Σάββατο 30 Απριλίου 2011

"Πρωτομαγια 1944 ...

Πέσε στα γόνατα , προσκύνα το πανάγιο χώμα

με τη ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη

όποιος και νά'σαι,όθε και νά'σαι,κι ό,τι άνθρωπος νά'σαι.

Πιότερο ,αν εισαι του λαού ξωμάχος, χειρομάχος ,

φτωχόπαιδο , που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις,

τον αδερφό σου αντίκρα σου, -με μάνα εσύ κι εκείνος - .

Ετούτη η μάντρα αντίκρυ σου , το σύνορο του κόσμου .

Σ'αυτην επάνω βρόντηξαν ο Διγενής κι ο Χάρος .

Ήτανε πρώτη του Μαγιού , φως όλα μέσα κι έξω

(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)

που αράδιασε πα στο σοβά πισθάγκωνα δεμένους

και θέρισε με μπαταριές , οχτρός ελληνομάχος,

οχι εναν , δυο , ή τρεις ....διακόσια παλληκάρια .

Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα ,

μον ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι .

Και πρώτος άρχος του χορού , δυο μπόγια πάνω απ'όλους ,

κι απο το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος . ( ...)
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Yuriy Levitan declares the capitulation of Nazi Germany

Капитуляция

Падение Берлина

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

soviet march song Polyushko Polye

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ο ΝΤΟΥΛΑΣ (Θ. Στίγκα)

ΚΑΛΗ ΛΑΜΠΡΗ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΞΕΜΠΕΡΔΕΜΑΤΑ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΔΗΓΟΥΝ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΣΤΗ ΠΤΩΧΕΥΣΗ.

ΚΑΛΗ ΛΑΜΠΡΗ ΕΥΧΟΜΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ. ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ. ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΟΜΩΣ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΟΥΝ ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΓΙΑ ΠΟΣΟ ΑΚΟΜΑ; ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ ΑΠΟ ΠΕΡΥΣΙ ΣΕ ΕΝΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΓΟΡΓΟΘΑ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΟ ΤΗΣ. ΑΣ ΕΛΠΙΣΟΥΜΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ ΣΕ ΠΛΗΡΕΣ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΟΣΟΙ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΟΥΜΕ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΟΥΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 120 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ( ΠΑΛΙΑ 114)...

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα στις 6 Απρίλη 1941

Στις 5.20 το πρωί στης 6ης Απρίλη Γερμανοί πεζικάριοι και αλπινιστές πλησίασαν στα σύνορα
«Συνιστώ εις τον Αθηναϊκόν λαόν ζωηρώς πειθαρχίανεις τας διαταγάς των αρχών, ιδιαιτέρως δε επιμένω,όπως κατανοηθή καλώς υπό πάντων, ότι, μέχρι της 6ηςαπογευματινής της σήμερον πρέπει να παραδοθούν ειςτα οικεία αστυνομικά τμήματα τα υπό των ιδιωτώνκατεχόμενα όπλα (κυνηγετικά, στρατιωτικά πιστόλιακαι μαχαίρια) πλην των παλαιών οικογενειακών κειμηλίων.Οπου υψούται ελληνική σημαία πρέπει δεξιά της να υψούταικαι η Γερμανική»

Αμβρ. Πλυτάς1

(δήμαρχος Αθηναίων)

Το πρωί της 6ης Απριλίου του 1941, ώρα 5.30', ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα Ερμπαχτ βρίσκεται στο σπίτι του διαδόχου του Μεταξά, Τετραυγουστιανού πρωθυπουργού Αλ. Κοριζή. Αφού τον ξυπνά του διαβιβάζει τη διακοίνωση, με την οποία η κυβέρνηση του Χίτλερ «εξηγούσε» τους λόγους που την έκαναν να εισβάλει στο ελληνικό έδαφος. Την ίδια ώρα, τη διακοίνωση παραλάμβανε και Ελληνας πρεσβευτής στο Βερολίνο, από εκπρόσωπο του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών2.

Ως κύρια αιτία για την εισβολή των στρατευμάτων της η ναζιστική Γερμανία προέβαλλε την πρόσδεση της Ελλάδας στη Μ. Βρετανία, γεγονός που αν μη τι άλλο επιβεβαιώνει περίτρανα ότι ο Β' παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε προϊόν της όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών του κόσμου γενικά και ειδικότερα της Ευρώπης.


«Η Ελλάς- αναφερόταν χαρακτηριστικά στη διακοίνωση3-, επιτρέπουσα εις αγγλικάς δυνάμεις να θέσουν και πάλιν πόδα εις Ευρώπην και ούσα το μόνον ευρωπαϊκόν κράτος που έπραξεν τοιούτον τι, ανέλαβε βαρείαν ευθύνην έναντι της Ευρωπαϊκής κοινότητος. Ασφαλώς ο ελληνικός λαός δεν ενέχεται εις την εξέλιξιν αυτήν. Εκ τούτου, είναι ακόμη βαρυτέρα η ευθύνη της ελληνικής κυβερνήσεως εκ της ανευθύνου τοιαύτης πολιτικής της. Ούτω, η ελληνική κυβέρνησις εδημιούργησε μίαν κατάστασιν, προ της οποίας η Γερμανία δε δύναται περαιτέρω να μείνη άπρακτος. Οθεν η κυβέρνησις του Ράιχ έδωσε εις τα στρατεύματά της τη διαταγήν να εκδιώξουν εκ του ελληνικού εδάφους τας βρετανικάς δυνάμεις... Η κυβέρνησις του Ράιχ είναι πεπεισμένη ότι εκδιώκουσα ταχέως εξ Ελλάδος τους παρεισάκτους Αγγλους παρέχει αποφασιστικήν υπηρεσίαν τόσον εις τον ελληνικόν λαόν όσον και εις την ευρωπαϊκήν κοινότητα...».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Α. Χίτλερ με το διάγγελμά του- την ίδια ημέρα- προς το γερμανικό λαό. «Από της ενάρξεως του πολέμου- έλεγε ο αρχηγός της φασιστικής Γερμανίας4- η Αγγλία κατέβαλλεν αδιαλείπτους προσπαθείας, διά να δυνηθή και κερδίση τα Βαλκάνια ως θέατρον πολέμου. Πράγματι, η αγγλική διπλωματία, στηριχθείσα εις το πρότυπον του παγκοσμίου πολέμου, επέτυχε κατ' αρχάς μεν να προσεταιρισθή την Ελλάδα διά μιας εις αυτήν προσφερθείσης εγγυήσεως και κατόπιν να την εκμεταλλευθή τελειωτικώς χάριν των ιδίων αυτής σκοπών... Ο γερμανικός λαός ουδενός είδους διαφοράς έχει με τον ελληνικόν λαόν, αλλ' ουδέποτε θα ανεχθώμεν όπως καθώς συνέβη κατά τον παγκόσμιον πόλεμον, άλλη δύναμις εγκατασταθή επί ελληνικού εδάφους με τον σκοπόν, όπως εις δεδομένην στιγμήν προελάση εκείθεν, εκ της νοτιοανατολικής Ευρώπης εις τον γερμανικόν ζωτικόν χώρον».

Για την εισβολή χρησιμοποιήθηκαν επίλεκτα τμήματα αφοσιωμένα στον Χίτλερ μέχρι θανάτου. Παρ' όλα αυτά η ελληνική αντίσταση υπήρξε μοναδική σε αυταπάρνηση και ηρωισμό και κατάφερε να τους αναχαιτίσει
Στη δική της επίσημη δήλωση για την εισβολή, η κυβέρνηση του Ράιχ τόνιζε ανάμεσα σε άλλα5: «Η δυσχερής θέσις, εις την οποίαν ευρίσκεται η Αγγλία και τα ολονέν σαφέστερον εκδηλούμενα συμπτώματα της παρακμής επί των ιδίων της νήσων, υποκινούν αυτήν επί του παρόντος εις διαρκώς και περισσότερον απεγνωσμένας αποπείρας, όπως άπαξ έτι δημιουργήση εν Ευρώπη μέτωπον εναντίον της Γερμανίας. Ο αντικειμενικός σκοπός της τελευταίας ταύτης αγγλικής αποπείρας είναι τα Βαλκάνια, όπου ήδη η Ελλάς υπήρξε το θύμα της εγκληματικήw ταύτης βρετανικής πολιτικής επεκτάσεως του πολέμου».

Ας επιστρέψουμε όμως στην εισβολή.

Η εισβολή και η κατάρρευση

Η εισβολή άρχισε στις 6 Απριλίου 1941, στις 5.15' το πρωί. Ενα τέταρτο νωρίτερα δηλαδή από τη στιγμή που επιδόθηκε η σχετική διακοίνωση στον Eλληνα πρωθυπουργό. Τα γερμανικά στρατεύματα προσέβαλαν τις ελληνικές θέσεις στη Μακεδονία, κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών και ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων6. Ταυτόχρονα με την Ελλάδα η Χιτλερική Γερμανία επιτέθηκε και στη Γιουγκοσλαβία ή δε επίθεσ;h της και στις δύο χώρες πραγματοποιήθηκε με τρομακτική σφοδρότητα. Η γιουγκοσλαβική αντίσταση κατέρρευσε ταχύτατα και μεγάλα τμήματα του στρατού της γειτονικής χώρας υποχωρούσαν στο ελληνικό έδαφος. Αντίθετα, ο ελληνικός στρατός στα οχυρά παρουσίαζε μια ανέλπιστη αντίσταση απέναντι σ' έναν εχθρό απείρως ισχυρότερο. Κι αυτή η αντίσταση αποκτάει ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν ληφθεί υπόψιν ότι τόσο στο μέτωπο, όσο και στην Αθήνα - και στους στρατιωτικούς και στους πολιτικούς κύκλους- ήταν φανερή μια διάθεση για γρήγορη συνθηκολόγηση και παράδοση της χώρας στους Γερμανούς εισβολείς.

Στις 9 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη, ενώ θα συνθηκολογήσει το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η κατάληψη της Βέροιας και λίγο αργότερα της Κατερίνης, της Κοζάνης και της Καστοριάς με αποτέλεσμα και η υποχώρηση του κυρίου όγκου των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονται στην Αλβανία να παίρνει τα χαρακτηριστικά της φυγής.

Στις 20 Απριλίου ο διοικητής του Γ` Σώματος Στρατού Γ. Τσολάκογλου, σε συνεννόηση με άλλους δύο σωματάρχες, τον Δεμέστιχα και τον Μπάκο, καταργεί τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ι. Πιτσίκα, αναλαμβάνει ο ίδιος διοικητής της στρατιάς και υπογράφει πρωτόκολλο ανακωχής με τους Γερμανούς. Τρεις μέρες αργότερα ο Τσολάκογλου θα υπογράψει στη Θεσσαλονίκη το οριστικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του ελληνικού στρατού όχι μόνο με τους Ηερμανούς αλλά και με τους Ιταλούς, τους οποίους βεβαίως είχε νικήσει στο αλβανικό μέτωπο. Ο ίδιος θέτει ως εξής το θέμα στα απομνημονεύματά του7: «ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν' αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν' αναλάβω την προτωβουλίαν της συνθηκολογήσεως... ''τολμήσας'' δεν υπελόγισα ευθύνας... Μέχρι σήμερον δε μετενόησα διά το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν...».

Οι Γερμανοί εκτίμησαν ιδιαίτερα αυτή την... τόλμη του στρατηγού Τσολάκογλου γι' αυτό και τον έκαμαν τον πρώτο πρωθυπουργό της κατεχόμενης Ελλάδας.

Οταν το καράβι βουλιάζει....

Τη μέρα που ο Τσολάκογλου υπέγραφε την οριστική συνθηκολόγηση του στρατού ο Βασιλιάς Γεώργιος με τον πρωθυπουργό Εμμ. Τσουδερό (o Κοριζής είχε αυτοκτονήσει λίγες μέρες νωρίτερα), τον πρίγκιπα Πέτρο και τον Αγγλο πρεσβευτή σερ Μάικλ Πάλαιρετ εγκατέλειπαν την Ελλάδα μ' ένα υδροπλάνο «Σάντερλαντ». Δυο μέρες πριν, στις 21 Απριλίου, έφυγε το ζεύγος των διαδόχων Παύλος και Φρειδερίκη, ενώ τη νύχτα 22 με 23 Απριλίου με τα αντιτορπιλικά «Β. Ολγα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» αναχώρησαν, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ναύαρχος Σακελλαρίου8 «άπαντες οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των- γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες- και τας αποσκευάς των- μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των. Ο Βασιλεύς και ο κ. Τσουδερός ανεχώρησαν αεροπορικώς περί τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου, αφού αφήκαν και από μίαν προκήρυξιν προς τον Λαόν διά να του εξηγήσουν την προς την Κρήτην απομάκρυσίν των. Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικά πλοία φορτίου, και δη εν καιρώ πολέμου, εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί του "Βασίλισσα Ολγα", του προσωπικού απαιτήσαντος να μην επιβή κανείς πλέον. Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Ελληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς».

Παρόμοια εικόνα με τον Σακελλαρίου δίνει και ο έφεδρος πλοίαρχος Ν. Δ. Πετρόπουλος, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά9: «Μου έκανε εντύπωσι και ένα άλλο θέαμα, που με επηρέασε κατά κάποιο ποσοστό για να μη φύγω από την Ελλάδα: Μεταξύ των Ελλήνων ιδιωτών επιβατών ήταν κι ένα ζευγάρι- όχι πρώτης νεότητος- που το συνόδευε η μητέρα της συζύγου. Η ηλικιωμένη πεθερά κρατούσε ένα βαλιτσάκι που, όπως επρόδιδαν οι μεταξύ των τριών τους κουβέντες, περιείχε τα τιμαλφή της οικογενείας. Χωρίς να θέλω με κατέλαβε αηδία από το γεγονός, ότι δε διαθέταμε τα πλοία για να σώσουμε έστω και λίγους στρατιώτες μας από τις χιτλερικές ορδές, αλλά καταλαμβανόταν η πολύτιμη χωρητικότης για να δοθεί ευκαιρία στα μπιζού και στα εξαντλημένα σαρκία της ευπόρου οικογενείας... να... συνεχίσουν και εκτός της Ελλάδος τον αγώνα κατά του κατακτητού!».

Η προπαγάνδα της υποταγής

Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941. Τους προϋπάντησαν και τους παρέδωσαν κάθε εξουσία ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αττικοβοιωτίας στρατηγός Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Πεζόπουλος, ο Δήμαρχος Αθηναίων Αμβρόσιος Πλυτάς, ο Δήμαρχος Πειραιά Μιχ. Μανούσκος και ο συνταγματάρχης Κανελλόπουλος ως διερμηνέας10. Από το σημείο αυτό και μετά η χώρα βρισκόταν υπό ξενική κατοχή, αν κι έμενε ακόμη να δοθεί η μάχη της Κρήτης.

Η κατοχή βέβαια της χώρας, όσο δυσάρεστη κι αν ήταν, όσο αρνητική ψυχολογία κι αν δημιουργούσε, δεν πτόησε το φρόνημα του ελληνικού λαού, γεγονός που φαίνεται αν αναλογιστεί κανείς το κύμα αντίστασης που εκδηλώθηκε το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Εντούτοις δεν έλειψαν οι φωνές που, από την πρώτη στιγμή, συνιστούσαν υποταγή. Κι ήταν η άρχουσα τάξη που συνιστούσε στο λαό να καθίσει ήσυχος. Ηταν ο Τύπος της που πότιζε τις ψυχές με το δηλητήριο της συνθηκολόγησης.

Δύο μέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας η εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ", έγραφε στο κύριο θέμα της11: «Εντός εικοσιτετραώρων η κατάληψις της χώρας μας θα έχει συμπληρωθή. Ετσι η Ελλάς βγαίνει από τον πόλεμο- και βγαίνει οριστικώς από τον πόλεμον, καθ' ον τρόπον εβγήκαν όλαι σχεδόν αι χώραι της ηπειρωτικής Ευρώπης. Δεν είνε μόνη η Ελλάς που ευρίσκεται εις αυτήν τη θέσιν. Από της Νορβηγίας μέχρι του Ταινάρου και από των Πυρηναίων μέχρι των παρυφών της Ουκρανίας υπάρχει δι' όλους τους λαούς της Ευρώπης απόλυτος ταυτότητα εις τας πολιτικάς και άλλας συνθήκας της υπάρξεώς των. Αυτό δεν το λέγομεν προς παρηγορίαν μας. Τα λέγομεν διά να τονίσωμεν τη βασικήν κατά τη γνώμην μας αλήθειαν που δεν πρέπει ποτέ να φεύγη από τα μάτια μας, ότι δηλαδή τα ελληνικά προβλήματα που εδημιουργήθησαν από της 27ης Απριλίου δεν ημπορούν να αντιμετωπισθούν παρά εις το πλαίσιο της Νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής αποτελούμεν μέρος ενός εκτεταμένου ηπειρωτικού συνόλου του οποίου όλα τα τμήματα θα έχουν αναποφεύκτως κοινότητα κατευθύνσεων και προπαντός κοινότητα συμφερόντων, οικονομικών και άλλων. Αυτή η ηπειρωτική σύλληψις της υποστάσεώς μας πρέπει να αποτελέση το πλαίσιον μέσα εις το οποίον θα κινηθούμε. Η τύχη μας είναι εφεξής αρρήκτως συνδεδεμένη προς την τύχη της γηραιάς Ηπείρου της οποίας αποτελούμεν τη νοτιοανατολικήν εσχατιάν». Στο ίδιο μήκος κύματος η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» συμπλήρωνε12: «Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος... Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν- περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».

1. Διάγγελμα προς το λαό της πρωτεύουσας την πρώτη μέρα της Γερμανικής κατοχής. Εφημερίδες 28/4/1941

2. Σπ. Λιναρδάτου: «Ο πόλεμος του 1940- 41 και η μάχη της Κρήτης», εκδόσεις «διάλογος», τόμος Β' σελ. 296

3. Ολόκληρη η διακοίνωση: Β.Π. Παπαδάκη: «Διπλωματική Ιστορία του Ελληνικού Πολέμου 1940- 1945», Αθήναι 1957, σελ. 167- 173)

4. «Επίσημα Εγγραφα επί της ρήξεως με τη Γιουγκοσλαβίαν και την Ελλάδα», γερμανική κατοχική έκδοση στα ελληνικά, Βερολίνον 1941, σελ. 2

5. στο ίδιο, σελ. 5

6. Heinz Richter: «Η Ιταλο - γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος», εκδόσεις «κοβόστη» σελ. 436 κ. ε.

7. Αντιστράτηγου Γεωργίου Κ. Σ. Τσολάκογλου: «Απομνημονεύματα», σελ. 130, 132-133

8. Αλ. Σακελλαρίου: «Η θέσις της Ελλάδος εις τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον», εκδόσεις «osmos Greek- American Printing Company» Νέα Υόρκη 1944, σελ. 222- 223

9. «Βήμα» 11/3/1970

10. Σ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις «Καπόπουλος» τόμος 1ος, σελ. 16, Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ» εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», σελ. 31 κ.α.

11. «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ», 29/4/1941

12. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 29/4/1941

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Ο Ματρόζος του Γεωργίου Στρατήγη (1860-1938)

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ' τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.

Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.

Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ' ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.

Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ‘λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.

"Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ' αποθάνω",
στο τέλος πάντα μου 'λεγε μ' έν' αναστεναγμό,
"Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ' εύρετε μια μέρα από την πείνα...

Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ' τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ' έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ' εκείνον που 'χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη".

Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ' απ' το νησί και πως ερχόταν πρώτα.

"Εδώ τι θέλεις, γέροντα;" ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. "Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;". "Ποιος Κωνσταντής;". "Αυτός... ο Ψαριανός".
"Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!".

Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ' τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού :
"Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!"

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να 'ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.

Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

"Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;" σε λίγο του φωνάζει,
"γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...".
"Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει,
"τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...".
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.

"Ποιος είσαι, καπετάνο μου; Και ποιο 'ναι το νησί σου;",
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
"πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ' της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη;"

Απ' έξω απ' την Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ' την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια...
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ...
Χρόνος δεν ήταν που 'καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα...

Απ' έξω απ' την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα
σ' έβαλε εμπρός μ' αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ' οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ' αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.

Σε καμαρώνω από μακριά... κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ' εξώρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και "όρτσα! μάινα τα πανιά!" φωνάζω στα παιδιά μου.

Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες... μ' αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: "Τι κάνεις καπετάνο;"
Κι εγώ τους λέω: "Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...".

Και σου πετώ τη γούμενα... και δένεις το μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε - θυμάσαι; Σου φωνάζω,
"Πρώτος απ' όλους ν' ανεβείς", μα δεν μ' ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν' ανέβουν... έσκυψα κι απ' τα μαλλιά σ' αδράζω,
και σ' έσωσα κι εφύγαμε... μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...".

"Ματρόζε μου!" δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ' άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.-