Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ-1944-[ ΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ ]

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Σεισαχθεια: Το άγνωστο Πολυτεχνείο

Σεισαχθεια: Το άγνωστο Πολυτεχνείο: Στις 5 Δεκεμβρίου 1944 ένα βρετανικό τανκ γκρεμίζει την πύλη του Πολυτεχνείου. Φοιτητές και σπουδαστές σκοτώνονται και τραυματίζονται. Γι α...

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΠΡΟΣΟΧΗ! ΣΑΣ ΜΙΛΑΕΙ ΤΟ ΧΩΝΙ!






Έλληνες πατριώτες,

Σήμερα, Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011, 12.30-2 μ.μ, θα μεταδοθεί από το ραδιοφωνικό σταθμό ΡΑΔΙΟ 9, στους 98,9 FM, αφιέρωμα στο άγνωστο Πολυτεχνείο της Αντίστασης, το 1944. Γιατί δεν παραβίασε το τανκ της Χούντας για πρώτη φορά τη πόρτα επί της Πατησίων, το Νοέμβρη του 1973. Είκοσι εννέα χρόνια πριν, το Δεκέμβρη του 44, κάποιοι άλλοι φοιτητές, υπερασπίστηκαν το Πολυτεχνείο, την Εθνική Ανεξαρτησία και τις Λαϊκές Ελευθερίες.
Όσοι λοιπόν ενδιαφέρεστε να μάθετε, αυτή την «άγνωστη» ιστορία, ας ακούσετε σήμερα, 12.30-2 μ.μ το ΡΑΔΙΟ 9, στους 98,9 FM.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΓΓ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΑΛΕΚΑΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕ - ΠΕΑΕΑ - ΔΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΩΝ 70 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΑΜ

Με τιμή και περηφάνια οργανώσαμε την σημερινή εκδήλωση στην 70η επέτειο από την ίδρυση του ΕΑΜ στα πέτρινα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής, σήμερα που συμπίπτει με την επέτειο της απελευθέρωσης της Αθήνας.
Υποκλινόμαστε σε όλους και όλες που έδωσαν την ζωή τους, αγωνίσθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο κατά των εισβολέων κατακτητών. Στα πεδία των πολεμικών μαχών, στον ανεφοδιασμό και την στήριξη των ανταρτών, στα βουνά και στις θάλασσες, στον αέρα, στην παρανομία. Εκείνους και εκείνες που διώχθηκαν, έζησαν χρόνια στις φυλακές και στις εξορίες, ενώ πολλοί εκτελεστήκαν, όμως έμειναν αλύγιστοι.
Τιμάμε τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που και σήμερα συμμετέχουν ενεργά στις γραμμές του ΚΚΕ, συνεχίζουν στους σύγχρονους αγώνες, μαζί με τις νεώτερες γενιές του κόμματος και της ΚΝΕ.
Η εαμική αντίσταση αποτελεί πηγή έμπνευσης, περικλείει αδιάσειστες αποδείξεις ότι όταν ένας λαός θέλει μπορεί να τα βάλει και με ένα υπέρτερο εχθρό εξωτερικό και εσωτερικό. Περικλείει πολύτιμα επίσης συμπεράσματα για την στρατηγική και τακτική του επαναστατικού εργατικού κινήματος, με ιδιαίτερη αξία σήμερα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι από τα αστικά κόμματα, πρώτο και καλύτερο το ΠΑΣΟΚ δεν τσιγκουνεύεται μεγάλα λόγια για την εθνική αντίσταση. Ούτε είναι τυχαίο ότι από την πρώτη στιγμή που ανέβηκε στο κυβερνητική πηδάλιο πρόταξε την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, μετατρέποντας την αναγνώριση ως πασοκική ταυτότητα που διαχώριζε το κόμμα αυτό από την δεξιά όπως έλεγε.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ικανοποίησε συναισθηματικά εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές και ως ένα βαθμό υλικά με τις γνωστές συντάξεις ψίχουλα, ενώ άφησε ξεκρέμαστους ένα σημαντικό μέρος των πολιτικών προσφύγων. Χρησιμοποίησε την αναγνώριση προκειμένου να επιβάλλει τα γνωστά εκβιαστικά διλήμματα ΠΑΣΟΚ ή ξανά Μακρονήσια και φυλακές-εξορίες, να περάσει αντιδεξιά σύνδρομα. Στις μέρες μας έχει μετατρέψει την Εθνική Αντίσταση ως μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, και το κυριότερο με την ανοχή και τη συνέργεια των οπορτουνιστών το ηρωικό και ανεπανάληπτο ΕΑΜ μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι με τον ΕΔΕΣ, με κάθε μικροοργάνωση που έστηναν οι εγγλέζοι σύμμαχοι τότε προκειμένου να διαμορφώσουν αντίβαρο απέναντι στον ογκόλιθο της εθνικής αντίστασης. Ουδέποτε έκανε σοβαρή προσπάθεια να διεκδικήσει τις γερμανικές αποζημιώσεις και την επιστροφή του δανείου.
Έχει αξία να σκεφτούμε πόσο σημαντικό στις τότε συνθήκες της Ελλάδας, ήταν να ιδρυθεί το ΕΑΜ με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, όταν είχε προηγηθεί το ανελέητο κυνηγητό των κομμουνιστών πριν τον πόλεμο με αποκορύφωμα την μεταξική δικτατορία. Σε συνθήκες που η δοσίλογη κυβέρνηση στην Ελλάδα παρέδιδε τους κρατούμενους κομμουνιστές στους γερμανούς κατακτητές με τελικό σκοπό την μεταφορά τους στο Νταχάου και στα άλλα κάτεργα, όπως συνέβη με τον γραμματέα ης ΚΕ του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη. Η μεταξική δικτατορία είχε καταφέρει συντριπτικά χτυπήματα στην μεγάλη πλειοψηφία των οργανώσεων του Κόμματος.
Ορισμένοι φορτώνουν αποκλειστικά σχεδόν στην μεταξική δικτατορία την έλλειψη πολεμικής προετοιμασίας της χώρας που αποκαλύφθηκε πολύ έγκαιρα και δεν μπορεί να συμψηφιστεί με τον ηρωικό αγώνα των ελλήνων στρατιωτών και πατριωτών αξιωματικών.
Η δικτατορία κηρύχθηκε από τον Γ. Γλύξμπουργκ και τον Γ. Μεταξά. Στην πραγματικότητα ήταν επιλογή της αστικής τάξης καθώς είχαν δυσκολία να κυβερνούν μέσω του αστικού κοινοβουλίου και καθώς επιθυμούσαν να καταστείλουν τον κίνημα προληπτικά και μάλιστα σε συνθήκες που είχε ξεκινήσει ή φαίνονταν ο κίνδυνος του πολέμου. Άλλωστε αυτή ήταν η γενική τάση στην καπιταλιστική Ευρώπη.
Τα αστικά κόμματα δεν πάλεψαν καθόλου τον εκφασισμό, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στον Μεταξά και την δυνατότητα να προετοιμάσει την δικτατορία.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αιφνιδίασε, ήταν ολοφάνερο ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να διαχειριστεί με το συνηθισμένο ως τότε τρόπο την κρίση του της περιόδου 29-31, δεν μπορούσε να διαχειριστεί την φτώχεια και την ανεργία, ενώ είχε ξεκινήσει η σύγκρουση ανάμεσα στα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε γιατί οξύνθηκαν οι ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στόχευαν στη συντριβή του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, της ΕΣΣΔ, ώστε να ξανακερδίσουν ένα χαμένο κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία σχεδίαζαν την υποκίνηση ενός πολέμου τόσο της Γερμανίας όσο και της Ιαπωνίας κατά της ΕΣΣΔ με σκοπό να λύσουν δύο ζητήματα: Να εξαφανίσουν την ΕΣΣΔ με την βοήθεια της Γερμανίας και της Ιαπωνίας και να εξασθενίσουν τις τελευταίες με έναν παρατεταμένο εξοντωτικό πόλεμο, ώστε να τις βάλουν στο περιθώριο στην διανομή των αγορών.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πόλεμος ιμπεριαλιστικός, άρα άδικος, ενώ από τη μεριά των λαών, των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και της ΕΣΣΔ ήταν δίκαιος.
Η ενδοιμπεριαλιστική σύγκρουση και το μένος κατά της ΕΣΣΔ δεν ήταν δυνατόν να αφήσει απ’ έξω την Ελλάδα που τότε ήταν στο πλευρό της Αγγλίας. Η αστική τάξη της χώρας μας και οι κυβερνήσεις, τα κόμματά της καθησύχαζαν της ανησυχίες του ελληνικού λαού, απαντούσαν στις έγκαιρες προειδοποιήσεις του ΚΚΕ, ότι η εδαφική ακεραιότητα της χώρας ήταν εγγυημένη από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Αγγλίας.
Σημειώνουμε ότι καμία από τις δύο χώρες, πέρα από φραστικές διακηρύξεις δεν έδωσε συγκεκριμένη πρακτική εγγύηση στην Ελλάδα απέναντι στην ιταλική απειλή. Η άμυνα της χώρας με ευθύνη της μεταξικής δικτατορίας και αυτών που την στήριξαν και, συνειδητά, την ανέχτηκαν ήταν εγκαταλειμμένη, ο εξοπλισμός παλαιός και σε ορισμένες περιπτώσεις άχρηστος παρά τις διακηρύξεις και τους εράνους υπέρ της άμυνας. Υπήρξε συνολική έλλειψη προπαρασκευής και από την πλευρά του εφοδιασμού του στρατού με πολεμικό υλικό.
Στις 2 Ιουνίου του 1939 και όταν πια ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και από τις δύο πλευρές ήταν πραγματικότητα, η ΕΣΣΔ πρότεινε στην Αγγλία και την Γαλλία να επεξεργασθούν κοινό συλλογικό σχέδιο συλλογικής ασφάλειας για την προστασία όλων των απειλούμενων ευρωπαϊκών χωρών από τις γερμανικές επιδιώξεις. Στην πρόταση της ΕΣΣΔ υπήρξε σαφής αναφορά και για την προστασία της Ελλάδας. Η αγγλική απάντηση ήταν αρνητική πράγμα που αποδείκνυε σε συνδυασμό και με τα κατοπινά γεγονότα, που λόγω στενότητας χρόνου δεν αναφέρονται, ότι ο ταξικός χαρακτήρας του πολέμου ήταν πανταχού παρών πράγμα εντελώς φυσιολογικό. Όλοι τους ανεξάρτητα σε ποιο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο ανήκαν είχαν στόχο προτεραιότητας να προηγηθεί η καταστροφή του πρώτου στην ιστορία σοσιαλιστικού κράτους και μετά να παλέψουν μεταξύ τους για την διανομή της λείας των αγορών, για την αλλαγή φρουράς στην πρωτοκαθεδρία της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.
Αποδείχθηκε περίτρανα ότι κανένας λαός δεν μπορεί να εμπιστευθεί την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας του στα αστικά κόμματα και στην τάξη τους, είτε αυτή δρα μέσω της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας είτε μέσω του παραμερισμού και της προσωρινής αναίρεσης του αστικού κοινοβουλίου.
Δίχως το ΕΑΜ θα ήταν αδύνατη η νίκη, δίχως το ΚΚΕ που πρωτοστάτησε στην ίδρυση και την δράση του θα ήταν αδύνατη η μεγάλη συμβολή της Ελλάδας στην επιτυχή κατάληξη της νίκης στην Ευρώπη, το πρώτο μερίδιο της οποίας ανήκει στον Κόκκινο Στρατό, στο σοβιετικό λαό, αλλά και στην ένοπλη πάλη των γιουγκοσλάβων, και βεβαίως στους λαούς της Ευρώπης που αν και οι περισσότεροι προδόθηκαν από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας υπέφεραν και προσπάθησαν. Πολύ σημαντικά στα Βαλκάνια ήταν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Αλβανίας και το αντιφασιστικό της Βουλγαρίας.
Δεν θα σταθώ σε όλα τα πλούσια διδάγματα της εαμικής αντίστασης και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και των τοπικών πολέμων που διεξάγονται σήμερα κάτω από τον ανταγωνισμό των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, ορισμένα από αυτά όμως είναι ξεχωριστά:
1. Η εργατική τάξη, ο εργαζόμενους λαός πρέπει να είναι προετοιμασμένος μέσα και από τον καθημερινό αγώνα, μέσα από την πολιτική του πείρα, να μη χύσει το αίμα του στο πλευρό ενός ιμπεριαλιστή στην προσπάθεια του να νικήσει τον ανταγωνιστή του ιμπεριαλιστή για την διανομή των αγορών, των σφαιρών επιρροής.
2. Η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός πρέπει να είναι έτοιμος να κτίσει το δικό του μέτωπο για να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα, αλλά και να βγει από τον πόλεμο εκείνος νικητής και όχι η αστική τάξη της χώρας του. Να πετύχει διπλή απελευθέρωση από την ξενική ιμπεριαλιστική κατοχή και την εγχώρια αστική πολιτική εξουσία, από το καπιταλιστικό σύστημα που είναι αξεχώριστο με τον πόλεμο.
Η ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, δεν ήταν απλά μια τυχαία ενέργεια που πρόκυψε γενικά και αφηρημένα από τα κάτω, τον ελληνικό λαό, όπως ακούγεται και γράφεται συστηματικά από αστικούς και οπορτουνιστικούς κονδυλοφόρους, βεβαίως και τα αντίστοιχα πολιτικά στελέχη.
Βεβαίως δεν μπορεί να υπάρξει θετικό για το λαό αποτέλεσμα δίχως λαϊκή ενεργητική συμμετοχή στην οργάνωση του αγώνα, στην επεξεργασία της τακτικής και των στόχων του και σε περίοδο πολέμου και σε περίοδο που η αντιδραστική πολιτική συνεχίζεται με πολιτικά μέσα. Το ΕΑΜ και ο φτωχός λαός ήταν ένα πράγμα. Αυτό δεν αλλάζει σε τίποτε ότι πρωτεργάτης ήταν το ΚΚΕ, και ότι σε όλη την περίοδο της Κατοχής η πρωτοπορία των κομμουνιστών έφερε στην επιφάνεια τον μαζικό λαϊκό ηρωισμό.
Ο μαζικός λαϊκός ηρωισμός, η λαϊκή πρωτοβουλία δεν καλλιεργούνται, ούτε βγαίνουν μαζικά στην επιφάνεια αν δεν υπάρχει κομουνιστική πρωτοπορία ικανή να πάρει την αρχική πρωτοβουλία και στην συνέχεια να εμπνεύσει, να δώσει νόημα στον αγώνα και βαθύτερο σκοπό.
Η αποκομμουνιστικοποίηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που επιχειρείται δεν είναι μόνο ανιστόρητη, είναι επικίνδυνη σήμερα, καθώς απαιτείται η μαζική μαχητική αντεπίθεση, ο λαϊκός ξεσηκωμός με νόημα και σκοπό την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, τη λαϊκή εργατική εξουσία, τη λαϊκή οικονομία, την αποτροπή, εκεί που είναι δυνατό του πολέμου και της ελληνικής συμμετοχής, τη σύνδεση της υπεράσπισης της πατρίδας, αν ο πόλεμος εξαπολυθεί, με την πάλη για την εξουσία. Ο πόλεμος ειναι σύμφυτος με το καπιταλιστικό σύστημα και όσο αυτό κυριαρχεί παγκόσμια αποτελεί πραγματικό κίνδυνο, άλλωστε τον ζούμε την τελευταία 20ετία στα Βαλκάνια, στην ανατολική Μεσόγειο, και αλλού.
Το Κόμμα μας στα ιστορικά του ντοκουμέντα για τα 60χρονα από την λήξη του παγκοσμίου πολέμου και για τα 90χρονά του αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Όταν τα στρατεύματα της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας κατέκτησαν την Ελλάδα και οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα (27 Απρίλη 1941), οι κομμουνιστές που δραπέτευσαν από τους τόπους εξορίας, όπου τους κρατούσε η κυβέρνηση Μεταξά, καθώς και άλλοι, που δρούσαν στην παρανομία, έσπευσαν να ανασυγκροτήσουν το ΚΚΕ και να οργανώσουν την Αντίσταση κατά των κατακτητών.
Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ δημιουργήθηκε το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ - 16 Αυγούστου 1941) και στις 27 Σεπτέμβρη του 1941 το ΕΑΜ. Στις 16 Φλεβάρη 1942 δημιουργήθηκε το ένοπλο τμήμα του, ο ΕΛΑΣ, με καπετάνιο τον Άρη Βελουχιώτη. Λίγο αργότερα (23 Φλεβάρη 1943) ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η θρυλική ΕΠΟΝ, που συσπείρωσε στις γραμμές της την πλειοψηφία της νεολαίας. Δίπλα σε αυτές τις οργανώσεις έδρασαν η Εθνική Αλληλεγγύη, η Επιμελητεία του Αντάρτη και ο φρουρός των λαϊκών αγωνιστών, η Οργάνωση για την Προστασία του Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ). Το Μάρτη του 1943 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ), με πρωτοβουλία της Κομματικής Οργάνωσης Ναυτεργατών του ΚΚΕ (ΚΟΝ). 2.500 Έλληνες ναυτεργάτες έδωσαν τη ζωή τους στη διάρκεια του πολέμου, πειθαρχώντας στο μαχητικό σύνθημα της ΟΕΝΟ «ΚΡΑΤΕΙΤΕ ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ».
Σημαντική ήταν και η συμβολή του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού (ΕΛΑΝ), που δημιουργήθηκε το 1943. Πλησιάζοντας η απελευθέρωση, το ΕΛΑΝ διέθετε 100 σκάφη με περισσότερους από 1.200 μαχητές ναύτες και αξιωματικούς.
Των παραπάνω ιστορικών γεγονότων είχε προηγηθεί (31 Οκτώβρη 1940) το «ανοιχτό γράμμα προς τον ελληνικό λαό» του Νίκου Ζαχαριάδη, Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, από τα μπουντρούμια της Κρατικής Ασφάλειας.
Ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές. Ήταν οι γνωστοί «δοσίλογοι», που σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις με πρωθυπουργούς κατά σειρά τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη. Με την ενίσχυσή τους σχηματίστηκαν το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας», η «Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις» (ΕΣΠΟ), η «Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος» (ΟΕΔΕ) κ.ά.
Η κυβέρνηση Ράλλη δημιούργησε τα «Τάγματα Ασφαλείας» (Νοέμβρης 1943), προκειμένου να ισχυροποιηθεί η δράση κατά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Μεταξύ των πρωτεργατών της δημιουργίας τους ήταν ο «φιλελεύθερος» στρατιωτικός δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Στυλιανός Γονατάς, υπαρχηγός του «Κόμματος των Φιλελευθέρων». Παράλληλα, δρούσε η οργάνωση «Χ» και άλλες, στηρίγματα του αστικού κράτους και διώκτες του αγωνιζόμενου λαού. Στα «Τάγματα Ασφαλείας» προσχώρησαν και βενιζελικοί αξιωματικοί. Παρόμοιες ένοπλες οργανώσεις είχαν δημιουργηθεί και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Ένα άλλο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου, μαζί και το Παλάτι, διέφυγε στο εξωτερικό, παίρνοντας τεράστιες ποσότητες κρατικών αποθεμάτων σε χρυσό. Εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, από όπου ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις με τους Εγγλέζους συμμάχους, σχεδιάζοντας τον εγκλωβισμό του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ σε κινήσεις που θα οδηγούσαν στη μεταπολεμική ανόρθωση της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Το ρόλο της υπονόμευσης του ΕΑΜ διεκπεραίωνε και η εγγλέζικη στρατιωτική αποστολή στα ελληνικά βουνά. Σε αυτό το πλαίσιο χρηματοδότησε και στήριξε πολιτικά και στρατιωτικά τη δημιουργία (Οκτώβρης 1941) και τη δράση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ), ηγετικά στελέχη του οποίου συνεργάζονταν και με τους Γερμανούς, ενώ άλλα κατατάχθηκαν και στα «Τάγματα Ασφαλείας». Παράλληλα, οι Εγγλέζοι αξιοποιούσαν και άλλες πολιτικές και στρατιωτικές οργανώσεις, όπως η ΕΚΚΑ («Εθνική Και Κοινωνική Απελευθέρωση», που ιδρύθηκε το Νοέμβρη του 1942).
Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής συγκαταλέγεται στους απόντες του αγώνα: Ο Γ. Καφαντάρης των «Προοδευτικών», ο Ι. Σοφιανόπουλος του «Αγροτικού Κόμματος», ο Γ. Παπανδρέου του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος», ο Παν. Κανελλόπουλος του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος» κ.ά., απείχαν. Οι περισσότεροι πήγαν στην Αίγυπτο λίγο πριν από το τέλος του πολέμου και ηγήθηκαν των διπλωματικών και άλλων επιχειρήσεων για την ανάκτηση της εξουσίας μετά τον πόλεμο.
Ο Γ. Καφαντάρης αρνήθηκε πρόταση του ΚΚΕ να προσχωρήσει στην Αντίσταση. Το ίδιο και ο Γ. Παπανδρέου, στον οποίο προτάθηκε να ηγηθεί του ΕΑΜ. Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας, όπου βρισκόταν στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ν. Πλαστήρας κάλεσε, με επιστολή του, το λαό να συνεργαστεί με τους κατακτητές.
Όπως εκτιμά το ΚΚΕ στο ΕΑΜ συσπειρώθηκε η μεγάλη πλειοψηφία του λαού (εργατική τάξη, μικρομεσαία αγροτιά, μεσαία στρώματα της πόλης). Το ΕΑΜ έσωσε το λαό από την πείνα. Δημιούργησε φύτρα εξουσίας στις απελευθερωμένες περιοχές (Αυτοδιοίκηση, Λαϊκή Δικαιοσύνη). Τροφοδότησε τη λαϊκή πολιτιστική ανάταση. Στις 10 Μάρτη 1944 ορκίστηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), το κεντρικό πολιτικό όργανο διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών.
Μετά από εκλογές (23 Απρίλη 1944), που έγιναν στις συνθήκες της Κατοχής, εκλέχτηκε το «Εθνικό Συμβούλιο» με έδρα τις Κορυσχάδες (30 Απρίλη 1944). Στις εκλογές ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες και οι νέοι από 18 χρόνων. Συμμετείχαν περίπου 1.800.000 ψηφοφόροι, δίχως να υπολογίζονται τα αποτελέσματα της Κρήτης, της Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης και των νησιών του Αιγαίου. Σημειώνεται ότι στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1936 είχαν πάρει μέρος 1.000.000 ψηφοφόροι.
Χάρη στο ΕΑΜ δε στάλθηκε ούτε ένας εργάτης για να δουλέψει στα γερμανικά εργοστάσια, με εξαίρεση αυτούς που είχαν συλλάβει ομήρους οι Γερμανοί. Χάρη στο ΕΑΜ δε στάλθηκε ούτε ένας για να πολεμήσει κατά της Σοβιετικής Ενωσης.
Η δράση του ΕΑΜ περιλάμβανε όλες τις μορφές πάλης: Απεργίες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, διαβήματα, ένοπλη οργάνωση. Πλατιά και πολλές φορές πρωτότυπη ήταν η μαζική προπαγανδιστική δαυλιά του.
Ο ΕΛΑΣ καθήλωσε 8 έως και 12 εχθρικές μεραρχίες. Προξένησε στους κατακτητές απώλειες 30.000 νεκρούς και συνέλαβε 6.500 αιχμαλώτους. Κατέστρεψε 37 μεγάλες γέφυρες, 85 ατμομηχανές, 1.000 περίπου βαγόνια και 1.000 αυτοκίνητα. Το σύνολο σχεδόν του οπλισμού του προερχόταν από τις επιχειρήσεις του εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών. Την Άνοιξη του 1944 ο ΕΛΑΣ είχε υπό τον έλεγχό του τα 2/3 της χώρας και τη στιγμή της απελευθέρωσης περισσότερο από το 90% του εδάφους.
Στη διάρκεια του πολέμου οι νεκροί από τον ελληνικό πληθυσμό έφθασαν συνολικά τους 405.000 (θάνατοι από την πείνα, εκτελεσμένοι, νεκροί του ελληνοϊταλικού και του ελληνογερμανικού πολέμου, χιλιάδες που εξοντώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης - κυρίως Εβραίοι της Θεσσαλονίκης - κ.ά)
Τις ημέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (12 Οκτώβρη 1944) στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Ταυτόχρονα το ΕΑΜ κυριαρχούσε, ενώ ο αστικός κρατικός μηχανισμός ήταν σμπαραλιασμένος. Η αστική κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί βρισκόταν στην Αίγυπτο και οι Εγγλέζοι δεν είχαν καταφθάσει ακόμα στην Ελλάδα.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα μας δεν μπόρεσε να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας και τότε ακόμη, ιδίως μετά το 1943, που οι συνθήκες επέβαλαν να θέσει το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Δηλαδή δεν είχε πρόβλεψη και έτσι την κρίσιμη στιγμή δεν έλυσε το ζήτημα της σύμπλεξης του κοινωνικοταξικού περιεχομένου του αγώνα με τον εθνικοαπελευθερωτικό. Έτσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο εγγλέζικο στρατηγείο της Μ. Ανατολής (5 Ιούλη 1943) και αργότερα στις συμφωνίες του Λιβάνου (20 Μάη 1944) και της Καζέρτας (26 Σεπτέμβρη 1944), για να διατηρήσει και να διευρύνει την «εθνική ενότητα». Δεν διαμόρφωσε τις υποκειμενικές προϋποθέσεις μιας πορείας που, ανάλογα και με άλλους παράγοντες, μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη.


Οι δυνάμεις που συμμετείχαν στο ΕΑΜ εξέφραζαν διαφορετικά συμφέροντα. Εκτός από το ΚΚΕ συμμετείχαν και δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, γενικά αστικής πολιτικής κατεύθυνσης. Έπρεπε να θεωρηθεί βέβαιο ότι, εξαιτίας των ταλαντεύσεων που προσιδιάζουν στη φύση τέτοιων κομμάτων και ατόμων και που δεν είναι διατεθειμένα να φτάσουν μέχρι το τέλος του δρόμου, δεν ήταν δυνατό η εργατική τάξη να βαδίσει μαζί τους σε όλες τις φάσεις της πάλης, πολύ περισσότερο όσο πλησίαζε το τέλος της Κατοχής και το ζήτημα της εξουσίας ετίθετο επί τάπητος. Το ΚΚΕ δεν πήρε υπόψη του ότι η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη διεξάγεται και στο πλαίσιο της συμμαχίας και ότι για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης δεν επιτρέπονται επιζήμιοι συμβιβασμοί. Πολύ περισσότερο όταν οι συμβιβασμοί δεν αντιστοιχούν στο συσχετισμό των δυνάμεων που υπάρχει ανάμεσα στους συμμάχους».


Το δίδαγμα που βγαίνει είναι ότι η αυτοτελής δράση του ΚΚ είναι όρος για σωστή πολιτική συμμαχιών, ναι μεν αυτή προϋποθέτει συμβιβασμούς αλλά αυτοί δεν μπορεί να καθορίζονται από την συγκυρία, να θέτουν σε δεύτερη μοίρα την στρατηγική, να υποτάσσονται στις ανάγκες της μιας ή της άλλης εκλογικής μάχης.
Το τελευταίο διάστημα η πρόταση για την λεγόμενη «ενότητα της αριστεράς» υποκαταστάθηκε με ένα κήρυγμα για την συγκρότηση ενός νέου, σύγχρονου ΕΑΜ. Μια φράση που χαϊδεύει αυτιά, κεντρίζει την συγκίνηση και τον συναισθηματισμό, με σαφή όμως πολιτική πρόθεση να ψαρέψει στα θολά νερά.
Ταυτόχρονα αυτή η πρόταση συνοδεύεται και με τον απειλητικό εκβιασμό του τύπου ότι όποιος δεν συμφωνήσει θα επαναλάβει το λάθος της Βάρκιζας, θα υποταχθεί στην αστική τάξη. Δεν πρόκειται για μια ειλικρινή μεταμέλεια επειδή οι περισσότεροι από τους πατριάρχες και ηγέτες του οπορτουνισμού, θεωρούσαν ότι η Βάρκιζα ήταν υποχρεωτικός συμβιβασμός, ότι μας τον επέβαλλαν οι έξω. Με αυτό το κριτήριο και εμείς ανταπαντάμε ότι το να κάνεις μια φορά το λάθος της Βάρκιζας από έλλειψη επάρκειας, ικανότητας, και όχι βεβαίως γιατί έγινες ξαφνικά προδότης και φοβισμένος, είναι κακό πολύ κακό δεν συμψηφίζεται με τίποτε, όμως δεν συγκρίνεται όταν έχεις επιλέξει διαδοχικά ούτε μια, ούτε δύο, αλλά πολλές «Βάρκιζες».
Το κήρυγμα για το νέο ΕΑΜ με όλη την θολούρα που προβάλλεται ακουμπάει στην πρόσκαιρη ικανοποίηση των ανυπόμονων λαϊκών μαζών να βρεθεί ένας ήπιος τρόπος να σταματήσει η βαρβαρότητα των μέτρων της κυβέρνησης και έστω να γυρίσουμε στην κατάσταση προ Μνημονίου. Κολακεύει συνειδητά τις αυταπάτες λαϊκών μαζών, ιδιαίτερα μεσοστρωμάτων, ότι είναι δυνατόν με μια εκλογική έφοδο να προκύψει μια προοδευτική κυβέρνηση που θα διαπραγματευθεί μέσα στους κανόνες της ΕΕ και με την βοήθεια των κανόνων της, ώστε να επιστρέψουμε στην προ του Μνημονίου κατάσταση, λες και το Μνημόνιο ήταν μια συνομωσία, κάτι το ξαφνικό. Λες και στην περίοδο πριν το Μνημόνιο, και συγκεκριμένα από το 1992 δεν έγιναν διαδοχικά αποφασιστικά βήματα στρατηγικής ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, αποκρατικοποιήσεων, συμμετοχής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ή ότι χωρίς ρήξη και αποχώρηση από την ΕΕ είναι δυνατόν μια χώρα, οποιαδήποτε να κινείται σε μη φιλομονοπωλιακή κατεύθυνση, σε φιλεργατική, φιλολαϊκή. Θεωρούν ότι αιτία χρεωκοπίας της Ελλάδας είναι το Μνημόνιο, ή το χρέος, πράγμα που αυτόματα οδηγεί σε λαθεμένη στρατηγική. Το ότι η χρεωκοπία με την μορφή κουρέματος είναι μονόδρομος για το κεφάλαιο, δεν λογίζεται και ως μονόδρομος για το λαό. Ο μονόδρομος για το κεφάλαιο δεν αντιπαλεύεται με διαπραγματεύσεις εντός ΕΕ, αλλά με τον αγώνα που έχει έκβαση την εργατική εξουσία, την αποδέσμευση και την διαγραφή του χρέους από την πλευρά της νέας κυβέρνησης, μονομερώς.
Ο οπορτουνισμός από τη φύση του ρέπει στην ικανοποίηση αυταπατών, υποκύπτει στην πίεση της αγανάκτησης, κρύβει όσο μπορεί την στρατηγική του και την δίψα για συμμετοχή σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης. Μας γυρνάει πολλά – πολλά χρόνια πίσω, την περίοδο εκείνη που το ΠΑΣΟΚ περνούσε σε μεγάλο μέρος του λαού τον τεχνητό διαχωρισμό δεξιά-αντιδεξιά, φώς και σκότος, ή μαζί μου ή γυρνάμε ξανά στα Μακρονήσια.
Ένα μεγάλο μέρος των μικροαστικών λαϊκών στρωμάτων πρέπει και μπορεί να βρεθεί στο πλευρό του εργατικού κινήματος.
Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΕ έκανε ακόμα πιο ισχυρή την ρεφορμιστική και οπορτουνιστική επιρροή στο εργατικό κίνημα, στην δυτική και κεντρική Ευρώπη.
Ο οπορτουνισμός από την φύση του, πολύ εύκολα περνάει από τον ανοικτό συμβιβασμό στο όνομα του ρεαλισμού στην ανατρεπτική ρητορεία, με ένα κενό περιεχομένου πολιτικό λόγο. Χωρίς ίχνος σεβασμού στις εργατικές λαϊκές κοινωνικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, που οι λαοί ίδρωσαν στην προσπάθεια να κτίσουν μια νέα κοινωνία, το μόνο που αδιάντροπα λένε είναι ότι ο σοσιαλισμός θα έλθει στην Δευτέρα παρουσία.
Εδώ ταιριάζει πολύ καλά η ρήση του Μαρξ ότι «η παράδοση νεκρών γενεών βαραίνει σαν ένα βουνό στο μυαλό των ζωντανών».
Ένα πράγμα παραμένει σταθερό στην αέναη ταλάντευση του οπορτουνισμού, ο φόβος ως και το μίσος για την κοινωνική επανάσταση, για την εργατική εξουσία.
Στους οπορτουνιστές λείπει εντελώς η πραγματική μοναδική εμπειρία που προσφέρει η άμεση συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες, στην επαφή και δράση μέσα στην εργατική τάξη στον παραγωγικό τομέα της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής. Άλλο να κάνεις περιοδείες, άλλο να κλαίς για τα προβλήματα της εργατιάς και άλλο να μη αναγνωρίζεις τον πρωτοπόρο, ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στην κοινωνική αλλαγή, να αναμασάς τα περί των δυνάμεων της εργασίας, ή ακόμα χειρότερα να αρνείσαι ότι υπάρχει εργατική τάξη σήμερα στο όνομα των νέων τεχνολογιών.
Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο ότι οι ρεφορμιστές και οπορτουνιστές επιλέγουν να συγκρούονται και μάλιστα μπροστά στις κάμερες με δευτερεύοντα στοιχεία της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ σήμερα, χθες της ΝΔ, να δίνουν προσωπικό χαρακτήρα στην αντιπαράθεση, κρίνουν πώς κυβερνά ένα κόμμα, και δεν χτυπούν στην καρδιά την στρατηγική τους. Ρέπουν στην καταδίκη της διαδικασίας έναντι της ταξικής ουσίας.
Εκστασιάζονται με δήθεν ανανεωτικές και πρωτότυπες προτάσεις που μπορεί να υποστηρίζει ο ένας ή ο άλλος επώνυμος οικονομολόγος, υιοθετούν κλισέ που κυκλοφορούν από τα διάφορα παπαγαλάκια, εκστασιάζονται μπροστά σε μια νέα μορφή πάλης, που την ανάγουν σε ρήξη, αδιαφορώντας συνειδητά για το ρηχό περιεχόμενό της.
Συμβαίνει επίσης και κάτι άλλο, φαινομενικά παράδοξο, αλλά ευεξήγητο. Όλα τα κόμματα στο τόπο μας, ρεφορμιστές, αναθεωρητές, καραμπινάτοι οπορτουνιστές εδώ και χρόνια, ιδιαίτερα μετά την μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε ΕΕ προσχώρησαν στον αστικό και μικροαστικό κοσμοπολιτισμό, έφθασαν μάλιστα στο σημείο να θεωρούν ότι η εθνοκρατική οργάνωση έχει ξεπεραστεί στα πλαίσια της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Μας κατηγορούσαν για σεχταριστές και οπισθοδρομικούς όταν βροντοφωνάζαμε ότι με την συνθήκη του Μάαστριχτ και βεβαίως την συμμετοχή και την νέα δομή του ΝΑΤΟ εκχωρούνται και επίσημα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας στον ιμπεριαλισμό, και βεβαίως για μας το πρώτο και το κύριο είναι η ταξική διάσταση του προβλήματος και οι επιπτώσεις στην ζωή του λαού. Φωνάζαμε και φωνάζουμε για την κατάργηση των εθνικών συνόρων στα πλαίσια του ΝΑΤΟ πράγμα που έχει ανοίξει το ζήτημα της λεγόμενης συγκυριαρχίας και συνδιαχείρισης στο Αιγαίο. Αποκαλύψαμε το πραγματικό ταξικό περιεχόμενο της συζήτησης για ομοσπονδοποίηση της ΕΕ, για ενιαία διακυβέρνηση οικονομική και πολιτική. Και πάλι κατηγορηθήκαμε για αναχρονισμό. Τώρα οι κάθε λογής ρεφορμιστές και οπορτουνιστές ανακάλυψαν ότι η Τρόικα είναι πρόβλημα εξωτερικής κατοχής, ότι είμαστε κάτω από την γερμανική μπότα, ότι η Ελλάδα έχει μεταβληθεί σε αποικία, ότι στην χώρα μας η αστική τάξη και τα κόμματά της έχουν στάση υποτέλειας. Είτε δεν έχουν πάρει χαμπάρι, είτε κάνουν πώς δεν καταλαβαίνουν ότι η καπιταλιστική διακρατική ένωση, είτε είναι περιφερειακή είτε παγκόσμια, είτε είναι θεσμοθετημένη είτε λειτουργεί περίπου άτυπα, διέπεται από ανισότιμες σχέσεις εξ αιτίας της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης, επομένως ο συσχετισμός δύναμης αποτυπώνεται κάθε φορά στις αποφάσεις. Δεν έχουν πάρει χαμπάρι είτε δεν θέλουν να δεχθούν ότι η αστική τάξη κάθε χώρας είναι καταδικασμένη να βαδίζει μαζί με τις αστικές τάξεις γειτονικών ή και όχι χωρών, προκειμένου να έχουν πρόσθετη δύναμη στο τσάκισμα του εργατικού, του επαναστατικού κινήματος, ότι έτσι αποτυπώνεται η απελευθέρωση αγοράς, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, ότι σ΄αυτό το πεδίο πραγματοποιείται ο πόλεμος της ανταγωνιστικότητας.
Σε συνθήκες κρίσης και μάλιστα με τα χαρακτηριστικά της σημερινής αντικειμενικά η διέξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο, ταυτίζεται με την πάλη για την εργατική λαϊκή εξουσία, με την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, την αποδέσμευση από την ΕΕ, και την διαγραφή του χρέους.
Το ΚΚΕ έχει αποκτήσει μεγαλύτερη πείρα σήμερα στην στρατηγική και την τακτική του αγώνα, άλλο πράγμα είναι οι τακτικές κινήσεις που συμβάλλουν την ενίσχυση της ταξικής πάλης και άλλο πράγμα οι τακτικές κινήσεις που αντικειμενικά την αποδυναμώνουν.
Είναι δυνατόν να κάνεις συμμαχία και μάλιστα σε συνθήκες βαθειάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και με στόχο να αναλάβεις την διακυβέρνηση και να αγνοείς τον χαρακτήρα και την φύση του αστικού κράτους; Άρα και των αστικών κομμάτων; Τον χαρακτήρα και την φύση της ΕΕ, το γεγονός των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, την ανισόμετρη ανάπτυξη;
Πολιτικό προσωπικό του αστικού κράτους ούτε γίναμε ποτέ ούτε θα γίνουμε. Άλλωστε υπάρχει η πείρα του ιταλικού, του γαλλικού πειράματος και όχι μόνον.
Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είναι τιμή και περηφάνια μας, αξιοποιούμε την πείρα του χθες γνωρίζοντας όμως ότι πάνω απ’ όλα οφείλουμε να ανταποκριθούμε σήμερα στο επιτακτικό καθήκον να ενώσουμε το λαό όχι γενικά και αφηρημένα, αλλά την εργατική τάξη με τους αυτοαπασχολούμενους και την φτωχή αγροτιά που έχουν συμφέρον να αντιπαρατεθούν και να έλθουν σε ρήξη με την εξουσία των μονοπωλίων.
Να ανταποκριθούμε στον υπαρκτό κίνδυνο της όξυνσης των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή μας, να αντιταχθούμε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να μη χύσουμε το αίμα μας για τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών αλλά για μια Ελλάδα λεύτερη από κάθε μορφής ταξική εκμετάλλευση και ιμπεριαλιστική καταπίεση-επιβολή, για μια Ελλάδα του σοσιαλισμού.
Έτσι τιμάμε εμείς τους νεκρούς του αγώνα, έτσι τιμάμε την ιστορία μας, παίρνουμε υπόψη την πραγματικότητα, τον συσχετισμό δύναμης σε κάθε φάση, όχι για να δικαιολογήσουμε έτσι την υποχώρηση και την συνθηκολόγηση, αλλά για να ετοιμάσουμε τον δρόμο της αντεπίθεσης και της ανατροπής με την όσο γίνεται μεγαλύτερη οργάνωση και συνειδητότητα του λαού. Να είμαστε έτοιμοι και μπροστά σε μια απότομη άνοδο του κινήματος, αλλά και σε στασιμότητα και υποχώρηση, δεν είμαστε ούτε αιθεροβάμονες, ούτε ρίχνουμε τις σημαίες του αγώνα στα δύσκολα. Ένα πράγμα μας ενδιαφέρει που αφορά και ενδιαφέρει την λαϊκή πλειοψηφία. Να στεκόμαστε σε κάθε φάση στο ύψος της ευθύνης μας, στο ύψος της δοξασμένης ιστορίας μας.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ

Ο κομμουνιστής λαϊκός ήρωας


59 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ



«Γείρε το τίμιο φλάμπουρο πατρίδα μου τ' αγώνα/ για κείνον που το κράτησε μέχρι θανάτου ορθό./ Κι εσύ λαέ μου λύγισε μ' ευλάβεια το γόνα/ γι' αυτόν που δεν ελύγισε ποτέ μπρος στον εχθρό».

Αλέξης Πάρνης1

Μεσάνυχτα Σαββάτου 29 προς Κυριακή 30 Μαρτίου του 1952. Τούτη τη νύχτα το κρύο φτάνει ως το κόκαλο κι είναι λογικό να συναντάει κανείς την ερημιά στους δρόμους. Στην Αθήνα, όμως, παρατηρούνται έκτακτα αστυνομικά μέτρα που κανείς δεν είναι σε θέση να εξηγήσει. Κατά τις 2 το πρωί της Κυριακής, η αστυνομία αποκλείει ολόκληρη την περιοχή της Καλλιθέας, όπου βρίσκονται οι φυλακές και απαγορεύει την κίνηση, κυρίως, γύρω ή κοντά σε αυτές. Σε λίγο στο χώρο των φυλακών φτάνουν 15 τζιπ και δύο φορτηγά του στρατού με αξιωματικούς της ΑΣΔΕΝ και της ΕΣΑ. Επίσης έντονη είναι η παρουσία στρατιωτών, αστυνομικών και χωροφυλάκων. Στις 3 παρά 5' φτάνει στις φυλακές ο Βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Κ. Αθανασούλης, ο οποίος και ζητάει από τον διευθυντή των φυλακών Προεστόπουλο να παραδοθούν προς εκτέλεση 4 μελλοθάνατοι κρατούμενοι: Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Νίκος Καλούμενος κι ο Ηλίας Αργυριάδης. Η αντίστροφη μέτρηση από τη ζωή προς το θάνατο έχει μόλις αρχίσει.

Στις 3.25 οι τέσσερις μελλοθάνατοι, με χειροπέδες, ανεβαίνουν στο υπ' αριθ. 99 αυτοκίνητο - κλούβα της Χωροφυλακής κι η φάλαγγα των αυτοκινήτων ξεκινά. Πίσω από την κλούβα ακολουθούν τα αυτοκίνητα με το εκτελεστικό απόσπασμα της ΕΣΑ, τον Βασιλικό Επίτροπο, τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες2. Σε λίγο όλα θα 'χουν τελειώσει.

Η πομπή των αυτοκινήτων ακολουθώντας τη διαδρομή Λ. Συγγρού - Στάδιο, Ρηγίλλης - Β. Σοφίας - Μεσογείων έφτασε στις 3.48' π.μ. στον τόπο εκτελέσεων στο Γουδί. Στις 4π.μ. οι μελλοθάνατοι κατέβηκαν από την κλούβα και πήραν θέση απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στις 4.10' π.μ. ακούστηκε το παράγγελμα «πυρ» κι αμέσως μια ομοβροντία πυροβολισμών. Ο Ν. Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του είχαν περάσει πια στην αγκαλιά της ιστορίας3.


Ας επιστρέψουμε όμως λίγο πίσω στο χρόνο κι ας δούμε πώς φτάσαμε στο μακάβριο τούτο χάραμα της 30ής Μαρτίου του 1952.

Ο Ν. Μπελογιάννης στην Ελλάδα

Στα τέλη Αυγούστου του 1949 ο εμφύλιος πόλεμος έφτασε στο τέλος του. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ μετά την ήττα τους στο Γράμμο και στο Βίτσι, υποχώρησαν συντεταγμένα στο έδαφος της Αλβανίας κι από κει, παίρνοντας το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, διασκορπίστηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και την ΕΣΣΔ. Το ΚΚΕ μετέφερε το κέντρο βάρους της δουλιάς του από τον ένοπλο αγώνα στην ειρηνική μαζική πολιτική δράση. «Η ήττα μας στη μάχη Βίτσι - Γράμμου τον Αύγουστο του 1949 - υπογραμμιζόταν στην πολιτική απόφαση της 6ής Ολομέλειας της ΚΕ του Κόμματος που έγινε τον Οκτώβρη του ιδίου έτους - σημειώνει μια αλλαγή στην κατάσταση. Αυτό επιβάλλει μια αλλαγή και στην πολιτική μας γραμμή. Η τακτική της συνέχισης οπωσδήποτε του ένοπλου αγώνα, που εκφράζει ένα μικροαστικό πνεύμα απελπισίας και έλλειψη προοπτικής, θα 'δινε τη δυνατότητα στον αντίπαλο να καταφέρει συντριπτικό χτύπημα εναντίον των αγωνιστών και στελεχών του λαϊκού κινήματος». Στην ίδια απόφαση γινόταν εξονυχιστικά λόγος για το συνδυασμό παράνομης και νόμιμης δουλιάς, για τη δημιουργία ενός γερού παράνομου κομματικού μηχανισμού μέσα στην Ελλάδα, αλλά και για την αξιοποίηση όλων των νόμιμων δυνατοτήτων που υπήρχαν. Ταυτόχρονα υπογραμμιζόταν: «Χωρίς αναβολή το Κόμμα πρέπει να προετοιμάσει και να στείλει στις μεγάλες πόλεις ολόκληρη σειρά κομματικά στελέχη για το δυνάμωμα και την αναδιοργάνωση των τοπικών οργανώσεων και για την εξασφάλιση της εφαρμογής της καινούργιας γραμμής»4. Η απόφαση αυτή, ειδικά ως προς το τελευταίο σκέλος της που παραθέσαμε, βρήκε την πρώτη έμπρακτη έκφρασή της με την αποστολή του Ν. Μπελογιάννη, αναπληρωματικού μέλους της ΚΕ του Κόμματος, στην Ελλάδα.

Ο Ν. Μπελογιάννης έφτασε παράνομα στην Αθήνα δέκα, περίπου, μήνες μετά τη λήξη του εμφυλίου και συγκεκριμένα στις αρχές Ιουνίου του 1950, με αποστολή την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και την ανάπτυξη της παράνομης δουλιάς του Κόμματος. Αμέσως ρίχτηκε στη δουλιά.

«Ξεκαθαρίζω και ανασυγκροτώ αυτό που υπάρχει - έγραφε σ' ένα από τα πρώτα τηλεγραφήματα που έστειλε στην ηγεσία του Κόμματος στο εξωτερικό5 - και προσπαθώ να χτίσω άλλο παράλληλα. Δυνατότητες πολλές, προοπτική μου αισιόδοξη». Δυστυχώς όμως πολύ γρήγορα οι διωκτικές αρχές του μετεμφυλιακού καθεστώτος μπήκαν στα ίχνη του και τον συνέλαβαν.

Η σύλληψη του Ν. Μπελογιάννη έγινε στις 20 Δεκέμβρη του 1950 αλλά η Ασφάλεια έδωσε στη δημοσιότητα το γεγονός μισό μήνα αργότερα, στις 5 Γενάρη 1951. Μια μέρα πριν, με απόφαση του Συμβουλίου Εφετών κλείστηκε ο «Δημοκρατικός», η πρώτη νόμιμη αριστερή εφημερίδα που βγήκε μετά τον εμφύλιο, με την αμέριστη στήριξη του ΚΚΕ για να καλύψει το κενό της έλλειψης νόμιμου κομματικού Τύπου. Τις επόμενες μέρες ανακοινώθηκαν οι συλλήψεις και άλλων κομμουνιστών, ενώ το όλο θέμα παρουσιάστηκε ως μεγάλη επιτυχία των υπηρεσιών δίωξης του κομμουνισμού. Ετσι λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και 92 ακόμη συντρόφων του.
Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη

Η δίκη αυτή άρχισε στο έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στις 19 Οκτώβρη 1951 και ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του ιδίου έτους. Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν την κατηγορία ότι παραβίασαν τον Α.Ν. 509, το νόμο δηλαδή με τον οποίο βγήκε, και τυπικά, παράνομο το ΚΚΕ το Δεκέμβρη του 1947. Γινόταν, συνεπώς, φανερό πως επρόκειτο για μια πολιτική δίκη και πως οι κατηγορούμενοι δικάζονταν για τις πολιτικές πεποιθήσεις τους. «Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ - είπε στην απλολογία του ο Ν. Μπελογιάννης - και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ»6.

Το ότι η δίκη ήταν πολιτική και σκηνοθετημένη δεν υπάρχει σήμερα κανείς που να το αμφισβητεί. Ορισμένοι, όμως, συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την υπόθεση Μπελογιάννη, επιχείρησαν να μετριάσουν ή ακόμη και να εξαφανίσουν τις ευθύνες που είχε στο ζήτημα αυτό η κυβέρνηση Πλαστήρα και να ρίξουν το σύνολο των ευθυνών για τη διεξαγωγή της δίκης αποκλειστικά στο παρακράτος και στον ξένο παράγοντα.

Ο Π. Παρασκευόπουλος, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι τη σύνθεση του δικαστηρίου - στην οποία συμμετείχε και ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος - την είχε καθορίσει ο ΙΔΕΑ με σκοπό να μη γίνει δυνατή η αναβολή της δίκης που επιδίωκε τάχα η κυβέρνηση Πλαστήρα λόγω του δημοκρατικού προσανατολισμού της7. Με τον Παρασκευόπουλο συμφωνεί και ο Τ. Βουρνάς8. Η ιστορική, όμως, αλήθεια για τις προθέσεις της κυβέρνησης Πλαστήρα είναι εντελώς διαφορετική απ' ό,τι την παρουσιάζουν οι προαναφερόμενοι ιστοριογράφοι.

Ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας ναύαρχος Σακελλαρίου, είχε παραδεχτεί στη Βουλή πως η κυβέρνηση Πλαστήρα επιδίωξε μια διακοπή της δίκης για λόγους σκοπιμότητας κι όχι από δημοκρατισμό ή γιατί έτρεφε αισθήματα συμπάθειας προς τους κατηγορούμενους. «Επειδή η εθνική αντιπροσωπεία μας η ευρισκόμενη τότε εις Ουάσιγκτον - είχε πει ο Σακελλαρίου9 - θα υφίστατο ίσως την επίθεση του σλαυικού μπλοκ, διότι μετά την πάροδον δύο ετών από την καταστολήν της ανταρσίας εξακολουθούμε να έχουμε λειτουργούντα τα έκτακτα στρατοδικεία, η κυβέρνησις εξέφρασε την επιθυμίαν προς αποφυγήν της επιθέσεως αυτής, εάν υπήρχε δυνατότης να διακοπή η δίκη αυτή».

Η δήλωση αυτή δεν επιδέχεται παρερμηνείες όσον αφορά στις προθέσεις της κυβέρνησης Πλαστήρα σχετικά με τη δίκη.
Η σκευωρία των ασυρμάτων

Το ότι η δίκη ήταν ξεκάθαρα πολιτική φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι αυτοί που την οργάνωσαν δεν ήταν σε θέση - μετά το πέρας της - να εφαρμόσουν την απόφαση του Στρατοδικείου βάσει της οποίας ο Ν. Μπελογιάννης και 11 ακόμη σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ετσι οργάνωσαν μια δεύτερη δίκη του Ν. Μπελογιάννη και των συντρόφων του, αυτή τη φορά στο τακτικό Στρατοδικείο, με την κατηγορία της διάπραξης του αδικήματος της κατασκοπίας σε βάρος της Ελλάδας. Για να μπορέσουν όμως να στήσουν αυτή τη νέα κατηγορία προχώρησαν με πομπώδη τρόπο στην αποκάλυψη των ασυρμάτων του κόμματος στη Βίλα «Αύρα» στη Γλυφάδα και στο σπίτι του παλιού κομμουνιστή Ν. Καλούμενου στην Καλλιθέα

Το ότι το ΚΚΕ χρησιμοποιούσε ασυρμάτους για την παράνομη δουλιά του ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό σε κείνες τις συνθήκες, αφού δεν είχε άλλο καλύτερο και ταχύτερο τρόπο επικοινωνίας με τις οργανώσεις του - τουλάχιστον αυτές που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα. Αλλωστε η λειτουργία των ασυρμάτων για τις ανάγκες της παράνομης κομματικής δουλίας δεν ήταν κάτι που προέκυψε τη δεκαετία του '50. Ασυρμάτους το ΚΚΕ είχε τουλάχιστον από τη δεκαετία του '30 και ορισμένους από αυτούς τους είχε πιάσει η Δικτατορία του Μεταξά. Συνεπώς επρόκειτο για μια συνήθη κομματική πρακτική που τη γνώριζαν καλά οι διωκτικές αρχές, αλλά αυτό δεν τις εμπόδισε καθόλου να στήσουν τη σκευωρία για δήθεν κατασκοπία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ασύρματοι στη Γλυφάδα και στην Καλλιθέα ανακαλύφθηκαν στις 14 και 15 Νοέμβρη του 1951, ακριβώς με το τελείωμα της πρώτης δίκης του Ν. Μπελογιάννη και των 92 συντρόφων του, πράγμα που σημαίνει πως ο χρόνος της αποκάλυψής τους είχε προεπιλεχθεί από τις διωκτικές αρχές και τους Αμερικανούς καθοδηγητές τους ούτως ώστε με το αιτιολογικό της ανακάλυψης νέων στοιχείων να κρατήσουν την υπόθεση σε εκκρεμότητα και να προετοιμάσουν τη νέα δίκη. Αλλωστε στο Τύπο της εποχής είχε διαρρεύσει πως οι διωκτικές αρχές γνώριζαν για τους ασυρμάτους πολύ καιρό πριν και παρακολουθούσαν τη λειτουργία τους10. Τέλος, αξίζει να προσθέσουμε πως ένα μήνα μετά την πρώτη δίκη του Μπελογιάννη, η εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» πληροφορούσε πως ο συνιδιοκτήτης της και αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ Α. Κύρου, είχε ειδοποιήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις να δικάζουν τους κομμουνιστές με την κατηγορία του κατασκόπου «και τούτο ανεξαρτήτως εάν η κατηγορία προέκυπτε από τα στοιχεία τα οποία είχεν υπόψη της η ασκούσα την δίωξιν αρμόδια στρατιωτική αρχήν»11. Ετσι επανήλθε σε ισχύ ο Α.Ν. 375/1936 περί κατασκοπίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία Μεταξά, βάσει του οποίου σύρθηκαν εκ νέου στο - τακτικό αυτή τη φορά - Στρατοδικείο ο Ν. Μπελογιάννης, οι καταδικασθέντες σύντροφοί του από την πρώτη δίκη καθώς και όσοι συνελήφθησαν στο πλαίσιο της υπόθεσης των ασυρμάτων.
Η δεύτερη δίκη και η εκτέλεση

Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15/2 και τελείωσε την 1η Μαρτίου του 1952. Ο Μπελογιάννης και άλλοι επτά σύντροφοί του (Δ. Μπάτσης, Η. Αργυριάδης, Ν. Καλούμενος, Ελ. Ιωαννίδου, Τ. Λαζαρίδης, Χαρ. Τουλιάτος και Μ. Μπισμπιάνος) καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αμέσως, προσέφυγαν στο Συμβούλιο Χαρίτων σε μια ύστατη προσπάθεια να εμποδίσουν το μοιραίο συνεπικουρούμενοι από τα εκατομμύρια των επωνύμων και ανωνύμων που αγωνίζονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ώστε ν' αποτραπεί η δολοφονία τους. Τελικά η δολοφονία έγινε και οι τέσσερις από τους οκτώ θανατοποινίτες εκτελέστηκαν γιατί το ήθελε ο ξένος παράγοντας και η ντόπια οικονομική ολιγαρχία. Βαρύτατες, ωστόσο, γι' αυτή την κατάληξη είναι και οι ευθύνες της κεντρώας κυβέρνησης Πλαστήρα - Βενιζέλου, αν κι έχει υποστηριχτεί το αντίθετο. Υποστηρίχτηκε, π.χ., πως ο Πλαστήρας και οι συνεργάτες του εισηγήθηκαν να δοθεί χάρη στους καταδικασθέντες χωρίς όμως να εισακουστούν από το παλάτι. Είναι αλήθεια. Και δεν μπορούσε να συμβεί αλλιώς αφού μέσα στην τότε κυβέρνηση και στα κόμματα που την στήριζαν υπήρξε ισχυρό κύμα αντίδρασης στη σχεδιαζόμενη δολοφονία του Μπελογιάννη αλλά και γενικότερα σ' όλη αυτή την πολιτική δίωξης του κομμουνισμού μέσω της εκτέλεσης των στελεχών του. Το γεγονός όμως ότι ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του εκτελέστηκαν ταχύτατα και μάλιστα Κυριακή ήταν συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης του Πλαστήρα. Τα γεγονότα επ' αυτού δεν αφήνουν αμφιβολία. Συγκεκριμένα:

Το Συμβούλιο Χαρίτων συνεδρίασε το απόγευμα της Παρασκευής 28 Μαρτίου 1952 και αργά τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας έβγαλε απόφαση με την οποία απέρριπτε τις αιτήσεις χάριτος των Μπελογιάννη, Αργυριάδη, Καλούμενου και Μπάτση. Την επομένη, Σάββατο 29 Μάρτη, αργά το βράδυ (αυτό όχι τυχαία), ο Βασιλιάς Παύλος κοινοποίησε στην κυβέρνηση την απόφασή του με την οποία ενέκρινε την απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων. Η κυβέρνηση έδειξε πρωτάκουστη βιασύνη.

Αμέσως κίνησε τη διαδικασία και σε λίγες ώρες, χαράματα της Κυριακής, οι τέσσερις οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Είναι απολύτως σαφές πως η κυβέρνηση Πλαστήρα δεν είχε καμία διάθεση να αντιδράσει στην εκτέλεση των τεσσάρων και φρόντισε να την πραγματοποιήσει σε χρόνο που κανείς δεν πίστευε ότι θα γίνει - ούτε οι Γερμανοί δεν εκτελούσαν Κυριακή - ώστε να μην υπάρξει ο ελάχιστος χρόνος για να κινητοποιηθεί ο λαϊκός παράγοντας, και οι προοδευτικοί άνθρωποι σε Ελλάδα και εξωτερικό για τη σωτηρία των μελλοθανάτων. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Και κάτι ακόμη:

Στην απολογία του ο Ν. Μπελογιάννης είχε πει πως οι κομμουνιστές αγαπούν την Ελλάδα με την καρδιά τους και με το αίμα τους. Ο ίδιος αποδείχτηκε η πλήρης ενσάρκωση των λόγων του. Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα εκείνης της εποχής - και όχι μόνο - εκτός από τους κομμουνιστές και τους συμμάχους τους καμία άλλη πολιτική δύναμη δεν μπορούσε να διακηρύξει και ακόμη περισσότερο να πράξει το ίδιο.

1. Αλέξη Πάρνη: «Μπελογιάννης - επικό ποίημα». Εκδόσεις «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», 1955

2. Εφημερίδες 31/3 και 1/4/1952

3. Βίτιν: «Νίκος Μπελογιάννης», Αθήνα 1974, σελ. 141 - 144

4. «Επίσημα κείμενα ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 7ος, σελ. 13 - 18

5. Στ. Κασιμάτη: «Οι Παράνομοι», εκδόσεις «ΦΙΛΙΣΤΩΡ», σελ. 177

6. «ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ - η δίκη της Αλήθειας», εκδοτικό «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», σελ. 87

7. Π. Παρασκευόπουλου: «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», εκδόσεις «Κάκτος», σελ. 58 - 71

8. Τ. Βουρνά: «Υπόθεση Μπελογιάννη», εκδόσεις Τολίδη, σελ. 26 - 27

9. Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον εμφύλιο στη χούντα»", εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος Α', σελ. 319 και Π. Παρασκευόπουλου, στο ίδιο, σελ. 68

10. «Καθημερινή» 17/1/1951 και 22/1/1951

11. «ΕΣΤΙΑ» 12/12/1951

Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Τώρα, τώρα (1978 - Β. Παπακωνσταντίνου)

soviet revolution

Ο ύμνος του ΔΣΕ

Ύμνος του ΕΑΜ - (Αντάρτικα Μικρούτσικος)

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Sacred War / Священная война

The Sacred War

Священная война | Sacred war

The Sacred War - Священная война - Svyaschennaya voina

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Βιογραφική έκθεση του σ. Χαρίλαου Φλωράκη (Γιώτη)




Η οικογένειά μου αποτελείται από τη μάνα μου Στυλιανή, τα δυο αδέλφια μου Αλεξάνδρα και Λάμπρο και τις τρεις αδελφές μου Αθηνά, Σοφία και Αγγελική.

Ο πατέρας μου Γιάννης Φλωράκης πέθανε στην Αθήνα τον Μάρτη του 1943 από καλπάζουσα φυματίωση σε ηλικία 60 ετών. Ο πατέρας μου κατάγονταν από το Κλειστό της Ευρυτανίας, η μάνα μου από τη Ραχούλα της Καρδίτσας. Εμείς τα παιδιά γεννηθήκαμε άλλα στη Ραχούλα και άλλα στην Καρδίτσα. Μέχρι το 1933 μέναμε στην Καρδίτσα, από το 1933 φύγαμε οικογενειακά για την Αθήνα όπου η οικογένειά μου μέχρι σήμερα μένει.

Οσα χρόνια είμασταν στην Καρδίτσα ο πατέρας μου είχε ξυλεμπορικό κατάστημα δικό του μέχρι το 1930. Το 1930 κάηκε το μαγαζί που ήταν ανασφάλιστο, η ασφάλειά του είχε λήξει πριν 15 μέρες από την πυρκαγιά! Υστερα από το ατύχημα αυτό πουλήσαμε το σπίτι μας και φύγαμε το 1933 για την Αθήνα, βασικά για να σπουδάσουν τα παιδιά. Στην Αθήνα όταν πήγαμε αρχίσαμε όλοι τη δουλειά. Ο μεγάλος ο Αλέξανδρος έπιασε δουλειά στην Εθνική Τράπεζα σαν εισπράχτορας, ο Λάμπρος που είχε τελειώσει δικηγόρος έδωσε εξετάσεις και έγινε πρωτοδίκης, εγώ διορίστηκα στο υπουργείο στρατιωτικών σαν έκτακτος υπάλληλος, η μάνα μου με την αδελφή μου δουλεύανε τις αγελάδες που φέραμε από την Καρδίτσα.

Ο πατέρας μου γύριζε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αγόραζε καρυδιές και τις μεταπουλούσε. Γενικά δουλεύαμε όλοι στο σπίτι και έτσι ζούσαμε. Η οικογενειακή ζωή από άποψη σχέσεων ήτανε πάρα πολύ ομαλή και αγαπημένη. Ο πατέρας μου όσο καιρό ήτανε στην Καρδίτσα υποστήριζε πολιτικά ανάλογα με τους προσωπικούς του δεσμούς και φιλίες τους διάφορους υποψήφιους, πότε τον Ταλιαδούρο, πότε τον Κωτούζα ή πότε τον Κουκορίκο του αγροτικού κόμματος.
Ολη η οικογένειά μου από την Κατοχή ήταν δική μας. Ο πρώτος μου αδελφός ο Αλέξανδρος ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ της Εθνικής Τράπεζας όπου συνέχιζε να είναι μέλος και μετά τη Βάρκιζα (τον γνωρίζει ο σ. Λευτέρης Φράγγου, βρίσκεται στην Τασκέντ). Οπως πληροφορήθηκα τώρα από το σπίτι μου είναι βαριά άρρωστος από το 1947 από εγκεφαλική ληθαργίτιδα. Ο δεύτερος αδελφός μου, ο Λάμπρος, ήταν πρωτοδίκης στο πρωτοδικείο της Αθήνας, το 1942 τον έφερα σε επαφή με τον τότε καθοδηγητή μου σ. Γιάννη Ποτήρη ο οποίος αργότερα τον στρατολόγησε στο κόμμα. Δούλευσε στην κομμουνιστική οργάνωση των δικαστών της Αθήνας. Την άνοιξη του 1944 με εντολή της οργάνωσης βγήκε στο βουνό και δούλεψε σαν επίτροπος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της ΠΕΕΑ. Η στάση του μετά τη Βάρκιζα ήταν πολύ καλή (...)

Για τη δράση του απολύθηκε από πρωτοδίκης, όπου εξακολουθεί και σήμερα να είναι απολυμένος, τον γνωρίζουν οι σ. Παρτσαλίδης, Σουκαράς.
Η αδελφή μου είναι δική μας, δεν είναι όμως οργανωμένη, έδωσε οικονομική ενίσχυση στην Αλληλεγγύη, ο άνδρας της είναι δεξιός μα τίμιος και ήσυχος (...). Η αδελφή μου Σοφία ήταν υπάλληλος στο Φιξ και μέλος του κόμματος στην οργάνωση του Φιξ. Μετά τη Βάρκιζα την απέλυσαν από τη δουλειά της για τη συμμετοχή της στο κίνημα (την γνωρίζει ο σ. Πορφύρης, βρίσκεται στην Τασκέντ).

Η αδελφή μου Αγγελική μέλος του κόμματος από τέλη του 1942 ήταν υπάλληλος του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ήταν γραμματέας της ΚΟΒ του Ειρηνοδικείου. Μετά τη Βάρκιζα απολύθηκε από την υπηρεσία της για τη συμμετοχή της στο κίνημα. Μετά δούλεψε στο μηχανισμό του Π.Γ. σαν δαχτυλογράφος (τη γνωρίζει ο σ. Πλουμπίδης, ο σ. Πολύδωρος) (...). Η μάνα μου 65 χρόνων είναι δική μας, δεν ήτανε οργανωμένη. Η οικογένειά μου διώχτηκε από την ασφάλεια για τη δράση μας.

Οι συγγενείς μου, μέχρι δεύτερο ξάδερφο, εκτός από έναν πρώτο εξάδελφο του πατέρα μου γιατρό, (Φουρνό της Ευρυτανίας) που είναι πολιτευτής του Λαϊκού Κόμματος είναι ή συμπαθούντες ή οργανωμένοι στο κίνημα.

Εγώ γεννήθηκα στο Παληοζογλώπι της Καρδίτσας στις 20 του Ιούλη του 1914. Μεγάλωσα στην Καρδίτσα, ανατράφηκα μέσα σε οικογενειακό περιβάλλον μικροαστικής οικογένειας με γνήσια ελληνικά έθιμα του χωριού και της πόλης. Η ζωή μας ήτανε οικονομικά άνετη. Η ζωή μου στα μαθητικά μου χρόνια ήταν ομαλή στο σχολειό και στο σπίτι. Για την μαθητική μου ζωή ξέρουν απ' αυτούς που τώρα βρίσκονται στο Δ.Σ. ο Περ. Παπαδημητρίου (Ιταμος), Δήμος Κρανιάς.

Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοιχτό και φιλόξενο, ιδιαίτερα την Τετάρτη που γινότανε παζάρι στην Καρδίτσα στο σπίτι μας μαζεύονταν πολλοί χωριάτες, ιδιαίτερα από το χωριό της μάνας μου τη Ραχούλα. Ολοι αυτοί ερχότανε για να δέσουν τον γάιδαρό τους γιατί δεν είχαν να πληρώσουν το χανιάτικο, να φάνε κανένα πιάτο φαγητό ή να ζητήσουν δανεικά για να αγοράσουν καλαμπόκι. Το γεγονός αυτό μου φανέρωσε ότι υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν σε άθλια κατάσταση, που πεινούσαν. Ακόμα μου δημιουργήθηκε μια συμπόνια και λύπη.

Αργότερα ήμουνα μαθητής στο ελληνικό σχολείο, το καλοκαίρι που παραθερίζαμε στο Παληοζογλώπι άκουσα για πρώτη φορά να μιλάει στους χωριάτες ένας πρώτος ξάδελφός μου Χρήστος Παπαλεωνίδου, που ήταν φοιτητής της φιλολογίας (τώρα καθηγητής δικός μας) για την αδικία, για κλεψιά και για κομμουνισμό.

Αργότερα το 1926 και μετά η Καρδίτσα παρουσίαζε σοβαρή εργατική και αγροτική κίνηση (καπνεργάτες και αγρότες). Οι αγροτικές διαδηλώσεις με τις μαύρες σημαίες, με μοναδικό αίτημα φθηνό καλαμπόκι, μου είχαν τραβήξει την προσοχή. Το Εργατικό Κέντρο της Καρδίτσας ήτανε κοντά στο σπίτι μου και πάνω στο δρόμο μου σχολειό-σπίτι. Γυρνώντας το απόγευμα από το σχολειό στεκόμουν στο Εργατικό Κέντρο και άκουγα τις ομιλίες και συζητήσεις το εργατών για τα ζητήματά τους, για το δίκιο τους. Πιο πολύ με τραβούσαν τα τραγούδια τους που λέγαν μετά τις ομιλίες στα οποία άρχισα να παίρνω και εγώ μέρος. Εκεί γνωρίστηκα με πολλούς εργάτες και έγινα φίλος των, ιδιαίτερα με τον Τάσο Αρβανίτη, τον Χρόνη, τον Θωμά Τσιρογιάννη, τον Καναβό.

Ενα βράδυ τις μέρες των απόκρεω γυρνώντας με τη μάνα μου από ένα συγγενικό μας σπίτι είδα από την Αρνη να δέρνει άγρια ένας χωροφύλακας έναν εργάτη γνωστό μου, που τον έβλεπα στο Εργατικό Κέντρο, γιατί κοίταξε από το τζάμι μέσα στην αίθουσα που γινότανε χορός της αριστοκρατίας της Καρδίτσας. Το γεγονός αυτό μου έκανε να πιστέψω ότι όσα λέγαν οι εργάτες στο Εργατικό Κέντρο ήτανε αλήθεια και ακόμη ότι όλοι οι χωροφύλακες ήταν όργανα των πλούσιων και εχθροί του λαού.

Μια μέρα ο τσαγκάρης Καναβός με παρακάλεσε να βγαίνω περίπατο στην πόλη με ένα σύντροφο από την Καβάλα (δεν μου είπανε το όνομά του) που τον κυνηγούσε η αστυνομία της Καβάλας και αναγκάστηκε να έρθει στην Καρδίτσα και αυτό γιατί μαζί μου δεν μπορούσαν να τον υποψιαστούν. Πραγματικά τον σύντροφο τον συνόδεψα όσες φορές ήθελε στις διάφορες δουλειές του έως έφυγε από την Καρδίτσα. Ο σύντροφος εκείνος με μίλησε συγκεκριμένα για τη σαπίλα της αστικής κοινωνίας, για το δίκιο των εργαζομένων, για την ανάγκη του αγώνα. Αργότερα ο χτίστης Χρόνης με γνώρισε με τον σ. Βαγγέλη Κουρκάτζελο.
Ετσι ο σ. Κουρκάτζελος το 1929 με οργάνωσε στις ομάδες πρωτοπόρων με τους μαθητές Γιάννη Ντότσικα, Καραμαγκιόλα. Η δράση μου στις ομάδες πρωτοπόρων ήταν να μιλάμε ανάμεσα στους μαθητές αφηρημένα για κομμουνισμό, μαζευόμασταν παράνομα 4-6 μαθητές, μας μίλαγε ο σ. Χρόνης, ο σ. Κουρκάτζελος, μας έκανε ανάλυση από το βιβλίο, το αλφάβητο του κομμουνισμού. Δίναμε και συνδρομή, δεν θυμάμαι για ποιο σκοπό (...). Το 1931 έφυγα για την Αθήνα.
Στην Αθήνα δεν γνώριζα κανέναν και επί ένα χρόνο δεν είχα καμία επαφή. Το μόνο που έκανα ήταν να αγοράζω «Ριζοσπάστη» και να μιλάω για κομμουνισμό γενικά και αφηρημένα, γιατί και 'γω πολλά πράγματα δεν καταλάβαινα (θυμάμαι τότε ο «Ρίζος» δημοσίευε και το έργο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ»). Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μου ο πρώτος ξάδελφός μου γιατρός Βασίλης Παπαλεωνίδου από το Ζογλώπι της Καρδίτσας, είδε τους «Ριζοσπάστες» και με ρώτησε αν έχω καμία επαφή (...).

Του απήντησα όχι δεν ξέρω κανένα στην Αθήνα. Αυτός μου συνέστησε να παίρνω «Ριζοσπάστη» και τις Κυριακές να πηγαίνω πίσω από την Αγία Ειρήνη επί της οδού Αιόλου στο Λαϊκό Θέατρο. Αρχισα σχεδόν κάθε Κυριακή να πηγαίνω στο Λαϊκό Θέατρο, που ήτανε της Εργατικής Βοήθειας και εκεί έδινα και 5 δρχ. συνδρομή.

Στα τέλη του 1932 διορίστηκα στο υπουργείο Στρατιωτικών σαν έκτακτος υπάλληλος, εκεί δεν είχα καμία επαφή, ούτε δράση. Στα 1933 απολύθηκα και πήγα στη σχολή των ΤΤΤ. Στις αρχές του 1933 (δεν θυμάμαι μήνα) κηρύχτηκε απεργία των τριατατικών (...).

Κάτω από την καθοδήγηση της Ομοσπονδίας φτιάσαμε αργότερα σύλλογο μαθητών των ΤΤΤ, γραμματέας του συλλόγου βγήκα εγώ. Τις συνεδριάσεις μας τις παρακολουθούσε ο Παντελής Δαμασκόπουλος.

Το 1935 τοποθετήθηκα στις Σέρρες σαν υπάλληλος (...). Στις Σέρρες μία μέρα ήρθε ο σ. Δρακόπουλος Απόστολος, που υπηρετούσε στην Αγγίστα. Αυτός μας συνεδρίασε σε ένα σπίτι και μας έβαλε διάφορα καθήκοντα. Στο τέλος μας ζήτησε συνδρομές για το κόμμα και στον οποίο έδωσα (ο σ. Δρακόπουλος το 1946 ήταν γραμματέας της ΚΟΒ Τριατατικών της Αθήνας). Τέλη του 1935 μετατέθηκα στη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη πήρα ενεργό δράση σε όλη τη συνδικαλιστική κίνηση των υπαλλήλων, πλήρωνα συνδρομές στον Μιχάλη Κωστόγλου, Κατσαρό και Αγη Χιώτη. Την άνοιξη του 1936 μετατέθηκα στη Λάρισα. Στη Λάρισα ανασυγκροτήσαμε τη συνδικαλιστική οργάνωση. Εκεί ανέλαβα γραμματέας της Συνδικαλιστικής Επιτροπής με μέλη τους σ. Καραγιάννη, Σχοινά, Κουρτάρα, πλήρωνα συνδρομή για το κόμμα στο σ. Μήτσο Καραγιάννη. Κάναμε διάφορες κινητοποιήσεις, σε μια παρουσίαση στη διεύθυνση της αστυνομίας (ζητούσαμε άδεια για συγκέντρωση) τσακώθηκα με τον διοικητή Ραφτοδήμο. Τότε ο Ραφτοδήμος μου είπε «το Γυμνάσιο της Λάρισας και εσάς τους τριατατικούς εγώ θα σας διαλύσω». Την άλλη μέρα μου κοινοποίησαν διαταγή μετάθεσης για το χωριό Ραψάνη. Εγώ το έσκασα, πήγα στην Αθήνα και ύστερα από προσπάθειες της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας ΤΤΤ μετατέθηκα στην Τρίπολη, δούλευα συνδικαλιστικά, και ήμουνα μέλος της συνδικαλιστικής επιτροπής Αρκαδίας. Βγήκα αναπληρωματικός αντιπρόσωπος στο Συνέδριο ΤΤΤ, επλήρωνα συνδρομή στον σ. Παρασκευά Δημόπουλο (...).

Τέλη του 1938 μετατέθηκα στην Αθήνα, αρχές του 1939 πήγα φαντάρος στο τάγμα τηλ/τών Θεσσαλονίκης (...). Στο τάγμα τηλ/τών ήρθε χαρτί που έλεγε για τη συνδικαλιστική μου δράση. Μια μέρα με φώναξε ο ανθ/γός Γ. Κασιός ο οποίος μου είπε να κάτσω φρόνιμα γιατί εδώ δεν είναι τηλεγραφείο αλλά στρατός. Τον Ιούλη του 1939 με διώξανε από το τάγμα τηλ/τών Θεσσαλονίκης ως μη εμπνέοντα εμπιστοσύνη και με στείλανε στα Τρίκαλα σ' ένα τάγμα ανεξάρτητο που ήταν μάζεμα από ανθρώπους βασικά παλιοστοιχεία (πρεζάκηδες, μαχαιροβγάλτες κ.λπ. απ' όλη την Ελλάδα) στο τάγμα αυτό υπήρχαν και λίγοι αριστεροί, τέτοιους γνώρισα εκεί τον φοιτητή Βαγγελόπουλο, καθηγητή Σαμαρά κ.λπ. (...) Για τη στάση μου στο στρατό και τη μεταχείρισή μου ξέρει ο ταγματάρχης του Δ.Σ. σ. Κ. Μίσχος, τον είχαν στο σκάψιμο διοικητή λόχου.

Στον πόλεμο με τους Ιταλούς επιστρατεύθηκα σαν αξιωματικός λόγω του επαγγέλματος και υπηρέτησα στη στρατιωτική υπηρεσία γραμμών ΣΕΚ στην περιοχή Θεσ/νίκης-Φλώρινας. Με την κατάρρευση επανήλθα στο κεντρικό τηλεγραφείο Αθηνών (...).

Στο υπουργείο είμουνα χαρακτηρισμένος σαν αριστερός. Θεωρούσα τον εαυτό μου για κομμουνιστή. Παρ' όλο που η παρέα μου ήταν πάντα με κομμουνιστές, παρ' όλο που με παίρνανε σε ιδιαίτερες προκαταρκτικές συσκέψεις πριν από την κανονική συνεδρίαση των συνδικαλιστικών συνδριάσεων, κανένας δεν μου είπε επίσημα ότι είμαι μέλος του κόμματος ή ακόμα να γίνω μέλος του κόμματος. Εγώ δεν ζήτησα ο ίδιος να μπω στο κόμμα πιθανόν γιατί δεν είχα την ωριμότητα ή δίσταζα ν' αναλάβω κομματικές υποχρεώσεις, παρ' όλο που ήξερα και ένιωσα ότι η δουλειά μου ήτανε κομματική. Ακόμα είχα την αντίληψη ότι εφόσον οι άλλοι δεν μου κάνουν πρόταση φαίνεται ότι δεν με κρίνουν κατάλληλο.

Στη περίοδο της μεταξικής δικτατορίας η στάση μου ήταν αντιφασιστική-αντιμεταξική. Στην ΕΟΝ αρνήθηκα να μπω (...). Το καλοκαίρι του 1941 με έπιασε η ειδική ασφάλεια μαζί με τους τριατατικούς Κατσιγιάννη Θόδωρο Ζέγλο (ήτανε στο πυρ/κό του Δ.Σ) Ηλιάδη και φοιτητή Πίκο Ροΐδη (τιμημένο νεκρό του ΕΛΑΣ της Αθήνας). Υστερα από 24 ώρες κράτηση μάς απόλυσε. Εμένα μου πήραν τα στοιχεία και μου υπέβαλαν το ερώτημα για τη στενή μου παρέα με τον Κατσιγιάννη και Κλάδη, η απάντησή μου ήτανε ότι είναι φίλοι μου συνάδελφοι και τίμιοι άνθρωποι. Απολυθήκαμε χωρίς να υποστούμε καμία πίεση ή κανένα βασανισμό, χωρίς να υπογράψω καμιά δήλωση. Η σύλληψή μας αυτή έγινε πιθανό για να εξακριβώσουν ποιοι είμαστε (...).

Υστερα από λίγες μέρες ο Θόδωρος Ζέγκος μου είπε ότι είσαι μέλος του κόμματος (ΚΚΕ) και ζήτησε να κάνουμε οργάνωση στα ΤΤΤ (ο Ζέγκος τότε ήταν απολυμένος από την υπηρεσία, ήτανε συνταξιούχος φυματικός). Εγώ είχα υπόψη μου από τις συζητήσεις και για την παλιά και προσωρινή Κεντρική Επιτροπή, ότι είναι ύποπτες χαφιεδικές κ.λπ., αρνήθηκα στο Ζέγκο και του είπα ότι θα είμαι σύμφωνος αν μου το πει ο Νίκος Τσέντος ή ο σ. Κατσιγιάννης, τους δύο αυτούς συντρόφους τους γνώριζα καλά και είχα εμπιστοσύνη.

Υστερα από δύο τρεις μέρες με βρήκε ο σ. Νίκος Τσέντος (στην Κατοχή δούλευε σαν στέλεχος στο εργατικό ΕΑΜ, τον γνωρίζει καλά ο σ. Θέος και Πλουμπίδης, μετά τη Βάρκιζα ήτανε στο νοσοκομείο της Βούλας, είχε σπονδυλίτιδα) και μου είπε ότι είμαι μέλος του κόμματος και ότι με το σ. Κλάδη και Μπρουλιδάκη να φτιάσουμε την οργάνωση στα ΤΤΤ. Από τότε αρχίζει η συνεχής μου οργανωμένη κομματική ζωή. Στην αρχή ήμουνα μέλος της κομματικής τριάδας στο Κεντρικό Τηλ/φείο.
Τον Γενάρη, Φλεβάρη του 1942 (δεν θυμάμαι ακριβώς) ανέλαβα γραμματέας του πυρήνα του τηλ/φείου και μέλος της οργάνωσης (καθοδηγητής μας ήταν ο σ. Τσέντος) παράλληλα αρχίσαμε τη συνδικαλιστική οργάνωση στα ΤΤΤ και την οργάνωση του ΕΑΜ. Μαζί με άλλα συνδικαλιστικά στελέχη των άλλων κλάδων φτιάξαμε την προσωρινή Κεντρική Υπαλληλική Επιτροπή Δημοσίων Υπαλλήλων, που έγινα μέλος της. Φτιάσαμε ένα υπόμνημα και κάναμε την πρώτη παρουσίαση στην Κατοχή στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου για τα ζητήματα των υπαλλήλων. Τον Απρίλη του 1942 σαν γραμματέας του Κεντρικού Τηλ/φείου μαζί με τους άλλους συντρόφους οργανώσαμε και κάναμε με απόλυτη επιτυχία την απεργία των τριατατικών, την πρώτη απεργία στη σκλαβωμένη Ευρώπη.

Υστερα από την απεργία και μετά το κομματικό αχτίφ κριτικής της απεργίας βγήκε νέο κομματικό γραφείο για όλη την οργάνωση των ΤΤΤ, στο οποίο ανέλαβα δεύτερος γραμματέας, με γραμματέα τον Χρήστο Βλάχο (τα αχτίφ το παρακολούθησε από την οργάνωση της Αθήνας ο Γιάννης Ποτήρης και ο Κώστας Χατζήμαλης). Τον Οκτώβρη του 1942 ανέλαβα γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης των τριατατικών της Αθήνας και ήμουνα μέλος στην κομματική γκρούπα των δημοσίων υπαλλήλων. Πήρα μέρος σαν αντιπρόσωπος στην πρώτη περιφερειακή συνδιάσκεψη της Αθήνας (από το Π.Γ. ήταν ο σ. Πλουμπίδης).
Το Γενάρη του 1943 πιάστηκα από την ειδική ασφάλεια μαζί με τον Κλάδη και τον Αποστόλη Δρακόπουλο (ο Δρακόπουλος ήταν τότε γραμματέας της οργάνωσης του τηλεγραφείου) (...). Απολυθήκαμε ύστερα από κινητοποιήσεις των υπαλλήλων στο υπουργείο και στο Πολιτικό Γραφείο, καμία δήλωση δεν υπογράψαμε, η στάση μας ήταν επαναστατική. Υστερα από έγγραφο του Γενικού Διευθυντή των ΤΤΤ συνταγματάρχη Βάλβη (εκτελέστηκε τον Δεκέμβρη) στο ιταλικό φρουραρχείο κυνηγήθηκα από τους Ιταλούς και αναγκάστηκα να πέσω στην παρανομία μέχρι τον Μάρτη του 1943 οπότε βγήκα στο βουνό στον ΕΛΑΣ, ύστερα από εντολή της οργάνωσης της Αθήνας.

Μέχρι τότε πήρα μέρος σ' όλες τις απεργίες, κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις της Αθήνας. Για τη στάση μου και τη δράση μου ξέρουν από κείνους που ζουν οι Πλουμπίδης, Κώστας Νικολακόπουλος, Γιάννης Ποτήρης, Θανάσης Χατζής, Θανάσης Παπαναστασίου και ο Τάκης Υφαντής (Ηρακλής) ήταν τότε μέλος στην κομματική γκρούπα των δημοσίων υπαλλήλων. Στον ΕΛΑΣ βγήκα ύστερα από εντολή του Ευθυμιάδη (νομίζω τότε παρακολουθούσε τον ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας εκ μέρους του Π.Γ.) στο αρχηγείο Αττικοβοιωτίας.

Τοποθετήθηκα σαν ομαδάρχης και αργότερα πολιτικός καθοδηγητής διμοιρίας. Πήρα μέρος σ' όλες τις αποστολές και μικροδράσεις, με την ομάδα μου συνόδευσα τον σ. Σαράφη και Βασίλη Σαμαρινιώτη από τα Δερβενοχώρια μέχρι τα Χάσια όπου τους παρέδωσα στον σύνδεσμο της Αθήνας (τον Θανάση τον Κουτσό) ήτανε η πρώτη φορά που κατέβαινε ο Σαράφης στην Αθήνα μετά την προσχώρησή του στον ΕΛΑΣ.
Το καλοκαίρι του 1943 ανέβηκε ολόκληρο το αρχηγείο Αττικοβοιωτίας στην περιοχή Ευρυτανίας (ήτανε το περίφημο σχέδιο αντιμετώπισης των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Ιταλών). Εκεί με πήρε η οργάνωση (Ηλίας Μανιάτης) και με βάλανε μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής Φθιωτιδο-Φωκίδας-Ευρυτανίας, υπεύθυνο του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Γραμματέας ήταν ο Ηλίας Μανιάτης, μέλη Τάσος Λευτεριάς, Μήτσος Μαρής, Μαργαρίτα Κωτσάκη, Τάσος Γκίνογλου και 'γώ (...). Στις αρχές του 1944 γραμματέας ήρθε ο σ. Βασίλης Ασίκης και 'γώ πήγα στην 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ που ήτανε καπετάνιος ο Ηλίας Καρράς και ο Ορέστης. Εκεί ήμουνα γραμματέας της ΕΔΑ. Οταν έφυγε ο σ. Καρράς ανέλαβα γραμματέας της Κομ. Επιτροπής της ΙΙ Μεραρχίας.
Πήρα μέρος στη δράση της Μεραρχίας με μαχητική αποστολή στην επιχείρηση της Αμφισσας και στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη. Μου έγινε πρόταση για ονομασία για το βαθμό του ταγματάρχη, δεν ξέρω αν ονομάστηκα. Στη συνδιάσκεψη του γραφείου Στερεάς, νομίζω Νοέμβρης του 1944, βγήκα στην Ολομέλεια της ΚΟΜΣ. Μετά τη Βάρκιζα πήγα στην Αθήνα, ανέλαβα αμέσως δουλειά, ανέλαβα δεύτερος γραμματέας της Αχτίδας των δημοσίων υπαλλήλων με γραμματέα τον σ. Σουκαρά. Αρχές του 1946 ανέλαβα γραμματέας της ΙΙ Αχτίδας Δ.Υ. της Αθήνας μέχρι το μήνα Νοέμβρη του 1946 που βγήκα στο βουνό στο ΔΣΕ. (Για τη δράση μου στον ΕΛΑΣ ξέρει ο σ. Ηλίας Καρράς και Βάσος Γεωργίου) (...).

Για τη δράση μου και στάση μου στην οργάνωση της Αθήνας ξέρει ο σ. Μπαρτζιώτας. Πήρα μέρος στο συνέδριο του κόμματος σαν αναπληρωματικός αντιπρόσωπος. Από τη Συν/ψη της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας βγήκα στην Ολομέλεια της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας. Τέλη του 1945 πιάστηκα στην Αθήνα, κατηγορούμενος για φόνους στην περιοχή της Ρούμελης, σαν ηθικός αυτουργός.

Κρατήθηκα 10 μέρες στο τμήμα μεταγωγών της Αθήνας και μεταφέρθηκα στις φυλακές Αμφισσας. Υστερα από 10 μέρες απολύθηκα με το νόμο του Σοφούλη. Για τη στάση μου στη φυλακή και στον ανακριτή ξέρει ο σ. Βασίλης Ασίκης που ήταν γραμματέας ομάδας φυλακών Αμφισσας και ο δικηγόρος Καβάγιας που με έδωσε η οργάνωση της Αθήνας και ήρθε μαζί μου στην Αμφισσα...

«Η δράση μου στο Δημοκρατικό Στρατό»

Το απόσπασμα της έκθεσης Φλωράκη που αναφέρεται στα χρόνια του βουνού, έχει ως εξής:

«Το Νοέμβρη του 1946 βγήκα στο ΔΣΕ, ύστερα από εντολή του κόμματος. Την εντολή μού την έδωσε προσωπικά ο σ. Στέργιος Αναστασιάδης.
Συνδέθηκα με τον σ. Γούσια που και κείνος πήγαινε σαν επικεφαλής στη Ρούμελη. Για μένα καθορίστηκε να βγω ένοπλα από την Αθήνα στην Πάρνηθα. Στην Πάρνηθα θα συναντούσαμε μια ομάδα καταδιωκομένων και από κει θα συνεχίζαμε το δρόμο για τη Ρούμελη. Με τη βοήθεια της οργάνωσης της Αθήνας σχηματίσαμε μια ομάδα από 9 με επικεφαλής εμένα.

Η ομάδα στην Πάρνηθα δεν υπήρχε, επρόκειτο για κάτι καταδιωκόμενους αντάρτες του ΕΛΑΣ που ζούσαν παράνομα στην Αθήνα, που είχαν όπλα κρυμμένα στο καλύβι της Χασιάς και ετοιμάζονταν να βγουν έξω.

Παρά το γεγονός αυτό αποφασίστηκε να βγούμε δίχως την ομάδα της Πάρνηθας, χωρίς να έχουμε καμία πληροφορία ακόμα για κατάσταση στην περιοχή κ.λπ.

Στην ομάδα μας ήρθαν και 4 από τους καταδιωκόμενους, έτσι βγήκαμε 13 από την Αθήνα στην Πάρνηθα οπλισμένοι με πιστόλια, περνώντας από τα καλύβια της Χασιάς πήραμε και ατομικά ντουφέκια. Από την Πάρνηθα περάσαμε στον Κιθαιρώνα (...).

Η πορεία μας προς τον Κιθαιρώνα δεν ήταν ομαλή (...). Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν να κοπούνε τρεις από την περιφέρεια της Αττικής, να πέσουν σε ενέδρα χωροφυλάκων και μάυδων και να σαστίσουν. Με τους υπόλοιπους επιχειρήσαμε 4 βραδιές συνέχεια να περάσουμε δίχως οδηγό από Κιθαιρώνα στον Ελικώνα.

Με την κακοκαιρία όμως που είχε ξεσπάσει (χιόνι και συνεχής ομίχλη) δεν τα καταφέραμε να περάσουμε και γυρίζαμε πάλι στον Κιθαιρώνα. Εν τω μεταξύ άρχισε σοβαρή εξάντληση από την πείνα, την αϋπνία (...)
Αρρωστοι από τις ταλαιπωρίες, είχαμε 10-12 μέρες. Ολοι τους βάλανε το ζήτημα ότι κάτω απ' αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να προχωρήσουν (πρωτοστατούντος του Γαλανού). Ετσι αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα και να φύγουμε με άλλο τρόπο, γυρίσαμε μέχρι την Κάζα, εκεί χωρίσαμε για να τραβήξουμε για την Αθήνα και να μπούμε μεμονωμένα (...).

Εγώ είχα πάθει ελαφριά κρυοπαγήματα. Υστερα από δυο μέρες συνήντησα τον σ. Κώστα Φαρμάκη και Στέργιο Αναστασιάδη και αποφασίστηκε να φύγω μέσω Θεσσαλίας.

Ετσι έφυγα από τον Πειραιά - Βόλο - Σοφάδες και από τους Σοφάδες στο Θραψίμι όπου βρήκα Φρουραρχείο του Αρχηγείου Αγράφων, από κει κατέβηκα στη Ρούμελη όπου συνάντησα το σ. Γούσια.

Για την υπόθεση αυτή εγώ βρίσκω ευθύνες στον εαυτό μου γιατί δεν αντιμετώπισα από την πρώτη μέρα της πορείας την κατάσταση αποφασιστικά ενάντια στους βραδυπορούντες, ακόμα λάθος βρίσκω και το γεγονός ότι δεν είπα τη γνώμη μου στο κόμμα όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει ομάδα στην Πάρνηθα και καμιά απολύτως πληροφορία δεν υπήρχε. Μέχρι τον Μάρτη 1946 ήμουνα στη Ρούμελη, δούλεψα στην αρχή με τον σ. Διαμαντή στις διεισδύσεις Παρνασσού και Λοκρίδας. Αργότερα στη Δυτική Στερεά σαν διοικητής του αρχηγείου, πήρα μέρος στις επιχειρήσεις Ρούμελης, στη διείσδυση και ελιγμό Βάλτου - Τζουμέρκα για τη μεταφορά του Γ.Α. από Ρούμελη - Μακεδονία.

Από τον Απρίλη του 1948 μέχρι το πέρασμά μου στην Αλβανία ήμουνα διοικητής της 1ης Μεραρχίας. Με την πρώτη ονομασία των αξιωματικών του ΔΣΕ Δεκέμβρης του 1947, ονομάστηκα αντισυνταγματάρχης, τον Απρίλη του 1948 Συνταγματάρχης και τον Σεπτέμβρη του 1949 υποστράτηγος.

Μου δόθηκε μετάλλιο στρατιωτικής αξίας Β', τραυματίστηκα ελαφρά στο κεφάλι και χέρι στις επιχειρήσεις Νότιας Ηπείρου στο Ξεροβούνι το 1948. Από την Αλβανία πήγα στην Τασκέντ και τον Οκτώβρη του 1950 βρίσκομαι σε σχολή».

«Αδυναμίες; Ο μικροαστικός εγωισμός και τα νεύρα μου»

Στο τελευταίο μέρος της βιογραφικής του έκθεσης ο Χαρίλαος Φλωράκης αξιολογεί τη δράση του και το χαρακτήρα του, κάνοντας την επιβεβλημένη για τους κομμουνιστές αυτοκριτική:

«Σ' όλες τις αποστολές που μου ανέθεσε το κόμμα δεν αρνήθηκα ποτέ, κατέβαλα κάθε προσπάθεια για να τις εκτελέσω, δεν το πετύχαινα όμως πάντα. Από το κόμμα δεν τιμωρήθηκα ποτέ.

Στις διάφορες παρεκκλίσεις του κόμματος εγώ ακολούθησα πάντα τη γραμμή που χάραζε κάθε φορά το κόμμα και δούλευα πάντα πάνω στις αποφάσεις του γραμμή Κατοχής - Βάρκιζα - εκλογές κ.λπ. δεν είδα τα λάθη αυτά και ποτέ δεν έβαλα καθαρή γνώμη μου στο κόμμα.

Εξετάζοντας σήμερα τη δουλειά μου και τον εαυτό μου στο ΔΣΕ βρίσκω μια σειρά λάθη και αδυναμίες, σχεδόν σε όλες τις επιχειρήσεις. Σήμερα βλέπω καθαρά τις αδυναμίες μου, ιδιαίτερα στον τομέα της οργάνωσης, ελέγχου και διεξαγωγής μιας επιχείρησης. Ευθύνομαι ιδιαίτερα για τη λειψή οργάνωση επιχείρησης των Σοφάδων, για την επιχείρηση στο Δερβένι, έχω ευθύνη γιατί δεν ξεκαθάρισα όσο έπρεπε την κατάσταση της Θεσσαλίας, εκεί κάτω από την επίδραση της παλιάς κατάστασης του πνεύματος που υπήρχε και από έλλειψη βοήθειας από το σ. επίτροπο Ζωγράφο και Κλιμάκιο Καραγιώργη εγώ έκανα ορισμένες υποχωρήσεις ιδιαίτερα στην κατάσταση Αν. Θεσσαλίας.

Το σοβαρότερο απ' όλα βλέπω την ευθύνη μου στο ζήτημα του οργανωτικού της Νότιας Ελλάδας, εφεδρειών και προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από προσπάθειές μου το όλο ζήτημα το είδα μυωπικά και φέρνω ευθύνη. Εγώ δεν είδα και δεν κατάλαβα τις βρωμοδουλειές του Καραγιώργη, τον έβλεπα σαν τον εκπρόσωπο του Π... και τον σεβόμουν και εκτιμούσα μέχρι τη συνεδρίαση του Π.Γ. τον Ιούλη του 1949 (αν θυμάμαι καλά). Ετσι, εγώ ουσιαστικά δεν βοήθησα το κόμμα σχετικά με τον Καραγιώργη.

Εξετάζοντας τον εαυτό μου από την άποψη της κομματικής μου συγκρότησης και με τη βοήθεια των συντρόφων που μου τις έδειξαν στις διάφορες κριτικές που μου κάνανε, βρίσκω ότι:

Η κοινωνική μου προέλευση, το μικροαστικό και δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον που έζησα είχαν σαν συνέπεια:

1) Να μην έχω το θάρρος να ζητήσω να μπω στο κόμμα νωρίτερα.

2) Να έχω ένα μικροαστικό εγωισμό βλαβερό, που εκδηλώνεται στο να μη μου αρέσει η κριτική, να μην την καταλαβαίνω αμέσως, να τη θεωρώ προσωπική, να φέρνομαι απότομα και να πικραίνω τους συντρόφους. Καταλαβαίνω π.χ. καλύτερα την κριτική όταν μου γίνεται ξεχωριστά παρά σε συνεδρίαση, ακριβώς γιατί εκεί θίγεται ο εγωισμός μου και νομίζω ότι πέφτει το κύρος μου. Καταλαβαίνω τη μεγάλη ζημιά που φέρνει αυτή η αδυναμία μου και για τον εαυτό μου και για τους συντρόφους και με την τέτοια στάση μου δεν δίνω το παράδειγμα διαπαιδαγώγησης. Στην όλη μου αυτή στάση βοηθάνε και τα νεύρα μου τα οποία είναι πολλά και όχι σε καλή κατάσταση.

3) Νομίζω ότι το γεγονός ότι στα χρόνια της Κατοχής στον ΕΛΑΣ, κάτω από την καθοδήγηση του Ορέστη και γενικά με την αδύνατη κομματική δουλειά που γινότανε στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ, ξεκομμένος από την καθοδήγηση και με καθοδηγητή τον Καραγιώργη, οι αδυναμίες μου αυτές αναζωογονήθηκαν, αντί να ξεπεραστούν.

4) Καταβάλλω προσπάθειες, τις νιώθω, παλεύω αλλά βλέπω ότι έχω υποτροπές, την πάλη μου αυτή θα την εξακολουθήσω.

5) Το μορφωτικό μου ιδεολογικό επίπεδο απέχει πολύ απ' ό,τι χρειάζεται. Τα μαρξιστικά βιβλία που διάβασα μέχρι σήμερα απλώς τα διάβασα, δεν τα μελέτησα.


- Στην 5η Ολομέλεια βγήκα αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του κόμματος. Από την 1η Ολομέλεια έγινα ταχτικό μέλος της Ολομέλειας. Πήρα μέρος στην 6η Ολομέλεια (1949) στην 7η Ολομέλεια, στην ΙΙΙ Συνδιάσκεψη του κόμματος σαν ταχτικός αντιπρόσωπος και στην 1η Ολομέλεια της Κεντρικής».

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

ΓΙΩΡΓΗΣ ΑΡΕΤΑΚΗΣ (ΣΦΑΚΙΑΝΟΣ)




Γεννήθηκε στο χωριό Σπήλι - Κρήτης. Μόνιμος αξιωματικός τον προπολεμικού στρατού. Πήρε μέρος στον A' Παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία.

Παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία που επέδειξε στις μάχες. Το 1935 πήρε μέρος στο κίνημα Βενιζέλου και αποτάχτηκε με το βαθμό τον λοχαγού. Στον πόλεμο της Αλβανίας προβιβάστηκε στο βαθμό τον ταγματάρχη επ’ ανδραγαθία. Μετά την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου προσπάθησε, αλλ’ απέτυχε να φτάσει στην Κρήτη και αναγκαστικά έμεινε στην Πελοπόννησο, αρχικά στην Πάτρα και στη Λακωνία τελικά. Στον ΕΛΑΣ ο Σφακιανός υπηρέτησε ως διοικητής Τάγματος του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Αχαΐας) και αργότερα διοικητής Τάγματος του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Λακωνίας).

Μετά την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, το Μάρτη τον 1945, ο Σφακιανός κατέφυγε αρχικά στον Ταΰγετο και αργότερα στον Πάρνωνα, όπου πρωτοστάτησε στην δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού, στον οποίο υπηρέτησε ως διοικητής του Αρχηγείου Αχαΐας και Ηλείας αρχικά και ως Προϊστάμενος των Επιτελικών Γραφείων της 3ης Μεραρχίας τον ΔΣΕ, από το Σεπτέμβρη του 1948.

Με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, ονομάστηκε αντισυνταγματάρχης. Στις 10 Μάρτη 1949, στη διάρκεια των «Εκκαθαριστικών Επιχειρήσεων», όταν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού είχαν διασπαστεί σε μικροομάδες, λόγω εξάντλησης των πυρομαχικών τους, ο Σφακιανός έφτασε, υποχωρώντας μαχόμενος, στον Ταΰγετο, όπου στις 6 Μάρτη σκοτώθηκε στη σπηλιά «Βαγιολάγκαδο» έπειτα από προδοσία ενός κατοίκου του χωριού Κότρωνας. Στη σπηλιά αυτή σκοτώθηκαν πολεμώντας μέχρι το τελευταίο φυσίγγι τους και οι αγωνιστές Δημ. Τσιριγώτης, η σύζυγός τον Νικολέτα, ο Μιχάλης Τσιριγώτης και ο Γιάννης Καρυδόγιαννης.

Ετεοκλής Δουμουλάκης- Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΜΩΡΗΑ

Ετεοκλής Δουμουλάκης
Περίπου εβδομήντα χρόνια μας χωρίζουν από τότε, το καλοκαίρι του 1952, όταν βρέθηκε σε νεκρός σε μια σπηλιά της Πελοποννήσου ο τελευταίος ένοπλος της ΙΙΙης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Ο σεμνός και ακαταπόνητος αγωνιστής της Εθνικής μας Αντίστασης, ο Ετεοκλής Δουμουλάκης.

Όπως - όχι χωρίς συγκινησιακή φόρτιση - μας λέει ο Κώστας Βούλγαρης, στο πολύ δυνατό βιβλίο του "Στο Όνειρο Πάντα η Πελοπόννησος", ο νεκρός είχε αφήσει ένα σημείωμα στην αδελφή του, όπου μεταξύ άλλων έγραφε:

"...όταν θα 'ρθουμε με λουλούδια στα ματωμένα χέρια μας".


Μια σύντομη βιογραφία του από τον Αρίστο Καμαρινό:

Ετεοκλής Δουμουλάκης

Γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Πολίχνη - Μεσσηνίας. Μαθητής του Γυμνασίου πιάστηκε από τους Ιταλούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Τον βασάνισαν και τον έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Απελευθερώθηκε από τον ΕΛΑΣ τον Απρίλη του 1944 και εντάχθηκε στο μόνιμο ΕΛΑΣ. Μετά τη Βάρκιζα δεν παρέδωσε τον οπλισμό του και παρέμεινε, καταδιωκόμενος, στα βουνά της Ιθώμης και της Ορεινής Τριφυλίας.

Οι παρακρατικοί της Μεσσηνίας συνέλαβαν τη μητέρα του, τις 4 αδελφές του και τον αδελφό του Παναγιώτη.
Επέζησε μόνο η αδελφή του Αικατερίνη. Οι τρεις αδελφές του και ο αδελφός του Παναγιώτης πέθαναν στις φυλακές.
Ο Ετεοκλής Δουμουλάκης, σεμνός αγωνιστής, αφοσιωμένος στα ιδανικά του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, διακρινόταν για την προσωπική του παλικαριά και τη λεβεντιά του.

Ήταν ένας από τους πρώτους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ταΰγετου.

Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και αναδείχτηκε σε στρατιωτικό στέλεχος. Από ομαδάρχης στην αρχή, έφτασε διαδοχικά να διοικεί λόχο του Αρχηγείου Μαινάλου.
Ονομάστηκε ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ, αργότερα δε, με το από 29/04/1948 Διάταγμα του Υπουργού Στρατιωτικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, προήχθη επ’ ανδραγαθία, στη μάχη των Καλαβρύτων, στο βαθμό του λοχαγού Πεζικού.

Ο Δουμουλάκης ήταν ο τελευταίος αντάρτης που παρέμεινε στο βουνό μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, μέχρι τις 12 Αυγούστου 1952, οπότε πέθανε μέσα σε μια σπηλιά στη περιοχή του χωριού Πήδημα-Μεσσηνίας.
Οι κυβερνητικές αρχές εκείνης της περιόδου αρνήθηκαν να δώσουν στην αδελφή του Αικατερίνη τη γνωμάτευση της τοξικολογικής εξέτασης των σπλάχνων του, από την οποία θα εξακριβωνόταν ο τρόπος που τον είχαν δηλητηριάσει. Λέγεται ότι τον πρόδωσε ο τροφοδότης του, κάτοικος του χωριού Πήδημα.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ- Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ "ΝΟ ΠΑΟΥΡΑ"


Ένα σύντομο βιογραφικό του ηρωικού παρτιζάνου του ΕΛΑΣ και μαχητή του ΔΣΕ Νίκου Πανούση, όπως μας το δίνει ο Αρίστος Καμαρινός στο πολύ καλό βιβλίο του "Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Πελοπόννησο" που έχει εκδοθεί από τη Σύγχρονη Εποχή:




"Γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Αράχωβα-Λακωνίας. Ήταν ένας από τους πρώτους αντάρτες του 8ου Συντάγματος τον ΕΛΑΣ, ένα από τα καλύτερα παλικάρια του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Γερμανό Ιταλών κατακτητών στη διάρκεια της Κατοχής. Του αποδόθηκε το ψευδώνυμο «No Παούρα» (μη φοβάστε) όταν, στη «μάχη της Αρτεμισίας» - Μεσσηνίας, τον Αύγουστο τον 1943, χρησιμοποίησε το σύνθημα αυτό, με τη βροντερή φωνή του, και, επικεφαλής μιας ομάδας ανταρτών, εξουδετέρωσε πενήντα Ιταλούς, οχυρωμένους στο Εργοστάσιο Ξυλείας στον Κεντρικό Ταΰγετο, που το εκμεταλλεύονταν οι Ιταλοί. Τον αγαπούσαμε και τον καμαρώναμε όλοι οι συμπολεμιστές του, γιατί διακρινόταν πάντα στις μάχες, ιδιαίτερα στην τελική εξόρμηση για την κατάληψη των εχθρικών οχυρών. Όταν ήταν απλός αντάρτης, στις αρχές του ένοπλου αγώνα του ΕΛΑΣ, είχε για ατομικό του όπλο ...οπλοπολυβόλο -είχε γερό αθλητικό σώμα, ήταν ακούραστος και είχε ηράκλεια δύναμη- που το κουβαλούσε πάντα στον ώμο του, με όλα τα πυρομαχικά του, τραγουδώντας ή χαμηλοσφυρίζοντας. Ήταν πάντοτε γελαστός και καλόκαρδος, ευχάριστος πάντα, με το ιδιόρρυθμο χιούμορ του.

Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας, ο Ν. Πανούσης καταδιώχτηκε για την αντιστασιακή του δράση και αναγκαστικά κατέφυγε στον Πάρνωνα, μαζί με άλλους καταδιωκόμενους, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1946 συγκρότησαν την πρώτη Ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού στον Πάρνωνα. Στη διάρκεια του Εμφύλιου εξελίχτηκε σε στρατιωτικό στέλεχος. Ονομάστηκε λοχαγός του ΔΣΕ, με Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου τον ΔΣΕ, και από το Σεπτέμβρη του 1948 ήταν διοικητής του Λόχου Ασφαλείας της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Για την πατριωτική αυτή δράση του στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ, ο Πανούσης ...«ανταμείφτηκε» με τη δολοφονία της μητέρας του Παναγιώτας και της αδελφής του Ελένης, από τη συμμορία του Παυλάκου, στις 14/02/1947! 0 Νίκος Πανούσης πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Γερμανοϊταλών κατακτητών στην περίοδο της Κατοχής (Αρτεμισίας, Μελιγαλά, Βουρλιά, Καστάνιτσας, Γερακιού, Κοσμά, Ανωγείων, Μυστρά, κ.ά.), στην περίοδο, δε, του Εμφύλιου συμμετείχε με το λόχο του σ’ όλες τις μεγάλες μάχες (Σπάρτης, Άρνας, Λογγακιού, Καλαβρύτων, Λεχαινών, Χαλανδρίτσας, Ζαχάρως, Πιάνας, Δημητσάνας κ.ά.), στις οποίες διακρίθηκε για την προσωπική του παλικαριά και τις διοικητικές του ικανότητες. Στα τέλη Γενάρη του 1949, σε μάχη στην τοποθεσία «Χέρωμα» - Ηλείας, το τμήμα του ενεπλάκη σε σκληρή μάχη με μεγάλη δύναμη του κυβερνητικού στρατού. Όταν εξάντλησε τα πυρομαχικά του συνέχισε να παλεύει με το άδειο οπλοπολυβόλο του και, όπως λέγεται, σκότωσε δυο αντιπάλους του με χτυπήματα στα κεφάλια τους, με το κοντάκι του οπλοπολυβόλου του!

Λέγεται, επίσης, ότι ο επικεφαλής του κυβερνητικού τμήματος, που τελικά σκότωσε τον Πανούση, στάθηκε προσοχή μπροστά στο πτώμα του, λέγοντας στους στρατιώτες του: «Ήταν αυτό το παλικάρι πραγματικός ήρωας... ».

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011




Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ...

1.Pώτησαν κάποτε τον πυρπολητή Κανάρη, εκείνο το σεμνό ήρωα του ΄21, που ΄γινε κατόπιν ναύαρχος, υπουργός και πρωθυπουργός.

- Πως τον έκανες τον άθλο Ναύαρχε;

Κι αυτός απάντησε:

-Να, ξύπνησα εκείνο το πρωί και είπα:

Απόψε Κωσταντή θα πεθάνεις για την Ελλάδα.

Σ ΄αυτό το ¨απόψε θα πεθάνεις¨ βρισκόταν η ηθική δύναμή του. Η ιστορική,η αμετάκλητη απόφασή του τον έριξε στην Ελληνική θάλασσα , όπλισε τα στιβαρά του χέρια, άναψε το δαυλό ,έκαψε τον τουρκικό στόλο κι έγινε ο φόβος και ο τρόμος των τούρκων θαλασσινών.

Ο Ψαριανός πυρπολητής ο Κωνσταντίνος Κανάρης, το καλοκαίρι του 1825, ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια με σκοπό να πυρπολήσει τον εχθρικό στόλο. Σε κάποια ώρα βρέθηκαν χωρίς τροφές και νερό. Αναγκάζουν τότε ένα αυστριακό ιστιοφόρο που βρέθηκε πλάι τους κάποια ώρα να τους εφοδιάσει. Τους δίνουν ψωμί, τυρί, ένα βαρέλι σαρδέλες και νερό.

-Δεν έχω χρήματα για να σου τα πληρώσω τώρα είπε στον αυστριακό καπετάνιο ο Κανάρης. Γράψε μου όμως σ΄ ένα χαρτί πόσο κοστίζουν και δος το μου να υπογράψω.

-Δε θέλω τίποτα, απαντά ο Αυστριακός ικανοποιημένος που ξεγλίτωσε εύκολα.

-Φέρε το χαρτί, είπε αποφασιστικά ο Κανάρης και γράψε 2000 γρόσια. Και συμπληρώνει περήφανα, το έθνος μου θα σου τα πληρώσει!

Ο Αυστριακός που δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία, του λέει προκλητικά,

-Μα δεν έχετε κράτος.

Αναστατώνεται η ελληνική ψυχή του Κανάρη και του δίνει πληρωμένη απάντηση

-Δεν έχουμε κράτος, μα θα κάνουμε!

Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Ο Κανάρης είναι τώρα Υπουργός των Ναυτικών. Μια μέρα μπαίνουν στο γραφείο του ένας παλιός κι αγαπητός συμπολεμιστής του, μαζί μ΄ έναν άλλο, που ο Κανάρης δεν θυμόταν που τον είχε ξαναδεί.

-Καπετάνιε, τον θυμάσαι τον κύριο;

-Όχι, απαντάει ο Κανάρης.

-Κι εγώ δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω. Στο τέλος όμως τον θυμήθηκα. Τον συνάντησα στη Ρουμανία και σου τον φέρνω. Είναι ο Αυστριακός καπετάνιος που πήραμε από το καράβι του τα τρόφιμα.

Άστραψαν τότε τα μάτια του Κανάρη. Το πρόσωπό του όλο φωτίστηκε. Ήταν μονάχα γιατί θα ξεπλήρωνε ένα παλιό του χρέος; Ή και γιατί έφθασε η στιγμή να δικαιωθεί κι εκείνη η απάντηση που είχε δώσει τότε στον Αυστριακό, <<Δεν έχουμε Έθνος μα θα κάνουμε!>> Γεμάτος συγκίνηση κι εθνική περηφάνια ρωτάει τον Αυστριακό

-Το έχεις εκείνο το χαρτί; Δώσε μου το. Με δισταγμό εκείνος του το παραδίδει. Αμέσως δίνει διαταγή ο Υπουργός να πληρωθεί το ποσό στον ξένο πλοίαρχο.

-Δεν πίστευες τότε στα λόγια μου. Τότε δεν είχαμε Κράτος, το κάναμε όμως! Του πρόσθεσε ο Κανάρης, χαμογελώντας με εθνική περηφάνια.

Την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Το ελληνικό του φιλότιμο. Τη σταθερή του απόφαση στην τελική νίκη. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς. Ίσως η σύνθεση όλων αυτών των αρετών είναι που διαμορφώνει προσωπικότητες-πρότυπα για κάθε εποχή!



Mεσημέρι τής 26 Ιουλίου 1822, στα Δερβενάκια. Η περίφημη μάχη, που όπως είναι γνωστό, στοίχισε στο Δράμαλη την ολοκληρωτική καταστροφή τής τεράστιας στρατιάς του βρίσκεται στην κρισιμότερη φάση της.

Ο Γέρος του Μοριά, καθισμένος σ' ένα βράχο, παρακολουθεί με τα κιάλια του τους τούρκους που έχουν αρχίσει να τσακίζουν. Ξάφνου ακούει δίπλα του κάπoιo θόρυβο. Γυρίζει και βλέπει ένα βοσκόπουλο, στηριγμένο στη γκλίτσα του, να παρακολουθεί κι' αυτό ,τα παλικάρια που ταμπουρωμένα στις πλαγιές της χαράδρας θέριζαν τους τούρκους με τα καριοφίλια τους.

- 'Τι στέκεις έτσι ορέ Έλληνα και χαζεύεις; του φωνάζει με τη βρovτερή του φωνή ο Κολοκοτρώνης. Γιατί δεν τρέχεις και συ να πολεμήσεις τους περσιάvους;

- Μα δεν έχω άρματα, καπετάνιε μου, του δικαιολογήθηκε ο τσοπάνος.

Με τι να πολεμήσω ;

- Με τη γκλίτσα σου, μωρέ Έλληνα! Κι' αυτή όπλο είναι. Να κοπανίσεις μια δυνατή στο κεφάλι ενός τούρκου, να τον σκοτώσεις, να του πάρεις τα άρματά του κι ύστερα μ' αυτά να πολεμήσεις τους άλλους μουρτάτες.

Το τσοπανόπουλο, χωρίς να δώσει απάντηση, έφυγε τρέχοντας και χάθηκε, πηδώντας στη χαράδρα που γινόταν η μάχη.

Bράδυ τής ίδιας μέρας. Η νύχτα αρχίζει ν' απλώνει τα σκοτεινά πέπλα, της στη φύση. Η μάχη έχει σχεδόν τελειώσει κι οι Έλληνες ρίχνουν τις τελευταίες τους τουφεκιές. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθεί ικανοποιημένος τους λίγους Τούρκους, που απόμειναν, να τρέχουν τρομοκρατημένοι, προσπαθώντας να γλιτώσουν. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται μπροστά του ένα θεόρατο παλικάρι. Κρατά, στα χέρια του ένα μαλαμοκαπνισμένο καριοφίλι, το σελάχι του είναι γεμάτο από ασημοκολλημένες κουμπούρες και το ιδρωμένο πρόσωπό του μαυρισμένο από τους καπνούς της μάχης.

- Ποιος είσαι συ μωρέ; του φωνάζει ο I'έρος.

- Δε με γνωρίζεις, καπετάνιε ; Είμαι ο τσοπάνος, που έστειλες το μεσημέρι να πολεμήσει με τη γκλίτσα του. Έκανα όπως μου είπες. Σκότωσα έναν τούρκο του πήρα τ' άρματα και... να ‘μαι τώρα, του πρόσθεσε, δείχνοντας του την πλουμιστή αρματωσιά του μ’ περηφάνια.

- Μπράβο μωρ’ Έλληνα, του είπε χαρούμενος ο Κολοκοτρώνης. Και ευχαριστημένος, χτύπησε φιλικά το παλικάρι στην πλάτη.











4.O Μ. Μπότσαρης ήταν από τους λίγους αγωνιστές της Ελευθερίας που προτιμούσαν το κοινό συμφέρον από το προσωπικό όφελος. Για την ανδρεία που έδειξε στις μάχες κατά του Χουρσίτ Πασά και στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου κατά την πρώτη πολιορκία, η προσωρινή κυβέρνηση του έστειλε δίπλωμα Στρατηγού.

Η τιμητική αυτή διάκριση προκάλεσε τη ζήλια των άλλων οπλαρχηγών και ακούστηκαν παράπονα εναντίον του.

Τότε ο Μάρκος, πήρε το δίπλωμα, το ‘σκισε σε μικρά κομμάτια μπροστά τους και, σκορπίζοντάς τα στον αέρα , είπε σ’ εκείνους που παραπονιόνταν:

- Αύριο θα ξαναγίνει πόλεμος. Κι όποιος σταθεί άξιος , παίρνει το δίπλωμά του από τους Τούρκους.









Yστερα από τη μάχη στα Δερβενάκια, ο Νικηταράς, που τόσο καταστροφή προξένησε στους Τούρκους ώστε πήρε το προσωνύμιο ¨Τουρκοφάγος¨ έστειλε στη γυναίκα του ένα καλοτυλιγμένο πακετάκι.

Όλοι νόμισαν ότι θα είχε κανένα διαμαντένιο κόσμημα, από τα τόσα που έπεσαν στα χέρια των παλικαριών, που μοιράστηκαν τους θησαυρούς του τούρκου πασά. Γι’ αυτό έτρεξαν όλοι περίεργοι να το περιεργαστούν.

Καθώς όμως η σύζυγος του δοξασμένου αρχηγού Αγγελίνα (κόρη του πρωτοκλέφτη του Μοριά του θρυλικού Ζαχαριά ) άνοιξε το δέμα, βρήκε μια ξύλινη ταμπακιέρα κι ένα σημείωμα του αντρός της που έγραφε:

«…Τα παλικαριά μου, μου πρόσφεραν τούτη την ταμπακέρα κι ένα σπαθί στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Το σπαθί το χάρισα στη διοίκηση της Ύδρας, για να χρησιμεύσει στο αρμάτωμα του στόλου που τόσο χρειάζεται στην Πατρίδα. Την ταμπακέρα τη στέλνω σε σένα που μου είσαι το πιο αγαπημένο πρόσωπο που έχω στον κόσμο ύστερα από την Πατρίδα….»

Ωστόσο ο Νικηταράς πέθανε το 1849 τυφλός και πάμπτωχος στον Πειραιά, αφήνοντας τη θυγατέρα του γεροντοκόρη.



6. Tην εποχή που οι τούρκοι πολιορκούσανε το Μεσολόγγι, οι Σουλιώτες είχανε βγάλει από μέσα τις οικογένειές τους και τις είχανε ασφαλίσει στον κάλαμο. Μαζί ήτανε και οι οικογένειες των Τζαβελλαίων με αρχηγό τη Δέσπω Τζαβέλλα.

Το Μ. Σάββατο έφτασε στον Κάλαμο το τρομερό μαντάτο. Σε κάποια μάχη που γίνηκε στο Μεσολόγγι σκοτώθηκαν και τα δυο παιδιά της Δέσπως , ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Οι άλλες γυναίκες μόλις έμαθαν την είδηση , άρχισαν τους θρήνους και τα μοιρολόγια. Σε μια στιγμή όμως βλέπουν έκπληκτες την ηρωική μητέρα να σηκώνεται και να τους λέει επιτακτικά:

«Πάψτε μωρές τα κλάματα. Τα παιδιά μου πήγανε συνοδεία στο Χριστό , που θα τα πάει στον Παράδεισο, γιατί πέσαμε για την Πατρίδα! Σηκωθείτε να βάψουμε τα αυγά μη μας οργιστεί ο Θεός.»

Κι η ηρωική μητέρα άρχισε να ετοιμάζει τις βαφές και τα τσουκάλια. Οι άλλες Σουλιώτισσες σηκώθηκαν ντροπιασμένες και άρχισαν να την βοηθούν’

Αλλά καθώς οι γυναίκες ήτανε απασχολημένες με τη βαφή των αυγών, φτάνει κάποιος μαντατοφόρος από το Μεσολόγγι. Στάθηκε μια στιγμή, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και γυρίζοντας στη Δέσπω:

« Δεν είναι τίποτε καπετάνισσα, φώναξε. Τα παιδια είναι καλά με τη δύναμη του Θεού. Μονάχα ο Ζυγούρης λαβώθηκε στο χέρι. Μα δεν είναι τίποτα σοβαρό» Οι γυναίκες τριγύρισαν χαρούμενες τη Δέσπω. Κι εκείνη, σοβαρή, γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, σήκωσε τα χέρια της και ακούστηκε να ψιθυρίζει:

- Σ’ ευχαριστώ, Παρθένα μου, που τους γλίτωσες κι αυτή τη φορά… Μα εγώ πάντα ξεγραμμένους τους έχω



7.Είχε τελειώσει ο Αγώνας κι οι δοξασμένοι αρχηγοί του είχαν αποτραβηχτεί από τις πολεμικές τους ασχολίες και ξεκουράζονταν στα σπίτια τους. Έτσι κι ο θρυλικός Τουρκοφάγος Νικηταράς, φτωχότερος απ’ ότι ήταν πριν αρχίσει η επανάσταση, στο φτωχικό του στον Πειραιά.

Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς όταν τον επισκέφτηκε ο δοξασμένος θεός του, ο Γέρος του Μοριά. Καθισμένοι στην αυλή του σπιτιού οι δυο Στρατηγοί συζητούσαν για τα περιστατικά του αγώνα, όταν ένα τσούρμο από παιδιά της γειτονιάς, μπήκαν στον αυλόγυρο κι άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα για τον ερχομό του καινούργιου χρόνου.

Όταν τελείωσαν τα παιδιά, ο Νικηταράς ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη μερικούς παράδες να τους δώσει, όπως ήταν το έθιμο, γιατί εκείνος δεν είχε.

Ο Γέρος του έδωσε πρόθυμα, αλλά του είπε για να τον πειράξει:

-Δεν ντρέπεσαι να διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος εσύ, με τόσες δόξες; Τι σόι Στρατηγός είσαι τότενες.

Ο Νικηταράς κοίταξε ήρεμα το θείο του και του απάντησε σεμνά:

-Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάνω πραμάτεια το καπετανλίκι μου για να καζαντίσω!!!











8. Όταν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης βρισκόταν στους Μύλους με τα παλικάρια του και προπαρασκευάζονταν για τη μάχη με τον Ιμπραήμ, τον επισκέφτηκε ο Ναύαρχος Δεριγνί.

-Τι κάνετε αυτού; Ρωτά το Στρατηγό.

-Εδώ θα σταματήσουμε το Μπραήμι, απαντά ο Μακρυγιάννης.

-Με μια χούφτα άνδρες;

-Μπορεί να είμαστε λίγοι κι αδύναμοι, μα έχουμε μαζί μας τον Παντοδύναμο Θεό και θα νικήσουμε!!!

-τρεμπιέν. (Πολύ καλά), απάντησε ο Δεριγνί.











9.Τον καιρό που ο Κολοκοτρώνης ήταν με το «Μαύρο Στόλο» κι είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κουρσάρων στο Αιγαίο, έζησε καινούργια στέρηση και κινδύνους που τον ατσάλωσαν. Κάποτε που έμεινε μέρες χωρίς να φουμάρει, έσκισε το τσιμπούκι του, έξισε τη νικοτίνη από μέσα κι έφτιαξε μ’ αυή τσιγάρο. Το αηδίασε:

-Όρσε μωρέ άνθρωπος, φώναξε, που θέλει να λευτερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερωθει ο ίδιος από ένα συνήθιο. Θεέ μου συγχώραμε.

Πέταξε το τσιμπούκι και το τσιγάρο στη θάλασσα κι από τότε δεν ξανακάπινισε.

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Μάχη στο Γράμμο Αθέλητες ομολογίες των αντιπάλων του ΔΣΕ

Οι αντίπαλοι του ΔΣΕ έκαναν ό,τι πέρναγε από το χέρι τους, για να διαστρεβλώσουν το πραγματικό νόημα και τα μηνύματα της μάχης του Γράμμου, να συκοφαντήσουν την αξία του Δημοκρατικού Στρατού, τα ιδανικά και την ανιδιοτέλεια των μαχητών του. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος σε μια προσπάθειά του να μειώσει το Δημοκρατικό Στρατό και να εναρμονιστεί με τα προπαγανδιστικά ψεύδη της μετεμφυλιακής περιόδου γράφει για τους πολιτικούς επιτρόπους του ΔΣΕ και για το σύνολο των μαχητών του γενικότερα: "Οι Πολιτικοί Επίτροποι ήσαν τα πρόσωπα, επί των οποίων εστηρίζετο η συνοχή των τμημάτων και η παρακολούθησις του ηθικού των συμμοριτών και τέλος διά του πιστολίου επέβαλον την τρομοκρατίαν, ενέπνεον τη θέλησιν της κομμουνιστικής ηγεσίας και οδηγούν στη μάχη, δίκην προβάτων προς σφαγήν, τα άβουλα και απρόθυμα, βιαίως στρατολογηθέντα άτομα". (Βλέπε: "Αντισυμμοριακός Αγών", σελίδες 415 - 416). Ο ίδιος, όμως, όταν χρειάζεται να περιγράψει τις μάχες που έγιναν στη Βόρεια Πίνδο το 1948, αντιφάσκοντας με τον εαυτό του ανατρέπει τους παραπάνω ισχυρισμούς του. Να τι λέει στο βιβλίο του, "Ο αντισυμμοριακός αγών", στη σελίδα 389: "Συνεχής αγών σώματος προς σώμα, διαδοχή εκατέρωθεν αντεπιθέσεων και κατ' επανάληψιν εναλλαγή κυριότητος των υψωμάτων Νικολέρι (1348) - Κουπάγκα - Γκούρα ήσαν τα χαρακτηριστικά γεγονότα του 6ήμερου σκληρού και πολυδάπανου τούτου αγώνος... εν συμπεράσματι, εκατέρωθεν υπήρχε φρενίτις αντιστάσεως και επιθέσεως". Επίσης, στη σελίδα 379, περιγράφοντας τις μάχες από τα υψώματα Ζούζουλης μέχρι το Ταμπούρι του Σμόλικα (12/7-4/8/1948) αναφέρει: "Τα κύρια χαρακτηριστικά της φάσεως ταύτης είναι οι σκληροί μετωπικοί αγώνες, προς κατάληψιν ισχυρώς οργανωμένων τοποθεσιών. Η ισχυρά αντίδρασις των συμμοριτών διά πείσμονος αμύνης και ισχυρών αντεπιθέσεων, προς εξασφάλιση των απειλουμένων ζωτικών χώρων του συνόλου της τοποθεσίας των. Η ανεπάρκεια των δυνάμεων κρούσεως (II και X Μεραρχίαι), διά βαθείαν και ταχείαν εκμετάλλευσιν του ρήγματος Ταλλιάρου προς παρεμπόδισιν συνενώσεως των δυνάμεων Σαμαρίνης μετά τοιούτων του Γράμμου. Αι αισθηταί απώλειαι Αξιωματικών και οπλιτών, αίτινες εμείωσαν τη μαχητικότητα των μονάδων".

Απ' όλα αυτά οφείλει να αναρωτηθεί κανείς πώς ήταν δυνατόν οι μαχητές του ΔΣΕ δίνοντας τέτοιες μάχες, σώμα με σώμα - όπως ο ίδιος ο Ζαφειρόπουλος λέει - να ήταν ταυτόχρονα άβουλα και απρόθυμα άτομα που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή με την απειλή του περιστρόφου του Πολιτικού Επιτρόπου; Φαίνεται πως ο αντικομμουνισμός της περιόδου του εμφυλίου - αλλά και μετά - πέραν των άλλων, κατάφερε να δημιουργήσει κι αυτή την κατηγορία των ομολογουμένως ιδιόρρυθμων στη συμπεριφορά... προβάτων!!!

Για τη σφοδρότητα των μαχών και τη μαχητικότητα του ΔΣΕ έχει γράψει και ο Θρ. Τσακαλώτος. Συγκεκριμένα λέει: "Οι συμμορίτες αμύνονται σθεναρώς εφ' όλου του μετώπου των. Τα ναρκοπέδια υπήρξαν το φόβητρο και Διοικήσεων και διοικουμένων. Το ηθικό κατρακυλά. Επί 40 ημέρες ματαίως καταβάλλονται προσπάθειαι διασπάσεώς των. Η Ανώτατη Ηγεσία προ της γενικής καθηλώσεως, υπό την πίεσιν της ανάγκης μελετά την αναθεώρησιν του σχεδίου της. Η κοινή γνώμη είναι ανάστατος" (Βλέπε: "40 Χρόνια Στρατιώτης... ", τόμος Β`, σελίδα 125). Παρουσιάζοντας αυτό το απόσπασμα του στρατηγού Τσακαλώτου, μαζί με τα υπόλοιπα προαναφερθέντα του Ζαφειρόπουλου, δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστα όσα λέγονται περί συμμοριτών και συμμοριτισμού. Αναμφίβολα, η χρησιμοποίηση αυτών των χαρακτηρισμών από τους στρατηγούς δεν είναι τίποτε άλλο από αυτοεξευτελισμός τους. Και τούτο γιατί αν πραγματικά ο ΔΣΕ ήταν ένα συνονθύλευμα συμμοριτών και όχι πραγματικός εθνικοαπελευθερωτικός - επαναστατικός στρατός, τότε οι στρατηγοί του κυβερνητικού στρατού, που τον πολεμούσαν 70 ολόκληρες ημέρες στο Γράμμο, χωρίς ουσιαστικά να καταφέρουν να τον νικήσουν πρέπει να θεωρηθεί πως ήταν πιο ανίκανοι για πόλεμο από τους νεοσύλλεκτους φαντάρους που διοικούσαν. Να σε τι αυτοεξευτελισμό οδηγούσε τα επίλεκτα στρατιωτικά της στελέχη η ντόπια αντίδραση και οι ξένοι προστάτες της - δίκην αντικομμουνιστικής προπαγάνδας - με τους ισχυρισμούς περί συμμοριτών και κατσαπλιάδων.

Καταλήγοντας στην παράθεση κρίσεων των αντιπάλων του ΔΣΕ για τη μάχη του Γράμμου αξίζει να αναφέρουμε τι λέει ο Ζαφειρόπουλος στο προαναφερόμενο βιβλίο του (σελίδα 424) για την εικόνα που είχαν τα πράγματα μετά τον ελιγμό του ΔΣΕ στο Βίτσι: "Η έγκαιρος εγκατάλειψις του Γράμμου - σημειώνει - και η έγκαιρος πλαισίωσις του Βίτσι ενεφάνησαν την παραδοξότητα ταύτην ως αποτέλεσμα της ηθικής καταστάσεως των αντιπάλων: Ο συμμοριτισμός ο ηττηθείς εις τον Γράμμον να έχη ανώτερον ηθικόν από τας εθνικάς δυνάμεις, αίτινες υπήρξαν οι νικηταί του Γράμμου".

Ο απολογισμός των απωλειών

Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει ο στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει πως οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη Μάχη του Γράμμου ήταν "υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης". Ο Ζαφειρόπουλος όμως δίνει τα εξής στοιχεία: "Απώλειαι: Αύται υπήρξαν υπερβολικαί και μάλιστα εις αξιωματικούς και προσήγγισαν διά μεν τους αξιωματικούς το 9%, διά δε τους οπλίτας το 13%. Εν λεπτομερεία ανήλθον: α) Αξιωματικοί: Νεκροί 109. Τραυματίαι 287. Αγνοούμενοι 9. Σύνολον 505. β) Οπλίται: Νεκροί 1123. Τραυματίαι 5.285. Αγνοούμενοι 332. Σύνολον 6740.

Αι απώλειαι των συμμοριτών δεν υπολείφθησαν των εθνικών δυνάμεων, ανελθούσαι εις νεκρούς μετρηθέντας 3.128, συλληφθέντας 590 και παραδοθέντας 1600. οι τραυματίαι καθ' υπολογισμόν εκυμαίνοντο εις 4.500" (Δ. Ζαφειρόπουλου: "Ο Αντισυμμοριακός Αγών", σελίδα 430)

Στο περιοδικό του ΔΣΕ "Δημοκρατικός Στρατός" (τεύχος Σεπτεμβρίου του 1948) δίνονται οι εξής απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη μάχη του Γράμμου: Νεκροί 5.125, τραυματίες 16.000, αιχμάλωτοι 439, αυτόμολοι 98, λιποτάχτες 1.200. Σύνολο 22.862.

Απ' όσα παραθέσαμε - και με δεδομένο ότι σε κάθε πόλεμο η μία πλευρά εξογκώνει τις απώλειες της άλλης και ελαχιστοποιεί τις δικές της - οφείλουμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:

- Ο Στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει τις απώλειες του κυβερνητικού Στρατού (νεκρούς τραυματίες κλπ.) σε πάνω από 14.000. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος είναι πιο φειδωλός. Δίνει σύνολο απωλειών σε αξιωματικούς και οπλίτες 7.245. Τέλος, ο ΔΣΕ ανεβάζει αυτές τις απώλειες στις 22.862. Η αλήθεια συνεπώς πρέπει κατά προσέγγιση να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο νούμερο που δίνει ο Τσακαλώτος και σ' αυτό που δίνει ο ΔΣΕ. Και αναμφίβολα αυτές οι απώλειες δεν είναι μόνο του στρατού, αλλά και των χωροφυλάκων και των ΜΑΥδων που πήραν μέρος στη μάχη.

- Το μέγεθος των απωλειών του ΔΣΕ που εμφανίζει ο Ζαφειρόπουλος είναι τερατώδικο για τους εξής λόγους: Αν προσθέσει κανείς τα νούμερα που παραθέτει βγαίνει ένας αριθμός απωλειών 9.818 ανδρών σε νεκρούς, τραυματίες κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι η παρατακτή δύναμη του ΔΣΕ στο Γράμμο ήταν περίπου 8.600 άνδρες, αν δεχτούμε τους αριθμούς που παραθέτει ο Ζαφειρόπουλος προκύπτει το εξής εξωφρενικό και ταυτόχρονα γελοίο: Ο ΔΣΕ φέρεται να έχασε στο Γράμμο (τέθηκαν δηλαδή με τον ένα ή άλλο τρόπο εκτός μάχης) όλη τη μάχιμη δύναμή του και επιπλέον 1.200 μαχητές!!!



Ο ΔΣΕ μετά το Γράμμο

Αλλαγές στην ηγεσία και τη διάρθρωση

Μετά τη μάχη στο Γράμμο και τον ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, ο Μ. Βαφειάδης απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του αρχηγού του ΔΣΕ και στάλθηκε στη Σοβιετική Ένωση για ανάρρωση και ξεκούραση. Για το τι πραγματικά συνέβη έχουν γραφτεί πολλά. Λέγεται ότι προς το τέλος της μάχης ο Βαφειάδης έπαθε νευρικό κλονισμό. Ο ίδιος κατά καιρούς είχε διαψεύσει αυτή την εκδοχή και ενεφάνιζε την απομάκρυνσή του από την ηγεσία του ΔΣΕ ως αποτέλεσμα συγκρούσεών του με τον Ζαχαριάδη.

Για το θέμα αυτό, ο Β. Μπαρτζιώτας - που τότε ήταν πολιτικός επίτροπος στο ΓΑ του ΔΣΕ - γράφει στο βιβλίο του "Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής" (σελ. 290 - 291) πως όντως ο Βαφειάδης έπαθε νευρικό κλονισμό και σε μία από τις κρίσεις του άρχισε να πυροβολεί εναντίον αξιωματικού του Δημοκρατικού Στρατού. Για νευρικό κλονισμό του Βαφειάδη μιλάει και ο Δ. Βλαντάς ("Εμφύλιος Πόλεμος 1945 - 1949", Γ` τόμος, Β` ημίτομος, σελ. 157 - 158), αναφέροντας ανάμεσα στα άλλα και το επεισόδιο με τους πυροβολισμών, για το οποίο μιλάει ο Μπαρτζιώτας. Ο Βλαντάς, όμως, θεωρεί πως ο Βαφειάδης δεν έπαθε - αλλά παρίστανε ότι έπαθε - νευρικό κλονισμό "για να μην βρεθεί στον ΔΣΕ κατά την ήττα του". Μαρτυρίες που κάνουν λόγο για νευρικό κλονισμό του Μάρκου έχουν δώσει κι άλλοι πέραν των προαναφερομένων. Αλλά και ο ίδιος ο Μάρκος, μιλώντας στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το Γενάρη του 1949, παραδέχεται επί της ουσίας ότι η συμπεριφορά του δημιούργησε πρόβλημα. Συγκεκριμένα - αν και αρνήθηκε ότι η κατάστασή του δικαιολογούσε αντικατάσταση από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ - παραδέχτηκε το επεισόδιο με τον αξιωματικό του Δημοκρατικού Στρατού, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες και έκανε λόγο για επίσκεψή του σε γιατρό του ΔΣΕ που τον εξέτασε ("5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, 1949 - Εισηγήσεις - Αποφάσεις - Λόγοι", μόνο για εσωκομματική χρήση, σελ. 139 - 140). Ανεξαρτήτως πάντως του τι πραγματικά συνέβη και σε ποια κατάσταση βρέθηκε ο αρχηγός του ΔΣΕ, οφείλουμε να σημειώσουμε πως - πέραν των όποιων διαφωνιών που μπορεί να υπήρχαν - η απαλλαγή του Βαφειάδη από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ δεν έχει σχέση με τις διαφωνίες του, πολύ περισσότερο, με αυτές που ο ίδιος ενεφάνισε αργότερα. Το πιο πιθανό είναι ότι σ' αυτήν την αλλαγή - εκτός της προσωπικής του κατάστασης - συνέβαλαν και οι γενικότεροι σχεδιασμοί αλλαγών στη διάρθρωση του Δημοκρατικού Στρατού, τους οποίους έθεσε σε εφαρμογή εκείνο το διάστημα η ηγεσία του κινήματος.

Στις 26/8/1948 συνεδρίασε το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με τη συμμετοχή των Ν. Ζαχαριάδη, Β. Μπαρτζιώτα, Δ. Βλαντά, Λ. Στρίγκου και του Γ. Βοντίτσιου - Γούσια που τότε δεν ήταν ακόμη μέλος του οργάνου. Στη συνεδρίαση αυτή, το ΠΓ συζήτησε τη μάχη στη Β. Πίνδο, καθώς και τα πολιτικά και στρατιωτικά διδάγματα και συμπεράσματα που έβγαιναν απ' αυτήν. Για το θέμα αυτό, βγήκε απόφαση που φέρει για συνωμοτικούς λόγους την παραπλανητική ημερομηνία 25/8/1948 (βλέπε ολόκληρη την απόφαση: "Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ", τόμος 6ος, σελ. 276 - 284). Ακόμη το ΠΓ συζήτησε και το θέμα της ηγεσίας του ΔΣΕ μετά την απαλλαγή του Μ. Βαφειάδη και κατέληξε ότι στο εξής ο ΔΣΕ θα διοικείται από συλλογική ηγεσία - ονομάστηκε Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο - με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, προωθήθηκαν αλλαγές σ' όλο το μήκος και το πλάτος του ΔΣΕ που αποσκοπούσαν στη μετατροπή του σε τακτικό στρατό.

Η νέα διάρθρωση του ΔΣΕ

Η νέα διάρθρωση του ΔΣΕ ήταν η εξής:

- Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ με το 1ο, 2ο, 3ο Επιτελικά Γραφεία και βοηθητικές υπηρεσίες.

- Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο του ΔΣΕ, με πρόεδρο τον ΓΓ του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδη.

Κάτω από τις άμεσες διαταγές του έχει τις ακόλουθες μονάδες:

- Σχολή Αξιωματικών του ΓΑ του ΔΣΕ, με διοικητή τον συνταγματάρχη Πύραυλο.

- Ταξιαρχία σαμποτέρ του ΓΑ του ΔΣΕ, με διοικητή τον αντισυγματάρχη Βρατσιάνο.

- Επιλαρχία ιππικού με διοικητή τον ταγματάρχη Νέστορα.

- Μοίρες πυροβολικού του ΔΣΕ.

- Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου της Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ), με διοικητή τον αντιστράτηγο Καραγιώργη.

1η Μεραρχία Θεσσαλίας - Διοικητής Γιώτης

2η Μεραρχία Ρούμελης - Διοικητής Διαμαντής

3η Μεραρχία Πελοποννήσου - Διοικητής Γκιουζέλης

6η Μεραρχία Κ. Μακεδονίας - Διοικητής Πετρής

7η Μεραρχία Αν. Θράκης - Διοικητής Λασάνης

8η Μεραρχία Ηπείρου - Διοικητής Αρβανίτης

9η Μεραρχία Καστοριάς - Διοικητής Παλαιολόγος

10η Μεραρχία Καστοριάς - Διοικητής Υψηλάντης

11η Μεραρχία Φλώρινας - Διοικητής Σκοτίδας

24η Ταξιαρχία Καϊμακτσαλάν - Διοικητής Αμύντας

- Διάφορα ανεξάρτητα αντάρτικα τμήματα του ΔΣΕ σε Κρήτη, Ικαρία, Σάμο, κλπ.

("Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ", τ. έκτος, σελ. 545 - 546)



Η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ

Στη διάρκεια της μάχης του Γράμμου, στις 28 με 29 Ιούλη του 1948, συνήλθε σε Σώμα η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Στις εργασίες της πήραν μέρος 19 μέλη της ΚΕ και της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του Κόμματος. Κύριο θέμα της ολομέλειας ήταν "η πολεμική και πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντα του ΚΚΕ". Την εισήγηση έκανε ο Μ. Βαφειάδης. Επίσης η ολομέλεια συζήτησε ως ειδικό θέμα της την "απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, σχετικά με την κατάσταση στο ΚΚ Γιουγκοσλαβίας".

Παίρνοντας υπόψιν τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ολομέλεια, μπορούμε να κατανοήσουμε το υπεραισιόδοξο πνεύμα που χαρακτηρίζει τις αποφάσεις της, αλλά και το άγχος για εξασφάλιση έμψυχου υλικού υπέρ του ΔΣΕ, που οδηγεί σε αυστηρές και εκτός πραγματικότητας κρίσεις για τις οργανώσεις των πόλεων του Κόμματος (γι' αυτές έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο μέρος του αφιερώματος). Στην πολιτική της απόφαση, η ολομέλεια "εκφράζει το θαυμασμό της και χαιρετίζει επαναστατικά τους ήρωες μαχητές, μαχήτριες και αξιωματικούς της Βόρειας Πίνδου και ολόκληρο το ΔΣΕ". Κρίνοντας όμως την κατάσταση στη χώρα, εκτιμάει ότι "το τέλος του μοναρχοφασισμού είναι πιο κοντά από κάθε άλλη φορά" κι ότι "το καθεστώς της αμερικανοκρατίας και ο μοναρχοφασισμός ποτέ δεν περνούσαν τέτοια ολόπλευρη κρίση που την κύρια πηγή της έχει στα χτυπήματα που τους καταφέρνει ο ΔΣΕ. Το μοναρχοφασισμό - υπογραμμίζεται στην απόφαση - από παντού τον κυκλώνει η χρεοκοπία. Ποτέ η αντικειμενική κατάσταση δεν ήταν τόσο ευνοϊκή για να χτυπηθεί αποφασιστικά η μοναρχοφασιστική ληστρική σφηκοφωλιά".

Ως κύρια αδυναμία του Κόμματος, η ολομέλεια εκτιμάει την κατάσταση των κομματικών οργανώσεων στις πόλεις. Στην πολιτική απόφαση υπογραμμίζεται: "Η βασική και κύρια αδυναμία, που παρουσιάζει το ΚΚΕ, μέσα στις τόσο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες, βρίσκεται στο ότι δεν κατορθώσαμε να συντρίψουμε την οπορτουνιστική συνθηκολόγηση και τις ταλαντεύσεις μέσα στις κομματικές οργανώσεις, πρώτ' απ' όλα των πόλεων... Η 4η Ολομέλεια διαπιστώνει ότι η καθυστέρηση του κινήματός μας στις πόλεις αποτελεί μια απ' τις πρωταρχικές και βασικές αδυναμίες μας. Οι κομματικές οργανώσεις και οι κομμουνιστές σε Αθήνα - Πειραιά - Θεσσαλονίκη - Βόλο - Καβάλα και σε άλλες μεγάλες πόλεις, δεν πραγματοποίησαν τα καθήκοντα που τους έβαλε η 3η Ολομέλεια (και το γράμμα του ΠΓ προς τις κομματικές οργανώσεις και τα μέλη του ΚΚΕ σε Αθήνα - Πειραιά - Θεσσαλονίκη και τις άλλες πόλεις της χώρας), όσο και οι κατοπινές κομματικές αποφάσεις".

Επίσης στην πολιτική απόφαση της Ολομέλειας γίνονται μια σειρά εκτιμήσεις για τα προβλήματα του Κόμματος και του ΔΣΕ και καταγράφονται οι στόχοι για το ξεπέρασμά τους. Τέλος, υπογραμμίζεται ότι "στο Γράμμο ο ΔΣΕ ανοίγει τον τάφο του μοναρχοφασισμού και της ξενικής κατοχής" και γίνεται έκκληση να βρεθούν όλες οι δυνάμεις στις επάλξεις (ολόκληρη η πολιτική απόφαση της Ολομέλειας: "Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ", τόμος 6ος, σελ. 268 - 273). Όπως προαναφέραμε, η 4η Ολομέλεια συζήτησε πάνω στην απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών για το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Με την απόφαση αυτή του Γραφείου Πληροφοριών, που λήφθηκε στις 28 Ιούνη του 1948, το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας τέθηκε εκτός του ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ και κατηγορήθηκε - μεταξύ άλλων - για απομάκρυνση από το μαρξισμό - λενινισμό και για εσφαλμένη πολιτική στα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (Βλέπε: "Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ", τόμος Α`, σελ. 593). Με απόφασή της, η 4η Ολομέλεια ενέκρινε την απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών. Αυτή η απόφαση της ολομέλειας δε δόθηκε τότε στη δημοσιότητα, λόγω της "ιδιόρρυθμης θέσης του ΚΚΕ και του κινήματος απέναντι στη Γιουγκοσλαβία". Η απόφαση ανακοινώθηκε εσωκομματικά και ενημερώθηκε για το περιεχόμενό της και τη συνολικότερη στάση του Κόμματος και το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας (βλέπε ολόκληρη την απόφαση: "Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ", στο ίδιο, σελ. 274 - 275).