Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

La commune de Paris 1871

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟ-ΜΩΡΑΙΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ



A

 1Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
 2.  Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
 3.  Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο
 4.  Άγγουσα ζέστη = η κάψα
 5.  Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα
 6.  Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
7.     Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
8.     Ακουμπέτι = παρά ταύτα
9.     Ακώ = ακούω
10. Αλάργα= μακριά
11. Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης,
12. Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω - κάτω
13. Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
 14.  Aμπαρώνω= κλειδώνω
 15. Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
16. Αμπέχονο = καπαρντίνα
17. Αμπολάω=Αφήνω
18. Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος
19. Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι
20. Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε.
21. Αναρίγησα = ανατρίχιασα  
Μαρίνα Πύλου
22. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω
23. Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα
24. Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό.
25. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα
26. Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
27. Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος.
28. Αξύριγος = αξύριστος
29. Απίδι= αχλάδι,
32. Απόκανα = παρακουράστηκα, 
33. Αποσταίνω = κουράζομαι
34. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
35. Αραχνος = κακομοίρης,
36. Αρμάκι = μάντρα
37. Αρούκατος= άτσαλος
38. Αρναούτης = ισχυρογνώμων
39. Ασκί = τουλούμι.
40. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
41. Απόπατος = τουαλέτα
42. Αραούζης = ασουλούπωτος
43. Απαντοχή = υπομονή
44. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
45. Αποκορωμένος = καταραμένος
46. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
47. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα 
48. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
49. Απόρριξε =απέβαλλε  
50. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
51. Αράδα = σειρά.
52. Άρατος = άφαντος
53. Αρτήθηκα = έφαγα.
Το εκπληκτικό Πολυλίμνιο
54. Αστράχα = αστραχα ειναι το μερος η εσοχη που σχηματιζει το τελειωμα του τοιχου με τα
      κεραμιδια απο μεσα στο σπιτι εκει που ακουμπουν τα ξυλα της σκεπης.
55. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος
56. Αφαλόκομα=  μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
57. Αφόρμησα = μολύνθηκα
58. Αχάραγο = αφώτιστο
59. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
Β. 
60. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
61. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα 
62. Βαγένι = βαρέλι 
63. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα
64. Βανιώνω = παχαίνω
65. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
66. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
67. Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια
68. Βίκα = στάμνα
69. Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
70. Βίτσα=Λεπτό κλαδί
71. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
72. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
73. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
74. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
75. Bούζα= χοντρή γυναίκα
76. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη!
 77. Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα                
      χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
78. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο.
Γ΄ 
79. Γράνα = )χαντάκι αποστράγγισης νερών  ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων
80. Γαστέρα = κοιλιά
Ηλιοβασίλεα από τη Βέργα
81. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
82. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
83. Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού
84. Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια
85. Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που 
      σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία 
      της μύτης.
86. Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα
87. Γκοργκούνι= αστράγαλος
88. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ φαγητό.
89. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα)
90. Γιγκλες= εξαρτημα του σαμαριου
91. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι 
      νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
92. Γιουρούκι = σκουντούφλης
Ηλιοβασίλεμα στην παραλία της Καλαμάτας
93. Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια.
94. Γκουργκούνι = αστράγαλος
95. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
96. Γνέματα = νήματα
97. Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα)
98. Γουστέρα = σαύρα
99. Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
100. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
Δ΄ 
101. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
102. Δικόνες μου = ο δικός μου
103 Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια
"Συνεφιασμένη Κυριακή" Μ. Μαντίνεια.
104.Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
105. Δριστέλια = η νεροτριβή.                                                                                                          106. Δώθενε = από εδώ
Ε΄ 
107. Ευτού = εκεί
108. Έκα = κάνε πιο πέρα
109. Εντο = νάτο
110. Εντοσα = ξεπιάστηκα
111. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
112. Εφτούνο = αυτό
113. Έχουτε = έχετε.
  Ζ΄
114. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό.
115. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
116. Ζωστήρα = Ζώνη
117. Ζουλάπι = άγριο ζώο
Καρδαμύλη από το Πετροβούνι

 Η΄

118. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε                                                                                                                  119. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε

Θ΄ 

120. Θέλουτε = θέλετε
Κ΄ 
121. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη
        συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
122. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
123. Καλύβω = καλύπτω.
124. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα
125. Καμώνομαι = σωπαίνω.
126. Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην  
         βιζενουν
                                                         
127. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
128. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
129  Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
130. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά
131. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ
132. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων
133. Καταλιακού= μες τον ήλιο.
134. Καταλαχού= κατά τύχη
135. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης
136. Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
137. κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα
138. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
139. Κατσούλα = γάτα
140. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της    
         ελιάς.
Η Καρδαμύλη με το Νησάκι της

141. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
142. Κατακεφαλιά =καρπαζιά
143. Καψερός = ο καημένος.
144. Κείθενε = από ‘κει,
145. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
146. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
147. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
148. Κλ.ωνα = κλωστή
149. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι
150. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
151. Κούκλα = καλαμπόκι
152. Kοκόσια = αμύγδαλο
1
53. Κολιάνιτσα = ευκοίλια
154. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες.
155. Κουλούκι = το κουτάβι
156. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα.
157. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
158. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού 
159. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
160. Κουνενές = μωρό
161. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
162. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
163. Κονταυγές = χαράματα
164. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
165. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
166. Κιβούρι = μνήμα
Ο ιστορικός Ναός του Αγ. Σπυρίδωνος στην παλιά
Καρδαμύλη
167. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά
168. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
169. Κόφα = μεγάλο καλάθι.
170. Κοφίνι =καλάθι.
171. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα. 
172. Κότσαλα = κοτσάνια    
173. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα  
         κουκουνόμυγα.
174. Κούμπλα = βρύση,
175. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
176. Κουτουρού = τυχαία
177. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
178. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού
179. Κοπελάτος = υπηρέτης
180. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα.
181. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται 
182. Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
183. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5
Λ΄
184. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
185. λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
Ηλιοβασίλεμα στον Αγ. Νικόλαο Μάνης
186. Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού
187. Λάκκος = αργαλειός
188. Λάμια=Όμορφη γυναίκα
189. Λούρα = λουρί
190. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.
191. Λιαδώματα = Κατσίκια
192.  Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας
193.  Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
194.  Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι
195.  Λοκάνικο = λουκάνικο.
196.  Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
197.  Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια.
198.  Λόπια = Φασόλια ξερά.
199.  Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη.
Μ΄
200. Μαθές = λοιπόν
201. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
202  Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί 
203. Μάπα= λάχανο.
204. Μάπα = σφουγκαρίστρα
205. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
Το γραφικό λιμανάκι του Αγ. Νικολάου
206. Μαρτίνι = κατσίκι
207. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.
208. ματσουλάω = μασάω
209. Με μερμελάει= με ενοχλεί
210. Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια
211. Μέσκουλες = μούσμουλα
212. Μολόχα = γεράνι
213. Μαναστήρα=Η ευλογημένη
214. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
215. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
216. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο.
217. Μπαζουνιάζω= τρώω πολύ
218. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές
219. Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
220. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
221. Μπουγέλος = κουβάς.
222. Μπορούτε = μπορείτε
223. Μπόσικα = χαλαρά.
224. Μπάκα = κοιλιά.
225. Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα
226. Μπούρδας = χοντρός
227. Μπουρνέλια = κορόμηλα
228. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
229. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
230. Μπάκακας =βάτραχος
231. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
232. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου
233. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω
234. Μπιντόνα = ντενεκές 
235. Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού.
236. Μπουζία = γουρούνια.
Ακτή Φονέα στην Καρδαμύλη
237. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
238. Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
239. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό 
240. Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς
241. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς.
242. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε 
243. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
244. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα
Ν΄
245. Ναχρικά = κατσαρολικά
246. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
247. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
248. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
249. Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια δραχμή
250. Νταμαχιαρης = Αχόρταγος 
251. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
252. Ντόνω = ξεμουδιάζω,
253. Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός.
254. Ντορβάς = ταγάρι
Ξ΄ 
255. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
256. Ξείκλωτος = ατιμέλητος
257. Ξεκάμπησε, = βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει
         κάποιος
 
Παραλία Καλογριάς Στούπας
       και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται.
258. Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που ξεχωρίζει.
259. Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα (συνήθως με το γράβαλο)
260. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα.
2
61. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
262. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
263. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
264. Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα.
265. Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα
266. Ξεμποχιασμένο = Ξεχειλωμένο
267. Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού.
268. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
269. Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα (ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
Ο΄
270. Ολούθε = παντού
271. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια
272. Ούλοι = Όλοι
Π΄
273. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος
274. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα)
275. Πάκια = πλευρά (στο ανθρώπινο σώμα)
276. Παράλυτε, (ρε) =  ο βλάκας, ο άχρηστος.
277. Παραγώνι = τζάκι
278. Παράφθαστο = αξεπέραστο
279. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.
280. Πασαράς = σουρωτήρι (το σκεύος)
Ηλιοβασίλεμα στην παραλία Ριτσά Καρδαμύλης
281. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη.
282. Πασταριά = η μια πάνω στην άλλη.
283. Πάστρεφτο = καθάριστο
284. Πατάκα = πατάτα.
285. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
286. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
287. Πελεκάω = χτυπάω.
288. Περικάλεση = συγκέντρωση γυναικών σε σπίτια για ομαδική εργασία.
289. Πετσάφι = μικρό πανί κουζίνας
290. Πετσί λουρί = χέσιμο,
291. Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου
292. Πιλαλάω = τρέχω, 
293. Πιλάλα = τρέξιμο,
294. πινιάτα = μικρό πήλινο πιθάρι
295. Πιτάρι = μελισσοκέρι 
296. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
297. Πέσε μου = πες μου, 
298. Πλακουτσά = πλακωτά.
299. Πλευρομετρώ= σπάω το κόκκαλα ( θα σε πλευρομετρήσω)
300. Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των κρεμμυδιών.
301. Πολυβαρδία - πολυκοσμία
302. Πουντιάζω = ξεπαγιάζω
303. Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού,
304. Πράϊτα (τα) = τα πρόβατα
  Προάστιο. Ηλιοβασίλεμα πίσω από τις φραγκοσυκιές. 
305. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
306. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων,
307. Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό.
308. Προσμπούκι = κολατσιό 
309. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
310. Προσώρας = προσωρινά.
311. Πρωιμιές = πρώιμα σπαρτά.
Ρ΄ 
312. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
313. Ρέντος=Ράντισμα
314. Ρεψοχέρης =αυτός που κρατάει κάτι και του πέφτει εύκολα.
315. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας.
316. Ρογός = αποθηκευτικός χώρος του άχυρου στο κατώι του σπιτιού.
317. Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα, 
        αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία) 
318. Ροί = σκεύος που βάζουμε το λάδι, λαδερό
319. Ρούγα = γειτονιά
320. Ρουκουνιάζω= τρώω πολύ και γρήγορα
321. Ρουκούλησε = κύλησε
322. Ρουπώνω = χορταίνω 
323. Ρουτα = πανινι/φτιαρι   Καθαριζαν το φουρνο ξυλοφουρνο 
324. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
325. Ρεντάω = ραντίζω.
Σ΄ 
Η Κυπαρισσία
326. Σαγάνι = πιάτο,
327. Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο από μαλλί κατσίκας που το στρώνουν σαν χαλί και 
        παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα)
328. Σακάτου = εκεί κάτω,
329. Σακείθε = Αντε πήγαινε από εκεί.
330. Σαλάγημα = Κυνήγημα
331. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού.
332. Σάμπως = Σάματις = Μήπως
333. Σαπάνου = εκεί επάνω.
334. Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα,
335. Σαρώνω = σκουπίζω, 
336. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
337. Σάψαλο = σάπιο 
338. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο.
339. σβώλος = μικροκαμωμένος.
340. Σβιλάδα = τρέλλα.
341. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα  επιφανειακά όπως οι κότες.
342. Σγούφτω=σκύβω, 
343. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό 
344. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
345. Σειριά = σόϊ 
346. Σεργούνι = η ξεφτύλα
347. Σιδωσε=νύχτωσε
348. Σιρίτια = κορδόνια
349. Σίχλος = κουβάς
Κυπαρισσιακός κόλπος
350. Σκάλος = σκάλισμα
351. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου
352. Σκατοψύχια = κατάρες.
353. Σκαβούτα = χελώνα
354. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
355. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
356. Σαπέρα = πήγαινε πέρα, 
357. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα,
358. Σκεύομαι = σκέπτομαι 
359. Σκουληκαντέρα = γλίτσα. 
360. Σκουτέλα= κούπα
361. Σκιάχτηκα = τρόμαξα,
362. Σκουτέλα = φλυτζάνα
363. Σουβή=συμφορά,
364. Σκατογένης = διάβολος
365. Σκορδοστούμπι = γουδί, 
366. Σκουράντζος= ρέγγα, 
367. Σκούζω = φωνάζω, 
368. Σκουτέλα= κούπα
369. Σοροβλιάστηκε = έπεσε 
370. Σούγελο = υδροροή
371. Σούδα = στενό δρομάκι, 
372. Σουράω= σφυρίζω,
373. Σπάρτο = κατσαφάνα
374. Σταθιμός= σταθμός,
375. Σπερνά = κόλυβα, 
376. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια.
Το γραφικό λιμανάκι του Πεταλιδίου
Πύργος του Άϊφελ στα Φιλιατρά
377. Στοιχερό = χοντρό ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος που έδεναν τα άλογα στο κέντρο του 
        αλωνιού.
378. Στρατόνι = πεζούλα
379. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι)
380. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω
381. Στρινιάζω = στραβομουτσουνιάζω
382. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο
383. Συγγενικό (που να σεβρει συγγενικό) = που να σε βρει κακό.
384. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι, 
385. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης.
386. Συνεμπάζω = μαζεύω, γυρίζω
387. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα
388. Σκούρκος =χρυσόμυγα.
389. Σιγουρεύω = κρύβω,
390. Στεγνώξω = στεγνώσω
391. Σύχλο = κουβάς 
392. Σφαρδάκλι = βάτραχος 
393. Σώνει = φτάνει.
394. Σώστο = πιάστο
395. Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι δυνάμεις μας.
Τ΄ 
396. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο, 
397. Τανιέμαι = σφίγκομαι,
Αγ. Ανδρέας, το γραφικό λιμανάκι
398. Ταπίστωμα = ανάποδα
399. Ταχειά = αύριο, 
400. Τέτζερης = κατσαρόλα,
401. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα,
402. Τηλώθηκα = χόρτασα
403. Τι λογό = τι είδος, 
404. Τηράου=βλέπω,
405. Τούμπησα = έπεσα επάνω, κουτούλησα
406. Τουρλώνω = φουσκώνω,                                                                                                        
407. Τουρνόκολα = ανάποδα
408. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα
409. Τράβα= καδρόνι στέγης,
410. Τριφτάδια = είδος ζυμαρικών που έφτιαχναν οι νοικοκυρές. 
411. Τριχιά = σκοινί
412. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων 
413. Τσακάω = τσακίζω
414. Τσαλάχατα = φωνάζουν το πρόβατα
415. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια
416. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί.
417. Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες
418. Τσαούσα = γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά
419. Τσαφάρι = κνήμη του ποδιού,
420. τσεράνα = δύστυχη
Η Κορώνη αμφιθεατρικά
421. Τσιγαρολάχανα = μυρωδικά χόρτα, 
422. Τσικάου = τσουγκρίζω.
423. Τσοκανάω = κόβω, πετσοκόβω.
424. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
425. Τσουλάγρα = πιτσιλιά
426. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
427. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας, 
428. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη, 
429. Τσουράπι= κάλτσα, 
430. Τσιγκλάω = προτρέπω, 
431. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
Φ΄  
432. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
433. Φαγανιάρης = λαίμαργος 
434. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου
435. Φινωμένο φρούτο = το φρούτο που είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς.
436. Φιότσος = βαφτηστήρι
437. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
438. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα 
439. Φλομώνω = ζαλίζω.
440. Φλουμπέτες = Οι καντήλες με υγρό
441. Φλύχτρες = σπυράκια
442. Φόλος = Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες τα αυγά, σαν
  
Η Κορώνη από ψηλά
      οδηγό
443.  Φορτσέρι = μπαούλο
444. Φούγα = οργή
445. Φουρφουράω = θορυβώ 
446. Φούφουτος = ο ανύπαρκτος
447. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο
448. Φτενός = λεπτός.
449. Φτούνος = αυτός.

Χ.
450. Χαήλωσα = χάζεψα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος
451. Χάμου = κάτω.
452. Χαμούρι = το σπάσιμο του ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό.
453. Χαρανί = καζάνι, 
454. χαράρι = δυκτιωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού
455. Χαντρολέμι = κολιέ, 
456. Χαλαστάρι = πέτρα
457. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί.
458. Χαράκι = η αφαίρεση κομματιού από το φλοιό στον κορμό του κλήματος.
459. Χαρχαλεύω = ψάχνω
460. Χαμοκέλα = η παράγκα, το παλιό μισοχαλασμένο σπίτι. 
461. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι.
462. χεσαμόλι = φαγητό άθλιας ποιότητας (από το χέσαμε όλοι)
463. Χόβολη = στάχτη.
464. Χουνέρι = πάθημα.
465. Χούνι = το φαράγγι
466. Χορήγι = ασβέστης.
467. Χουγιάζω = βρίζω.
468. Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει να βράζει πχ ένα φαγητό.
469. Χρίζω = αλείφω. 
470. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
Ψ.
471. Ψικαστήρα=Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα
472. ψες = χθές.                           
Ω.
473. Ωρέ = Ρε