενικής ανάπτυξη του εξωτερικού και εσωτερικού εμπορίου»
Εντούτοις μόνο κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μπορούμε να μιλήσουμε να μιλήσουμε για διαμόρφωση αστικών τάξεων στο βαλκανικό χώρο γιατί όπως σημειώνει πάλι ο Σ. Μάξιμος «αντίθετα απ’ ότι συνέβαινε στη Δύση, όπου, τα συσσωρευμένα καθ’ όλο το δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, κεφάλαια μπαίνανε μέσα στου πόρους του φεουδαλικού συστήματος, απελευθερώνανε παραγωγικές δυνάμεις και καταρρίπτανε συντεχνιακούς φραγμούς, η οικονομία στην ανατολή παρέμενε σε μια κατάσταση σχετικά στάσιμη».

Η γέννηση της ελληνικής αστικής τάξης

Η πρώτη αστική τάξη που εμφανίζεται στα Βαλκάνια είναι η ελληνική ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου. «Ως ναυτικός και εμπορικός λαός, οι Έλληνες- γράφει ο Ν. Τοντόροφ - έγιναν οι απαραίτητοι μεσάζοντες στο εμπόριο όλων τω ευρωπαϊκών κρατών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι έλληνες έμποροι εκτόπισαν γρήγορα τους Γάλλους στο εμπόριο της Ανατολής και κατόρθωσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των τριών τετάρτων του γαλλικού εμπορίου». Ο εκτοπισμός, βέβαια, των γάλλων δεν συνέβηκε τυχαία κι ούτε ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της εμπορικής ικανότητας των ελλήνων. Στην πραγματοποίησή του βοήθησαν αποτελεσματικά οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις της εποχής, όπως αυτές εκδηλώνονταν σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. «Η Αγγλία- γράφει ο Γ. Κορδάτος - από φόβο μην τυχόν διαδοθούνε οι γαλλικές δημοκρατικές ιδέες στην Ανατολή, απέκλεισε τα λιμάνια της Μεσογείου με το στόλο της, καθώς και τη επαναστατημένη Γαλλία». Την πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνουν και ιδιωτικές μαρτυρίες της εποχής. «Τιμιώτατε καπετάν κυρ- διαβάζουμε σε επιστολή προερχόμενη από το αρχείο της Κοινότητας Ύδρας -… επειδή η εξουσία της Ιγγλετέρας διακηρύξασα τον πόλεμον ήδη εναντίον της Ρεπούμπλικας των Φραντσέζων και επομένως εμποδίζει όλα τα πραματευτάρικα καράβια (σ.σ. τα εμπορικά δηλαδή) οπού πηγαίνουν εις τα πόρτα (σ.σ. λιμάνια) και μέρη της Φρατζιάς... η Ιγγλετέρα… αν δεν έχουν πράγμα πραματευτάρικον φραντζέζικα μέσα δεν τα πειράζει καθόλου».
Εν πάση περιπτώσει οι ελληνικές παροικίες στην Μασσαλία, στην Ιταλία, στη Ρωσία, στην Αυστρία, στη Γερμανία και αλλού έγιναν από τα πλουσιότερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Τα ελληνικά εμπορικά πλοία σχημάτισαν έναν ισχυρότατο εμπορικό στόλο που μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) κυριάρχησε στη Μεσόγειο και απέκτησε ολόκλήρο τον έλεγχο του ρωσικού εμπορίου στη Μαύρη Θάλασσα. Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά- τα τρία νησιά δηλαδή που έγιναν ξακουστά στα χρόνια της επανάστασης για το ρόλο που έπαιξαν σ’ αυτήν- είχαν το καθένα δικό του στόλο που απασχολούσε χιλιάδες ναυτικούς .
Όμως παρόλη αυτή την πρόοδο η ελληνική αστική τάξη είχε- κατά το Ν. Σβορώνο - τρία βασικά χαρακτηριστικά: Το πρώτο ήταν ότι παρέμεινε ουσιαστικά μεταπρατική αφού ο δεσποτισμός η αναρχία και η αυθαιρεσία της Οθωμανικής διοίκησης αλλά και η προστατευτική πολιτική των δυτικών χωρών έκαναν αδύνατη την επένδυση κεφαλαίων για την ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας, κάτι που φυσικά δεν το ήθελαν ούτε οι έλληνες αστοί του εξωτερικού που με την ενασχόλησή τους με το εμπόριο εξασφάλιζαν γρήγορο και εύκολο, σχετικά, κέρδος, πιο εύκολο σε κάθε περίπτωση απ’ αυτό που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η ενασχόληση τους με τη βιομηχανία. Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής αστικής τάξης ήταν η οικονομική ασυμμετρία των τμημάτων της και η έλλειψη εσωτερικής της συνοχής. Μια πολύ μικρή ομάδα εμπόρων και χρηματιστών που ήταν εγκατεστημένοι στο εξωτερικό έχει στη διάθεση της τεράστια κεφάλαια, σε σχέση με το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ενώ το μεγάλο μέρος των αστών, που έμενε μέσα στην Ελλάδα, ήταν μεσαίοι και μικροί έμποροι, εφοπλιστές και κάποιοι βιοτέχνες. Το τρίτο, τέλος, χαρακτηριστικό είναι πως οι ελληνική αστική τάξη- είτε μιλάμε για μεγάλους κεφαλαιούχους είτε για μικρούς- από τη γέννηση της ακόμη αναπτύσσεται σε σχέση εξάρτησης με το διεθνές κεφάλαιο, κυρίως το αγγλικό και το γαλλικό.

Η προετοιμασία της επανάστασης

Η εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γενικά και ειδικότερα στον ελλαδικό χώρο, ασφαλώς ήταν μέγιστη απειλή για τα θεμέλια του φεουδαρχικού καθεστώτος αλλά αυτό καθόλου δεν σήμαινε ότι η κοινωνική επανάσταση θα εκδηλωνόταν αποκλειστικά σε εθνική βάση με τον ξεσηκωμό των υπόδουλων λαών. Θα μπορούσε να είναι μια κοινωνική επανάσταση με την συμμετοχή όλων των αντιφεουδαρχικών στοιχείων είτε επρόκειτο για τούρκους μουσουλμάνους είτε επρόκειτο για έλληνες, σέρβους, βούλγαρους και άλλους χριστιανούς. Αυτό άλλωστε ήταν και το όραμα του Ρήγα. Γιατί όμως δεν πραγματοποιήθηκε;
«Το 18ο αιώνα- γράφει ο Ν. Τοντόροφ -, στη Δύση και στη Ρωσία διαμορφώθηκαν οριστικά ισχυρά εθνικά ή πολυεθνικά κράτη, όπου το κυρίαρχο έθνος χάραζε το δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντίθετα οι φορείς των νέων καπιταλιστικών σχέσεων αναδείχτηκαν από τους κόλπους των υπόδουλων λαών. Έτσι στις δύσκολες συνθήκες μιας εχθρικής εξουσίας, οι λαοί αυτοί έπρεπε να περάσουν τα διάφορα στάδια της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, της περιουσιακής διαφοροποίησης, της βαθμιαίας συσσώρευσης κεφαλαίου, να γνωρίσουν τους κινδύνους που συνδέονταν με την ανάπτυξη αγορών και πανηγυριών, για να αναδείξουν επιτήδειους επιχειρηματίες και εμπόρους και να ανυψώσουν το επίπεδο ης κοινωνικής και οικονομικής τους ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό οι αντιφάσεις μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, όχι μόνο διαπλέκονταν με τις εθνοφυλετικές αντιφάσεις, αλλά και τους πρόσδιναν μοναδική οξύτητα.». Επιπλέον «το χάσμα ανάμεσα στον οικονομικό ρόλο της αστικής τάξης και στην έλλειψη πολιτικών της δικαιωμάτων καθώς και ανάμεσα στο πολιτιστικό της επίπεδο (καρπός των συνεχών επαφών της με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και των συστηματικών προσπαθειών της για ανάπτυξη λαϊκής εκπαίδευσης) και στην άγνοια των οθωμανικών κυβερνώντων, έκανε όλο και πιο δυσβάσταχτο τον εχθρικό ζυγό, που οι μέθοδοι του παρέμεναν αναλλοίωτοι από την εποχή της τούρκικης κατάκτησης».
Εξετάζοντας σ’ αυτό το πλαίσιο το θέμα μπορούμε να αντιληφθούμε σε γενικές γραμμές γιατί η επανάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πήρε τη μορφή που γνωρίζουμε, γιατί η ελληνική επανάσταση είχε ως κύρια τα εθνικά χαρακτηριστικά. Εντούτοις, όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Γεώργιος Φίνλεϋ «Η ελληνική επανάσταση ήταν μια κοινωνική και πολιτική ανάγκη. Η εθνική κυριαρχία είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα του λαού, όπως η και πολιτική ελευθερία είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα του ατόμου. Οι άνθρωποι ξέρουν από ένστικτο πως υπάρχουν συνθήκες και εποχές που η επανάσταση των υποταγμένων εθνών και των πολιτών που έχουν στερηθεί τις πολιτικές τους ελευθερίες, γίνεται καθήκον… Αν και η Οθωμανική κυβέρνηση είχε χαλαρώσει τις αλυσίδες στη σκέψη και στα κορμιά των Ελλήνων στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν ακόμη ένας ισχυρός και επικίνδυνος εχθρός. Ο σουλτάνος είχε αποδυθεί σ’ έναν αγώνα για να συγκεντρώσει στα χέρια του τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Και αν οι προσπάθειές του είχαν στεφθεί με επιτυχία πριν να καταφέρουν οι έλληνες ν’ αποκαταστήσουν την ανεξαρτησία τους, θα τους επιβάλλονταν τότε καινούργια δεσμά, που θα περιόριζαν τις κινήσεις τους το ίδιο αποτελεσματικά όπως οι παλιές αλυσίδες. Ο πατριάρχης και η σύνοδος, οι πρίγκιπες του Φαναριού και οι κοτζαμπάσηδες είταν πάντοτε πρόθυμοι να υπηρετήσουν σαν πράκτορες τον σουλτάνο. Γ’ αυτό και δεν χρειάζεται να δικαιολογήσουμε την ελληνική επανάσταση».-


3. Η Συνθήκη του Λονδίνου και η Ελλάδα

Στις 4 Απριλίου του 1826 η Ρωσία και η Βρετανία υπέγραψαν στην Πετρούπολή ένα Πρωτόκολλο βάσει του οποίου δεσμεύονταν να κρατήσουν κοινή στάση γύρω από το ελληνικό ζήτημα . Συγκεκριμένα οι δύο δυνάμεις συμφώνησαν ότι η Βρετανία θα πρόσφερε τη μεσολάβησή της ανάμεσα στους έλληνες και στον Σουλτάνο ώστε να αναγνωριστεί ελληνική αυτονομία υπό οθωμανική κυριαρχία. Επίσης στο Πρωτόκολλο υπήρχε η πρόβλεψη το κείμενό του να τεθεί υπόψην και των άλλων τριών μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, της Αυστρίας, τη Πρωσίας και της Γαλλίας ούτως ώστε να το εγκρίνουν και να το προσυπογράψουν. Αρχικά, τόσο η Αυστρία και η Πρωσία όσο και Γαλλία θεώρησαν το Πρωτόκολλο σαν «προσβολή της Ιεράς Συμμαχίας και σαν πολιτικό έγκλημα εναντίον της» . Πολύ γρήγορα όμως η Γαλλία προσχώρησε σ’ αυτό, εκφράζοντας τη επιθυμία να μετατραπεί συνθήκη . Δεν είχε άλλη επιλογή εφόσον της ήταν αδύνατο να αποκοπεί από τις εξελίξεις στις Εγγύς Ανατολή όπου διαδραμάτιζε κατά παράδοση ενεργό ρόλο και είχε ισχυρά συμφέροντα.
Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης αναγνώριζε με σαφήνεια τον ηγετικό ρόλο της Μ. Βρετανίας στις ελληνικές υποθέσεις κι έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αποτέλεσε τη βάση ώστε να απομονωθούν διπλωματικά από τις υποθέσεις αυτές η Αυστρία και η Πρωσία. Τώρα πλέον η τράπουλα μοιραζόταν ανάμεσα στην Αγγλία, τη Ρωσία και την Γαλλία με αναγνωρισμένο δικαίωμα στην πρώτη να έχει το καλύτερο χαρτί. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, το «Πρωτόκολλο της Πετρούπολης» μετατρεπόταν σε «Συνθήκη του Λονδίνου». Ήταν 6 Ιουλίου του 1827.
Η Συνθήκη του Λονδίνου υπογράφηκε στην αγγλική πρωτεύουσα από τους πληρεξούσιους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Περιελάμβανε επτά άρθρα φανερά κι ένα συμπληρωματικό που ήταν μυστικό. Το περιεχόμενό της σε γενικές γραμμές προέβλεπε να υπάρξει ανακωχή μεταξύ των επαναστατημένων ελλήνων και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεσολάβηση των μεγάλων δυνάμεων για τη επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Η μεσολάβηση αυτή θα αποσκοπούσε στα εξής: Να γίνει η Ελλάδα αυτόνομο κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο του οποίου την επικυριαρχία όφειλε να αναγνωρίσει. Να αποζημιωθούν οι Οθωμανοί των οποίων οι περιουσίες θα περνούσαν στην κυριότητα ελλήνων και, τέλος, να οριστούν τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους ύστερα από διαπραγματεύσεις.
Ακόμη, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις διακήρυτταν ότι «δεν θέλουν ζητήσει εις αυτάς τας συμφωνίας οποιανδήποτε αύξησιν ορίων γης, οποιανδήποτε αποκλειστικήν επιρροήν, οποιονδήποτε εμπορικόν πλεονέκτημα δια τους υπηκόους των, το οποίον οι υπήκοοι οποιουδήποτε άλλου Έθνους να μην δύνανται επίσης να απολαύσουν». Στην πραγματικότητα βεβαίως επρόκειτο για μια υποκριτική διακήρυξη από μέρους τους, αφού έχοντας τον κύριο λόγο στις ελληνικές υποθέσεις και στις σχέσεις των επαναστατημένων ελλήνων με την Οθωμανική αυτοκρατορία δεν είχαν ανάγκη από κανένα επιπλέον προνόμιο.
Στο μυστικό άρθρο της συνθήκης προβλεπόταν πως αν στο διάστημα ενός μηνός η Οθωμανική κυβέρνηση δεν αποδεχόταν το περιεχόμενο της συνθήκης, οι τρεις αυτές μεγάλες δυνάμεις θα ανέπτυσσαν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με την ελληνική πλευρά, θα επέβαλαν την ανακωχή χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο και στη συνέχεια θα προχωρούσαν στην επιβολή των αρχών ειρήνευσης μεταξύ Οθωμανών και ελλήνων όπως αυτές αναφέρονταν στην εν λόγω συνθήκη .
Χωρίς αμφιβολία, η συνθήκη του Λονδίνου τοποθετούσε σε μια εντελώς καινούργια βάση την ελληνική επανάσταση, σε μια στιγμή που αυτή έπνεε τα λοίσθια, και φυσικά έδινε μια άλλη διάσταση στην υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας που τώρα ποια έμπαινε και επίσημα υπό την κηδεμονία των ξένων. Πριν όμως δούμε ποια ήταν η πραγματική της σημασία και πως αποτιμείται η ιστορική της αξία, οφείλουμε να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων στην Ελληνική επανάσταση, ούτως ώστε να κατανοήσουμε βαθύτερα τις πραγματικές επιδιώξεις τους.

Η ελληνική επανάσταση και οι μεγάλες δυνάμεις

Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση οι μεγάλες δυνάμεις- μηδενός εξαιρουμένης- φρόντισαν να τη καταδικάσουν με μοναδική σφοδρότητα. «Οι ηγεμόνες της Ευρώπης- γράφει ο Φίνλεϋ - φοβόντουσαν γενική εξέγερση των εθνών. Οι μονάρχες είχανε πανικοβληθεί από τις λαϊκές κινήσεις». Στις αρχές του 1821 οι ηγέτες τη Ιερής Συμμαχίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας- που είχαν συγκεντρωθεί στο Λάυμπαχ με θέμα την αντιμετώπιση των επαναστάσεων του Πεδεμόντιου, της Νεάπολης και της Ισπανίας καθώς τη καταπολέμηση του επαναστατικού πνεύματος σε ολόκλήρη την Ευρώπη- είχαν μια πρώτη ευκαιρία να αποδοκιμάσουν ομόφωνα το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης . Τον επόμενο χρόνο το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε τους ισχυρούς της Ευρώπης στο Συνέδριο της Βερόνας, όπου η ελληνική επανάσταση χαρακτηρίστηκε ταυτόσημη με τις δημοκρατικές επαναστάσεις της Νεάπολης του Πεδεμοντίου και της Ισπανίας. Έτσι τα μέλη της Ιεράς Συμμαχίας εμπιστεύθηκαν την καταστολή της αποκλειστικά στο Σουλτάνο, τον οποίο ήθελαν ισχυρό, από το φόβο μιας επέκτασης της Ρωσίας στα Βαλκάνια.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των τότε ισχυρών του κόσμου, τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στο χώρο της βαλκανικής και γενικότερα στο χώρο που καταλάμβανε η Οθωμανική αυτοκρατορία αλλά και οι επιτυχίες των επαναστατημένων ελλήνων τους υποχρέωσαν να αλλάξουν σιγά- σιγά πολιτική αντικαθιστώντας την απόλυτα εχθρική στάση τους απέναντι στην ελληνική επανάσταση με μια προσπάθεια προσεταιρισμού κι ελέγχου της. Η αλλαγή αυτή είναι εμφανής στην πολιτική της Ρωσίας και της Αγγλίας ιδιαίτερα από το 1823, ενώ από το 1824 κι έπειτα φουντώνει γενικά στην Ευρώπη ένα φιλελληνικό, αστικοδημοκρατικό, κίνημα, που αντανακλάται και στη συμπεριφορά των κυρίαρχων τάξεων . Η «φιλελληνική», πάντως, στροφή των μεγάλων δυνάμεων κάθε άλλο παρά ανιδιοτελής ήταν.
Η Ρωσία αντιλαμβανόταν την κατάσταση αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αναμειγνυόμενη στο ελληνικό ζήτημα προωθούσε τις επιδιώξεις της να κυριαρχήσει κάποια στιγμή στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Ανατολή. Το γεγονός αυτό από μόνο του αρκούσε να προκαλέσει την ανάμειξη της Αγγλίας και της Γαλλίας που δεν ήθελαν να δουν τη Ρωσία να κυριαρχεί πλήρως στις προαναφερόμενες περιοχές. Έτσι φτάσαμε στο πρωτόκολλο της Πετρούπολης, στη συνθήκη του Λονδίνου και στα όσα φυσικά επακολούθησαν.

Η σημασία της Συνθήκης του Λονδίνου

Η συνθήκη του Λονδίνου έχει θεωρηθεί από τους μελετητές της ιστορίας ως η πρώτη ουσιαστική κίνηση των μεγάλων δυνάμεων για την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας. «Ήτανε το πρώτο σταθερό και μεγάλο βήμα για τη αναγνώριση de jure της ελληνικής ανεξαρτησίας», γράφει ο Γ. Κορδάτος , ενώ ο Γ. Ασπρέας θεωρεί ότι μέσω αυτής της συνθήκης «η Ελλάς εξήλθε της πολιτικής μηδαμινότητας» . Άλλοι μελετητές την χαρακτηρίζουν «καμπή αποφασιστική στον αγώνα των ελλήνων» και «προειδοποίηση ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν την επαναφορά των ελλήνων στο προηγούμενο καθεστώς υποτέλειας» .
Όλα αυτά είναι σε γενικές γραμμές σωστά ως επιμέρους παρατηρήσεις. Δεν αποσαφηνίζουν, όμως, συνολικά και ολοκληρωμένα το χαρακτήρα και τη σημασία της συνθήκης. Μια αξιόλογη προσέγγιση αυτού του ζητήματος κάνει ο Ν. Πετσάλης , ο ποίος παρατηρεί για την Συνθήκη του Λονδίνου: «Δεν ήταν μια συνθήκη ‘‘μεσολαβήσεως’’, όπως οι ίδιες οι δυνάμεις διακήρυξαν. Μεσολάβηση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών, ενώ ούτε η Γαλλία, ούτε η Αγγλία, ούτε η Ρωσία είχαν ακόμη αναγνωρίσει την Ελλάδα σαν κράτος. Επίσης μεσολάβηση δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς συγκατάθεση των δύο μερών, πράγμα που δεν συνέβαινε φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέλος, δεν νοείται ποτέ ο μεσολαβητής να απαιτεί την εκτέλεση τη συνθήκης για την οποία μεσολάβησε. Η δήθεν μεσολάβηση των Δυνάμεων, δηλαδή, δεν ήταν παρά μια καθαρή επέμβαση τους στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Η πολύ σωστή αυτή διαπίστωση είναι ελλιπής αν δεν την δούμε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Γράφει ο Μαρξ πολύ εύστοχα : «Για να του δέσουν τα χέρια (του Τσάρου) στο πλαίσιο μιας κάποιας κοινής δράσης, οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις έκλεισαν μαζί του στις 6 Ιουλίου 1827 μια συνθήκη στο Λονδίνο με την οποία αναλάμβαναν τη δέσμευση να επιβάλλουν, στην ανάγκη με τα όπλα, τη ρύθμιση των διαφορών ανάμεσα στο σουλτάνο και στους έλληνες. Λίγους μήνες προτού υπογράψει τη συνθήκη αυτή, η Ρωσία έκλεισε άλλη συνθήκη με την Τουρκία, τη συνθήκη του Άκερμαν με την οποία υποχρεωνόταν να απόσχει από κάθε ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις. Τούτη η συνθήκη έγινε, αφού η Ρωσία είχε παρακινήσει τον διάδοχο της Περσίας να εισβάλει στις Οθωμανικές κτήσεις κι αφού είχε κάνει βαρύτατες προσβολές στην Πύλη ώστε να την εξαναγκάσει σε ρήξη… Χάρη στις περιπλοκές, οι οποίες πρόκυψαν απ’ όλες αυτές τις απάτες και τα ψέματα, η Ρωσία βρήκε τελικά την πρόφαση ν’ αρχίσει τον πόλεμο του 1828- 1829».

Οι συνέπειες της συνθήκης του Λονδίνου

Η συνθήκη του Λονδίνου, μαζί με το συμπληρωματικό μυστικό άρθρο δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου στις 12 Ιουλίου του 1827 κι όπως ήταν φυσικό προκάλεσε ενθουσιασμό στην ελληνική πλευρά.
Άμεση συνέπεια της συνθήκης ήταν η αποστολή τμημάτων των στόλων των τριών μεγάλων δυνάμεων στη Μεσόγειο . Το τμήμα του ρωσικού στόλου είχε επικεφαλής το ναύαρχο Χέυντεν, το τμήμα του αγγλικού το ναύαρχο Κόδριγκτον και το τμήμα του γαλλικού το ναύαρχο Ντεριγνύ . Βέβαια η πολιτική των τριών μεγάλων δυνάμεων παρά την υπογραφή της συνθήκης συνέχιζε να μην είναι ενιαία.
Η Ρωσία βιαζόταν να έχει τη στρατιωτική πρωτοβουλία για να είναι πανέτοιμη στην προώθηση των σχεδίων της την κατάλληλη στιγμή. Έτσι άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στη Βεσσαραβία ενώ ο στόλος της εξέπλευσε για τη Μεσόγειο προτού υπογραφεί η συνθήκη. Επιπλέον, δύο μέρες μετά την υπογραφή, στις 8 Ιουλίου, ο Τσάρος Νικόλαος προσδιόρισε τον Ιωάννη Καποδίστρια για το αξίωμα του Κυβερνήτη της Ελλάδας .
Από την άλλη η Αγγλία με την Γαλλία δεν είχαν καμία πρόθεση να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα ή να προκαλέσουν σοβαρά πλήγματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι οδηγίες που είχε πάρει ο αρχηγός του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο ναύαρχος Κόδριγκτον έλεγαν ξεκάθαρα πως «η ακριβής επιδίωξη των τριών δυνάμεων είναι να παρεμβληθούν σαν ειρηνοποιοί». Επίσης ο Άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάννιγκ διατάχθηκε από την κυβέρνησή του να ενημερώσει την κυβέρνηση του Σουλτάνου ότι «η βρετανική κυβέρνηση απευθύνεται για μια ακόμη φορά ιδιαίτερα και μόνη, με τρόπο φιλικό στην Πύλη (Οθωμανική κυβέρνηση), για να της δηλώσει ότι παρά τη επιθυμία της να θέσει τέρμα στη σημερινή αναρχία και να σώσει μέρος του ελληνικού πληθυσμού από προφανή καταστροφή, όμως δεν επιθυμεί λιγότερο να στερεώσει την πολιτική ύπαρξη της Τουρκίας». Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού η Βρετανία συμβούλευε την Πύλη ν’ αποδεχτεί τις προτάσεις που της έγιναν. Η βρετανική κυβέρνηση ξεκαθάριζε προς το Σουλτάνο ότι «παραχωρώντας μια περιορισμένη πολιτική ύπαρξη στους έλληνες, δεν σκέπτεται καθόλου να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Τουρκίας». Σ’ ότι δε αφορούσε την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων απέναντι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διευκρίνιζε: «Ομολογούμε ότι μπορεί να υπάρξουν εύλογες αιτίες ανησυχιών της Πύλης και να διατηρεί υπόνοιες απέναντι της μίας από τις τρεις δυνάμεις που υπέγραψαν τη συνθήκη. Όμως δεν πρέπει να ανησυχεί για τα αισθήματα από τα οποία εμφορούνται απέναντι στην Πύλη η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Φρόνιμη και λογική πολιτική απαιτεί την αποκατάσταση σχέσεων με τις δύο Δυνάμεις που θα μπορέσουν τότε ν’ απομακρύνουν από την Τουρκία κάθε κίνδυνο που μπορούν να προκαλέσουν τα φιλόδοξα σχέδια της τρίτης δύναμης» .
Βέβαια η Ιστορία ακολουθεί την δική της πορεία κι όχι τα σχέδια επί χάρτου των ισχυρών του κόσμου. Ενθαρρυμένη από την αγγλογαλλική πολιτική, από τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και φυσικά από τις αποτυχίες της ελληνικής επανάστασης η Οθωμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να υποταχθεί στη συνθήκη του Λονδίνου με αποτέλεσμα τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 20/10/1827, όπου καταστράφηκε ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Η εξαρτημένη ανεξαρτησία της Ελλάδας είχε, πλέον, πάρει το δρόμο της.
Στις 14/27 Απρίλη του 1828 ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος όπου η Τουρκία ηττήθηκε και υποχρεώθηκε, με τη συνθήκη της Ανδριανούπολης (2/14 Σεπτέμβρη 1829) να αναγνωρίσει την ελληνική αυτονομία. Λίγο αργότερα, το Φλεβάρη του 1830, με ένα νέο πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο η Ελλάδα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος υπό κληρονομική μοναρχία.-

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ




Εμμ. Ξάνθου: «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας», στη σειρά «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ‘21», εκδόσεις Κοσμαδάκη, τόμος 4ος, σελ. 163
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 141
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 138- 140
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ, σελ. 12- 13
Ι. Φιλήμονος: «Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας», πρώτη έκδοση Ναύπλιο 1834, ανατύπωση εκδόσεις Κουλτούρα, σελ. 77- 78
Ο. Μπ. Σπαρό: «Η Ελληνική Επανάσταση και η Ρωσία 1821- 1829», εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ, σελ. 33- 34
Τ. Βουρνά: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας- 1821- 1909» εκδόσεις Τολίδη, σελ. 60
Ι. Καποδίστρια: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις ΜΠΑΫΡΟΝ, σελ. 59
Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 2ος αιώνας, τόμος Χ, σελ. 27.
Θ. Κολοκοτρώνη: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, σελ. 275
Ι. Φιλήμονος, στο ίδιο, σελ. 142- 143
Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 32
Ο. Μπ. Σπαρό, στο ίδιο, σελ. 34
«Απομνημονεύματα του Πρίγκηπος Νικολάου Υψηλάντη», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 103.
Ι. Φιλήμονος, στο ίδιο σελ. 144.
Εμμ. Ξάνθου, στο ίδιο, σελ. 142 και Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις Νέα Σύνορα, τόμος Α’ σελ. 37
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ, σελ. 427
Σπ. Τρικούπη: «Ιστορία της ελληνικής Επανάστασης», εκδόσεις Νέα Σύνορα, τόμος Α’, σελ. 38.
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ, σελ. 429
Γ. Ζέβγου: «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ Α.Ε.»,Αθήνα 1945, τόμος Α’ σελ. 47
Τ. Βουρνά, στο ίδιο σελ. 66
Δ. Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του ‘21», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος 1ος, σελ. 233
Γ. Ζέβγου, στο ίδιο, σελ. 49
Θ. Κολοκοτρώνη: «Ο λόγος στην Πνύκα- 13/11/1838», Άπαντα, εκδόσεις ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ, τόμος Α’, σελ. 210
Μαρξ- Ένγκελς: «Διαλεχτά έργα», τόμος Α’, σελ. 424
Ν. Τοντόροφ: «Η βαλκανική πόλη 15ος- 19ος αιώνας», εκδόσεις Θεμέλιο, τόμος β’, σελ. 280- 281
Σεραφείμ Μάξιμου: «Η Αυγή του Ελληνικού Καπιταλισμού», εκδόσεις Στοχαστής, σελ. 18
Σ. Μάξιμου, στο ίδιο, σελ΄. 19
Ν. Τοντόροφ, στο ίδιο, σελ 287
Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ος Αιώνας», τόμος IX, σελ. 281
Αρχείον Κοινότητος Ύδρας, τόμος Β’, σελ. 73 και Γ. Κορδάτου στο ίδιο
Ν. Σβορώνος: «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 52. Επίσης, περισσότερες πληροφορίες για το θέμα: Σ,. Μάξιμου: «Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον XVIII αιώνα», εκδόσεις Στοχαστής
Ν. Σβορώνου: «Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 279- 280
Ν. Τοντόροφ, στο ίδιο, σελ. 283- 284
Γ. Φίνλεϋ: «Ιστορία της Τουρκοκρατίας και της Ενετοκρατίας στην Ελλάδα», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 348- 349
Γ. Φίνλεϋ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδόσεις ΑΤΛΑΣ σελ. 392

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010







Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ή ΚΑΡΑΒΟΓΙΑΝΝΟΣ



Πόσοι νεοέλληνες σήμερα, γνωρίζουν για τον Καραβόγιαννο, το πρώτο πυρπολητή του 1821;
Κι όμως πρόκειται για τον αγωνιστή, που έγραψε ένα από τα λαμπρότερα κεφάλαια της ιστορίας του Αγώνα, ίσως το πιο σπουδαίο, σε σημασία και αγωνιστική ενδυνάμωση, στον κατά θάλασσα αγώνα. Ευτύχησε να πρωταγωνιστήσει σε δύο από τις κορυφαίες στιγμές του Αγώνα, την πρώτη πυρπόληση με μπουρλότο στην Ερεσό, στις 27 Μαΐου 1821, όπου με πλοίαρχο τον Δημήτρη Παπανικολή πυρπολήθηκε το δίκροτο ντελίνι του Αρναούτ Μπαϊραχτάρη. Και ύστερα στη Χίο, στις 6 Ιουνίου 1822 (λίγο μετά τις φοβερές σφαγές) όταν με διοικητή τον "Κωνσταντή Μικέ Καναρίου" ανατινάζουν τη Ναυαρχίδα "Κινούμενο Όρος" του Καρά Αλή.

Στην επίσημη ιστορία όμως, για τις δύο αυτές φοβερές πυρπολήσεις, που έδωσαν θάρρος και δύναμη στους Έλληνες αγωνιστές, σε στεριά και θάλασσα, ο Καραβόγιαννος δεν αναφέρεται πουθενά, η αναφέρεται σαν πλήρωμα των πυρπολικών, αλλά όχι σαν πρωταγωνιστής ή σαν συμπρωταγωνιστής του Κανάρη και του Παπανικολή. Κι όμως, επίσημα ντοκουμέντα της Βουλής των Ψαρών του 1821 και του 1822, τον αναφέρουν ως πυρπολητή. Αυτά τα έγγραφα επικύρωσε αργότερα η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας, το 1823 και τον ονόμασε αντιστράτηγο για τους αγώνες του.
Ο Γιάννης Θεοφιλόπουλος, γεννήθηκε στα Λαγκάδια της Γορτυνίας, το 1790 και πέθανε πικραμένος στην Αθήνα το 1885, σε ηλικία 95 ετών.
Όταν ήταν 18 ετών, στα 1808 έφυγε από τα Λαγκάδια, εξ αιτίας της διαμάχης που είχε με τον τοπικό Τούρκο αγά, και κατέφυγε αρχικά στο Ναύπλιο, και στη συνέχεια στα Ψαρά.
Διδάχτηκε την τέχνη των πυρπολικών από το Πατατούκο, και έτσι άρχισε τα ηρωικά του κατορθώματα για τα οποία, ενώ κάνουν λόγο τα επίσημα ντοκουμέντα, δεν τον μνημονεύουν οι επίσημοι ιστορικοί ’21. Οι εξορμήσεις του Καραβόγιαννου με το στόλο των Ψαρών διαδέχονται η μία την άλλη, κατά μήκος του Ανατολικού Αιγαίου και προς Βορράν μέχρι τα Δαρδανέλλια και τον Ελλήσποντο, Άβυδο, Κατάστενα Κάστρων και Νίμπροτζε, καθώς και σε Κασσάνδρα, Αίνο και Τένεδο, επίσης και στη Σάμο. Το 1822 παίρνει μέρος στη Ναυμαχία των Πατρών στις 20 Φεβρουαρίου, όπως βεβαιώνει και ο Ναύαρχος Νικολής Αποστόλης. Μετά τις 10 Μαρτίου, Ψαρά, δύο εκπλεύσεις Απρίλιο και Μάιο στη Χίο μέχρι 6 Ιουνίου. Σε όλες ανεξαιρέτως τις βεβαιώσεις της Βουλής των Ψαρών γίνεται μνεία των αρετών του Καραβόγιαννη. Όπως αναφέρει επί λέξει ο Κωνσταντής Κανάριος" δεν έλαβεν ούτε οβολόν, παραμερίζοντας έτσι και τις διχόνιες.
Ποιοι είναι όμως οι λόγοι, που ο Καραβόγιαννος δεν έχει τη θέση που του αξίζει στην επίσημη ιστορία;
Εγώ, δεν είμαι σε θέση να το ελέγξω.
Εκείνο όμως που αντιλαμβάνομαι, είναι ότι η Ιστορία που γίνεται με το αίμα των πολλών, και γράφεται με το μελάνι των ολίγων, πολλές φορές για να είναι αληθινή, θέλει ανάποδο γύρισμα.
Η πρώτη προσπάθεια για την αποκατάσταση αυτής της ηρωικής μορφής, έγινε από τον δημοσιογράφο Γιώργο Βαλασόπουλο και τις στήλες της αθηναϊκής εφημερίδας «Νέμεσις», τον Απρίλιο του 1884. Και η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε από τον καθηγητή ιστορίας Εμμανουήλ Βροίλη μέσα από την εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ» την ίδια χρονιά, ένα χρόνο δηλαδή πριν τον θάνατο του Καραβόγιαννου.
Και οι δύο τους προκάλεσαν τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, να απαντήσει με σαφήνεια, βασιζόμενος στα ντοκουμέντα και την ίδια τη μαρτυρία του Καραβόγιαννου, γιατί έγινε παραχάραξη και όλη η φήμη των δύο πυρπολήσεων, ανήκει στους Παπανικολή και Κανάρη, αλλά ο Παπαρηγόπουλος, πεισματικά σιώπησε.
Η δεύτερη προσπάθεια για την αποκατάσταση του ξεχασμένου ήρωα, έγινε τη δεκαετία του ΄80, από τον εγγονό του Καραβόγιαννη, Σπύρο Θεοφιλόπουλο. Ο τελευταίος ανακάλυψε ότι το αρχείο του Θεοφιλόπουλου πουλήθηκε το 1918 στον Ιωάννη Βλαχογιάννη και στη συνέχεια κατέληξε στο Αρχείο Αγωνιστών του ’21. Μαζί με τα έγγραφα στο Βλαχογιάννη, παραδόθηκε και το σπαθί του Θεοφιλόπουλου, το οποίο άγνωστο πως, μερικές δεκαετίες αργότερα βρέθηκε στα χέρια του Ναυπάκτιου πολιτικού Νόβα.
Ο Καραβόγιαννος δεν έδρασε μόνο στη θάλασσα, διακρίθηκε και στη στεριά. Ήδη από τον Αύγουστο του 1822, δύο μήνες μετά την πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρά-Αλή μπαίνει στο χώρο των μαχών και του πολέμου παίρνοντας μαζί με συγγενείς του μέρος. Έγινε ένας από τους υπασπιστές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Φωτάκος στους Βίους των Πελοποννησίων στρατιωτικών του 1821 αναφέρει περιληπτικά:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΤΣΑΚΑΛΟΣ
Καὶ οὗτος ἐγεννήθη εἰς τὰ Λαγκάδια. Ἐν ἀρχῇ
τῆς ἐπαναστάσεως εὑρέθη ναυτικὸς εἰς τὰ Ψαρὰ, καὶ
ἀνεδείχθη ἕνας ἐκ τῶν ἐπισήμων πυρπολητῶν, καύσας
Τουρκικὰ πλοῖα. Μετὰ δὲ ταῦτα ὑπηρέτησε καὶ εἰς
τὴν ξηρὰν μετὰ τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη.

Στη μάχη των Τρικόρφων για την παλικαριά του, ονομάστηκε «Τσάκαλος».

Μετά την Επανάσταση, το 1832 και 1833 χρημάτισε πολιτάρχης Τριπολιτσάς και Λεονταρίου.
Το 1865, του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του ταγματάρχη της Φάλαγγας, χωρίς την αντίστοιχη προικοδότηση του βαθμού του.
Στα βαθειά γηρατειά του, πάμπτωχος και ξεχασμένος, ζούσε στην Αθηνα, σε ένα σπιτάκι, σε μια πάροδο της οδού Αιόλου, κοντά στη βρύση του Βορρά.

Εκεί τον ανακάλυψε ο δημοσιογράφος Βαλασόπουλος και στη συνέχεια ο καθηγητής Βροήλης το 1884.
Εκείνη τη χρονιά οργανώθηκε η πρώτη έκθεση κειμηλίων του ιερού αγώνα στο ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΊΟ. Όμως πολλοί Αθηναίοι, αντί πάνε στην έκθεση που οργάνωσε η κυβέρνηση Τρικούπη, συνέρρεαν στο φτωχικό του Καραβόγιαννου, που έγινε τόπος προσκυνήματος από το λαό για τις λησμονημένες δάφνες του.
Όπως γραφεί η εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΟΝ ΠΝΕΥΜΑ» τις ημέρες εκείνες, καθημερινά διάφοροι όμιλοι ανθρώπων, προσέρχονταν με θρησκευτική ευλάβεια στο ταπεινό σπιτάκι και ασπάζονταν με σεβασμό το χέρι του Καπετάν Γιάννη, ακούγοντας από το στόμα του των ιστορία των ενδόξων κατορθωμάτων του.
Ο ίδιος διηγήθηκε στον καθηγητή Βροήλη για το πώς τινάχτηκε από τον ίδιο στον αέρα η ναυαρχίδα του Καρά-Αλή, αλλά αυτό το χειρόγραφο δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα πουθενά.
Ένα μέρος του όμως, έχει δημοσιευτεί στην ιστορία του Οικονόμου, ο οποίος σημειώνει ότι την παραθέτει όπως την του διηγήθηκε ο Καραβόγιαννος.
Με βάσει την διήγηση του Θεοφιλόπουλου, ο Βροήλης δημοσίευσε μελέτη με τίτλο « Ο πρώτος Πυρπολητής του Αγώνα, Ιωάννης Γ.Θεοφιλόπουλος», το 1884.
Την 1 Δεκεμβρίου 1885, σε ηλικία 95 ετών, ο Καπεταν Γιάννης Θεοφιλόπουλος πέρασε στην αιωνιότητα.
Στην κηδεία του παρέστη, μεταξύ άλλων, και ο εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Θεόδωρος Γενναίου Κολοκοτρώνης, ο οποίος όταν παρακλήθηκε από κάποιους να εκφωνήσει τον επικήδειο, ξέσπασε σε δάκρια λέγοντας: Τι να ειπώ εγώ εις τον Καπετάν Γιάννη; Μπορεί ο λύχνος να φέξη τον ήλιον; Ο Καπετάν Γιάννης ήτο και του πάππου μου ανώτερος.
Αντί επικήδειου, ο Θεόδωρος Κολοτρώνης ο νεώτερος, εστιχούργησε το εξής επιτύμβιο για τον Καραβόγιαννη

ΗΤΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΞΗΡΑΣ
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΔΕΛΦΊΝΙ
ΠΟΥ ΤΡΕΜΑΝ ΣΑΝ ΤΟΝ ΑΚΟΥΓΑΝ ΚΑΙ
ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΑΛΤΖΕΡΊΝΟΙ



Το 1910 ο Δήμος Αθηναίων έδωσε το όνομα του σε δρόμο της Αθήνας, στις αρχές της λεωφόρου Βουλιαγμένης, οπού υπάρχει και σήμερα.
Το 1970 η προτομή του στήθηκε στην κεντρική πλατεία των Λαγκαδιών.
Την δεκαετία του ΄90, επί Δημαρχίας του αείμνηστου Δημήτρη Κιντή, σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Λαγκαδιών της Αττικής στήθηκε η προτομή του Καραβόγιαννου στη πλατεία Σικελιανού στα Κανάρια, στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.
Το όνομα του δόθηκε επίσης την δεκαετία του ’80 σε πλοίο φαρικών αποστολών του πολεμικού Ναυτικού με αριθμό Α-479.
Η έρευνα, που έκανα στα Αρχεία των Αγωνιστών του 21, στις εφημερίδες και τα χρονικά της εποχής, οδηγούν σε ένα συμπέρασμα.
Ο Κανάρης στη Χίο χρησιμοποίησε την πείρα που είχε αποκτήσει ο Καραβόγιαννος στην Ερεσό και κινήθηκε κάτω από τις οδηγιές του. Από τα έγγραφα προκύπτει και από την διήγηση του ίδιου, ότι τόσο στη Χίο, όσο και στην Ερεσό, ο Καραβόγιαννης ήταν ο μπουρλοτιέρης. Αλλά απλός αυτός ναύτης παραμερίστηκε από τους αρχηγούς του, όπως συμβαίνει συνήθως σε όλες τις εποχές και σε όλες τις επιχειρήσεις. Και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ο Καραβόγιαννης, λίγους μήνες μετά την ανατίναξη της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, δυσαρεστημένος για την παραγκώνιση του, αφού ζήτησε και πήρε τα πιστοποιητικά των Ψαριανών, άφησε τη θάλασσα για να κατακτήσει με την ανδρεία του, νέες δάφνες στη στεριά και να γίνει αντιστράτηγος.
Δεν είναι λοιπόν υπερβολή αυτό που έγραψε ο Βροήλης την εποχή που ζούσαν ακόμα πολλοί αγωνιστές, ότι « ο Παπανικολής αφήρεσεν όλη τη δόξα του Θεοφιλόπουλου, ενώ το ήμισυ μόνον αυτής του ανήκεν».
Όμως Η Ερεσός και η Χίος, τα Τρίκορφα και το Μεσολόγγι, θυμούνται την παλικαριά του και ανιστορούν την δόξα του Καπετάν Γιάννη στις νεότερες γενιές των Ελλήνων.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Η τύχη των αγωνιστών στα χρόνια του Οθωνα.












του Περικλή Δ.Καπετανόπουλου

Δημήτριος Χαρ. Βιλαέτης 

 Ερευνώντας ανάμεσα σε χιλιάδες έγγραφα των Αρχείων των Αγωνιστών του 1821, για την τύχη των αγωνιστών την μετεπαναστατική περίοδο, διέκρινα την υπογραφή του Δημήτρη Βιλαέτη, γιου του στρατιωτικού αρχηγού της επαρχίας Πύργου Χαράλαμπου Βιλαέτη, σε μια επιστολή - αίτηση προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, που ως τελικό παραλήπτη είχε το βασιλιά Οθωνα. Φέρει ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1841, δηλαδή 20 χρόνια μετά τον ηρωικό θάνατο του πατέρα του στο Λαντζόι στις 10 Μαΐου 1821. Ο Δημήτριος Βιλαέτης αναγκάζεται να απευθυνθεί στη Κυβέρνηση και το Βασιλιά, λόγω της έσχατης ένδειας στην οποία είχε περιέλθει και της παντελούς έλλειψης πόρων ζωής. Αλλά στη θέση του Δημητρίου Βιλαέτη, βρίσκονταν δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές μαζί με τις οικογένειες τους. Μέχρι την άφιξη του ανήλικου βασιλιά Οθωνα, στις 25 Γενάρη 1833,στη καθημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα, όλοι οι αγωνιστές, μαζί και οι Μοραΐτες, που είχαν προσφέρει τα πάντα στον υπέρ ανεξαρτησίας Αγώνα, ζούσαν με την ελπίδα ότι θα ανταμειφθούν έστω με ένα μικρό κομμάτι γης, για να ξαναχτίσουν το κατεστραμμένο από τους Τούρκους και τον Ιμπραήμ σπίτι τους, και να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη για την επιβίωση τους. Αντί για ανταμοιβή όμως, οι Βαυαροί , αντιμετώπισαν τους αγωνιστές σαν εχθρούς του νέου καθεστώτος. Μια από τις πρώτες ενέργειες της Αντιβασιλείας, δηλαδή των κηδεμόνων του ανήλικου Οθωνα, ήταν να αφοπλίσει το στρατό του Αγώνα, διότι αισθάνονταν την ύπαρξη των ενόπλων αγωνιστών ως απειλή. “Οι βαυαροί, οι τρόφιμοι γραφειοκράτες του ισχνού ελληνικού προϋπολογισμού Φαναριώτες, οι γαιοκτήμονες που αποτελούσαν το κατεστημένο της εποχής- γράφει ο Μέδελσον- πίστευαν ότι κινδύνευαν “εν 'οσω οι άγριοι εκείνοι πολεμισταί διετήρουν εξουσίαν τινά”. Χιλιάδες παλαίμαχοι αγωνιστές, ορφανά και χήρες , πεινασμένοι και γυμνοί , εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους από το επίσημο κράτος. Οι άνθρωποι που με το αίμα τους λευτέρωσαν τον τόπο πετάχτηκαν “σαν τη τρίχα απ' το ζυμάρι” από τους Βαυαρούς και την Κυβέρνηση τους. Έτσι τον ενθουσιασμό και τους εορτασμούς των πρώτων ημερών, διαδέχτηκε θύελλα διαμαρτυριών, όταν λίγο καιρό μετά δημοσιεύτηκε το Διάταγμα για την διάλυση του Στρατού της Επανάστασης, ( Β.Δ της 2/14 Μαρτίου 1833). Το Διάταγμα όριζε μάλιστα και τα σημεία στα οποία έπρεπε να προσέλθουν οι αγωνιστές για να παραδώσουν τα όπλα τους. Η ίδια σκηνή θα επαναληφθεί 112 χρόνια αργότερα με τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Δυο μήνες μετά τη δημοσίευση του διατάγματος , στο Άργος και κάτω από την απειλή των βαυαρικών πυροβόλων, οι αγωνιστές αναγκάζονται να παραδώσουν τα καριοφίλια τους. Κατά τον αφοπλισμό εκτυλίχθηκαν θλιβερές σκηνές. Ασπρομάλληδες αγωνιστές παραδίνανε τα’ άρματα τους κλαίγοντας σαν τα μικρά παιδιά. Κάποιοι προτίμησαν να τα σπάσουν στους βράχους, παρά να τα παραδώσουν σε ξένα, γερμανικά χέρια. Στη Δυτική Πελοπόννησο, ως σημεία συγκέντρωσης των αγωνιστών ορίστηκαν το Αλή Τσελεπή (Παλαιό Βουπράσιο) και η Αχαγιά. Αμέτρητοι αγωνιστές όμως ούτε τα παρέδωσαν, ούτε τα έσπασαν. Αυτούς ο γερμανικός στρατός ανέλαβε να τους αφοπλίσει με τη βία. Έτσι πολλοί αγωνιστές κυνηγημένοι πέρασαν τον Ισθμό και βρέθηκαν έξω από τα σύνορα του κράτους που είχαν ελευθερώσει με το αίμα τους , ενώ άλλοι πήραν τα βουνά και επιδόθηκαν στη ληστεία. Όμως αν και ο στρατός του '21 διαλύθηκε, το πρόβλημα της εξοικονόμησης των απαραίτητων για τους εξαθλιωμένων αγωνιστών παρέμενε άλυτο. Μέσα στα πρώτα είκοσι χρόνια της βασιλείας, ξεσπούν σε όλη τη χώρα εξεγέρσεις. Πρώτα η Μάνη, μετά η Ρούμελη και ο Μοριάς. Το σύνθημα της Επανάστασης “γη και ελευθερία” παρέμενε ανεκπλήρωτο. Ο κατατρεγμός δεν περιορίστηκε στους απλούς αγωνιστές, αλλά συνέλαβαν ακόμα και το Γέρο του Μοριά και τους πρωτοκαπεταναίους της Επανάστασης , τους καταδίκασαν και τους φυλάκισαν σαν προδότες και εχθρούς της Πατρίδας! Όμως παρά το σκληρό πρόσωπο που έδειξε απέναντι τους η Αντιβασιλεία, οι περισσότεροι αγωνιστές, δεν καταδέχτηκαν να πάρουν τ’ άρματα εναντίον της Πατρίδας την οποία λευτέρωσαν με τόσο αίμα και θυσίες. Συνέχιζαν να ελπίζουν και να γράφουν στον Οθωνα, για την άθλια κατάσταση πενίας στην οποία είχαν περιέλθει. Αντίθετα οι τυχοδιώκτες Γερμανοί αξιωματικοί που έφταναν στην Ελλάδα, προβιβάζονταν σε βαθμούς ανώτερους των Ελλήνων και των Φιλελλήνων που το σώμα τους ήταν γεμάτο ουλές από τις μάχες με τον εχθρό. Την ίδια σκληρή αντιμετώπιση είχαν και πολλοί από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης, κι ανάμεσα τους ο Νικηταράς, ο Καραβόγιαννος, ο Ανδραβιδιώτης, κ.α. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο γιο του Χαράλαμπου Βιλαέτη που το 1841, ζει σε απόλυτη ένδεια και αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια της Κυβέρνησης μέσω του Υπουργού (Γραμματέα) των Στρατιωτικών. Στην αίτηση του αναφέρει: « Ο υποφαινόμενος υπαγόμενος εις μιαν των επισημοτέρων οικογενειών του Πύργου, είμαι υιός του υπέρ της Πατρίδος πεσόντος Χαράλαμπου Βιλαέτη, όστις εχρημάτισε αρχηγός της Επαναστάσεως της αυτής Επαρχίας. Περιττόν κρίνω Κύριε Γραμματεύ να εκθέσω τα περί του πατρός μου, ήτοι την θέσιν ήν έχειν εις την πατρίδα μας, την περί τα στρατιωτικά ικανοτητά του, με οποίον ηρωισμόν απέθανε και πόσον η ημέρα της 2ας Μαίου του 1821 καθ΄ήν εθανατώθη, από την υπεροπλίαν των Λαλαίων, δυνατωτέρων οθωμανών της Πελοποννήσου, συνεισέφερεν εις τον αγώνα μας…Αλλά στερούμενος κάθε μέσον υπάρξεως έσπευσα άμα μετά την εγκαθίδρυσιν ενταύθα της Β.Κυβερνήσεως να παρουσιαστώ ενώπιον της Α.Μ, ήτις αναγνωρίσασα τας θυσίας του πατρός μου ηυδόκησε δια πράξεων αλλεπαλλήλων να δείξει πατρικήν συμπόνοιαν διατάξασα να εγκατασταθώ εις ανάλογον θέσην. Σχηματισθείσης μεθ' ου πολύ Στρατιωτικής Επιτροπής και συγκειμένης από άνδρας οίτινες καλώς εγίγνοσκον τον ένδοξον του πατρός μου θάνατον και τον υπερ της Πατρίδος ζήλον του, με κατέταξεν εις το Μητρωον της ως ανθυπολοχαγόν…» Τελικά η Γραμματεία των Στρατιωτικών εισηγήθηκε στον ¨Οθωνα την απονομή του βαθμού του ανθυπολοχαγού της Φάλλαγγας στο Δημήτριο Βιλαέτη με την ανάλογη πενιχρή «προικοδότηση» δηλαδή χρηματική βοήθεια. Στην εισηγητική έκθεση του Υπουργού των Στρατιωτικών προς τον Οθωνα αναφέρονται τα εξής: « Μεγαλειότατε, Ο Χαράλαμπος Βιλαέτης υπήρξεν οπλαρχηγός της Επαρχίας του Πυργου και εφονεύθη εις μάχην τινά, το πρώτον του Ιερού Αγώνος έτους. Ο τελευτήσας εγκατέλειπε υιόν τον Δημήτριον Βιλαέτην, υστερούμενον τα της υπάρξεως μέσα και απροστάτευτον. Η εξεταστική επιτροπή, η παρά του αντιστρατήγου Τζουρτ προεδρευθείσα, έχουσα υπ’ οψιν εξ’ ενός μέν μέρους τας θυσίας του φονευθέντος οπλαρχηγού, και εξ’ άλλου την αμηχανίαν του υιού του, ενόμισεν έργον δικαιοσύνης να προτείνη την χορήγησιν της υπάρξεως του μέσων δια την εις 7ην τάξιν βαθμολογίας…». Στο σχέδιο Β.Διατάγματος αναφέρεται επι λέξει : « Απόφασις Επι τη υπ’ αριθ. 13610 προτάσει της ημετέρας επι των Στρατιωτικών Γραμματείας της Επικρατείας, ευαρεστούμεθα να ονομάσωμεν ανθυπολοχαγόν εις την Β. Φάλαγγα με το δικαίωμα της προικοδοτήσεως κατά τους ορισμούς του περί προικοδοτήσεως των φαλαγγιτών Νόμου, τον Δημήτριον Χαραλάμπους Βιλαέτην, υιον του ενδόξως πεσόντος οπλαρχηγού της επαρχίας Πύργου Χαραλάμπους Βιλαέτη. Αθήναι τη 5η Ιανουαρίου 1842». Οι ιστορικοί γράφουν για τον Χαράλαμπο Βιλαέτη Γράφει για τον Χαράλαμπο Βιλαέτη ο επιφανής Ηλείος ιστορικός Δημήτριος Οικονομόπουλος: «Βιλαέτης Χαράλαμπος. Υπήρξεν ο διαπρεπέστερος της οικογενείας Βιλαέτη. Ούτος μετά του αδελφού του Νικολάου κατά τους διωγμούς της κλεφτουριάς της Πελοποννήσου το έτος 1805 κατόρθωσε να διασωθεί εις Ζάκυνθον. Εκεί υπηρέτησε μετά του Θ. Κολοκοτρώνη μετά του οποίου είχε συνδεθεί στενότατα ως αξιωματικός εις τα συσταθέντα Ρωσικά, Γαλλικά και κατόπιν Αγγλικά τάγματα της Επτανήσου υπό τον Αγγλον φιλέλληνα στρατηγόν Ριχάρδον Τζώρτζ με τον βαθμόν του λοχαγού. Ο Τζώρτζ εις ιδιαιτέραν έκθεσιν του (αρχείον αγωνιστών αριθ. 17253) πιστοποιεί ότι υπήρξεν εκ των ικανοτέρων λοχαγών του Συντάγματος και κρίνει ιδιαιτέρως την συμμετοχήν ως ηρωικήν εις την άλωσιν του φρουρίου της Λευκάδος το έτος 1810. Μυηθείς μετά του αδελφού του Νικολάου την 20η Οκτωβρίου 1818 υπό του Α.Τζοχαντάρη εις τα της Φιλικής Εταιρείας εις Ζάκυνθον, παρέμεινεν εις αυτήν μέχρι των παραμονών του Αγώνος. Μόλις εξερράγη η Επανάστασις, εντολή της Επιτροπής Ζακύνθου διεκομίσθη, μετά του αδελφού του Νικολάου και εκατόν πεντήκοντα Πελοποννησίων, υπό του πλοιάρχου Λουκά Ακρατόπουλου, αγωνιστού εκ Καλαβρύτων μετερχομένου τον εμποροπλοίαρχον εν Ζακύνθω προ του αγώνος, παρά το Ακρωτήριον Κόρακα του Πύργου και εκείθεν ενωθείς μετά του Γ. Σισίνη εξήγειραν όλην την Ηλείαν εις την Επανάστασιν και ανεγνωρίσθη αμέσως αρχηγός των όπλων. Οι εν Γαστούνη εγκατεστημένοι Τούρκοι φοβηθέντες την εξέγερσιν ανεχώρησαν εξ αυτής και επορεύοντο εις Λάλα προς εξασφάλησιν των. Εν ώ δε ευρίσκοντο καθ’ οδόν, οι εν Λάλα τουρκαλβανοί τους ειδοποίησαν, ότι δεν θα τους δεχθούν και εκ τούτου ηναγκάσθησαν να επιστρέψουν και να κλειστούν εις το φρούριον Χλουμούτσι. Την 27η Μαρτίου 1821 ο Γ.Σισίνης και ο Χ.Βιλαέτης τους επολιόρκησαν, επελθόντες όμως οι Λαλαίοι έλυσαν την πολιορκίαν και απέστειλαν τους πολιορκημένους εις τας Πάτρας. Επειδή έκτοτε οι Λαλαίοι ενήργουν εκ περιτροπής επιδρομάς κατά του Πύργου και διαφόρων άλλων χωρίων της Ηλείας, ο Βιλαέτης ως ο μόνος στρατιωτικός εξ επαγγέλματος εις την περιφέρειαν του μεταξύ των αγωνιστών, διοργάνωσε θαυμασίως τους αγωνιστάς, ίδρυσε στρατόπεδον και ημύνετο εις διάφορα σημεία προξενών ζημίας εις τους Λαλαίους, οίτινες γενναίοι όντες ετίμων την ανδρείαν του αποκαλούντες αυτόν « Φραγκοπαλλικάρι» ως υπηρετήσαντα εις τα τάγματα της Ευρώπης. Την 10ην Μαΐου 1821 εξεστράτευσεν κατά των Λαλαίων μετά των οποίων συνεπλάκη εις την πεδιάδα του χωρίου Σμύλα. Επί πέντε ώρας διεξήγετο η μάχη πεισματωδώς, τέλος ο Βιλαέτης εφονεύθη υπο τινός ιπποκόμου μπέη, τον οποίον είχε φονεύσει εις την μάχην ο Βιλαέτης. Εις την μάχην αυτήν εφονεύθησαν και εικοσιπέντε σύντροφοι του και οι γενναίοι τριφύλιοι οπλαρχηγοί Δημ.Κινάς, Αναγ. Δονάς και οι εκ Ζακύνθου αδελφοί Καμπασαίοι ηρωικώς αγωνισθέντες. Οι Τούρκοι απαλλαγέντες του φοβερού τούτου εχθρού κατενθουσθιάσθησαν και αποκόψαντες την κεφαλήν του ήρωος επέστρεψαν θριαμβευτικώς εις Λάλα, όπου οι Αγάδες διέταξαν εορτάς, την δε κεφαλήν αυτού εκρέμασαν εις τον, παρά το τζαμί των, πλάτανον». Ο επιφανής ακαδημαϊκός Δ. Κόκκινος εις το περισπούδαστον ιστορικόν έργον του γράφει δια τον Χ.Βιλαέτην: « ο ηρωισμός του και η αυτοθυσία του κατά την μάχην του Λαντζοίου ενθυμίζουν τον Αθ. Διάκον εις την Αλαμάναν και τον Αθαν.Καρπενισιώτην εις το Σκουλένι. Ηρνήθη να εγκαταλείψη το πεδίον της μάχης και έμεινε με τους ολίγους άνδρας του μαχόμενος και αποφασισμένος να αποθάνη. Καταλέγεται μεταξύ των ανδρών, των οποίων ο θάνατος κατά την αρχήν της Επαναστάσεως εστέρησε τον πολυετή αγώνα πολυτίμων αρχηγών». Η απόφασις του Βιλαέτη και η επιμονή του να μείνη προ του προφανεστάτου κινδύνου κατηγορήθη από όλους, διότι άλλως θα ηδύνατο να προσφέρη μεγάλας υπηρεσίας εις τον Αγώνα. Ο ιστορικός Φιλήμων γράφει ότι «αν το παράτολμον θάρρος του δεν τον εξώθει εις την φοβεράν μάχην του Σμύλα, η Πελοπόννησος θα επεδείκνυε και έτερον ήρωα και γίγαντα».

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010


Καπεταναίοι και αντάρτες στα βουνά του Μοριά



Μάχη Λεχαινών-Ανδραβίδας-Καβασίλων

Μέρος 1ο


Πολλά έχουν κατά καιρούς γραφτεί για τους λόγους που ο ΔΣΠ αποφάσισε το καλοκαίρι του 1948 μια σειρά επιθέσεις στη παραλιακή ζώνη της Πελοποννήσου.
Τελευταία διάβασα σε έκδοση του Δήμου Λεχαινών, με τίτλο « Ο Δήμος Μυρτουντίων και τα Λεχαινά» ότι την επίθεση του Δ.Σ.Π προκάλεσαν "κάποιοι" για να ξεκαθαρίσουν τιςπροσωπικές τους διαφορές με κάποιους άλλους. Συγκεκριμένα γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου στη σελίδα 159: «Αλλά και κάποιοι άλλοι τότε, με αμφιλεγόμενους ρόλους, προκάλεσαν την επίθεση των ανταρτών στα Λεχαινά και έβγαλαν από τη μέση το πρόσωπο που ήθελαν(σ.σ. τον πρόεδρο Σαράντη Σαραντόπουλο), χρέωσαν το γεγονός στους αντάρτες και αφού έγειραν προς τους νικητές επένδυσαν για αργότερα , με τον ύποπτο ρόλο τους…»
Χωρίς να καταφύγω σε εύκολους χαρακτηρισμούς για την αλήθεια η όχι των γραφομένων από τον συγγραφέα, θα προσπαθήσω να απαντήσω σε ερωτήματα που στο βιβλίο μένουν αναπάντητα.
Πρώτο ερώτημα: Τι ώθησε το Δ.Σ.Π να πραγματοποιήσει μια επίθεση τόσο μακριά από τα βάσεις του, που ήταν τα ορεινά συγκροτήματα του Μωρηά;
Την απάντηση μας τη δίνει ο επιτελάρχης του Δ.Σ.Π αντισυνταγματάρχης Κώστας Κανελλόπουλος στο διάλογο που είχε με τον ταγματάρχη Αρίστο Καμαρινό : « Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στην περιοχή μας, μου είπε ο Κανελλόπουλος, ή θα πρέπει να αναστείλουμε προσωρινά την επιθετική μας τακτική (εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που το Γενικό Αρχηγείο(ΓΑ) θα μας διατάξει να επιτεθούμε σε ορισμένες εχθρικές βάσεις για λόγους αντιπερισπασμού), ‘να σταυρώσουμε δηλαδή τα χέρια’ και να περιμένουμε ώσπου να μας εφοδιάσει το Γ.Α με πυρομαχικά, ή « να βαρέσουμε γροθιά στο μαχαίρι», χτυπώντας μεγάλες βάσεις του εχθρού, έστω και αν έχουμε μικρές πιθανότητες επιτυχίας, ή, τέλος, να διεισδύσουμε σε παραλιακές περιοχές της Πελοποννήσου, για να χτυπήσουμε μικρά τμήματα του κυβερνητικού στρατού, της χωροφυλακής και των ΜΑΥδων, οπότε όμως θα έχουμε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, αφού θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί αιφνιδιασμός του εχθρού και ο «ωφέλιμος χρόνος επίθεσης» θα είναι, αναγκαστικά, ελάχιστος, λόγω των μεγάλων αποστάσεων που θα πρέπει να διανύσουν τα τμήματα μας κατά την υποχώρηση τους προς τις ελεύθερες περιοχές».
Η επίθεση λοιπόν σε Ανδραβίδα, Λεχαινά και Καβάσιλα έγινε για τους λόγους που περιγράφει ο πλέον αρμόδιος από πλευράς ανταρτών, επιτελάρχης του Αρχηγείου Πελοποννήσου Κ. Κανελλόπουλος, την εξεύρεση δηλαδή πολεμικού υλικού.
Για το ίδιο θέμα ο Αρίστος Καμαρινός σημειώνει: «Λίγες μέρες μετά την συζήτηση μου αυτή με τον Κανελλόπουλο, με διαταγή του Αρχηγείου Πελοποννήσου, πραγματοποιήσαμε μια επιθετική ενέργεια στα Λεχαινά, Ανδραβίδα και Καβάσιλα, γειτονικές κωμοπόλεις στην παραλιακή περιοχή της Δυτικής Ηλείας. Ήταν μια επιχείρηση κυριολεκτικά παράτολμη. Είχαμε στη διάθεση μας ωφέλιμο χρόνο επίθεσης μόνο 4 ώρες και η υποχώρηση μας, ακόμα και σε πλήρη επιτυχία μας, θα ήταν πολύ δύσκολη, λόγω της μεγάλης μας κόπωσης από τις πολύωρες πορείες που θα έπρεπε να κάνουμε για να φτάσουμε από την περιοχή Ερυμάνθου στη πεδινή Ηλεία, όπου βρίσκονταν αυτές οι βάσεις, σε συνθήκες δηλαδή τόσο δυσμενείς που, αν ο αντίπαλος είχε υψηλό ηθικό και μαχητικότητα μπορούσε να μας φέρει σε πολύ δύσκολη θέση με τις δυνάμεις που θα κινητοποιούσε, οδικώς και σιδηροδρομικώς, από Πάτρα, Χαλανδρίτσα, Πύργο, Αμαλιάδα, κ.τ.λ».
Τις ίδιες εκτιμήσεις με τους Κανελλόπουλο και Καμαρινό, για την τακτική που ακολουθούσε ο Δ.Σ.Π το 1948, κάνει από την πλευρά του ο στρατηγός του Κυβερνητικού Στρατού Δημήτριος Ζαφειρόπουλος αναφερόμενος στη κατάσταση που επικρατούσε στη Πελοπόννησο: « Αι επιτυχίαι αύται (σ.σ των ανταρτών) ωφείλοντο εις την καλήν τακτικήν, την οποίαν εφήρμοσε το Αρχηγείον Πελοποννήσου (σ.σ του Δ.Σ.Π) και η οποία εστηρίζετο εις την κίνησιν, την επίθεσιν, την συνεχήν προσβολήν και εις την κατανόησιν υπο στελεχών και μαχητών ότι αι δυσκολίαι του εφοδιασμού εις οπλισμόν, πυρομαχικά και τρόφιμα θα επιλυθούν δια του αγώνος”.
(Συνεχίζεται)


ΣΤΙΣ 4 ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ 8 ΙΟΥΝΗ 1948, ΤΜΗΜΑ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΧΑΙΑΣ-ΗΛΕΙΑΣ (ΔΥΟ ΛΟΧΟΙ, ΜΕ ΔΙΟΙΚΗΤΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΠΕΤΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΉΤΑ ΚΑΙ Ο ΛΟΧΟΣ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΗΣ), ΜΕ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΣΑΚΙΔΗ, ΚΑΙ ΤΟ 2ο ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΕ...ΙΟΥ ΤΑΥΓΕΤΟΥ(ΤΡΕΙΣ ΛΟΧΟΙ ΠΕΖΙΚΟΥ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΥΒΟΛΑΡΧΙΑ), ΧΤΥΠΗΣΑΝ ΤΗΝ ΑΝΔΡΑΒΙΔΑ, ΤΑ ΚΑΒΑΣΙΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΧΑΙΝΑ. ΟΙ ΚΩΜΟΠΟΛΕΙΣ ΑΥΤΕΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΑΝ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ, ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΗΛΕΙΑ, ΚΑΙ ΑΠΕΧΟΥΝ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ.ΑΛΛΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΚΟΠΕΥΤΩΝ ΕΙΧΑΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΕΙ ΕΝΕΔΡΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΝ ΤΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΤΕΛΟΝΤΑΝ ΣΤΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ. ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΕΙΧΕ Ο ΕΠΙΤΕΛΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΕΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η μάχη διήρκεσε 41/2 ώρες, απο τις τέσσερις τα ξημερώματα μέχρι τις οκτώμισι το πρωί, οπότε οι αντάρτες συμπτύχθηκαν όταν απειλήθηκαν πλευρικά απο μηχανοκίνητα τμήματα του Κυβερνητικού Στρατού, που ήρθαν απο Πύργο και Πάτρα.Απόσπασμα απο την περιγραφή της μάχης των Λεχαινών απο τον υποστράτηγο του κυβερνητικού στρατού Αλ.Τσιγγούνη. " Δύναμις 300 περίπου ανταρτών επετέθη ταυτοχρόνως εναντίον των Λεχαινών, της Ανδραβίδας και των Καβασίλων με την κύριαν προσπάθειαν προς Λεχαινά...Ο Διοικητής... της Τ.Σ.Ε.Π πληροφορηθείς περί της επιθέσεως την 7.30 πρωινήν ώραν διέταξεν ίνα λόχος του εν Πύργω 21 Τ.Ε μετά του Ουλαμού τεθωρακισμένων σπεύσουν προς Λεχαινά, έτερος λόχος προς Χάβαρι... Αλλος λόχος μετά Ουλαμού τεθωρακισμένων εκινήθησαν επ' αυτοκινήτων προς Γάλαρος-Ρουπάκι-Προστοβίτσα...Ετερος λόχος επιβιβασθείς εκτάκτου αμαζοστοιχίας εκινήθη προς Λεχαινά...Αι δυνάμεις αύται κινηθείσαι προς Μπόρσι επετέθησαν εναντίον των ανταρτών. Η μάχη διήρκεσε μέχρι της 20.30 ώρας, ότε διεκόπη λόγω σκότους, οι δε αντάρτες διεσκορπίσθησαν εντός παρακείμενου δάσους...Η αεροπορία επεμβάσα καθ' όλην την ημέραν δεν έσχε σοβαρά αποτελέσματα λόγω του κεκαλυμμένου του εδάφους υπο σιτηρών και θάμνων. Αι απώλειαι των ημετέρων ήσαν 13 οπλίται, δύο χωροφύλακες και 18 ΜΑΥ νεκροί και 10 στρατιώται και 4 χωροφύλακες τραυματίαι..."
Την επίθεση στην Ανδραβίδα ενήργησαν τμήματα του Αρχηγείου Αχαίας-Ηλείας, με δύο λόχους(Ζαχαριά και Νικήτα). Η επίθεση ξεκίνησε στις 4 το πρωί της 8ης Ιουνίου 1948. Ειδικά τμήματα διείσδυσαν στο κέντρο της πόλης και απέκοψαν την επικοινωνία των εξωτερικων φυλακίων με την υποδιοίκηση Χωροφυλακής και τα οχυρωμένα σπίτια. Μέσα σε λίγη ώρα ολα τα εξωτερικα φυλάκια έπεσαν, οι μαυδες και οι εθνοφυλακες παραδόθηκαν,ενω ι ελάχιστοι καταφεραν να διαφύγουν προς το δυτικό τμήμα της πολης και να κρυφτούν στα κτήματα...
Εκθεση του επιτελάρχη του Δ.Σ.Π αντισυνταγματάρχη Κώστα Κανελλόπουλου: "Η αεροπορία άρχισε απο τις πρώτες ώρες τις αναγνωριστικές πτήσεις. Το 2ο Ταγμα βάδισε καλά, εκ του δρομολογίου που του υποδείχτηκε και δεν πιέστηκε καθόλου, ούτε απο τον εχθρό που μας ακολουθούσε, ουτε απο την αεροπορία. Είχε μόνο ένα εχθρό απο την αεροπορία. Το Αρχηγείο Αχαίας: Ο λόχος του Νικήτα, καίτοι είχε συμπτυχθεί μια ώρα ενωρίτερα, εβράδυνεν εις την πορεία καθηλωθείς κατ' επανάληψη γιατί εβάδιζε επάνω στο δρόμο που ήλεγχε η αεροπορία. Το ίδιο συνέβη και με το λόχο Ζαχαριά. Η αεροπορία ανεκάλυψε τα τμήματα Νικήτα-Ζαχαριά (απο έλλειψη μετρων ασφαλείας κίνησης των ανδρών), τα καθήλωσε και ο εχθρός επετέθη απο πολλά σημεία. Ο εχθρός με την αεροπορία ενήργησε σφοδρές επιθέσεις χωρίς προηγούμενο, με 3, 4, και 5 αεροπλάνα. Το σοβαρότερο ήταν ότι τα τμήματα είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις μάχης γιατί είχαν πάρει διαταγή συμπτύξεως όταν η αεροπορία άρχισε να πολυβολεί και να ρίχνει καταιγιστικά ρουκέτες..."
Απο την έκθεση του επιτελάρχη του Δ.Σ.Π αντισυνταγματάρχη Κώστα Κανελλόπουλου προς το Αρχηγείο του Δ.Σ.Π.

ΜΕ ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΠΑΝΟΠΛΙΑ


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 67 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΝ

ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ
Συμπληρώνονται φέτος 67 χρόνια , από την ημέρα που ιδρύθηκε (23/2/1942) η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η ηρωική ΕΠΟΝ. Στη σύσκεψη για την ίδρυση της ΕΠΟΝ, που έγινε στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας στους Αμπελοκήπους, πήραν μέρος οι οργανώσεις: Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ), Αγροτική Νεολαία Ελλάδος, Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική Εργατοϋπαλληλική Νεολαία, Ενιαία Μαθητική Νεολαία, Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης, Θεσσαλικός Ιερός Λόχος, Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία, Λεύτερη Νέα, Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδος, Φιλική Εταιρεία Νέων, αντιπροσωπεία του ΕΑΜ Νέων Μακεδονίας, Πελοποννήσου και τα μέλη της Κ.Ε του ΕΑΜ Νέων, Αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου των φίλων της Νέας Γενιάς.
Η ΕΠΟΝ, ήταν γέννημα μιας δύσκολης και φλογερής εποχής. Δεν εξέφρασε μόνο την αναγκαιότητα της ιστορικής στιγμής για μια ανώτερη μορφή μαζικής πάλης των νέων ενάντια στον ξένο εισβολέα, αλλά συμπύκνωσε στην κοσμοθεωρία και τη δράση της τα ιδανικά, για τη δημιουργία μιας νέας, καλύτερης κοινωνίας.
Μέσα απ' την ΕΠΟΝ, η νεολαία ενώθηκε ενάντια στο φασισμό, αλλά και ενάντια σε κάθε μορφή κοινωνικής καταπίεσης. Πάλεψε για την εθνική, αλλά και για την κοινωνική απελευθέρωση. Η μαζική συμμετοχή της νεολαίας στην ΕΠΟΝ αποτελεί, μια χωρίς προηγούμενο, ιστορική παρακαταθήκη για το νεολαιίστικο κίνημα.
Μέσα στους 18 μήνες που μεσολάβησαν από την ίδρυση της έως την απελευθέρωση της χώρας από τον ξένο ζυγό, κατόρθωσε να ενώσει στις γραμμές της 600.000 νέους και νέες, που "πολεμούσαν και τραγουδούσαν" για μια καλύτερη ζωή, σε μια λεύτερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική Ελλάδα, που θα κατοχύρωνε τα βασικά δικαιώματα της νεολαίας για ψωμί, δουλειά, μόρφωση και πολιτισμό.
Η ΕΠΟΝ μπόλιασε μια ολόκληρη γενιά, με το πνεύμα του πατριωτισμού, και της πάλης ενάντια στο φασισμό, για την εθνική απελευθέρωση και ανεξαρτησία, για ένα φωτεινό μέλλον.
Πρωτοπόρα στάθηκε η ΕΠΟΝ και στην πολιτιστική δράση, που σφράγισε ανεξίτηλα τη δράση της. Οι οργανώσεις της ΕΠΟΝ στα χωριά στάθηκαν ένα μεγάλο σχολείο που φανέρωσε, πόσα μπορούν ν' αλλάξουν για το καλύτερο στα χωριά μας με τη νεολαιίστικη δράση. Οι ΕΠΟΝίτες σκορπούσαν κείνα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς το χαμόγελο, το τραγούδι, το θέατρο. Το ΕΠΟΝίτικο πνεύμα, αναμορφωτικό, δημιουργικό, αισιόδοξο, απλώθηκε παντού, έφτασε και στο πιο μικρό χωριό κι άνοιξαν οι κλειστές, μέχρι τότε για τους πολλούς, πόρτες του πολιτισμού και της μόρφωσης .
Η ΕΠΟΝ του Κάμπου
Στο κάμπο της Ηλείας, όπως και σε όλο το νομό, οι ΕΠΟΝίτικες οργανώσεις ανέπτυξαν ένα πλατύ δίκτυο πολιτιστικών δραστηριοτήτων, και σε πολλές περιπτώσεις σφράγισαν την πρωτοπόρα δράση τους, με την θυσία των νεαρών αγωνιστών.
Στην Αμαλιάδα, την Ανδραβίδα, τα Λεχαινά , τη Γαστούνη , το Σταφιδόκαμπο(Μπράτι), την Αγία Μαύρα (Σαμπάναγα), το Τραγανό και τα άλλα χωριά, η ΕΠΟΝ σημείωσε σπουδαία πολιτιστική και αντιστασιακή δραστηριότητα.
Στην Ανδραβίδα ο ΕΑΜίτης δάσκαλος Τάσος Παπαδάτος (δολοφονήθηκε από τους ταγματασφαλίτες του Αετού το 1944) δημιούργησε τον πρώτο πυρήνα την ΕΠΟΝ, πλησιάζοντας πρώτα τους Ντίνο Βαρβαρέσο και Δημήτρη Καπετανόπουλο. Σε λίγο σχηματίστηκε το πρώτο Γραφείο της ΕΠΟΝ Ανδραβίδας από τους: Ντίνο Βαρβαρέσο Α Γραμματέα, Δημήτρη Καπετανόπουλο Β Γραμματέα, Ντίνο Γώτη, Νίκο Δημάκη και Χρήστο Καπατσούλια.

Στις αναμνήσεις του από την Εθνική Αντίσταση ο Ντίνος Βαρβαρέσος Α Γραμματέας της ΕΠΟΝ Ανδραβίδας αναφέρει σχετικά με την ένταξη του στο αντιστασιακό κίνημα: « Η πρώτη στιγμή και η πρώτη αποκάλυψη, η πρώτη μύηση έγινε από το παλιό δάσκαλο μου Τάση Παπαδάτο. Μαζί με κάποιον άλλον, βρεθήκαμε στο γραφείο του Δημοτικού μας Σχολείου, νύχτα βέβαια, και εκεί έγινε το μυστήριο. Μυηθήκαμε στο κίνημα Εθνικής Αντίστασης. Ορκιστήκαμε. Και το καρδιοχτύπι, η συγκίνηση, τα καινούρια που μας εμπιστεύτηκε ο δάσκαλος μεσ’ στο σκοτάδι και τη σιωπή του περιβάλλοντος, μας μετέφεραν αιώνες πίσω, κι’ ένιωσα σαν …φιλικός».
Στο αδημοσίευτο αρχείο του ο αντιστασιακός Δημήτρης Καπετανόπουλος, Β Γραμματέας της ΕΠΟΝ Ανδραβίδας σημειώνει : «Η οργάνωση μας έγινε μια από τις καλύτερες οργανώσεις του νομού Ηλείας. Με πλούσια δράση σε όλους τους τομείς. Στις μαύρες εκείνες μέρες κάναμε ότι μπορούσαμε για να απαλύνουμε το πόνο και τη δυστυχία των συμπολιτών μας, οργανώνοντας λαϊκά συσσίτια και εράνους υπέρ των απόρων. Δημιουργήσαμε και θεατρικό τμήμα για την ψυχαγωγία. Ανεβάζαμε έργα πατριωτικά που να εμψυχώνουν τον κόσμο, στο καφενείο του Αλέξη Τσουραπά που είχε θεατρική σκηνή. Οι εισπράξεις πήγαιναν για τους φτωχούς. Όποιος δεν είχε λεφτά να πληρώσει το εισιτήριο, την άλλη μέρα γυρίζαμε στις γειτονιές και μας έδιναν αυγά-καλαμπόκι-στάρι-βρώμη και ότι είχε ο καθένας. Το θέατρο μας έδωσε πολλά στο χωριό μας και όλα αυτά χάρις στους ΕΠΟΝίτες ερασιτέχνες ηθοποιούς, ανάμεσα στους οποίους και οι : Ντίνος Βαρβαρέσος, Βασίλης Γρηγορόπουλος, Ντίνος Γώτης, Ντίνος Νταντής, Γιάννης Γκουτζουρής, Φώτης Γκουτζουρής…και φυσικά του λόγου μου, κάτω από την καθοδήγηση του γραμματέα του Δήμου Ανδραβίδας Μιχάλη Μαργαρίτη, που καταγόταν από την Πάτρα. Και αυτό γινόταν κυριολεχτικά κάτω από την μύτη των Γερμανών, που είχαν εγκατασταθεί στα Λεχαινά».

Έπεσαν για την Ελλάδα
Οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης της Ανδραβίδας πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος, για την συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από το ξένο φασιστικό ζυγό. Τιμώντας τους αναφέρω τα ονόματα τους:

1.Γιαννακούλιας Νιόνιος, στέλεχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
2.Συνοδινός Τάκης, ΕΠΟΝ
3. Μπάτικας Παναγιώτης ΕΑΜ
Οι τρεις προαναφερθέντες πατριώτες εκτελέστηκαν στο μπλόκο της Ανδραβίδας που έγινε από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες του Βαρθολομιού, στις 12 Ιούλη του 1944.
4.Παπαδάτος Τάσος, δάσκαλος. Από τους πρωτοπόρους ΕΑΜίτες της Ηλείας. Δολοφονήθηκε από τους ταγματασφαλίτες του Αετού το 1944.
5.Τσουραπάς Μανώλης. Μέλος του ΕΑΜ. Συνελήφθη σε επιδρομή των ταγματασφαλιτών στην Ανδραβίδα και απαγχονίστηκε από τον Αετό στο Βαρθολομιό το 1944.
6.Τσάκωνας Παναγιώτης . Ανταρτοεπονίτης της υποδειγματικής ομάδας του 3ου Τάγματος του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Σκοτώθηκε σε ενέδρα Γερμανών και ταγματασφαλιτών στο Χελιδόνι Ηλείας στις 8 Ιούλη 1944.
7.Σκαμνάκης Αλέξιος(Καπετάν Ελατος). Καπετάνιος Διμοιρίας στο 3ο Τάγμα του 12ο Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Καταγόταν από την Ανδραβίδα και έμενε στα Λεχαινά. Συνελήφθη από ταγματασφαλίτες αιχμάλωτος στη μάχη των Δεμεστίχων στο χάνι Καρελιά-Κατσατέικα, ανακρίθηκε από χωροφύλακες και παραδόθηκε στους Γερμανούς οι οποίοι τον εκτέλεσαν επί τόπου στις 23-3-1944.
8.Γκουτζουρής Μάκης, πέθανε όμηρος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία το 1945.
9.Γαλούσης Ανδρέας από το Σταφιδόκαμπο (Μπράτι). Δολοφονήθηκε από τους ταγματασφαλίτες το 1944.
Ανταρτοεπονίτες: Πολεμάμε και τραγουδάμε
Πολύτιμη ήταν η συνεισφορά των ανταρτοεπονιτών μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ. Σε 32.000 υπολογίζονται οι επονίτες που βγήκαν στα βουνά και πολέμησαν τους χιτλεροφασίστες κατακτητές. Και σ' αυτή τη μαχητική έξοδο, η νέα γενιά έδωσε πάνω από 1.300 νεκρούς, που πέσανε στις μάχες με τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους.
Το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης, από το ζυμάρι της ΕΠΟΝίτικης νεολαίας, έπλασε μέσα στις γραμμές του λαϊκού στρατού, ένα νέο τύπο μαχητή, τον Ανταρτοεπονίτη του βουνού, τον ΕΠΟΝίτη-εφεδροελασίτη της πόλης. Αυτόν, που πολεμάει και τραγουδάει. Αυτόν, που ξέρει να μάχεται και να πεθαίνει για μια Ελλάδα Λεύτερη, Ανεξάρτητη και Δημοκρατική.
Τέτοιοι αγωνιστές ήταν και οι έξη ανταρτοεπονίτες της υποδειγματικής ομάδας του 3ου τάγματος του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που στις 8 Ιουλίου 1944 σκοτώθηκαν σε ενέδρα Γερμανών και ταγματασφαλιτών στο Χελιδόνι Ηλείας . Αναφέρω για την ιστορία τα ονόματα τους :
1.Λοχίας Διονύσιος Κολόκας από το Λαμπέτι
2. Παναγιώτης Τσάκωνας από την Ανδραβίδα Ηλείας
3. Σόλων Παπαδάτος από το Βούναργο
4. Ξενοφών Πατήρης από το Πύργο
5. Ανδρέας Μπιλάλης από τη Μυρτιά
6. Δημήτρης Ζορμπάς από το Καράτουλα.
Στα Λεχαινά υπήρχε γερμανική στρατιωτική δύναμη μόνιμα εγκατεστημένη. Κάτω από τη μύτη των κατακτητών οι ΕΠΟΝίτες των Λεχαινών ανέπτυξαν σημαντική δράση. Αρκετοί πήραν το δρόμο του βουνού και εντάχθηκαν στον μόνιμο ΕΛΑΣ. Ανάμεσα τους και ο Γιάννης Πονήρης (Καπετάν Ξάνθος). Τέσσερις λεχαινίτες ΕΠΟΝίτες που συμμετείχαν στη θεατρική ομάδα του Τομεακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ Κάμπου συνελήφθησαν στη Γαστούνη(όπου είχαν πάει για να δώσουν παράσταση) και εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες στις 21 Ιουνίου 1944 στη Λάκα του Χρέπα. Πρόκειται για τους :
1.Άγγελο Ανδρουτσόπουλο
2. Θανάση Γενοβέζο
3.Ζωή Σουρανή
4. Βασίλη Τσαγκαράκη.
Αντιστασιακός τύπος
Η Επαρχιακή Επιτροπή της ΕΠΟΝ Αμαλιάδας-Κάμπου έβγαζε την εφημερίδα «ΦΛΟΓΑ» σε μικρό σχήμα. Το 1ο φύλλο κυκλοφόρησε στις 20 Οκτωβρίου 1943.
Το Νομαρχιακό Συμβούλιο της ΕΠΟΝ Ηλείας είχε τη δική του φωνή, την εφημερίδα «ΣΑΛΠΙΣΜΑ», που έβγαινε σε διαστάσεις 31χ23. Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε το Γενάρη του 1944 και ήταν όργανο του Νομαρχιακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ.
Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «ΣΑΛΠΙΣΜΑ», (23 Φλεβάρη 1945, Αρ.φύλλου 15) υπάρχει αναλυτική αναφορά στις δραστηριότητες των ΕΠΟΝιτών του Κάμπου.
ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΛΙΟ
«ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.
Με το τραγούδι, τη χαρά και το γέλιο, με όλα τα καθαρά ψυχικά και πνευματικά γυμνάσματα, η ΕΠΟΝ χαλκεύει με ευθύτητα το χαρακτήρα της Νεολαίας.
Της δείχνει όλη την ξαστεριά και την αξία της ζωής. Την οπλίζει με χαρούμενη διάθεση και αισιοδοξία για το μέλλον.
Σε όλο το νομό μας αντηχεί το τραγούδι με τη φλογερότητα και τον ενθουσιασμό της νιότης.
Τα λαϊκά γλέντια, οι γιορτές, οι προοδευτικές εξορμήσεις, οι καλλιτεχνικές προσπάθειες, τα ομαδικά ξεσπάσματα, περικλείουν μέσα τους το ζωντανό παλμό της νέας γενιάς.
Είναι τα εφόδια που συγκεντρώνει για τη χαρούμενη αντιμετώπιση της ζωής.
Τα ίχνη αυτής της ζωντανής και σπαρταριστής δράσης, πυκνώνουν ολοένα μέσα στο νομό μας.
Στην Αμαλιάδα οι εύθυμες βραδιές και τα τραγούδια στις γειτονιές, είναι μια από τις πιο συχνές και ευγενέστερες ενασχολήσεις της νεολαίας.
Στη Γαστούνη, στου Σαμπάναγα, στην Ανδραβίδα, τελευταία δίπλα στο Θέατρο ξεχωριστή θέση είχαν και τα εύθυμα βράδια της ΕΠΟΝ.
Στο Τραγανό η ΕΠΟΝ αποτελεί τον εκπολιτιστικό παράγοντα μέσα στο χωριό. Έδωσε δυο εύθυμες βραδιές με τη συμμετοχή της Φιλαρμονικής των Λεχαινών…
ΘΕΑΤΡΟ…Πολύμορφες είναι οι προσφορές της νεολαίας μας. Το θέατρο πήρε και ζωντανεύει. Με δημιουργική δουλειά, με δραστηριότητα, με φιλότιμες προσπάθειες η ΕΠΟΝ τραβάει να ανοίξει καινούργιους ορίζοντες στη θεατρική δράση που θα αποτελέσει ένα βασικό παράγοντα εκπολιτισμού στις μέρες που έρχονται.
Στην Αμαλιάδα ανεβάστηκε « Ο Δρόμος του Λυτρωμού» που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Στα Καβάσιλα, στου Μπράτι, στην Αντραβίδα τον τελευταίο καιρό ο κόσμος παρακολούθησε με πολύ ενδιαφέρον τις θεατρικές παραστάσεις της ΕΠΟΝ.
Στην Αντραβίδα η ΕΠΟΝ διατηρεί μόνιμη σκηνή και θεατρικό όμιλο που ψυχαγωγεί συχνά το λαό και τη νεολαία…Το θέατρο πραγματικά θα πάρει νέα φτερά στο κοντινό γιατί δεν αποτελεί μονάχα την αντανάκλαση της κοινωνικής ζωής, αλλά πλαταίνει τους πνευματικούς ορίζοντες του λαού, τον οπλίζει με πνευματικά και ηθικά εφόδια για την ψύχραιμη και ρεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής. Η Νεολαία ένοιωσε τη σημασία του και την αποστολή του. Ο λαός διψάει για ψυχαγωγία μα έχει κι’ ανάγκη από ξεκούραση και ψυχική ανάταση. Η ΕΠΟΝ δε θα σταματήσει ούτε στιγμή τις προσπάθειες της.»

Πέτρινα χρόνια
Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την απελευθέρωση στάθηκαν πέτρινα για το κόσμο της Αντίστασης. Ο ΕΠΟΝίτης ποιητής Κώστας Γιαννόπουλος, μετά την απελευθέρωση έγραψε μια ποιητική τριλογία: «Το τελευταίο τραγούδι», «Νύχτες», «Από την απομόνωση». Η τριλογία βραβεύτηκε στο 3ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ της Νεολαίας (1951), αλλά ο ποιητής δεν ζούσε για να παραλάβει το βραβείο του. Εκτελέστηκε στην Αίγινα το 1948, για τη συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. Στο τελευταίο γράμμα του από το κελί της απομόνωσης των μελλοθανάτων ο Κώστας Γιαννόπουλος έγραψε το «Τελευταίο τραγούδι», που ήταν η συνέχεια της ΕΠΟΝ: «Διάπλατα, νιότη, τίναξε και σήκωσέ μας/, τέτοιοι ουρανοί, βαθιοί ουρανοί, δεν είδαμε ποτέ μας./ Ω! τώρα πια δεν είμαστε οι ανήμποροι κι αδύναμοι/ κι ούτε ένα σφίξιμο κανείς δε νιώθει στην καρδιά του./ Γυρτός κανείς, δειλός κανείς/ μονάχα ψηλομέτωποι,/ αγέρωχοι ανοίγουμε τα κάστρα του θανάτου./ Κι έτσι σεμνοί και αγέρωχοι σε μια καρδιά και δύναμη/ τα κάστρα του γκρεμίσαμε και σαν αϊτοί περνάμε./ Κι αφού στη φλόγα λιώσαμε κι όλοι μας σβήσαν οι καημοί, να με τον ίδιο θάνατο - το θάνατο πατάμε».




Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΝ
Με τη χρυσή της νιότης πανοπλία,
το θάρρος, την ορμή, τη λεβεντιά,
πετάμε στον αγώνα, στη θυσία,
για την Ελλάδα, για τη λευτεριά.
Καμαρωτά, χαρούμενα τα νιάτα,
σαν σε χορό, βαδίζουν πάντα εμπρός,
φλόγα, ζωή και θέληση γιομάτα,
κ' είναι το πέρασμα τους όλο φως.
Τα νιάτα είμαστε μείς, της γης η ελπίδα,
αλί του π' αντικρύ μας θα σταθεί.
Μελίσσι από την κάθε μια πατρίδα,
κινάμε να λυτρώσουμε τη γη.
Στο φράχτη της σκλαβιάς, το πέρασμά μας
μια καταλύτρα θάν, νεροσυρμή.
Το δίκιο, η λευτεριά, για σύνθημά μας,
ποιος θα μας αντικόψει την ορμή;
Των ταπεινών τον πόνο και τη θλίψη
του σκλάβου τη βαθιά την οιμωγή
από τη γη, θα κάμουμε να λείψει
για να γενεί χιλιόμορφη η ζωή.
Καμαρωτά, χαρούμενα τα νιάτα,
σαν σε χορό, βαδίζουν πάντα εμπρός,
φλόγα, ζωή και θέληση γιομάτα,
κ' είναι το πέρασμα τους όλο φως.
Αύγουστος 1943.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΙΝΤΗΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ THΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ

Ο Δημήτρης Κιντής συνέδεσε το όνομα του, με τις πιο φωτεινές αναμνήσεις μας και τις πλέον αγωνιστικές παρακαταθήκες αυτής της πόλης.
Ας δούμε ποιος ήταν ο Δημήτρης Κιντής, ο άνθρωπος, ο αγωνιστής, ο δήμαρχος.


Τα πρώτα χρόνια
* Γεννήθηκε το 1922, στα Τρόπαια, ένα όμορφο και ιστορικό χωριό της επαρχίας Γορτυνίας , ψηλά στα Αρκαδικά βουνά.
* Ήταν το πρώτο από τα έξη παιδιά του Γιώργου και της Βασιλικής Κιντή.
* Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Δημητσάνα και το 1939 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
* Πέρασε με άριστα τις εξετάσεις των μαθημάτων του πρώτου έτους και κατέβηκε στα Τρόπαια για τις θερινές διακοπές.
* Με τη κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτώβρη 1940, κάθε σκέψη για συνέχιση των σπουδών, αναβλήθηκε για αργότερα.



Εθνική Αντίσταση

* Με την δημιουργία του κινήματος της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ προσχώρησε από τους πρώτους στις οργανώσεις του ΕΑΜ (1941) και της ΕΠΟΝ (1943) και πήρε ενεργό μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
* Την ίδια περίοδο έγινε μέλος του ΚΚΕ, του κόμματος που πρωτοστάτησε στην δημιουργία της Εθνικής Αντίστασης.
* Το Πελοποννησιακό Γραφείο του ΕΑΜ, εκτιμώντας τις δυνατότητες του, του ανέθεσε τη διαφώτιση του λαού της Αρκαδίας σχετικά με τους σκοπούς του αγώνα.
* Μετά την απελευθέρωση από τους ξένους καταχτητές, τον Οκτώβρη του 1944, και ενώ τα μαύρα σύννεφα της εμφύλιας διαμάχης σκίαζαν τον ουρανό της Πατρίδας μας, με πρωτοβουλία του Δημήτρη Κιντή δημιουργήθηκε στα Τρόπαια, ο Πανγορτυνιακός Συνασπισμός Κόμματων, με στόχο την αποφυγή της όξυνσης του πολιτικού κλίματος και του διχασμού. Απόδειξη της συμφιλιωτικής του αντίληψης την οποία διατήρησε ως το τέλος της ζωής του.


Πέτρινα Χρόνια

* Λίγο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το Φλεβάρη του 1945, ήρθε στην Αθήνα με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές που είχε διακόψει λόγω της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου.
* Εκείνο το διάστημα, από το 1946 έως το 1948 διετέλεσε Πρόεδρος της Δημοκρατικής Ένωσης Φοιτητικών Συλλόγων του Πανεπιστήμιου Αθηνών, γνωστότερης ως ΔΕΣΠΑ.




* Σύλληψη και Καταδίκη

* Το Φλεβάρη του 1949 συνελήφθη από την Ασφάλεια Αθηνών για την αντιστασιακή του δράση στη Κατοχή και μεταφέρθηκε στις φύλακες της Τρίπολης προκειμένου να δικαστεί.
* Εκείνη την εποχή, τα Στρατοδικεία ήταν θανατοδικεία.
* Ήταν η εποχή που σώπαιναν οι λύκοι γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι, όπως έγραψε ο μεγάλος λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης.
* Μαζί με τον Δημήτρη Κιντή, ήταν συγκατηγορούμενοι 50 αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, μεταξύ αυτών και ο Ευάγγελος Μαχαίρας, πρώην Πρόεδρος του Δικηγορικού
Συλλόγου Αθηνών και Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη.
Έγκλημα τους η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και ο αγώνας τους ενάντια στους ξένους κατακτητές και στους ντόπιους συνεργάτες τους.

* Την ίδια εποχή, που ο Δημήτρης Κιντής βρισκόταν υπόδικος στη φυλακή,
* ο πατέρας του ήταν εξόριστος στο Μακρονήσι,
* η αδελφή του Κούλα, δασκάλα του Λαϊκού Διδασκαλείου των Τροπαίων έπεφτε θύμα της εμφύλιας διαμάχης στα βουνά του Μοριά,
* και ο αδελφός του Αριστομένης βρισκόταν έγκλειστος στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, στη Λέρο.
* Από μια παραξενιά της τύχης, η δικογραφία Κιντή μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η μεταφορά αυτή, στάθηκε σωτήρια, για τον ίδιο και τους άλλους κατηγορούμενους, γιατί το Στρατοδικείο της Τρίπολης, εκείνη την εποχή δίκαζε μόνο θάνατο.
* Στην Αθήνα δικάστηκε μεν σε θάνατο , αλλά με αναστολή.
* Στη συνέχεια πέρασε, για ένα χρόνο, από το κολαστήριο της Μακρονήσου, όπως και δεκάδες χιλιάδες άλλοι αγωνιστές,
* Μετά την απόλυσή του από τον σύγχρονο Παρθενώνα, συνέχισε τους δημοκρατικούς του αγώνες μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ.



Εγκατάσταση στην Ηλιούπολη
* Το 1956 εγκαταστάθηκε στην Ηλιούπολη.
* Το 1962 παντρεύτηκε τη Γεωργία Αλεξοπούλου, που στάθηκε πιστή σύντροφος και συμπαραστάτης του, σε όλη τη ζωή του.
* Το 1963 κατέβηκε υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ στο νομό Αρκαδίας.
* Το 1964, με την ίδρυση του Δήμου Ηλιούπολης εκλέχτηκε για πρώτη φορά Δημοτικός Σύμβουλος, με το ψηφοδέλτιο του Παύλου Πεντάρη, με τον οποίο συνεργάστηκε τότε η ΕΔΑ.
* Διετέλεσε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβούλιου την περίοδο 1964-1967.
* Παύθηκε από τα καθήκοντα του από την δικτατορία των συνταγματαρχών.


Επανεξελέγη δημοτικός σύμβουλος, στις πρώτες μεταδικτατορικές δημοτικές εκλογές, το 1975, και υπηρέτησε την πόλη από την θέση του προέδρου του Δ.Σ., την διετία 1975-1976.

* Τη ίδια περίοδο διετέλεσε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, Γενικός Γραμματέας του Φιλειρηνικού Κινήματος για την απομάκρυνση των ξένων βάσεων.

Αγωνιστής Δήμαρχος

* Το 1978, εκφράζοντας μια νέα δυναμική, εκλέχτηκε για πρώτη φορά Δήμαρχος Ηλιούπολης.
* Επανεκλέχθηκε πανηγυρικά το 1982 και το 1986.


Στην εκλογική αναμέτρηση του 1986, συνεργάστηκαν με τη Δημοκρατική Ενότητα και ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις και προσωπικότητες.

* Σ αυτές τις εκλογές, ο Δημήτρης Κιντής πέτυχε τη μεγαλύτερη , μέχρι τότε νίκη και αναδείχθηκε , για πρώτη φορά, πρώτος σε ψήφους και ποσοστά, από το πρώτο γύρο.
*


Δημόσια άρα Λαική Περιουσία
* Η προσφορά του αείμνηστου Δημάρχου στη πόλη είναι τεράστια σε όλα τα ζητήματα. Καθοριστική όμως ήταν η στάση που κράτησε στο θέμα της δημόσιας περιουσίας, διότι με το σθένος και την δράση του, μαζί με τους συνεργάτες του, στο Δήμο και τη Δημοκρατική Ενότητα, σφράγισε ανεξίτηλα το μέλλον της Ηλιούπολης για τις επόμενες δεκαετίες.


Οι ελεύθεροι χώροι που περιήλθαν στην κυριότητα του δημοσίου, μετά από πολύχρονους αγώνες, αποτελούν σήμερα ζωτικές ανάσες για τον αστικό ιστό της πόλης.

* Για τη θαρραλέα και ανυποχώρητη στάση του, σύρθηκε πολλές φορές στα δικαστήρια από τους κληρονόμους Νάστου.

Ακόμα και μετά τον αδόκητο θάνατό του, στις 22 Δεκεμβρίου 1995, οι κλήσεις για τα δικαστήρια συνέχιζαν να έρχονται σπίτι του.


Πολιτική διαθήκη
* Ο Δημήτρης Κιντής όμως άφησε και κάτι ακόμα σε αυτή την πόλη. Πρόκειται για την γραμμή υπεράσπισης της δημόσιας περιουσίας, που η πεμπτουσία της βρίσκεται σε αυτό που ο ίδιος, συχνά υποστήριζε : “Ως Δήμος, έλεγε, διεκδικούμε το σύνολο της δημόσιας γης, χωρίς παζαρέματα και χωρίς ταλαντεύσεις.

* Οι ελεύθεροι χώροι ανήκουν στο λαό και τη νεολαία της Ηλιούπολης γιατί με αγώνες αυτού του λαού και αυτής της νεολαίας εκείνη την εποχή, κατοχυρώθηκε ο δημόσιος χαρακτήρας τους”.

Το 1990 εξαιτίας της διπλής διάσπασης που υπήρξε στον τότε Συνασπισμό και το ΚΚΕ, καθώς και στην γεμάτη ερωτηματικά στάση, την οποία κράτησαν ορισμένοι από τους μέχρι τότε στενούς συνεργάτες του, ο Δημήτρης Κιντής δεν κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών.

* Εκεί φάνηκε για άλλη μια φορά η ποιότητα του πολιτικού άνδρα.
* Κάθισε στα έδρανα της αντιπολίτευσης και τίμησε τη θέση του αρχηγού της μείζονος μειοψηφίας του Δημοτικού Συμβουλίου.

Δεν φυγομάχησε, δεν εγκατέλειψε τους συνεργάτες του, δεν επέδειξε αλαζονική και απαξιωτική συμπεριφορά προς την πόλη και τους πολίτες.

* Ο Δημήτρης Κιντής έθεσε σε όλη την δωδεκαετή θητεία του, το «εμείς» πάνω από το «εγώ», την πολιτική με Π κεφαλαίο, πάνω από μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές.
* Αφιερώθηκε ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι, στην υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων, στη βελτίωση των συνθηκών ζωής, των αθλητικών χώρων, του πολιτιστικού κινήματος καθώς και στην δημιουργία έργων υποδομής, που τόσο ανάγκη είχε τότε η πόλη.



Τίμιος και παλληκάρι
* Τιμούμε μαζί με το υπόλοιπο έργο του και την τίμια και παλικαρίσια στάση του απέναντι σε επίδοξους μεσολαβητές , που τον προσέγγιζαν συχνά, και του ζητούσαν να κάνει τα «στραβά μάτια», για ένα ή περισσότερα θέματα που αφορούσαν τα δημόσια οικόπεδα, προκειμένου αυτά να αποδεσμευτούν και να παραδοθούν στους κερδοσκόπους.
* Ο αγωνιστής Δήμαρχος έδινε πάντα σε όλους αυτούς, την πρέπουσα απάντηση.
* Κράτησε λεβέντικη στάση και έγραψε το όνομα του με ανεξίτηλα γράμματα στην ιστορία της πόλης, και του αυτοδιοικητικού κινήματος τη χώρας.




* Σαν τον Νικηταρά
* Το 1990 αποχώρησε από το δήμο φτωχότερος από ότι ήταν, όταν ανέλαβε το 1979.
Η παροιμιώδης τιμιότητα του, μόνο με εκείνη του Νικηταρά, μπορεί να παρομοιασθεί.
* Έμεινε μέχρι τέλους, συνεπής στις αρχές του και πιστός στην πόλη του την Ηλιούπολη και στο Κόμμα του, το ΚΚΕ.