Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Βιογραφική έκθεση του σ. Χαρίλαου Φλωράκη (Γιώτη)




Η οικογένειά μου αποτελείται από τη μάνα μου Στυλιανή, τα δυο αδέλφια μου Αλεξάνδρα και Λάμπρο και τις τρεις αδελφές μου Αθηνά, Σοφία και Αγγελική.

Ο πατέρας μου Γιάννης Φλωράκης πέθανε στην Αθήνα τον Μάρτη του 1943 από καλπάζουσα φυματίωση σε ηλικία 60 ετών. Ο πατέρας μου κατάγονταν από το Κλειστό της Ευρυτανίας, η μάνα μου από τη Ραχούλα της Καρδίτσας. Εμείς τα παιδιά γεννηθήκαμε άλλα στη Ραχούλα και άλλα στην Καρδίτσα. Μέχρι το 1933 μέναμε στην Καρδίτσα, από το 1933 φύγαμε οικογενειακά για την Αθήνα όπου η οικογένειά μου μέχρι σήμερα μένει.

Οσα χρόνια είμασταν στην Καρδίτσα ο πατέρας μου είχε ξυλεμπορικό κατάστημα δικό του μέχρι το 1930. Το 1930 κάηκε το μαγαζί που ήταν ανασφάλιστο, η ασφάλειά του είχε λήξει πριν 15 μέρες από την πυρκαγιά! Υστερα από το ατύχημα αυτό πουλήσαμε το σπίτι μας και φύγαμε το 1933 για την Αθήνα, βασικά για να σπουδάσουν τα παιδιά. Στην Αθήνα όταν πήγαμε αρχίσαμε όλοι τη δουλειά. Ο μεγάλος ο Αλέξανδρος έπιασε δουλειά στην Εθνική Τράπεζα σαν εισπράχτορας, ο Λάμπρος που είχε τελειώσει δικηγόρος έδωσε εξετάσεις και έγινε πρωτοδίκης, εγώ διορίστηκα στο υπουργείο στρατιωτικών σαν έκτακτος υπάλληλος, η μάνα μου με την αδελφή μου δουλεύανε τις αγελάδες που φέραμε από την Καρδίτσα.

Ο πατέρας μου γύριζε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αγόραζε καρυδιές και τις μεταπουλούσε. Γενικά δουλεύαμε όλοι στο σπίτι και έτσι ζούσαμε. Η οικογενειακή ζωή από άποψη σχέσεων ήτανε πάρα πολύ ομαλή και αγαπημένη. Ο πατέρας μου όσο καιρό ήτανε στην Καρδίτσα υποστήριζε πολιτικά ανάλογα με τους προσωπικούς του δεσμούς και φιλίες τους διάφορους υποψήφιους, πότε τον Ταλιαδούρο, πότε τον Κωτούζα ή πότε τον Κουκορίκο του αγροτικού κόμματος.
Ολη η οικογένειά μου από την Κατοχή ήταν δική μας. Ο πρώτος μου αδελφός ο Αλέξανδρος ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ της Εθνικής Τράπεζας όπου συνέχιζε να είναι μέλος και μετά τη Βάρκιζα (τον γνωρίζει ο σ. Λευτέρης Φράγγου, βρίσκεται στην Τασκέντ). Οπως πληροφορήθηκα τώρα από το σπίτι μου είναι βαριά άρρωστος από το 1947 από εγκεφαλική ληθαργίτιδα. Ο δεύτερος αδελφός μου, ο Λάμπρος, ήταν πρωτοδίκης στο πρωτοδικείο της Αθήνας, το 1942 τον έφερα σε επαφή με τον τότε καθοδηγητή μου σ. Γιάννη Ποτήρη ο οποίος αργότερα τον στρατολόγησε στο κόμμα. Δούλευσε στην κομμουνιστική οργάνωση των δικαστών της Αθήνας. Την άνοιξη του 1944 με εντολή της οργάνωσης βγήκε στο βουνό και δούλεψε σαν επίτροπος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της ΠΕΕΑ. Η στάση του μετά τη Βάρκιζα ήταν πολύ καλή (...)

Για τη δράση του απολύθηκε από πρωτοδίκης, όπου εξακολουθεί και σήμερα να είναι απολυμένος, τον γνωρίζουν οι σ. Παρτσαλίδης, Σουκαράς.
Η αδελφή μου είναι δική μας, δεν είναι όμως οργανωμένη, έδωσε οικονομική ενίσχυση στην Αλληλεγγύη, ο άνδρας της είναι δεξιός μα τίμιος και ήσυχος (...). Η αδελφή μου Σοφία ήταν υπάλληλος στο Φιξ και μέλος του κόμματος στην οργάνωση του Φιξ. Μετά τη Βάρκιζα την απέλυσαν από τη δουλειά της για τη συμμετοχή της στο κίνημα (την γνωρίζει ο σ. Πορφύρης, βρίσκεται στην Τασκέντ).

Η αδελφή μου Αγγελική μέλος του κόμματος από τέλη του 1942 ήταν υπάλληλος του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ήταν γραμματέας της ΚΟΒ του Ειρηνοδικείου. Μετά τη Βάρκιζα απολύθηκε από την υπηρεσία της για τη συμμετοχή της στο κίνημα. Μετά δούλεψε στο μηχανισμό του Π.Γ. σαν δαχτυλογράφος (τη γνωρίζει ο σ. Πλουμπίδης, ο σ. Πολύδωρος) (...). Η μάνα μου 65 χρόνων είναι δική μας, δεν ήτανε οργανωμένη. Η οικογένειά μου διώχτηκε από την ασφάλεια για τη δράση μας.

Οι συγγενείς μου, μέχρι δεύτερο ξάδερφο, εκτός από έναν πρώτο εξάδελφο του πατέρα μου γιατρό, (Φουρνό της Ευρυτανίας) που είναι πολιτευτής του Λαϊκού Κόμματος είναι ή συμπαθούντες ή οργανωμένοι στο κίνημα.

Εγώ γεννήθηκα στο Παληοζογλώπι της Καρδίτσας στις 20 του Ιούλη του 1914. Μεγάλωσα στην Καρδίτσα, ανατράφηκα μέσα σε οικογενειακό περιβάλλον μικροαστικής οικογένειας με γνήσια ελληνικά έθιμα του χωριού και της πόλης. Η ζωή μας ήτανε οικονομικά άνετη. Η ζωή μου στα μαθητικά μου χρόνια ήταν ομαλή στο σχολειό και στο σπίτι. Για την μαθητική μου ζωή ξέρουν απ' αυτούς που τώρα βρίσκονται στο Δ.Σ. ο Περ. Παπαδημητρίου (Ιταμος), Δήμος Κρανιάς.

Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοιχτό και φιλόξενο, ιδιαίτερα την Τετάρτη που γινότανε παζάρι στην Καρδίτσα στο σπίτι μας μαζεύονταν πολλοί χωριάτες, ιδιαίτερα από το χωριό της μάνας μου τη Ραχούλα. Ολοι αυτοί ερχότανε για να δέσουν τον γάιδαρό τους γιατί δεν είχαν να πληρώσουν το χανιάτικο, να φάνε κανένα πιάτο φαγητό ή να ζητήσουν δανεικά για να αγοράσουν καλαμπόκι. Το γεγονός αυτό μου φανέρωσε ότι υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν σε άθλια κατάσταση, που πεινούσαν. Ακόμα μου δημιουργήθηκε μια συμπόνια και λύπη.

Αργότερα ήμουνα μαθητής στο ελληνικό σχολείο, το καλοκαίρι που παραθερίζαμε στο Παληοζογλώπι άκουσα για πρώτη φορά να μιλάει στους χωριάτες ένας πρώτος ξάδελφός μου Χρήστος Παπαλεωνίδου, που ήταν φοιτητής της φιλολογίας (τώρα καθηγητής δικός μας) για την αδικία, για κλεψιά και για κομμουνισμό.

Αργότερα το 1926 και μετά η Καρδίτσα παρουσίαζε σοβαρή εργατική και αγροτική κίνηση (καπνεργάτες και αγρότες). Οι αγροτικές διαδηλώσεις με τις μαύρες σημαίες, με μοναδικό αίτημα φθηνό καλαμπόκι, μου είχαν τραβήξει την προσοχή. Το Εργατικό Κέντρο της Καρδίτσας ήτανε κοντά στο σπίτι μου και πάνω στο δρόμο μου σχολειό-σπίτι. Γυρνώντας το απόγευμα από το σχολειό στεκόμουν στο Εργατικό Κέντρο και άκουγα τις ομιλίες και συζητήσεις το εργατών για τα ζητήματά τους, για το δίκιο τους. Πιο πολύ με τραβούσαν τα τραγούδια τους που λέγαν μετά τις ομιλίες στα οποία άρχισα να παίρνω και εγώ μέρος. Εκεί γνωρίστηκα με πολλούς εργάτες και έγινα φίλος των, ιδιαίτερα με τον Τάσο Αρβανίτη, τον Χρόνη, τον Θωμά Τσιρογιάννη, τον Καναβό.

Ενα βράδυ τις μέρες των απόκρεω γυρνώντας με τη μάνα μου από ένα συγγενικό μας σπίτι είδα από την Αρνη να δέρνει άγρια ένας χωροφύλακας έναν εργάτη γνωστό μου, που τον έβλεπα στο Εργατικό Κέντρο, γιατί κοίταξε από το τζάμι μέσα στην αίθουσα που γινότανε χορός της αριστοκρατίας της Καρδίτσας. Το γεγονός αυτό μου έκανε να πιστέψω ότι όσα λέγαν οι εργάτες στο Εργατικό Κέντρο ήτανε αλήθεια και ακόμη ότι όλοι οι χωροφύλακες ήταν όργανα των πλούσιων και εχθροί του λαού.

Μια μέρα ο τσαγκάρης Καναβός με παρακάλεσε να βγαίνω περίπατο στην πόλη με ένα σύντροφο από την Καβάλα (δεν μου είπανε το όνομά του) που τον κυνηγούσε η αστυνομία της Καβάλας και αναγκάστηκε να έρθει στην Καρδίτσα και αυτό γιατί μαζί μου δεν μπορούσαν να τον υποψιαστούν. Πραγματικά τον σύντροφο τον συνόδεψα όσες φορές ήθελε στις διάφορες δουλειές του έως έφυγε από την Καρδίτσα. Ο σύντροφος εκείνος με μίλησε συγκεκριμένα για τη σαπίλα της αστικής κοινωνίας, για το δίκιο των εργαζομένων, για την ανάγκη του αγώνα. Αργότερα ο χτίστης Χρόνης με γνώρισε με τον σ. Βαγγέλη Κουρκάτζελο.
Ετσι ο σ. Κουρκάτζελος το 1929 με οργάνωσε στις ομάδες πρωτοπόρων με τους μαθητές Γιάννη Ντότσικα, Καραμαγκιόλα. Η δράση μου στις ομάδες πρωτοπόρων ήταν να μιλάμε ανάμεσα στους μαθητές αφηρημένα για κομμουνισμό, μαζευόμασταν παράνομα 4-6 μαθητές, μας μίλαγε ο σ. Χρόνης, ο σ. Κουρκάτζελος, μας έκανε ανάλυση από το βιβλίο, το αλφάβητο του κομμουνισμού. Δίναμε και συνδρομή, δεν θυμάμαι για ποιο σκοπό (...). Το 1931 έφυγα για την Αθήνα.
Στην Αθήνα δεν γνώριζα κανέναν και επί ένα χρόνο δεν είχα καμία επαφή. Το μόνο που έκανα ήταν να αγοράζω «Ριζοσπάστη» και να μιλάω για κομμουνισμό γενικά και αφηρημένα, γιατί και 'γω πολλά πράγματα δεν καταλάβαινα (θυμάμαι τότε ο «Ρίζος» δημοσίευε και το έργο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ»). Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μου ο πρώτος ξάδελφός μου γιατρός Βασίλης Παπαλεωνίδου από το Ζογλώπι της Καρδίτσας, είδε τους «Ριζοσπάστες» και με ρώτησε αν έχω καμία επαφή (...).

Του απήντησα όχι δεν ξέρω κανένα στην Αθήνα. Αυτός μου συνέστησε να παίρνω «Ριζοσπάστη» και τις Κυριακές να πηγαίνω πίσω από την Αγία Ειρήνη επί της οδού Αιόλου στο Λαϊκό Θέατρο. Αρχισα σχεδόν κάθε Κυριακή να πηγαίνω στο Λαϊκό Θέατρο, που ήτανε της Εργατικής Βοήθειας και εκεί έδινα και 5 δρχ. συνδρομή.

Στα τέλη του 1932 διορίστηκα στο υπουργείο Στρατιωτικών σαν έκτακτος υπάλληλος, εκεί δεν είχα καμία επαφή, ούτε δράση. Στα 1933 απολύθηκα και πήγα στη σχολή των ΤΤΤ. Στις αρχές του 1933 (δεν θυμάμαι μήνα) κηρύχτηκε απεργία των τριατατικών (...).

Κάτω από την καθοδήγηση της Ομοσπονδίας φτιάσαμε αργότερα σύλλογο μαθητών των ΤΤΤ, γραμματέας του συλλόγου βγήκα εγώ. Τις συνεδριάσεις μας τις παρακολουθούσε ο Παντελής Δαμασκόπουλος.

Το 1935 τοποθετήθηκα στις Σέρρες σαν υπάλληλος (...). Στις Σέρρες μία μέρα ήρθε ο σ. Δρακόπουλος Απόστολος, που υπηρετούσε στην Αγγίστα. Αυτός μας συνεδρίασε σε ένα σπίτι και μας έβαλε διάφορα καθήκοντα. Στο τέλος μας ζήτησε συνδρομές για το κόμμα και στον οποίο έδωσα (ο σ. Δρακόπουλος το 1946 ήταν γραμματέας της ΚΟΒ Τριατατικών της Αθήνας). Τέλη του 1935 μετατέθηκα στη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη πήρα ενεργό δράση σε όλη τη συνδικαλιστική κίνηση των υπαλλήλων, πλήρωνα συνδρομές στον Μιχάλη Κωστόγλου, Κατσαρό και Αγη Χιώτη. Την άνοιξη του 1936 μετατέθηκα στη Λάρισα. Στη Λάρισα ανασυγκροτήσαμε τη συνδικαλιστική οργάνωση. Εκεί ανέλαβα γραμματέας της Συνδικαλιστικής Επιτροπής με μέλη τους σ. Καραγιάννη, Σχοινά, Κουρτάρα, πλήρωνα συνδρομή για το κόμμα στο σ. Μήτσο Καραγιάννη. Κάναμε διάφορες κινητοποιήσεις, σε μια παρουσίαση στη διεύθυνση της αστυνομίας (ζητούσαμε άδεια για συγκέντρωση) τσακώθηκα με τον διοικητή Ραφτοδήμο. Τότε ο Ραφτοδήμος μου είπε «το Γυμνάσιο της Λάρισας και εσάς τους τριατατικούς εγώ θα σας διαλύσω». Την άλλη μέρα μου κοινοποίησαν διαταγή μετάθεσης για το χωριό Ραψάνη. Εγώ το έσκασα, πήγα στην Αθήνα και ύστερα από προσπάθειες της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας ΤΤΤ μετατέθηκα στην Τρίπολη, δούλευα συνδικαλιστικά, και ήμουνα μέλος της συνδικαλιστικής επιτροπής Αρκαδίας. Βγήκα αναπληρωματικός αντιπρόσωπος στο Συνέδριο ΤΤΤ, επλήρωνα συνδρομή στον σ. Παρασκευά Δημόπουλο (...).

Τέλη του 1938 μετατέθηκα στην Αθήνα, αρχές του 1939 πήγα φαντάρος στο τάγμα τηλ/τών Θεσσαλονίκης (...). Στο τάγμα τηλ/τών ήρθε χαρτί που έλεγε για τη συνδικαλιστική μου δράση. Μια μέρα με φώναξε ο ανθ/γός Γ. Κασιός ο οποίος μου είπε να κάτσω φρόνιμα γιατί εδώ δεν είναι τηλεγραφείο αλλά στρατός. Τον Ιούλη του 1939 με διώξανε από το τάγμα τηλ/τών Θεσσαλονίκης ως μη εμπνέοντα εμπιστοσύνη και με στείλανε στα Τρίκαλα σ' ένα τάγμα ανεξάρτητο που ήταν μάζεμα από ανθρώπους βασικά παλιοστοιχεία (πρεζάκηδες, μαχαιροβγάλτες κ.λπ. απ' όλη την Ελλάδα) στο τάγμα αυτό υπήρχαν και λίγοι αριστεροί, τέτοιους γνώρισα εκεί τον φοιτητή Βαγγελόπουλο, καθηγητή Σαμαρά κ.λπ. (...) Για τη στάση μου στο στρατό και τη μεταχείρισή μου ξέρει ο ταγματάρχης του Δ.Σ. σ. Κ. Μίσχος, τον είχαν στο σκάψιμο διοικητή λόχου.

Στον πόλεμο με τους Ιταλούς επιστρατεύθηκα σαν αξιωματικός λόγω του επαγγέλματος και υπηρέτησα στη στρατιωτική υπηρεσία γραμμών ΣΕΚ στην περιοχή Θεσ/νίκης-Φλώρινας. Με την κατάρρευση επανήλθα στο κεντρικό τηλεγραφείο Αθηνών (...).

Στο υπουργείο είμουνα χαρακτηρισμένος σαν αριστερός. Θεωρούσα τον εαυτό μου για κομμουνιστή. Παρ' όλο που η παρέα μου ήταν πάντα με κομμουνιστές, παρ' όλο που με παίρνανε σε ιδιαίτερες προκαταρκτικές συσκέψεις πριν από την κανονική συνεδρίαση των συνδικαλιστικών συνδριάσεων, κανένας δεν μου είπε επίσημα ότι είμαι μέλος του κόμματος ή ακόμα να γίνω μέλος του κόμματος. Εγώ δεν ζήτησα ο ίδιος να μπω στο κόμμα πιθανόν γιατί δεν είχα την ωριμότητα ή δίσταζα ν' αναλάβω κομματικές υποχρεώσεις, παρ' όλο που ήξερα και ένιωσα ότι η δουλειά μου ήτανε κομματική. Ακόμα είχα την αντίληψη ότι εφόσον οι άλλοι δεν μου κάνουν πρόταση φαίνεται ότι δεν με κρίνουν κατάλληλο.

Στη περίοδο της μεταξικής δικτατορίας η στάση μου ήταν αντιφασιστική-αντιμεταξική. Στην ΕΟΝ αρνήθηκα να μπω (...). Το καλοκαίρι του 1941 με έπιασε η ειδική ασφάλεια μαζί με τους τριατατικούς Κατσιγιάννη Θόδωρο Ζέγλο (ήτανε στο πυρ/κό του Δ.Σ) Ηλιάδη και φοιτητή Πίκο Ροΐδη (τιμημένο νεκρό του ΕΛΑΣ της Αθήνας). Υστερα από 24 ώρες κράτηση μάς απόλυσε. Εμένα μου πήραν τα στοιχεία και μου υπέβαλαν το ερώτημα για τη στενή μου παρέα με τον Κατσιγιάννη και Κλάδη, η απάντησή μου ήτανε ότι είναι φίλοι μου συνάδελφοι και τίμιοι άνθρωποι. Απολυθήκαμε χωρίς να υποστούμε καμία πίεση ή κανένα βασανισμό, χωρίς να υπογράψω καμιά δήλωση. Η σύλληψή μας αυτή έγινε πιθανό για να εξακριβώσουν ποιοι είμαστε (...).

Υστερα από λίγες μέρες ο Θόδωρος Ζέγκος μου είπε ότι είσαι μέλος του κόμματος (ΚΚΕ) και ζήτησε να κάνουμε οργάνωση στα ΤΤΤ (ο Ζέγκος τότε ήταν απολυμένος από την υπηρεσία, ήτανε συνταξιούχος φυματικός). Εγώ είχα υπόψη μου από τις συζητήσεις και για την παλιά και προσωρινή Κεντρική Επιτροπή, ότι είναι ύποπτες χαφιεδικές κ.λπ., αρνήθηκα στο Ζέγκο και του είπα ότι θα είμαι σύμφωνος αν μου το πει ο Νίκος Τσέντος ή ο σ. Κατσιγιάννης, τους δύο αυτούς συντρόφους τους γνώριζα καλά και είχα εμπιστοσύνη.

Υστερα από δύο τρεις μέρες με βρήκε ο σ. Νίκος Τσέντος (στην Κατοχή δούλευε σαν στέλεχος στο εργατικό ΕΑΜ, τον γνωρίζει καλά ο σ. Θέος και Πλουμπίδης, μετά τη Βάρκιζα ήτανε στο νοσοκομείο της Βούλας, είχε σπονδυλίτιδα) και μου είπε ότι είμαι μέλος του κόμματος και ότι με το σ. Κλάδη και Μπρουλιδάκη να φτιάσουμε την οργάνωση στα ΤΤΤ. Από τότε αρχίζει η συνεχής μου οργανωμένη κομματική ζωή. Στην αρχή ήμουνα μέλος της κομματικής τριάδας στο Κεντρικό Τηλ/φείο.
Τον Γενάρη, Φλεβάρη του 1942 (δεν θυμάμαι ακριβώς) ανέλαβα γραμματέας του πυρήνα του τηλ/φείου και μέλος της οργάνωσης (καθοδηγητής μας ήταν ο σ. Τσέντος) παράλληλα αρχίσαμε τη συνδικαλιστική οργάνωση στα ΤΤΤ και την οργάνωση του ΕΑΜ. Μαζί με άλλα συνδικαλιστικά στελέχη των άλλων κλάδων φτιάξαμε την προσωρινή Κεντρική Υπαλληλική Επιτροπή Δημοσίων Υπαλλήλων, που έγινα μέλος της. Φτιάσαμε ένα υπόμνημα και κάναμε την πρώτη παρουσίαση στην Κατοχή στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου για τα ζητήματα των υπαλλήλων. Τον Απρίλη του 1942 σαν γραμματέας του Κεντρικού Τηλ/φείου μαζί με τους άλλους συντρόφους οργανώσαμε και κάναμε με απόλυτη επιτυχία την απεργία των τριατατικών, την πρώτη απεργία στη σκλαβωμένη Ευρώπη.

Υστερα από την απεργία και μετά το κομματικό αχτίφ κριτικής της απεργίας βγήκε νέο κομματικό γραφείο για όλη την οργάνωση των ΤΤΤ, στο οποίο ανέλαβα δεύτερος γραμματέας, με γραμματέα τον Χρήστο Βλάχο (τα αχτίφ το παρακολούθησε από την οργάνωση της Αθήνας ο Γιάννης Ποτήρης και ο Κώστας Χατζήμαλης). Τον Οκτώβρη του 1942 ανέλαβα γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης των τριατατικών της Αθήνας και ήμουνα μέλος στην κομματική γκρούπα των δημοσίων υπαλλήλων. Πήρα μέρος σαν αντιπρόσωπος στην πρώτη περιφερειακή συνδιάσκεψη της Αθήνας (από το Π.Γ. ήταν ο σ. Πλουμπίδης).
Το Γενάρη του 1943 πιάστηκα από την ειδική ασφάλεια μαζί με τον Κλάδη και τον Αποστόλη Δρακόπουλο (ο Δρακόπουλος ήταν τότε γραμματέας της οργάνωσης του τηλεγραφείου) (...). Απολυθήκαμε ύστερα από κινητοποιήσεις των υπαλλήλων στο υπουργείο και στο Πολιτικό Γραφείο, καμία δήλωση δεν υπογράψαμε, η στάση μας ήταν επαναστατική. Υστερα από έγγραφο του Γενικού Διευθυντή των ΤΤΤ συνταγματάρχη Βάλβη (εκτελέστηκε τον Δεκέμβρη) στο ιταλικό φρουραρχείο κυνηγήθηκα από τους Ιταλούς και αναγκάστηκα να πέσω στην παρανομία μέχρι τον Μάρτη του 1943 οπότε βγήκα στο βουνό στον ΕΛΑΣ, ύστερα από εντολή της οργάνωσης της Αθήνας.

Μέχρι τότε πήρα μέρος σ' όλες τις απεργίες, κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις της Αθήνας. Για τη στάση μου και τη δράση μου ξέρουν από κείνους που ζουν οι Πλουμπίδης, Κώστας Νικολακόπουλος, Γιάννης Ποτήρης, Θανάσης Χατζής, Θανάσης Παπαναστασίου και ο Τάκης Υφαντής (Ηρακλής) ήταν τότε μέλος στην κομματική γκρούπα των δημοσίων υπαλλήλων. Στον ΕΛΑΣ βγήκα ύστερα από εντολή του Ευθυμιάδη (νομίζω τότε παρακολουθούσε τον ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας εκ μέρους του Π.Γ.) στο αρχηγείο Αττικοβοιωτίας.

Τοποθετήθηκα σαν ομαδάρχης και αργότερα πολιτικός καθοδηγητής διμοιρίας. Πήρα μέρος σ' όλες τις αποστολές και μικροδράσεις, με την ομάδα μου συνόδευσα τον σ. Σαράφη και Βασίλη Σαμαρινιώτη από τα Δερβενοχώρια μέχρι τα Χάσια όπου τους παρέδωσα στον σύνδεσμο της Αθήνας (τον Θανάση τον Κουτσό) ήτανε η πρώτη φορά που κατέβαινε ο Σαράφης στην Αθήνα μετά την προσχώρησή του στον ΕΛΑΣ.
Το καλοκαίρι του 1943 ανέβηκε ολόκληρο το αρχηγείο Αττικοβοιωτίας στην περιοχή Ευρυτανίας (ήτανε το περίφημο σχέδιο αντιμετώπισης των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Ιταλών). Εκεί με πήρε η οργάνωση (Ηλίας Μανιάτης) και με βάλανε μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής Φθιωτιδο-Φωκίδας-Ευρυτανίας, υπεύθυνο του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Γραμματέας ήταν ο Ηλίας Μανιάτης, μέλη Τάσος Λευτεριάς, Μήτσος Μαρής, Μαργαρίτα Κωτσάκη, Τάσος Γκίνογλου και 'γώ (...). Στις αρχές του 1944 γραμματέας ήρθε ο σ. Βασίλης Ασίκης και 'γώ πήγα στην 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ που ήτανε καπετάνιος ο Ηλίας Καρράς και ο Ορέστης. Εκεί ήμουνα γραμματέας της ΕΔΑ. Οταν έφυγε ο σ. Καρράς ανέλαβα γραμματέας της Κομ. Επιτροπής της ΙΙ Μεραρχίας.
Πήρα μέρος στη δράση της Μεραρχίας με μαχητική αποστολή στην επιχείρηση της Αμφισσας και στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη. Μου έγινε πρόταση για ονομασία για το βαθμό του ταγματάρχη, δεν ξέρω αν ονομάστηκα. Στη συνδιάσκεψη του γραφείου Στερεάς, νομίζω Νοέμβρης του 1944, βγήκα στην Ολομέλεια της ΚΟΜΣ. Μετά τη Βάρκιζα πήγα στην Αθήνα, ανέλαβα αμέσως δουλειά, ανέλαβα δεύτερος γραμματέας της Αχτίδας των δημοσίων υπαλλήλων με γραμματέα τον σ. Σουκαρά. Αρχές του 1946 ανέλαβα γραμματέας της ΙΙ Αχτίδας Δ.Υ. της Αθήνας μέχρι το μήνα Νοέμβρη του 1946 που βγήκα στο βουνό στο ΔΣΕ. (Για τη δράση μου στον ΕΛΑΣ ξέρει ο σ. Ηλίας Καρράς και Βάσος Γεωργίου) (...).

Για τη δράση μου και στάση μου στην οργάνωση της Αθήνας ξέρει ο σ. Μπαρτζιώτας. Πήρα μέρος στο συνέδριο του κόμματος σαν αναπληρωματικός αντιπρόσωπος. Από τη Συν/ψη της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας βγήκα στην Ολομέλεια της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας. Τέλη του 1945 πιάστηκα στην Αθήνα, κατηγορούμενος για φόνους στην περιοχή της Ρούμελης, σαν ηθικός αυτουργός.

Κρατήθηκα 10 μέρες στο τμήμα μεταγωγών της Αθήνας και μεταφέρθηκα στις φυλακές Αμφισσας. Υστερα από 10 μέρες απολύθηκα με το νόμο του Σοφούλη. Για τη στάση μου στη φυλακή και στον ανακριτή ξέρει ο σ. Βασίλης Ασίκης που ήταν γραμματέας ομάδας φυλακών Αμφισσας και ο δικηγόρος Καβάγιας που με έδωσε η οργάνωση της Αθήνας και ήρθε μαζί μου στην Αμφισσα...

«Η δράση μου στο Δημοκρατικό Στρατό»

Το απόσπασμα της έκθεσης Φλωράκη που αναφέρεται στα χρόνια του βουνού, έχει ως εξής:

«Το Νοέμβρη του 1946 βγήκα στο ΔΣΕ, ύστερα από εντολή του κόμματος. Την εντολή μού την έδωσε προσωπικά ο σ. Στέργιος Αναστασιάδης.
Συνδέθηκα με τον σ. Γούσια που και κείνος πήγαινε σαν επικεφαλής στη Ρούμελη. Για μένα καθορίστηκε να βγω ένοπλα από την Αθήνα στην Πάρνηθα. Στην Πάρνηθα θα συναντούσαμε μια ομάδα καταδιωκομένων και από κει θα συνεχίζαμε το δρόμο για τη Ρούμελη. Με τη βοήθεια της οργάνωσης της Αθήνας σχηματίσαμε μια ομάδα από 9 με επικεφαλής εμένα.

Η ομάδα στην Πάρνηθα δεν υπήρχε, επρόκειτο για κάτι καταδιωκόμενους αντάρτες του ΕΛΑΣ που ζούσαν παράνομα στην Αθήνα, που είχαν όπλα κρυμμένα στο καλύβι της Χασιάς και ετοιμάζονταν να βγουν έξω.

Παρά το γεγονός αυτό αποφασίστηκε να βγούμε δίχως την ομάδα της Πάρνηθας, χωρίς να έχουμε καμία πληροφορία ακόμα για κατάσταση στην περιοχή κ.λπ.

Στην ομάδα μας ήρθαν και 4 από τους καταδιωκόμενους, έτσι βγήκαμε 13 από την Αθήνα στην Πάρνηθα οπλισμένοι με πιστόλια, περνώντας από τα καλύβια της Χασιάς πήραμε και ατομικά ντουφέκια. Από την Πάρνηθα περάσαμε στον Κιθαιρώνα (...).

Η πορεία μας προς τον Κιθαιρώνα δεν ήταν ομαλή (...). Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν να κοπούνε τρεις από την περιφέρεια της Αττικής, να πέσουν σε ενέδρα χωροφυλάκων και μάυδων και να σαστίσουν. Με τους υπόλοιπους επιχειρήσαμε 4 βραδιές συνέχεια να περάσουμε δίχως οδηγό από Κιθαιρώνα στον Ελικώνα.

Με την κακοκαιρία όμως που είχε ξεσπάσει (χιόνι και συνεχής ομίχλη) δεν τα καταφέραμε να περάσουμε και γυρίζαμε πάλι στον Κιθαιρώνα. Εν τω μεταξύ άρχισε σοβαρή εξάντληση από την πείνα, την αϋπνία (...)
Αρρωστοι από τις ταλαιπωρίες, είχαμε 10-12 μέρες. Ολοι τους βάλανε το ζήτημα ότι κάτω απ' αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να προχωρήσουν (πρωτοστατούντος του Γαλανού). Ετσι αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα και να φύγουμε με άλλο τρόπο, γυρίσαμε μέχρι την Κάζα, εκεί χωρίσαμε για να τραβήξουμε για την Αθήνα και να μπούμε μεμονωμένα (...).

Εγώ είχα πάθει ελαφριά κρυοπαγήματα. Υστερα από δυο μέρες συνήντησα τον σ. Κώστα Φαρμάκη και Στέργιο Αναστασιάδη και αποφασίστηκε να φύγω μέσω Θεσσαλίας.

Ετσι έφυγα από τον Πειραιά - Βόλο - Σοφάδες και από τους Σοφάδες στο Θραψίμι όπου βρήκα Φρουραρχείο του Αρχηγείου Αγράφων, από κει κατέβηκα στη Ρούμελη όπου συνάντησα το σ. Γούσια.

Για την υπόθεση αυτή εγώ βρίσκω ευθύνες στον εαυτό μου γιατί δεν αντιμετώπισα από την πρώτη μέρα της πορείας την κατάσταση αποφασιστικά ενάντια στους βραδυπορούντες, ακόμα λάθος βρίσκω και το γεγονός ότι δεν είπα τη γνώμη μου στο κόμμα όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει ομάδα στην Πάρνηθα και καμιά απολύτως πληροφορία δεν υπήρχε. Μέχρι τον Μάρτη 1946 ήμουνα στη Ρούμελη, δούλεψα στην αρχή με τον σ. Διαμαντή στις διεισδύσεις Παρνασσού και Λοκρίδας. Αργότερα στη Δυτική Στερεά σαν διοικητής του αρχηγείου, πήρα μέρος στις επιχειρήσεις Ρούμελης, στη διείσδυση και ελιγμό Βάλτου - Τζουμέρκα για τη μεταφορά του Γ.Α. από Ρούμελη - Μακεδονία.

Από τον Απρίλη του 1948 μέχρι το πέρασμά μου στην Αλβανία ήμουνα διοικητής της 1ης Μεραρχίας. Με την πρώτη ονομασία των αξιωματικών του ΔΣΕ Δεκέμβρης του 1947, ονομάστηκα αντισυνταγματάρχης, τον Απρίλη του 1948 Συνταγματάρχης και τον Σεπτέμβρη του 1949 υποστράτηγος.

Μου δόθηκε μετάλλιο στρατιωτικής αξίας Β', τραυματίστηκα ελαφρά στο κεφάλι και χέρι στις επιχειρήσεις Νότιας Ηπείρου στο Ξεροβούνι το 1948. Από την Αλβανία πήγα στην Τασκέντ και τον Οκτώβρη του 1950 βρίσκομαι σε σχολή».

«Αδυναμίες; Ο μικροαστικός εγωισμός και τα νεύρα μου»

Στο τελευταίο μέρος της βιογραφικής του έκθεσης ο Χαρίλαος Φλωράκης αξιολογεί τη δράση του και το χαρακτήρα του, κάνοντας την επιβεβλημένη για τους κομμουνιστές αυτοκριτική:

«Σ' όλες τις αποστολές που μου ανέθεσε το κόμμα δεν αρνήθηκα ποτέ, κατέβαλα κάθε προσπάθεια για να τις εκτελέσω, δεν το πετύχαινα όμως πάντα. Από το κόμμα δεν τιμωρήθηκα ποτέ.

Στις διάφορες παρεκκλίσεις του κόμματος εγώ ακολούθησα πάντα τη γραμμή που χάραζε κάθε φορά το κόμμα και δούλευα πάντα πάνω στις αποφάσεις του γραμμή Κατοχής - Βάρκιζα - εκλογές κ.λπ. δεν είδα τα λάθη αυτά και ποτέ δεν έβαλα καθαρή γνώμη μου στο κόμμα.

Εξετάζοντας σήμερα τη δουλειά μου και τον εαυτό μου στο ΔΣΕ βρίσκω μια σειρά λάθη και αδυναμίες, σχεδόν σε όλες τις επιχειρήσεις. Σήμερα βλέπω καθαρά τις αδυναμίες μου, ιδιαίτερα στον τομέα της οργάνωσης, ελέγχου και διεξαγωγής μιας επιχείρησης. Ευθύνομαι ιδιαίτερα για τη λειψή οργάνωση επιχείρησης των Σοφάδων, για την επιχείρηση στο Δερβένι, έχω ευθύνη γιατί δεν ξεκαθάρισα όσο έπρεπε την κατάσταση της Θεσσαλίας, εκεί κάτω από την επίδραση της παλιάς κατάστασης του πνεύματος που υπήρχε και από έλλειψη βοήθειας από το σ. επίτροπο Ζωγράφο και Κλιμάκιο Καραγιώργη εγώ έκανα ορισμένες υποχωρήσεις ιδιαίτερα στην κατάσταση Αν. Θεσσαλίας.

Το σοβαρότερο απ' όλα βλέπω την ευθύνη μου στο ζήτημα του οργανωτικού της Νότιας Ελλάδας, εφεδρειών και προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από προσπάθειές μου το όλο ζήτημα το είδα μυωπικά και φέρνω ευθύνη. Εγώ δεν είδα και δεν κατάλαβα τις βρωμοδουλειές του Καραγιώργη, τον έβλεπα σαν τον εκπρόσωπο του Π... και τον σεβόμουν και εκτιμούσα μέχρι τη συνεδρίαση του Π.Γ. τον Ιούλη του 1949 (αν θυμάμαι καλά). Ετσι, εγώ ουσιαστικά δεν βοήθησα το κόμμα σχετικά με τον Καραγιώργη.

Εξετάζοντας τον εαυτό μου από την άποψη της κομματικής μου συγκρότησης και με τη βοήθεια των συντρόφων που μου τις έδειξαν στις διάφορες κριτικές που μου κάνανε, βρίσκω ότι:

Η κοινωνική μου προέλευση, το μικροαστικό και δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον που έζησα είχαν σαν συνέπεια:

1) Να μην έχω το θάρρος να ζητήσω να μπω στο κόμμα νωρίτερα.

2) Να έχω ένα μικροαστικό εγωισμό βλαβερό, που εκδηλώνεται στο να μη μου αρέσει η κριτική, να μην την καταλαβαίνω αμέσως, να τη θεωρώ προσωπική, να φέρνομαι απότομα και να πικραίνω τους συντρόφους. Καταλαβαίνω π.χ. καλύτερα την κριτική όταν μου γίνεται ξεχωριστά παρά σε συνεδρίαση, ακριβώς γιατί εκεί θίγεται ο εγωισμός μου και νομίζω ότι πέφτει το κύρος μου. Καταλαβαίνω τη μεγάλη ζημιά που φέρνει αυτή η αδυναμία μου και για τον εαυτό μου και για τους συντρόφους και με την τέτοια στάση μου δεν δίνω το παράδειγμα διαπαιδαγώγησης. Στην όλη μου αυτή στάση βοηθάνε και τα νεύρα μου τα οποία είναι πολλά και όχι σε καλή κατάσταση.

3) Νομίζω ότι το γεγονός ότι στα χρόνια της Κατοχής στον ΕΛΑΣ, κάτω από την καθοδήγηση του Ορέστη και γενικά με την αδύνατη κομματική δουλειά που γινότανε στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ, ξεκομμένος από την καθοδήγηση και με καθοδηγητή τον Καραγιώργη, οι αδυναμίες μου αυτές αναζωογονήθηκαν, αντί να ξεπεραστούν.

4) Καταβάλλω προσπάθειες, τις νιώθω, παλεύω αλλά βλέπω ότι έχω υποτροπές, την πάλη μου αυτή θα την εξακολουθήσω.

5) Το μορφωτικό μου ιδεολογικό επίπεδο απέχει πολύ απ' ό,τι χρειάζεται. Τα μαρξιστικά βιβλία που διάβασα μέχρι σήμερα απλώς τα διάβασα, δεν τα μελέτησα.


- Στην 5η Ολομέλεια βγήκα αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του κόμματος. Από την 1η Ολομέλεια έγινα ταχτικό μέλος της Ολομέλειας. Πήρα μέρος στην 6η Ολομέλεια (1949) στην 7η Ολομέλεια, στην ΙΙΙ Συνδιάσκεψη του κόμματος σαν ταχτικός αντιπρόσωπος και στην 1η Ολομέλεια της Κεντρικής».

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

ΓΙΩΡΓΗΣ ΑΡΕΤΑΚΗΣ (ΣΦΑΚΙΑΝΟΣ)




Γεννήθηκε στο χωριό Σπήλι - Κρήτης. Μόνιμος αξιωματικός τον προπολεμικού στρατού. Πήρε μέρος στον A' Παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία.

Παρασημοφορήθηκε για την ανδρεία που επέδειξε στις μάχες. Το 1935 πήρε μέρος στο κίνημα Βενιζέλου και αποτάχτηκε με το βαθμό τον λοχαγού. Στον πόλεμο της Αλβανίας προβιβάστηκε στο βαθμό τον ταγματάρχη επ’ ανδραγαθία. Μετά την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου προσπάθησε, αλλ’ απέτυχε να φτάσει στην Κρήτη και αναγκαστικά έμεινε στην Πελοπόννησο, αρχικά στην Πάτρα και στη Λακωνία τελικά. Στον ΕΛΑΣ ο Σφακιανός υπηρέτησε ως διοικητής Τάγματος του 12ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Αχαΐας) και αργότερα διοικητής Τάγματος του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ (Λακωνίας).

Μετά την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, το Μάρτη τον 1945, ο Σφακιανός κατέφυγε αρχικά στον Ταΰγετο και αργότερα στον Πάρνωνα, όπου πρωτοστάτησε στην δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού, στον οποίο υπηρέτησε ως διοικητής του Αρχηγείου Αχαΐας και Ηλείας αρχικά και ως Προϊστάμενος των Επιτελικών Γραφείων της 3ης Μεραρχίας τον ΔΣΕ, από το Σεπτέμβρη του 1948.

Με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, ονομάστηκε αντισυνταγματάρχης. Στις 10 Μάρτη 1949, στη διάρκεια των «Εκκαθαριστικών Επιχειρήσεων», όταν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού είχαν διασπαστεί σε μικροομάδες, λόγω εξάντλησης των πυρομαχικών τους, ο Σφακιανός έφτασε, υποχωρώντας μαχόμενος, στον Ταΰγετο, όπου στις 6 Μάρτη σκοτώθηκε στη σπηλιά «Βαγιολάγκαδο» έπειτα από προδοσία ενός κατοίκου του χωριού Κότρωνας. Στη σπηλιά αυτή σκοτώθηκαν πολεμώντας μέχρι το τελευταίο φυσίγγι τους και οι αγωνιστές Δημ. Τσιριγώτης, η σύζυγός τον Νικολέτα, ο Μιχάλης Τσιριγώτης και ο Γιάννης Καρυδόγιαννης.

Ετεοκλής Δουμουλάκης- Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΜΩΡΗΑ

Ετεοκλής Δουμουλάκης
Περίπου εβδομήντα χρόνια μας χωρίζουν από τότε, το καλοκαίρι του 1952, όταν βρέθηκε σε νεκρός σε μια σπηλιά της Πελοποννήσου ο τελευταίος ένοπλος της ΙΙΙης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Ο σεμνός και ακαταπόνητος αγωνιστής της Εθνικής μας Αντίστασης, ο Ετεοκλής Δουμουλάκης.

Όπως - όχι χωρίς συγκινησιακή φόρτιση - μας λέει ο Κώστας Βούλγαρης, στο πολύ δυνατό βιβλίο του "Στο Όνειρο Πάντα η Πελοπόννησος", ο νεκρός είχε αφήσει ένα σημείωμα στην αδελφή του, όπου μεταξύ άλλων έγραφε:

"...όταν θα 'ρθουμε με λουλούδια στα ματωμένα χέρια μας".


Μια σύντομη βιογραφία του από τον Αρίστο Καμαρινό:

Ετεοκλής Δουμουλάκης

Γεννήθηκε το 1926 στο χωριό Πολίχνη - Μεσσηνίας. Μαθητής του Γυμνασίου πιάστηκε από τους Ιταλούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Τον βασάνισαν και τον έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Απελευθερώθηκε από τον ΕΛΑΣ τον Απρίλη του 1944 και εντάχθηκε στο μόνιμο ΕΛΑΣ. Μετά τη Βάρκιζα δεν παρέδωσε τον οπλισμό του και παρέμεινε, καταδιωκόμενος, στα βουνά της Ιθώμης και της Ορεινής Τριφυλίας.

Οι παρακρατικοί της Μεσσηνίας συνέλαβαν τη μητέρα του, τις 4 αδελφές του και τον αδελφό του Παναγιώτη.
Επέζησε μόνο η αδελφή του Αικατερίνη. Οι τρεις αδελφές του και ο αδελφός του Παναγιώτης πέθαναν στις φυλακές.
Ο Ετεοκλής Δουμουλάκης, σεμνός αγωνιστής, αφοσιωμένος στα ιδανικά του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, διακρινόταν για την προσωπική του παλικαριά και τη λεβεντιά του.

Ήταν ένας από τους πρώτους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ταΰγετου.

Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και αναδείχτηκε σε στρατιωτικό στέλεχος. Από ομαδάρχης στην αρχή, έφτασε διαδοχικά να διοικεί λόχο του Αρχηγείου Μαινάλου.
Ονομάστηκε ανθυπολοχαγός του ΔΣΕ, αργότερα δε, με το από 29/04/1948 Διάταγμα του Υπουργού Στρατιωτικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, προήχθη επ’ ανδραγαθία, στη μάχη των Καλαβρύτων, στο βαθμό του λοχαγού Πεζικού.

Ο Δουμουλάκης ήταν ο τελευταίος αντάρτης που παρέμεινε στο βουνό μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου, μέχρι τις 12 Αυγούστου 1952, οπότε πέθανε μέσα σε μια σπηλιά στη περιοχή του χωριού Πήδημα-Μεσσηνίας.
Οι κυβερνητικές αρχές εκείνης της περιόδου αρνήθηκαν να δώσουν στην αδελφή του Αικατερίνη τη γνωμάτευση της τοξικολογικής εξέτασης των σπλάχνων του, από την οποία θα εξακριβωνόταν ο τρόπος που τον είχαν δηλητηριάσει. Λέγεται ότι τον πρόδωσε ο τροφοδότης του, κάτοικος του χωριού Πήδημα.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ- Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ "ΝΟ ΠΑΟΥΡΑ"


Ένα σύντομο βιογραφικό του ηρωικού παρτιζάνου του ΕΛΑΣ και μαχητή του ΔΣΕ Νίκου Πανούση, όπως μας το δίνει ο Αρίστος Καμαρινός στο πολύ καλό βιβλίο του "Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Πελοπόννησο" που έχει εκδοθεί από τη Σύγχρονη Εποχή:




"Γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Αράχωβα-Λακωνίας. Ήταν ένας από τους πρώτους αντάρτες του 8ου Συντάγματος τον ΕΛΑΣ, ένα από τα καλύτερα παλικάρια του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Πελοποννήσου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Γερμανό Ιταλών κατακτητών στη διάρκεια της Κατοχής. Του αποδόθηκε το ψευδώνυμο «No Παούρα» (μη φοβάστε) όταν, στη «μάχη της Αρτεμισίας» - Μεσσηνίας, τον Αύγουστο τον 1943, χρησιμοποίησε το σύνθημα αυτό, με τη βροντερή φωνή του, και, επικεφαλής μιας ομάδας ανταρτών, εξουδετέρωσε πενήντα Ιταλούς, οχυρωμένους στο Εργοστάσιο Ξυλείας στον Κεντρικό Ταΰγετο, που το εκμεταλλεύονταν οι Ιταλοί. Τον αγαπούσαμε και τον καμαρώναμε όλοι οι συμπολεμιστές του, γιατί διακρινόταν πάντα στις μάχες, ιδιαίτερα στην τελική εξόρμηση για την κατάληψη των εχθρικών οχυρών. Όταν ήταν απλός αντάρτης, στις αρχές του ένοπλου αγώνα του ΕΛΑΣ, είχε για ατομικό του όπλο ...οπλοπολυβόλο -είχε γερό αθλητικό σώμα, ήταν ακούραστος και είχε ηράκλεια δύναμη- που το κουβαλούσε πάντα στον ώμο του, με όλα τα πυρομαχικά του, τραγουδώντας ή χαμηλοσφυρίζοντας. Ήταν πάντοτε γελαστός και καλόκαρδος, ευχάριστος πάντα, με το ιδιόρρυθμο χιούμορ του.

Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας, ο Ν. Πανούσης καταδιώχτηκε για την αντιστασιακή του δράση και αναγκαστικά κατέφυγε στον Πάρνωνα, μαζί με άλλους καταδιωκόμενους, οι οποίοι τον Αύγουστο του 1946 συγκρότησαν την πρώτη Ομάδα του Δημοκρατικού Στρατού στον Πάρνωνα. Στη διάρκεια του Εμφύλιου εξελίχτηκε σε στρατιωτικό στέλεχος. Ονομάστηκε λοχαγός του ΔΣΕ, με Διαταγή του Γενικού Αρχηγείου τον ΔΣΕ, και από το Σεπτέμβρη του 1948 ήταν διοικητής του Λόχου Ασφαλείας της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ. Για την πατριωτική αυτή δράση του στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ, ο Πανούσης ...«ανταμείφτηκε» με τη δολοφονία της μητέρας του Παναγιώτας και της αδελφής του Ελένης, από τη συμμορία του Παυλάκου, στις 14/02/1947! 0 Νίκος Πανούσης πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Γερμανοϊταλών κατακτητών στην περίοδο της Κατοχής (Αρτεμισίας, Μελιγαλά, Βουρλιά, Καστάνιτσας, Γερακιού, Κοσμά, Ανωγείων, Μυστρά, κ.ά.), στην περίοδο, δε, του Εμφύλιου συμμετείχε με το λόχο του σ’ όλες τις μεγάλες μάχες (Σπάρτης, Άρνας, Λογγακιού, Καλαβρύτων, Λεχαινών, Χαλανδρίτσας, Ζαχάρως, Πιάνας, Δημητσάνας κ.ά.), στις οποίες διακρίθηκε για την προσωπική του παλικαριά και τις διοικητικές του ικανότητες. Στα τέλη Γενάρη του 1949, σε μάχη στην τοποθεσία «Χέρωμα» - Ηλείας, το τμήμα του ενεπλάκη σε σκληρή μάχη με μεγάλη δύναμη του κυβερνητικού στρατού. Όταν εξάντλησε τα πυρομαχικά του συνέχισε να παλεύει με το άδειο οπλοπολυβόλο του και, όπως λέγεται, σκότωσε δυο αντιπάλους του με χτυπήματα στα κεφάλια τους, με το κοντάκι του οπλοπολυβόλου του!

Λέγεται, επίσης, ότι ο επικεφαλής του κυβερνητικού τμήματος, που τελικά σκότωσε τον Πανούση, στάθηκε προσοχή μπροστά στο πτώμα του, λέγοντας στους στρατιώτες του: «Ήταν αυτό το παλικάρι πραγματικός ήρωας... ».

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011




Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ...

1.Pώτησαν κάποτε τον πυρπολητή Κανάρη, εκείνο το σεμνό ήρωα του ΄21, που ΄γινε κατόπιν ναύαρχος, υπουργός και πρωθυπουργός.

- Πως τον έκανες τον άθλο Ναύαρχε;

Κι αυτός απάντησε:

-Να, ξύπνησα εκείνο το πρωί και είπα:

Απόψε Κωσταντή θα πεθάνεις για την Ελλάδα.

Σ ΄αυτό το ¨απόψε θα πεθάνεις¨ βρισκόταν η ηθική δύναμή του. Η ιστορική,η αμετάκλητη απόφασή του τον έριξε στην Ελληνική θάλασσα , όπλισε τα στιβαρά του χέρια, άναψε το δαυλό ,έκαψε τον τουρκικό στόλο κι έγινε ο φόβος και ο τρόμος των τούρκων θαλασσινών.

Ο Ψαριανός πυρπολητής ο Κωνσταντίνος Κανάρης, το καλοκαίρι του 1825, ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια με σκοπό να πυρπολήσει τον εχθρικό στόλο. Σε κάποια ώρα βρέθηκαν χωρίς τροφές και νερό. Αναγκάζουν τότε ένα αυστριακό ιστιοφόρο που βρέθηκε πλάι τους κάποια ώρα να τους εφοδιάσει. Τους δίνουν ψωμί, τυρί, ένα βαρέλι σαρδέλες και νερό.

-Δεν έχω χρήματα για να σου τα πληρώσω τώρα είπε στον αυστριακό καπετάνιο ο Κανάρης. Γράψε μου όμως σ΄ ένα χαρτί πόσο κοστίζουν και δος το μου να υπογράψω.

-Δε θέλω τίποτα, απαντά ο Αυστριακός ικανοποιημένος που ξεγλίτωσε εύκολα.

-Φέρε το χαρτί, είπε αποφασιστικά ο Κανάρης και γράψε 2000 γρόσια. Και συμπληρώνει περήφανα, το έθνος μου θα σου τα πληρώσει!

Ο Αυστριακός που δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία, του λέει προκλητικά,

-Μα δεν έχετε κράτος.

Αναστατώνεται η ελληνική ψυχή του Κανάρη και του δίνει πληρωμένη απάντηση

-Δεν έχουμε κράτος, μα θα κάνουμε!

Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Ο Κανάρης είναι τώρα Υπουργός των Ναυτικών. Μια μέρα μπαίνουν στο γραφείο του ένας παλιός κι αγαπητός συμπολεμιστής του, μαζί μ΄ έναν άλλο, που ο Κανάρης δεν θυμόταν που τον είχε ξαναδεί.

-Καπετάνιε, τον θυμάσαι τον κύριο;

-Όχι, απαντάει ο Κανάρης.

-Κι εγώ δυσκολεύτηκα να τον γνωρίσω. Στο τέλος όμως τον θυμήθηκα. Τον συνάντησα στη Ρουμανία και σου τον φέρνω. Είναι ο Αυστριακός καπετάνιος που πήραμε από το καράβι του τα τρόφιμα.

Άστραψαν τότε τα μάτια του Κανάρη. Το πρόσωπό του όλο φωτίστηκε. Ήταν μονάχα γιατί θα ξεπλήρωνε ένα παλιό του χρέος; Ή και γιατί έφθασε η στιγμή να δικαιωθεί κι εκείνη η απάντηση που είχε δώσει τότε στον Αυστριακό, <<Δεν έχουμε Έθνος μα θα κάνουμε!>> Γεμάτος συγκίνηση κι εθνική περηφάνια ρωτάει τον Αυστριακό

-Το έχεις εκείνο το χαρτί; Δώσε μου το. Με δισταγμό εκείνος του το παραδίδει. Αμέσως δίνει διαταγή ο Υπουργός να πληρωθεί το ποσό στον ξένο πλοίαρχο.

-Δεν πίστευες τότε στα λόγια μου. Τότε δεν είχαμε Κράτος, το κάναμε όμως! Του πρόσθεσε ο Κανάρης, χαμογελώντας με εθνική περηφάνια.

Την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Το ελληνικό του φιλότιμο. Τη σταθερή του απόφαση στην τελική νίκη. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς. Ίσως η σύνθεση όλων αυτών των αρετών είναι που διαμορφώνει προσωπικότητες-πρότυπα για κάθε εποχή!



Mεσημέρι τής 26 Ιουλίου 1822, στα Δερβενάκια. Η περίφημη μάχη, που όπως είναι γνωστό, στοίχισε στο Δράμαλη την ολοκληρωτική καταστροφή τής τεράστιας στρατιάς του βρίσκεται στην κρισιμότερη φάση της.

Ο Γέρος του Μοριά, καθισμένος σ' ένα βράχο, παρακολουθεί με τα κιάλια του τους τούρκους που έχουν αρχίσει να τσακίζουν. Ξάφνου ακούει δίπλα του κάπoιo θόρυβο. Γυρίζει και βλέπει ένα βοσκόπουλο, στηριγμένο στη γκλίτσα του, να παρακολουθεί κι' αυτό ,τα παλικάρια που ταμπουρωμένα στις πλαγιές της χαράδρας θέριζαν τους τούρκους με τα καριοφίλια τους.

- 'Τι στέκεις έτσι ορέ Έλληνα και χαζεύεις; του φωνάζει με τη βρovτερή του φωνή ο Κολοκοτρώνης. Γιατί δεν τρέχεις και συ να πολεμήσεις τους περσιάvους;

- Μα δεν έχω άρματα, καπετάνιε μου, του δικαιολογήθηκε ο τσοπάνος.

Με τι να πολεμήσω ;

- Με τη γκλίτσα σου, μωρέ Έλληνα! Κι' αυτή όπλο είναι. Να κοπανίσεις μια δυνατή στο κεφάλι ενός τούρκου, να τον σκοτώσεις, να του πάρεις τα άρματά του κι ύστερα μ' αυτά να πολεμήσεις τους άλλους μουρτάτες.

Το τσοπανόπουλο, χωρίς να δώσει απάντηση, έφυγε τρέχοντας και χάθηκε, πηδώντας στη χαράδρα που γινόταν η μάχη.

Bράδυ τής ίδιας μέρας. Η νύχτα αρχίζει ν' απλώνει τα σκοτεινά πέπλα, της στη φύση. Η μάχη έχει σχεδόν τελειώσει κι οι Έλληνες ρίχνουν τις τελευταίες τους τουφεκιές. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθεί ικανοποιημένος τους λίγους Τούρκους, που απόμειναν, να τρέχουν τρομοκρατημένοι, προσπαθώντας να γλιτώσουν. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται μπροστά του ένα θεόρατο παλικάρι. Κρατά, στα χέρια του ένα μαλαμοκαπνισμένο καριοφίλι, το σελάχι του είναι γεμάτο από ασημοκολλημένες κουμπούρες και το ιδρωμένο πρόσωπό του μαυρισμένο από τους καπνούς της μάχης.

- Ποιος είσαι συ μωρέ; του φωνάζει ο I'έρος.

- Δε με γνωρίζεις, καπετάνιε ; Είμαι ο τσοπάνος, που έστειλες το μεσημέρι να πολεμήσει με τη γκλίτσα του. Έκανα όπως μου είπες. Σκότωσα έναν τούρκο του πήρα τ' άρματα και... να ‘μαι τώρα, του πρόσθεσε, δείχνοντας του την πλουμιστή αρματωσιά του μ’ περηφάνια.

- Μπράβο μωρ’ Έλληνα, του είπε χαρούμενος ο Κολοκοτρώνης. Και ευχαριστημένος, χτύπησε φιλικά το παλικάρι στην πλάτη.











4.O Μ. Μπότσαρης ήταν από τους λίγους αγωνιστές της Ελευθερίας που προτιμούσαν το κοινό συμφέρον από το προσωπικό όφελος. Για την ανδρεία που έδειξε στις μάχες κατά του Χουρσίτ Πασά και στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου κατά την πρώτη πολιορκία, η προσωρινή κυβέρνηση του έστειλε δίπλωμα Στρατηγού.

Η τιμητική αυτή διάκριση προκάλεσε τη ζήλια των άλλων οπλαρχηγών και ακούστηκαν παράπονα εναντίον του.

Τότε ο Μάρκος, πήρε το δίπλωμα, το ‘σκισε σε μικρά κομμάτια μπροστά τους και, σκορπίζοντάς τα στον αέρα , είπε σ’ εκείνους που παραπονιόνταν:

- Αύριο θα ξαναγίνει πόλεμος. Κι όποιος σταθεί άξιος , παίρνει το δίπλωμά του από τους Τούρκους.









Yστερα από τη μάχη στα Δερβενάκια, ο Νικηταράς, που τόσο καταστροφή προξένησε στους Τούρκους ώστε πήρε το προσωνύμιο ¨Τουρκοφάγος¨ έστειλε στη γυναίκα του ένα καλοτυλιγμένο πακετάκι.

Όλοι νόμισαν ότι θα είχε κανένα διαμαντένιο κόσμημα, από τα τόσα που έπεσαν στα χέρια των παλικαριών, που μοιράστηκαν τους θησαυρούς του τούρκου πασά. Γι’ αυτό έτρεξαν όλοι περίεργοι να το περιεργαστούν.

Καθώς όμως η σύζυγος του δοξασμένου αρχηγού Αγγελίνα (κόρη του πρωτοκλέφτη του Μοριά του θρυλικού Ζαχαριά ) άνοιξε το δέμα, βρήκε μια ξύλινη ταμπακιέρα κι ένα σημείωμα του αντρός της που έγραφε:

«…Τα παλικαριά μου, μου πρόσφεραν τούτη την ταμπακέρα κι ένα σπαθί στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Το σπαθί το χάρισα στη διοίκηση της Ύδρας, για να χρησιμεύσει στο αρμάτωμα του στόλου που τόσο χρειάζεται στην Πατρίδα. Την ταμπακέρα τη στέλνω σε σένα που μου είσαι το πιο αγαπημένο πρόσωπο που έχω στον κόσμο ύστερα από την Πατρίδα….»

Ωστόσο ο Νικηταράς πέθανε το 1849 τυφλός και πάμπτωχος στον Πειραιά, αφήνοντας τη θυγατέρα του γεροντοκόρη.



6. Tην εποχή που οι τούρκοι πολιορκούσανε το Μεσολόγγι, οι Σουλιώτες είχανε βγάλει από μέσα τις οικογένειές τους και τις είχανε ασφαλίσει στον κάλαμο. Μαζί ήτανε και οι οικογένειες των Τζαβελλαίων με αρχηγό τη Δέσπω Τζαβέλλα.

Το Μ. Σάββατο έφτασε στον Κάλαμο το τρομερό μαντάτο. Σε κάποια μάχη που γίνηκε στο Μεσολόγγι σκοτώθηκαν και τα δυο παιδιά της Δέσπως , ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Οι άλλες γυναίκες μόλις έμαθαν την είδηση , άρχισαν τους θρήνους και τα μοιρολόγια. Σε μια στιγμή όμως βλέπουν έκπληκτες την ηρωική μητέρα να σηκώνεται και να τους λέει επιτακτικά:

«Πάψτε μωρές τα κλάματα. Τα παιδιά μου πήγανε συνοδεία στο Χριστό , που θα τα πάει στον Παράδεισο, γιατί πέσαμε για την Πατρίδα! Σηκωθείτε να βάψουμε τα αυγά μη μας οργιστεί ο Θεός.»

Κι η ηρωική μητέρα άρχισε να ετοιμάζει τις βαφές και τα τσουκάλια. Οι άλλες Σουλιώτισσες σηκώθηκαν ντροπιασμένες και άρχισαν να την βοηθούν’

Αλλά καθώς οι γυναίκες ήτανε απασχολημένες με τη βαφή των αυγών, φτάνει κάποιος μαντατοφόρος από το Μεσολόγγι. Στάθηκε μια στιγμή, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και γυρίζοντας στη Δέσπω:

« Δεν είναι τίποτε καπετάνισσα, φώναξε. Τα παιδια είναι καλά με τη δύναμη του Θεού. Μονάχα ο Ζυγούρης λαβώθηκε στο χέρι. Μα δεν είναι τίποτα σοβαρό» Οι γυναίκες τριγύρισαν χαρούμενες τη Δέσπω. Κι εκείνη, σοβαρή, γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, σήκωσε τα χέρια της και ακούστηκε να ψιθυρίζει:

- Σ’ ευχαριστώ, Παρθένα μου, που τους γλίτωσες κι αυτή τη φορά… Μα εγώ πάντα ξεγραμμένους τους έχω



7.Είχε τελειώσει ο Αγώνας κι οι δοξασμένοι αρχηγοί του είχαν αποτραβηχτεί από τις πολεμικές τους ασχολίες και ξεκουράζονταν στα σπίτια τους. Έτσι κι ο θρυλικός Τουρκοφάγος Νικηταράς, φτωχότερος απ’ ότι ήταν πριν αρχίσει η επανάσταση, στο φτωχικό του στον Πειραιά.

Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς όταν τον επισκέφτηκε ο δοξασμένος θεός του, ο Γέρος του Μοριά. Καθισμένοι στην αυλή του σπιτιού οι δυο Στρατηγοί συζητούσαν για τα περιστατικά του αγώνα, όταν ένα τσούρμο από παιδιά της γειτονιάς, μπήκαν στον αυλόγυρο κι άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα για τον ερχομό του καινούργιου χρόνου.

Όταν τελείωσαν τα παιδιά, ο Νικηταράς ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη μερικούς παράδες να τους δώσει, όπως ήταν το έθιμο, γιατί εκείνος δεν είχε.

Ο Γέρος του έδωσε πρόθυμα, αλλά του είπε για να τον πειράξει:

-Δεν ντρέπεσαι να διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος εσύ, με τόσες δόξες; Τι σόι Στρατηγός είσαι τότενες.

Ο Νικηταράς κοίταξε ήρεμα το θείο του και του απάντησε σεμνά:

-Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάνω πραμάτεια το καπετανλίκι μου για να καζαντίσω!!!











8. Όταν ο Στρατηγός Μακρυγιάννης βρισκόταν στους Μύλους με τα παλικάρια του και προπαρασκευάζονταν για τη μάχη με τον Ιμπραήμ, τον επισκέφτηκε ο Ναύαρχος Δεριγνί.

-Τι κάνετε αυτού; Ρωτά το Στρατηγό.

-Εδώ θα σταματήσουμε το Μπραήμι, απαντά ο Μακρυγιάννης.

-Με μια χούφτα άνδρες;

-Μπορεί να είμαστε λίγοι κι αδύναμοι, μα έχουμε μαζί μας τον Παντοδύναμο Θεό και θα νικήσουμε!!!

-τρεμπιέν. (Πολύ καλά), απάντησε ο Δεριγνί.











9.Τον καιρό που ο Κολοκοτρώνης ήταν με το «Μαύρο Στόλο» κι είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κουρσάρων στο Αιγαίο, έζησε καινούργια στέρηση και κινδύνους που τον ατσάλωσαν. Κάποτε που έμεινε μέρες χωρίς να φουμάρει, έσκισε το τσιμπούκι του, έξισε τη νικοτίνη από μέσα κι έφτιαξε μ’ αυή τσιγάρο. Το αηδίασε:

-Όρσε μωρέ άνθρωπος, φώναξε, που θέλει να λευτερώσει τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερωθει ο ίδιος από ένα συνήθιο. Θεέ μου συγχώραμε.

Πέταξε το τσιμπούκι και το τσιγάρο στη θάλασσα κι από τότε δεν ξανακάπινισε.

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Μάχη στο Γράμμο Αθέλητες ομολογίες των αντιπάλων του ΔΣΕ

Οι αντίπαλοι του ΔΣΕ έκαναν ό,τι πέρναγε από το χέρι τους, για να διαστρεβλώσουν το πραγματικό νόημα και τα μηνύματα της μάχης του Γράμμου, να συκοφαντήσουν την αξία του Δημοκρατικού Στρατού, τα ιδανικά και την ανιδιοτέλεια των μαχητών του. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος σε μια προσπάθειά του να μειώσει το Δημοκρατικό Στρατό και να εναρμονιστεί με τα προπαγανδιστικά ψεύδη της μετεμφυλιακής περιόδου γράφει για τους πολιτικούς επιτρόπους του ΔΣΕ και για το σύνολο των μαχητών του γενικότερα: "Οι Πολιτικοί Επίτροποι ήσαν τα πρόσωπα, επί των οποίων εστηρίζετο η συνοχή των τμημάτων και η παρακολούθησις του ηθικού των συμμοριτών και τέλος διά του πιστολίου επέβαλον την τρομοκρατίαν, ενέπνεον τη θέλησιν της κομμουνιστικής ηγεσίας και οδηγούν στη μάχη, δίκην προβάτων προς σφαγήν, τα άβουλα και απρόθυμα, βιαίως στρατολογηθέντα άτομα". (Βλέπε: "Αντισυμμοριακός Αγών", σελίδες 415 - 416). Ο ίδιος, όμως, όταν χρειάζεται να περιγράψει τις μάχες που έγιναν στη Βόρεια Πίνδο το 1948, αντιφάσκοντας με τον εαυτό του ανατρέπει τους παραπάνω ισχυρισμούς του. Να τι λέει στο βιβλίο του, "Ο αντισυμμοριακός αγών", στη σελίδα 389: "Συνεχής αγών σώματος προς σώμα, διαδοχή εκατέρωθεν αντεπιθέσεων και κατ' επανάληψιν εναλλαγή κυριότητος των υψωμάτων Νικολέρι (1348) - Κουπάγκα - Γκούρα ήσαν τα χαρακτηριστικά γεγονότα του 6ήμερου σκληρού και πολυδάπανου τούτου αγώνος... εν συμπεράσματι, εκατέρωθεν υπήρχε φρενίτις αντιστάσεως και επιθέσεως". Επίσης, στη σελίδα 379, περιγράφοντας τις μάχες από τα υψώματα Ζούζουλης μέχρι το Ταμπούρι του Σμόλικα (12/7-4/8/1948) αναφέρει: "Τα κύρια χαρακτηριστικά της φάσεως ταύτης είναι οι σκληροί μετωπικοί αγώνες, προς κατάληψιν ισχυρώς οργανωμένων τοποθεσιών. Η ισχυρά αντίδρασις των συμμοριτών διά πείσμονος αμύνης και ισχυρών αντεπιθέσεων, προς εξασφάλιση των απειλουμένων ζωτικών χώρων του συνόλου της τοποθεσίας των. Η ανεπάρκεια των δυνάμεων κρούσεως (II και X Μεραρχίαι), διά βαθείαν και ταχείαν εκμετάλλευσιν του ρήγματος Ταλλιάρου προς παρεμπόδισιν συνενώσεως των δυνάμεων Σαμαρίνης μετά τοιούτων του Γράμμου. Αι αισθηταί απώλειαι Αξιωματικών και οπλιτών, αίτινες εμείωσαν τη μαχητικότητα των μονάδων".

Απ' όλα αυτά οφείλει να αναρωτηθεί κανείς πώς ήταν δυνατόν οι μαχητές του ΔΣΕ δίνοντας τέτοιες μάχες, σώμα με σώμα - όπως ο ίδιος ο Ζαφειρόπουλος λέει - να ήταν ταυτόχρονα άβουλα και απρόθυμα άτομα που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή με την απειλή του περιστρόφου του Πολιτικού Επιτρόπου; Φαίνεται πως ο αντικομμουνισμός της περιόδου του εμφυλίου - αλλά και μετά - πέραν των άλλων, κατάφερε να δημιουργήσει κι αυτή την κατηγορία των ομολογουμένως ιδιόρρυθμων στη συμπεριφορά... προβάτων!!!

Για τη σφοδρότητα των μαχών και τη μαχητικότητα του ΔΣΕ έχει γράψει και ο Θρ. Τσακαλώτος. Συγκεκριμένα λέει: "Οι συμμορίτες αμύνονται σθεναρώς εφ' όλου του μετώπου των. Τα ναρκοπέδια υπήρξαν το φόβητρο και Διοικήσεων και διοικουμένων. Το ηθικό κατρακυλά. Επί 40 ημέρες ματαίως καταβάλλονται προσπάθειαι διασπάσεώς των. Η Ανώτατη Ηγεσία προ της γενικής καθηλώσεως, υπό την πίεσιν της ανάγκης μελετά την αναθεώρησιν του σχεδίου της. Η κοινή γνώμη είναι ανάστατος" (Βλέπε: "40 Χρόνια Στρατιώτης... ", τόμος Β`, σελίδα 125). Παρουσιάζοντας αυτό το απόσπασμα του στρατηγού Τσακαλώτου, μαζί με τα υπόλοιπα προαναφερθέντα του Ζαφειρόπουλου, δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστα όσα λέγονται περί συμμοριτών και συμμοριτισμού. Αναμφίβολα, η χρησιμοποίηση αυτών των χαρακτηρισμών από τους στρατηγούς δεν είναι τίποτε άλλο από αυτοεξευτελισμός τους. Και τούτο γιατί αν πραγματικά ο ΔΣΕ ήταν ένα συνονθύλευμα συμμοριτών και όχι πραγματικός εθνικοαπελευθερωτικός - επαναστατικός στρατός, τότε οι στρατηγοί του κυβερνητικού στρατού, που τον πολεμούσαν 70 ολόκληρες ημέρες στο Γράμμο, χωρίς ουσιαστικά να καταφέρουν να τον νικήσουν πρέπει να θεωρηθεί πως ήταν πιο ανίκανοι για πόλεμο από τους νεοσύλλεκτους φαντάρους που διοικούσαν. Να σε τι αυτοεξευτελισμό οδηγούσε τα επίλεκτα στρατιωτικά της στελέχη η ντόπια αντίδραση και οι ξένοι προστάτες της - δίκην αντικομμουνιστικής προπαγάνδας - με τους ισχυρισμούς περί συμμοριτών και κατσαπλιάδων.

Καταλήγοντας στην παράθεση κρίσεων των αντιπάλων του ΔΣΕ για τη μάχη του Γράμμου αξίζει να αναφέρουμε τι λέει ο Ζαφειρόπουλος στο προαναφερόμενο βιβλίο του (σελίδα 424) για την εικόνα που είχαν τα πράγματα μετά τον ελιγμό του ΔΣΕ στο Βίτσι: "Η έγκαιρος εγκατάλειψις του Γράμμου - σημειώνει - και η έγκαιρος πλαισίωσις του Βίτσι ενεφάνησαν την παραδοξότητα ταύτην ως αποτέλεσμα της ηθικής καταστάσεως των αντιπάλων: Ο συμμοριτισμός ο ηττηθείς εις τον Γράμμον να έχη ανώτερον ηθικόν από τας εθνικάς δυνάμεις, αίτινες υπήρξαν οι νικηταί του Γράμμου".

Ο απολογισμός των απωλειών

Όπως έχουμε ήδη προαναφέρει ο στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει πως οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη Μάχη του Γράμμου ήταν "υπέρ τας 14.000 εκτός μάχης". Ο Ζαφειρόπουλος όμως δίνει τα εξής στοιχεία: "Απώλειαι: Αύται υπήρξαν υπερβολικαί και μάλιστα εις αξιωματικούς και προσήγγισαν διά μεν τους αξιωματικούς το 9%, διά δε τους οπλίτας το 13%. Εν λεπτομερεία ανήλθον: α) Αξιωματικοί: Νεκροί 109. Τραυματίαι 287. Αγνοούμενοι 9. Σύνολον 505. β) Οπλίται: Νεκροί 1123. Τραυματίαι 5.285. Αγνοούμενοι 332. Σύνολον 6740.

Αι απώλειαι των συμμοριτών δεν υπολείφθησαν των εθνικών δυνάμεων, ανελθούσαι εις νεκρούς μετρηθέντας 3.128, συλληφθέντας 590 και παραδοθέντας 1600. οι τραυματίαι καθ' υπολογισμόν εκυμαίνοντο εις 4.500" (Δ. Ζαφειρόπουλου: "Ο Αντισυμμοριακός Αγών", σελίδα 430)

Στο περιοδικό του ΔΣΕ "Δημοκρατικός Στρατός" (τεύχος Σεπτεμβρίου του 1948) δίνονται οι εξής απώλειες του κυβερνητικού στρατού στη μάχη του Γράμμου: Νεκροί 5.125, τραυματίες 16.000, αιχμάλωτοι 439, αυτόμολοι 98, λιποτάχτες 1.200. Σύνολο 22.862.

Απ' όσα παραθέσαμε - και με δεδομένο ότι σε κάθε πόλεμο η μία πλευρά εξογκώνει τις απώλειες της άλλης και ελαχιστοποιεί τις δικές της - οφείλουμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις:

- Ο Στρατηγός Τσακαλώτος υπολογίζει τις απώλειες του κυβερνητικού Στρατού (νεκρούς τραυματίες κλπ.) σε πάνω από 14.000. Ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος είναι πιο φειδωλός. Δίνει σύνολο απωλειών σε αξιωματικούς και οπλίτες 7.245. Τέλος, ο ΔΣΕ ανεβάζει αυτές τις απώλειες στις 22.862. Η αλήθεια συνεπώς πρέπει κατά προσέγγιση να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο νούμερο που δίνει ο Τσακαλώτος και σ' αυτό που δίνει ο ΔΣΕ. Και αναμφίβολα αυτές οι απώλειες δεν είναι μόνο του στρατού, αλλά και των χωροφυλάκων και των ΜΑΥδων που πήραν μέρος στη μάχη.

- Το μέγεθος των απωλειών του ΔΣΕ που εμφανίζει ο Ζαφειρόπουλος είναι τερατώδικο για τους εξής λόγους: Αν προσθέσει κανείς τα νούμερα που παραθέτει βγαίνει ένας αριθμός απωλειών 9.818 ανδρών σε νεκρούς, τραυματίες κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι η παρατακτή δύναμη του ΔΣΕ στο Γράμμο ήταν περίπου 8.600 άνδρες, αν δεχτούμε τους αριθμούς που παραθέτει ο Ζαφειρόπουλος προκύπτει το εξής εξωφρενικό και ταυτόχρονα γελοίο: Ο ΔΣΕ φέρεται να έχασε στο Γράμμο (τέθηκαν δηλαδή με τον ένα ή άλλο τρόπο εκτός μάχης) όλη τη μάχιμη δύναμή του και επιπλέον 1.200 μαχητές!!!



Ο ΔΣΕ μετά το Γράμμο

Αλλαγές στην ηγεσία και τη διάρθρωση

Μετά τη μάχη στο Γράμμο και τον ελιγμό των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Βίτσι, ο Μ. Βαφειάδης απαλλάχτηκε από τα καθήκοντα του αρχηγού του ΔΣΕ και στάλθηκε στη Σοβιετική Ένωση για ανάρρωση και ξεκούραση. Για το τι πραγματικά συνέβη έχουν γραφτεί πολλά. Λέγεται ότι προς το τέλος της μάχης ο Βαφειάδης έπαθε νευρικό κλονισμό. Ο ίδιος κατά καιρούς είχε διαψεύσει αυτή την εκδοχή και ενεφάνιζε την απομάκρυνσή του από την ηγεσία του ΔΣΕ ως αποτέλεσμα συγκρούσεών του με τον Ζαχαριάδη.

Για το θέμα αυτό, ο Β. Μπαρτζιώτας - που τότε ήταν πολιτικός επίτροπος στο ΓΑ του ΔΣΕ - γράφει στο βιβλίο του "Εξήντα χρόνια Κομμουνιστής" (σελ. 290 - 291) πως όντως ο Βαφειάδης έπαθε νευρικό κλονισμό και σε μία από τις κρίσεις του άρχισε να πυροβολεί εναντίον αξιωματικού του Δημοκρατικού Στρατού. Για νευρικό κλονισμό του Βαφειάδη μιλάει και ο Δ. Βλαντάς ("Εμφύλιος Πόλεμος 1945 - 1949", Γ` τόμος, Β` ημίτομος, σελ. 157 - 158), αναφέροντας ανάμεσα στα άλλα και το επεισόδιο με τους πυροβολισμών, για το οποίο μιλάει ο Μπαρτζιώτας. Ο Βλαντάς, όμως, θεωρεί πως ο Βαφειάδης δεν έπαθε - αλλά παρίστανε ότι έπαθε - νευρικό κλονισμό "για να μην βρεθεί στον ΔΣΕ κατά την ήττα του". Μαρτυρίες που κάνουν λόγο για νευρικό κλονισμό του Μάρκου έχουν δώσει κι άλλοι πέραν των προαναφερομένων. Αλλά και ο ίδιος ο Μάρκος, μιλώντας στην 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, το Γενάρη του 1949, παραδέχεται επί της ουσίας ότι η συμπεριφορά του δημιούργησε πρόβλημα. Συγκεκριμένα - αν και αρνήθηκε ότι η κατάστασή του δικαιολογούσε αντικατάσταση από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ - παραδέχτηκε το επεισόδιο με τον αξιωματικό του Δημοκρατικού Στρατού, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες και έκανε λόγο για επίσκεψή του σε γιατρό του ΔΣΕ που τον εξέτασε ("5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, 1949 - Εισηγήσεις - Αποφάσεις - Λόγοι", μόνο για εσωκομματική χρήση, σελ. 139 - 140). Ανεξαρτήτως πάντως του τι πραγματικά συνέβη και σε ποια κατάσταση βρέθηκε ο αρχηγός του ΔΣΕ, οφείλουμε να σημειώσουμε πως - πέραν των όποιων διαφωνιών που μπορεί να υπήρχαν - η απαλλαγή του Βαφειάδη από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ δεν έχει σχέση με τις διαφωνίες του, πολύ περισσότερο, με αυτές που ο ίδιος ενεφάνισε αργότερα. Το πιο πιθανό είναι ότι σ' αυτήν την αλλαγή - εκτός της προσωπικής του κατάστασης - συνέβαλαν και οι γενικότεροι σχεδιασμοί αλλαγών στη διάρθρωση του Δημοκρατικού Στρατού, τους οποίους έθεσε σε εφαρμογή εκείνο το διάστημα η ηγεσία του κινήματος.

Στις 26/8/1948 συνεδρίασε το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με τη συμμετοχή των Ν. Ζαχαριάδη, Β. Μπαρτζιώτα, Δ. Βλαντά, Λ. Στρίγκου και του Γ. Βοντίτσιου - Γούσια που τότε δεν ήταν ακόμη μέλος του οργάνου. Στη συνεδρίαση αυτή, το ΠΓ συζήτησε τη μάχη στη Β. Πίνδο, καθώς και τα πολιτικά και στρατιωτικά διδάγματα και συμπεράσματα που έβγαιναν απ' αυτήν. Για το θέμα αυτό, βγήκε απόφαση που φέρει για συνωμοτικούς λόγους την παραπλανητική ημερομηνία 25/8/1948 (βλέπε ολόκληρη την απόφαση: "Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ", τόμος 6ος, σελ. 276 - 284). Ακόμη το ΠΓ συζήτησε και το θέμα της ηγεσίας του ΔΣΕ μετά την απαλλαγή του Μ. Βαφειάδη και κατέληξε ότι στο εξής ο ΔΣΕ θα διοικείται από συλλογική ηγεσία - ονομάστηκε Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο - με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, προωθήθηκαν αλλαγές σ' όλο το μήκος και το πλάτος του ΔΣΕ που αποσκοπούσαν στη μετατροπή του σε τακτικό στρατό.

Η νέα διάρθρωση του ΔΣΕ

Η νέα διάρθρωση του ΔΣΕ ήταν η εξής:

- Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ με το 1ο, 2ο, 3ο Επιτελικά Γραφεία και βοηθητικές υπηρεσίες.

- Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο του ΔΣΕ, με πρόεδρο τον ΓΓ του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδη.

Κάτω από τις άμεσες διαταγές του έχει τις ακόλουθες μονάδες:

- Σχολή Αξιωματικών του ΓΑ του ΔΣΕ, με διοικητή τον συνταγματάρχη Πύραυλο.

- Ταξιαρχία σαμποτέρ του ΓΑ του ΔΣΕ, με διοικητή τον αντισυγματάρχη Βρατσιάνο.

- Επιλαρχία ιππικού με διοικητή τον ταγματάρχη Νέστορα.

- Μοίρες πυροβολικού του ΔΣΕ.

- Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου της Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ), με διοικητή τον αντιστράτηγο Καραγιώργη.

1η Μεραρχία Θεσσαλίας - Διοικητής Γιώτης

2η Μεραρχία Ρούμελης - Διοικητής Διαμαντής

3η Μεραρχία Πελοποννήσου - Διοικητής Γκιουζέλης

6η Μεραρχία Κ. Μακεδονίας - Διοικητής Πετρής

7η Μεραρχία Αν. Θράκης - Διοικητής Λασάνης

8η Μεραρχία Ηπείρου - Διοικητής Αρβανίτης

9η Μεραρχία Καστοριάς - Διοικητής Παλαιολόγος

10η Μεραρχία Καστοριάς - Διοικητής Υψηλάντης

11η Μεραρχία Φλώρινας - Διοικητής Σκοτίδας

24η Ταξιαρχία Καϊμακτσαλάν - Διοικητής Αμύντας

- Διάφορα ανεξάρτητα αντάρτικα τμήματα του ΔΣΕ σε Κρήτη, Ικαρία, Σάμο, κλπ.

("Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ", τ. έκτος, σελ. 545 - 546)



Η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ

Στη διάρκεια της μάχης του Γράμμου, στις 28 με 29 Ιούλη του 1948, συνήλθε σε Σώμα η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Στις εργασίες της πήραν μέρος 19 μέλη της ΚΕ και της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του Κόμματος. Κύριο θέμα της ολομέλειας ήταν "η πολεμική και πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντα του ΚΚΕ". Την εισήγηση έκανε ο Μ. Βαφειάδης. Επίσης η ολομέλεια συζήτησε ως ειδικό θέμα της την "απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, σχετικά με την κατάσταση στο ΚΚ Γιουγκοσλαβίας".

Παίρνοντας υπόψιν τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ολομέλεια, μπορούμε να κατανοήσουμε το υπεραισιόδοξο πνεύμα που χαρακτηρίζει τις αποφάσεις της, αλλά και το άγχος για εξασφάλιση έμψυχου υλικού υπέρ του ΔΣΕ, που οδηγεί σε αυστηρές και εκτός πραγματικότητας κρίσεις για τις οργανώσεις των πόλεων του Κόμματος (γι' αυτές έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο μέρος του αφιερώματος). Στην πολιτική της απόφαση, η ολομέλεια "εκφράζει το θαυμασμό της και χαιρετίζει επαναστατικά τους ήρωες μαχητές, μαχήτριες και αξιωματικούς της Βόρειας Πίνδου και ολόκληρο το ΔΣΕ". Κρίνοντας όμως την κατάσταση στη χώρα, εκτιμάει ότι "το τέλος του μοναρχοφασισμού είναι πιο κοντά από κάθε άλλη φορά" κι ότι "το καθεστώς της αμερικανοκρατίας και ο μοναρχοφασισμός ποτέ δεν περνούσαν τέτοια ολόπλευρη κρίση που την κύρια πηγή της έχει στα χτυπήματα που τους καταφέρνει ο ΔΣΕ. Το μοναρχοφασισμό - υπογραμμίζεται στην απόφαση - από παντού τον κυκλώνει η χρεοκοπία. Ποτέ η αντικειμενική κατάσταση δεν ήταν τόσο ευνοϊκή για να χτυπηθεί αποφασιστικά η μοναρχοφασιστική ληστρική σφηκοφωλιά".

Ως κύρια αδυναμία του Κόμματος, η ολομέλεια εκτιμάει την κατάσταση των κομματικών οργανώσεων στις πόλεις. Στην πολιτική απόφαση υπογραμμίζεται: "Η βασική και κύρια αδυναμία, που παρουσιάζει το ΚΚΕ, μέσα στις τόσο ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες, βρίσκεται στο ότι δεν κατορθώσαμε να συντρίψουμε την οπορτουνιστική συνθηκολόγηση και τις ταλαντεύσεις μέσα στις κομματικές οργανώσεις, πρώτ' απ' όλα των πόλεων... Η 4η Ολομέλεια διαπιστώνει ότι η καθυστέρηση του κινήματός μας στις πόλεις αποτελεί μια απ' τις πρωταρχικές και βασικές αδυναμίες μας. Οι κομματικές οργανώσεις και οι κομμουνιστές σε Αθήνα - Πειραιά - Θεσσαλονίκη - Βόλο - Καβάλα και σε άλλες μεγάλες πόλεις, δεν πραγματοποίησαν τα καθήκοντα που τους έβαλε η 3η Ολομέλεια (και το γράμμα του ΠΓ προς τις κομματικές οργανώσεις και τα μέλη του ΚΚΕ σε Αθήνα - Πειραιά - Θεσσαλονίκη και τις άλλες πόλεις της χώρας), όσο και οι κατοπινές κομματικές αποφάσεις".

Επίσης στην πολιτική απόφαση της Ολομέλειας γίνονται μια σειρά εκτιμήσεις για τα προβλήματα του Κόμματος και του ΔΣΕ και καταγράφονται οι στόχοι για το ξεπέρασμά τους. Τέλος, υπογραμμίζεται ότι "στο Γράμμο ο ΔΣΕ ανοίγει τον τάφο του μοναρχοφασισμού και της ξενικής κατοχής" και γίνεται έκκληση να βρεθούν όλες οι δυνάμεις στις επάλξεις (ολόκληρη η πολιτική απόφαση της Ολομέλειας: "Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ", τόμος 6ος, σελ. 268 - 273). Όπως προαναφέραμε, η 4η Ολομέλεια συζήτησε πάνω στην απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών για το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Με την απόφαση αυτή του Γραφείου Πληροφοριών, που λήφθηκε στις 28 Ιούνη του 1948, το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας τέθηκε εκτός του ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ και κατηγορήθηκε - μεταξύ άλλων - για απομάκρυνση από το μαρξισμό - λενινισμό και για εσφαλμένη πολιτική στα ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (Βλέπε: "Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ", τόμος Α`, σελ. 593). Με απόφασή της, η 4η Ολομέλεια ενέκρινε την απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών. Αυτή η απόφαση της ολομέλειας δε δόθηκε τότε στη δημοσιότητα, λόγω της "ιδιόρρυθμης θέσης του ΚΚΕ και του κινήματος απέναντι στη Γιουγκοσλαβία". Η απόφαση ανακοινώθηκε εσωκομματικά και ενημερώθηκε για το περιεχόμενό της και τη συνολικότερη στάση του Κόμματος και το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας (βλέπε ολόκληρη την απόφαση: "Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ", στο ίδιο, σελ. 274 - 275).

ΚΑΠΕΤΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΣ

Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης. Κλέφτης και αρματολός της Πελοποννήσου (Μπαρμπίτσα, Πάρνων 1759 – Τσέρια, Μάνης 1805). Από τους πρόδρομους του κινήματος της Εθνικής ανεξαρτησίας, προσπάθησε να ενώσει τους αρματολούς όλης της Ελλάδας εναντίον των Τούρκων και τα θρυλικά του κατορθώματα πέρασαν στην περιοχή του Θρύλου και στο δημοτικό τραγούδι.

Παιδί ακόμα κατατάχτηκε σε αρματολικό σώμα για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του και του αδελφού του, και 18 ετών συγκρότησε δική του ομάδα. Η φήμη του εδραιώθηκε στη κοινή συνείδηση με τη μάχη του Σάλεσι (1781). Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μαζί του. Έγινε αρχηγός των κλεφτών με υπαρχηγό το Θ. Κολοκοτρώνη και συνένωσε γύρω του τους οπλαρχηγούς Αναγνωσταρά, Νικηταρά, Πετμεζά, κ.ά. Με ορμητήριο τον πύργο του στο Σκουφομύτη οργάνωνε συχνές επιδρομές εναντίον των Τούρκων και των Ελλήνων συνεργατών τους.

Αργότερα οι Τούρκοι τον διόρισαν «μπασμπόγου και ζαμπίτη» (αστυνομικό επόπτη) όλης της Πελοποννήσου. Με το νέο του αξίωμα ο Ζαχαριάς ενίσχυε τους αρματολούς «όσο να μπορέσωμεν να σηκώσωμεν τον τόπον, την μικρολογίαν, να γλυτώσωμεν τη πατρίδα».

Τελικά ο Ζαχαριάς δολοφονήθηκε στις 20 Ιουλίου 1805 στα Τσέρια, από άνθρωπο του Μούρτζινου, στο πύργο του κουμπάρου του, Κουκέα, ο οποίος μάλιστα έστειλε το κεφάλι του στη Τρίπολη. Στα Τσέρια υπάρχει ο Πύργος του Ζαχαριά (πρώην Κουκέα), ο οποίος είναι στην ιδιοκτησία ιδιώτη (Σταυριανού Κατσιρέα) που φρόντισε για τη συντήρηση και αναπαλαίωσή του.

21 Αυγούστου 1944Η εκτέλεση στο Ποροφάραγγο

Του Γιώργου Καλογεράκη

"Τον Αύγουστο του 1944 οι Γερμανοί σχεδίασαν και εκτέλεσαν ένα σχέδιο που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του στην επαρχία Μυλοποτάμου και στο ιστορικό χωριό Ανώγεια. Το σχέδιο είχε να κάνει με την ασφαλή μεταφορά και σύμπτυξη των Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών στα Χανιά. Οι πληροφορίες του Γερμανού Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης στρατηγού Βάλτερ Μύλλερ ήταν ότι στον ορεινό Μυλοπόταμο και ειδικά στις παρυφές του Ψηλορείτη βρισκόταν:
1. Η ομάδα του Αρχηγού Καπετάν Γεωργίου Πετρακογιώργη
2. Η Ανεξάρτητη ομάδα Ανωγείων της Ε.Ο.Κ. στη Μίθια του οροπεδίου της Νίδας με αρχηγό τον καπετάν Μιχάλη Ξυλούρη ή Χριστομιχάλη
3. Η ομάδα της Ε.Ο.Κ. Κρουσώνα στη θέση Ασφενταμιά ή Τσιλαθιά χωρίς αρχηγό, με τα κυριότερα στελέχη της.
4. Η ομάδα του ΕΛΑΣ Ηρακλείου στη θέση Τσουνιά με καπετάνιο τον Ιωάννη Ποδιά και τριπλή διοίκηση.
5. Η ομάδα του ΕΛΑΣ Ρεθύμνης στη θέση Τσουνιά με τριπλή διοίκηση.
6. Η ομάδα ενόπλων Ανωγειανών του ΕΑΜ στη θέση Βιτσιλιά με επικεφαλής τον Έφεδρο Ανθυπολοχαγό Γεώργιο Τρουλινό.
7. Οι Βρετανοί Αξιωματικοί Αντ/χης Τομ Ταμπάμπιν και Λοχαγός Ουίλλιαμ Στάνλεϋ Μος στη θέση Πετροδολάκια με ασύρματο.
(Γεωργίου Κάβου, Γερμανοϊταλική Κατοχή και Αντίσταση Κρήτης, σελ. 538).
Έπρεπε λοιπόν να εξουδετερωθούν οι παραπάνω ομάδες για να γίνει η μεταφορά των Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών στα Χανιά με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Το σχέδιο που ετοίμασαν οι Γερμανοί προέβλεπε την κύκλωση και την εξερεύνηση του Ψηλορείτη καθώς και την εκ θεμελίων καταστροφή των Ανωγείων.
Για την εκτέλεση του σχεδίου πήραν μέρος οχτώ τάγματα. Δύο από το Ηράκλειο του 65ου Συντάγματος, δύο από την Μεσσαρά του 47ου Συντάγματος, δύο από το Ρέθυμνο, ένα από τα Χανιά και το τάγμα του Σπηλίου Ρεθύμνου. Την διοίκηση της επιχείρησης είχε ο Συν/χης Μπέτμαν. Η επιχείρηση άρχισε την νύχτα της 12ης προς την 13η Αυγούστου 1944 με όλα τα γνωστά επακόλουθα( κάψιμο και λεηλασία των Ανωγείων, ομαδικές εκτελέσεις αμάχων, καταστροφή και λεηλασία των μητάτων του Ψηλορείτη).
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Στις 20 Αυγούστου ο Συντ/χης Μπέτμαν διέταξε την διακοπή των επιχειρήσεων, επιχειρήσεις που στην εξερεύνηση του Ψηλορείτη δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι ομάδες των αντιστασιακών είχαν καταφέρει να διαφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό. Οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν προς τις βάσεις εξορμήσεώς τους αφού παρέμειναν αρκετοί στα Ανώγεια για υποστήριξη των τμημάτων του Μηχανικού που κατέστρεφε το ιστορικό χωριό. Στις 21 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί του 65ου Συντάγματος που βρισκόταν στα Σίσαρχα και κατευθύνονταν προς το Ηράκλειο, συνέλαβαν από τα χωριά Καμαράκι, Αστυράκι αμάχους καθώς και τους Ανωγειανούς κτηνοτρόφους που συνάντησαν στο δρόμο τους Σουλτάτο Ιωάννη ή Αλισαβογιάννη και Σουλτάτο Μιχάλη. Τους οδήγησαν στην έξοδο του φαραγγιού στην τοποθεσία Ποροφάραγγο και τους εκτέλεσαν. Απ’ αυτήν την εκτέλεση σώθηκε ο Σουλτάτος Γιάννης ή Αλισαβογιάννης. Σώθηκε επειδή προτίμησε να ριχτεί στον γκρεμό βάθους αρκετών δεκάδων μέτρων και να σκοτωθεί παρά να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των κατακτητών. Την πτώση του σταμάτησαν τα κλαδιά μιας χαρουπιάς. Σύρθηκε όπως μπορούσε σε μια σχισμή της πλαγιάς, σε μια πέζα όπως λέει ο ίδιος. Στο μνημείο που υπάρχει στον τόπο της εκτέλεσης αναγράφονται τα ονόματα των εικοσιτριών πατριωτών.
4. Αργύρης Ελευθέριος τ. Μιχαήλ Καμαράκι 2. Αργύρης Γεώργιος τ. Ε. Καμαράκι 3. Αργύρης Εμμανουήλ τ. Κ. Καμαράκι 4. Κοκκινάκης Γεώργιος τ. Κ. Καμαράκι 5.Κοκκινάκης Βασίλειος τ. Χ. Καμαράκι 6. Μακρυδάκης Αθανάσιος τ. Α. Καμαράκι 7. Μακρυδάκης Εμμανουήλ τ. Γ. Καμαράκι 8. Μακρυδάκης Ζαχαρίας τ. Α. Καμαράκι 9. Μακρυδάκης Ιωάννης τ. Α. Καμαράκι 10. Μπέρκης Μενέλαος τ. Δ. Καμαράκι 11. Μπέρκης Εμμανουήλ τ. Δ. Καμαράκι 12. Παντερής Ζαχαρίας τ. Γ. Καμαράκι 13. Παντερής Ματθαίος τ. Σ. Καμαράκι 14. Στρατήγης Εμμανουήλ τ. Δ. Καμαράκι 15. Στρατήγης Εμμανουήλ τ. Ν. Καμαράκι 16. Στρατήγης Αντώνιος τ. Ν. Καμαράκι 17. Στρατήγης Ζαχαρίας τ. Ν. Καμαράκι 18. Κουκιαδάκης Γεώργιος τ. Ν. Αστυράκι 19. Μαρκατάτος Χρήστος τ. Μ. Γωνιές 20. Μαυρόκωστας Βασίλειος τ. Α. Σίσαρχα 21. Παπαδιός Ιωάννης τ. Σ. Ανώγεια γαμπρός στο Καμαράκι 22. Σουλτάτος Μιχάλης τ. Γεωργίου Ανώγεια 23. Βεληβασάκης Μιχαήλ τ. Α. Καμαριώτης.

Αναγνωσταράς Χρήστος

Ο Χρήστος Αναγνωσταράς ήταν αρματολός, φιλικός και οπλαρχηγός της Επανάστασης. Γεννήθηκε το 1760 στη Aγριλό Αρκαδίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρήστος Παπαγεωργίου. Την προσωνυμία αυτή έλαβε επειδή ήταν αναγνώστης και στην εκκλησία, αλλά και λόγω της ρωμαλέας σωματικής του διάπλασης. Άρχισε να ασχολέιται με το εμπόριπ, αλλά σύντομα συγκρούστηκε με τον ροεστό Δ. Δικαίο τον οποίο και σκότωσε. Έτσι βγήκε κλέφτης και συγκρότησε δικό του σώμα. Το 1785 ήταν αρχηγός ομάδας κλεφτών στην επαρχία Λεονταρίου. Τότε συνεργάστηκε με τον Ζαχαριά, τον Κολοκοτρώνη και τον Πετμεζά.

Το 1804, κατά το διωγμό των κλεφτών και των αρματολών από τους Τούρκους, κατέφυγε στα Επτάνησα (Ζάκυνθο) και κατατάχτηκε με το βαθμό του ταγματάρχη στον ρωσικό στρατό. Το 1807, όταν κατέλαβαν τα Επτάνησα με συνθήκη οι Γαλλοι, υπηρέτησε σαν ταγματάρχης στον γελλικό στρατό. Στο τάγμα του υπηρετούσαν πολλοί Έλληνες. Αργότερα όταν τα Επτάησα κατελήφθησαν από τους Άγγλους, υπηρέτησε και στον Αγγλικό στρατό. Μετά τη διάλυση των Αγγλικών Ταγμάτων ο Αναγνωσταράς είχε ήδη χάσει και του δυο γιους του σε ναυάγιο και ήταν σε κακή οικονομοκή κατάσταση. Έτσι έφυγε στη Ρωσία μαζί με τους οπλαρχηγούς Η. Χρυσοσπάθη και Π. Δημητρόπουλο. Το 1817 όλοι τους μυήθηκαν στην Φιλική Εταιρία και ήταν ο πρώτοι στρατιωτικοί εταίροι της. Έκτοτε ο Αναγνωσταράς στα πλαίσια της Φ. Ε. θα αναπτύξει πλούσια δράση και σημαντική εθνεγερτική δραστηριότητα. Λίγο αργότερα επέστρεψαν στην Ελλάδα και μύησαν κι άλλους. Ο Αναγνωσταράς μύησε μεταξύ άλλων τον Κολοκοτρώνη και Παπαφλέσσα.

Με την κήρυξη της επανάστασης είχε πολύ μεγάλη συμμετοχή στην κατάληψη της Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821) μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Κολοκοτώνη και τους Κουμουνδουράκηδες. Έλαβε μέρος επίσης στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στη μάχη του Βαλτετσίου και σε άλλες μάχες. Λόγω της προχωρημένης του ηλικίας και της αντιπάθειας που είχε για τον Κολοκοτρώνη, αποσύρθηκε από την πολεμική δράση και αφιερώθηκε στην πολιτική. Υπήρξε επίσης σύμβουλος του Δημήτριου Υψηλάντη. Στις εμφύλιες διαμάχες πήρε το μέρος της κυβέρησης του Κουντουριώτη. Το Μάϊο του 1823 έγινε Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κουντουριώτη από την οποία πολέμησε τον Κολοκοτρώνη. Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στη Πελοπόννησο συμμετείχε στον αγώνα για την απόκρουσή του. Τελικά σκοτώθηκε το 1825 κατά την πολιορκία της Σφακτηρίας από τους Αιγυπτίους.

Αναμνήσεις από το βουνό (Π. Καρτέρης)

"Τις κυριότερες συμπλοκές θα διηγηθώ τώρα. Την δεύτερη ημέρα του Πάσχα το 1948 παίρνουμε εντολή να στήσουμε ενέδρα μεταξύ Καρπενησίου και Μεγάλου Χωριού στη θέση Νοστιμόρεμα, διότι στο Μεγάλο Χωριό ήτανε στρατός και θα τον αντικαθιστούσε άλλος από Καρπενήσι. Πήγαμε δύο ομάδες εκεί νύχτα. Επάνω από τη δημοσιά ήτανε ένα αυλάκι γύρω στα τρία μέτρα περάσανε δύο αυτοκίνητα προς το Μεγάλο Χωριό. Δεν τους πειράξαμε, ούτε μας πήρανε είδηση. Έπειτα από αρκετή ώρα ερχότανε οι άλλοι από το Μεγάλο Χωριό με τραγούδια και χαρές. Μόλις μπήκανε στη μέση της ενέδρας τους αρχίσαμε με χειροβομβίδες και πολυβόλα. Έγινε το μεγάλο κακό, αυτοί πηδήξανε κάτω και πιάσανε λίγα μέτρα απέναντι. Κάνανε αντίσταση.

Όπως κοίταζα μπροστά μου εγώ βλέπω ένα φαντάρο στην άκρη στη δημοσιά, ακριβώς κάτω από εμένα στα τρία μέτρα. Όμως τον είδα ομορφόπαιδο και δεν τον πυροβόλησα. Αυτός δε με είδε. Σε πέντε λεπτά μας φωνάζουν και φύγαμε. Υποχώρηση, διότι ερχότανε τα τάνκς από το Καρπενήσι.
Σε δέκα μέτρα από κει που σηκώθηκα τραυματίζομαι στο κεφάλι. Διαμπερές τραύμα. Ίσως αυτός που ήταν εκεί από κάτω να με πυροβόλησε. Εμένα έτρεχε το αίμα άφθονο. Έσφιξα το κεφάλι μου με ένα κασκόλ που είχα, αλλά μάταια. Το αίμα έτρεχε. Γέμισαν όλα τα ρούχα μου. Σε πενήντα μέτρα βρίσκω τον διμοιρίτη μου. Τραυματίας κι αυτός στο χέρι του. Έμεινε παράλυτο. Λέει στους άλλους αντάρτες: «Πάει ο Καρτέρης, είναι βαρειά τραυματισμένος». Εμένα με παίρνει ένας άλλος αντάρτης για να περάσουμε από το μέρος που θα το έπιανε ο στρατός. Τους άλλους τους κλείσανε δεν προλάβανε να περάσουν κρυφτήκανε μέσα στα πουρνάρια κι όταν νύχτωσε, περάσαν έξω διαλυμένοι. Την άλλη μέρα συγκεντρωθήκαμε στο χωριό Μηλιά. Μαζί με μένα φτάσανε πέντε άτομα κι εκεί που μείναμε τη νύχτα. Εγώ τους ζητούσα νερό διότι το τραύμα θέλει νερό, αλλά δε μου δίνανε μην πεθάνω από την αιμορραγία.

Το πρωί αφού συμπτυχθήκαμε στη Μηλιά, μας έλειπε ο καπετάν Τζαβέλας, ο διμοιρίτης. Ψάξανε και τον βρήκανε μέσα σε μία αχυρώνα. Είχε αυτοκτονήσει. Ο λόγος; Ίσως έμεινε μόνος του τη νύχτα κι υπολόγισε ότι το υπόλοιπο τμήμα μας έπιασε ο στρατός και θα του ζητούσαν ευθύνες.
Εν τω μεταξύ ήλθε ο νοσοκόμος που είχαμε και μου περιποιήθηκε το τραύμα, μου πέρασε μία γάζα μέσα διότι ήταν διαμπερές, και τότε ήταν ο πόνος ο πολύς και σε όλες τις αλλαγές που μου κάνανε μέχρι να θρέψει.

Μετά πήγαμε στο χωριό Φειδάκια και μείναμε και τη νύχτα εκεί. Την νύχτα είχε έλθει στρατός στα γύρω υψώματα, χωρίς να τους πάρομε είδηση. Το πρωί που βγήκανε δύο δικοί μας παρατηρητήριο, τον Ηλία από το Νεοχώρι, τον σκοτώσανε. Ο άλλος έφυγε κι ήλθε τρέχοντας σε εμάς.
Απέναντι από το χωριό είναι βουνό με έλατα κι εκείνη την ώρα μας κάλυπταν οι ακτίνες του ήλιου και δε μας βλέπανε, είπαμε, αν έχουν πιάσει και την κορυφή του βουνού ο στρατός, είμαστε χαμένοι. Εγώ είχα και τα χάλια μου. Πονούσα πολύ αλλά μπροστά στον κίνδυνο που αντιμετωπίζαμε τώρα, ξεχνιέται ο πόνος. Ευτυχώς που το βουνό ήταν ελεύθερο και περάσαμε στο πίσω μέρος κι ησυχάσαμε μέσα στο δάσος.

Μικροσυμπλοκές κάναμε αλλά εγώ θα αναφέρω τις κυριότερες. Άλλη περίπτωση: πήγαμε να στήσομε ενέδρα σε ένα ύψωμα κοντά στο χωριό Κρίκελο, διότι εκεί έβγαινε μία διμοιρία στρατός τακτικά. Εμείς ήμαστε τρεις ομάδες. Αυτοί φαίνεται ότι μας είδανε και κινήθηκε πολύς στρατός. Μας κάνουν επίθεση και σκοτώνονται δύο παλικάρια. Ο ένας, ο καπετάν Ζαχαρίας, αυτός που τραυματιστήκαμε μαζί, πολεμούσε με ένα χέρι, ενώ το άλλο ήταν παράλυτο. Κι ο άλλος ομαδάρχης, Πλάτανος ήταν το ψευδώνυμό του, από τον Κλειτσό.

Για μια στιγμή πλησίαζε ο στρατός κι υποχωρήσαμε άτακτα. Μόνο μας είχανε ορίσει το σημείο συμπτύξεως. Εμείς πήραμε δρόμο αραιωμένοι μέσα σε κάτι χωράφια που είχαν φτέρες. Όμως ο στρατός βγήκε στο βουνό κι εμείς κρυφτήκαμε, όπου μπορούσε ο καθένας χωρίς να ξέρει άλλος πού είναι ο διπλανός του.
Εν τω μεταξύ ο στρατός άρχισε να ψάχνει μέσα στα χωράφια. Νομίσαμε ότι θα μας πιάνανε όλους. Κατά σύμπτωση, είχαμε μία συνωνυμία με τον στρατό –όνομα Ντέκος. Αυτοί φωνάζανε το όνομα αυτό κι εμείς νομίζαμε ότι πιάσανε τον δικό μας Ντέκο. Περνούσανε πολύ κοντά μας οι στρατιώτες, αλλά εμείς δε βγάζαμε ούτε αναπνοή. Ώσπου τις απογευματινές ώρες φύγανε κι εμείς μαζευτήκαμε στο σημείο συμπτύξεως σώοι κι αβλαβείς.

Άλλη περίπτωση: η ομάδα μου βρισκόμαστε στο χωριό Φειδάκια. Περνάει ένας λόχος από εκεί, αντάρτες, με προορισμό τα Ψιανά, διά μέσου Μικρού Χωριού και Καρίτσας και στέλνουν για σύνδεσμο εμένα να τους πάω.
Βαδίζαμε όλη νύχτα. Όταν βγήκαμε στο βουνό επάνω από την Καρίτσα, ακούσαμε πίσω προς την οροσειρά Μάρκο Διάσελο επάνω από τη Μηλιά εκρήξεις από νάρκες ή χειροβομβίδες. Ήταν η ομάδα μου. Έπεσε σε νάρκες και σκοτωθήκανε τέσσερα παιδιά. Μείνανε μόνο τρεις.
Εγώ, αφού πήγα το λόχο στα Ψιανά, μου δώσανε άλλη μια κοπέλα από κει, που ήτανε σε νοσοκομείο. Αφού ανεβήκαμε το βουνό Καλιακούδα, καθίσαμε σε ένα μέρος εκεί να ξημερώσει. Το πρωί βλέπομε στα γύρω βουνά γεμάτο στρατό. Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες, διότι ο στρατός δεν έφυγε από τα βουνά. Ξεκινήσαμε κι εμείς οι δύο μας νύχτα, να περάσομε ανάμεσα στα χωριά της ποταμιάς, Μικρό Χωριό και Νόστιμο για να βρούμε την άλλη ομάδα. Δεν ξέραμε ότι διαλύθηκε.

Μόλις φθάσαμε στο Νόστιμο, σε κάτι ακραία σπίτια, βλέπομε ένα μικρό φως σαν τσιγάρο. Τα σπίτια ήταν ακατοίκητα. Καθίσαμε μήπως ακούσομε κουβέντα, όμως τίποτα. Λέμε, θα φωνάξομε: «ποιος είναι;» κι ανάλογα θα ενεργήσομε. Αυτός ήταν αντάρτης από άλλη ομάδα που τον γνώριζα εγώ και μου είπε και το όνομά του. Πήγαμε κι εμείς εκεί. Εκεί ήτανε μελίσσια κι αυτός έπαιρνε μέλι. Μας είπε ότι διαλύθηκε η ομάδα του, πήγαμε μαζί στη δική του ομάδα και βρήκαμε κι αυτούς που μείνανε από τη δική μου ομάδα. Μας στείλανε κι από άλλες ομάδες από ένα άτομο κι έγινε πάλι η ομάδα μας. Αλλά τα παλικάρια που σκοτωθήκανε δεν τα αντικαταστήσανε αυτοί.

Σε άλλο επεισόδιο, βρισκόμαστε στο χωριό Δολιανά Ευρυτανίας. Από πάνω μας, στην Καλιακούδα, βγήκε ο στρατός. Ευτυχώς που ήτανε βραδυνές ώρες. Φεύγομε να πάμε στο απέναντι χωριό, Ροσκά χωρίς να ξέρομε ότι εκεί ήταν Μάυδες. Από τη Ναυπακτία ήλθαν για να ρημάξουν. Αλλά κι αυτοί δε μας είδαν ότι πηγαίναμε προς τα εκεί. Διότι στα εκατό μέτρα από τα σπίτια είναι ένα εκκλησάκι. Έπρεπε να έχουν σκοπιά εκεί.
Εμείς φθάσαμε αραιωμένοι. Είμαστε δύο ομάδες πολιτοφυλακής. Μόλις βγήκαν οι πρώτοι δικοί μας στο εκκλησάκι τους αρχίσαν με τα πυρά οι Μάυδες. Τώρα πού να πάμε; Γυρίζομε πάλι προς το ποτάμι, αλλά δεν πήγαμε από τον δρόμο για να χάσουν τα ίχνη μας. Πήγαμε σε ένα δύσβατο μέρος και γυρίζαμε κάτι λιανά δέντρα ευλύγιστα. Από το ένα στο άλλο, κατεβήκαμε στο ποτάμι.
Πλησίαζε να βραδιάσει. Βαδίσαμε περίπου πεντακόσια μέτρα μέσα στο ποτάμι Κρικελιώτη και καθίσαμε. Ξεκουραστήκαμε. Αυτοί δε θα είπανε: «πού θα πάνε; Αύριο θα τους έχομε» αφού γύρω-γύρω ήταν στρατός κι εμείς τόσοι λίγοι.
Αλλά του παίξαμε τέτοιο κόλπο που δεν το φανταζότανε. Καθίσαμε εκεί στο ποτάμι, φάγαμε, αφήσαμε σκουπίδια κάτω και γόπες από τσιγάρα και κάναμε πως ανεβαίνομε την πλαγιά, δίπλα από το χωριό Ροσκά. Αφήσαμε πολλά ίχνη πατημάτων. Μετά βγάλαμε τα παπούτσια και γυρίσαμε στην απέναντι πλαγιά, προς τα Δολιανά. Εκεί μας είπε ο καπετάνιος: «όταν ξημερώσει, εκεί που θα είναι ο καθένας μέσα στα πουρνάρια –δεν θα ξέρει ο ένας πού είναι ο άλλος– θα έχει τη χειροβομβίδα έτοιμη κι αφού πλησιάσουν κάποιοι από τον εχθρό, θα τραβήξει την περόνη, να σκοτωθούν κι αυτοί κι εκείνος που θα έχει τη χειροβομβίδα».
Δεν ανεβήκαμε περισσότερο από 80 μέτρα επάνω από το ποτάμι, γιατί από πάνω μας πέρναγε δρόμος από Δολιανά για Κοντίβα. Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, αρχίσανε να ψάχνουν από πάνω στο δρόμο. Περνούσαν προς την Κοντίβα. Μέσα στο ποτάμι ήλθε ένα τμήμα κι αφού φθάσανε εκεί που τους παραπλανήσαμε εμείς ακούμε να λένε: «να προς τα εδώ ανεβήκαν» και πήραν την πλαγιά δίπλα από τη Ροσκά, δηλαδή αντίθετα από εμάς. Εμείς χαρήκαμε λίγο, αλλά ήταν νωρίς ακόμα. Μέχρι το βράδυ δεν ξέραμε τι μπορούσε να γίνει.

Προχώρησαν περίπου εκατό μέτρα και βρήκαν μία σπηλιά που είχαν τα προικιά κι άλλα πράγματα όλο το χωριό Ροσκά. Εκεί, στα χωριά αυτά δεν κατοικούσαν άνθρωποι. Τους πήγαν στις πόλεις. Πήγαν και πήραν τα ζώα που είχαν οι Μάυδες στο χωριό. Μέχρι το βράδυ κουβαλάγανε. Την άλλη μέρα τι κάνανε δεν ξέρω, γιατί εμείς ανάμεσά τους φύγαμε προς τα μέρη της Καρίτσας.
Εμείς, κι αν βρίσκαμε τέτοια καταφύγια δεν τα πειράζαμε, εκτός αν ήτανε για φαγητό. Αυτοί γιατί να τα πάρουν, ενώ τους χωριανούς τους είχανε στις πόλεις, θα ερχότανε να τα βρούνε αφού τα είχανε ασφαλισμένα από βροχή.

Άλλη περίπτωση: συγκεντρωθήκαμε όλα τα τμήματα πολιτοφυλακής Ευρυτανίας και Ναυπακτίας να πάμε στην Παραβόλα έξω από το Αγρίνιο, να πιάσομε έναν κακοποιό. Μας είχε παρενοχλήσει πολλές φορές. Μάλιστα σε μία συμπλοκή έξω από το Μικρό Χωριό, τον είχα δει εγώ στα δέκα μέτρα, αλλά δε μπορέσαμε να τον εξοντώσουμε. Λεγότανε Μακρής Λεωνίδας. Η επιχείρηση είχε σχεδιαστεί καλά. Μάθαμε ποιο απόσπασμα Χωροφυλακής περνάει από εκεί. Οι αρμόδιοι προμηθευτήκαν στέμματα και γαλόνια χωροφυλακής. Τα ρούχα μας μοιάζαν, διότι μας είχαν εφοδιάσει με καλά ρούχα για να παραπλανούμε τους πολίτες. Από μέρες σε μέρες φθάσαμε το αποβραδίς στην Παραβόλα. Δίπλα στην πλατεία ήταν ένα χαμηλό καφενείο. Οι δύο καπεταναίοι πήγαν στο καφενείο και ζητήσαν το Μακρή κι έναν άλλο κακοποιό, δεν θυμάμαι το όνομά του. Εμείς πήραμε θέσεις γύρω στην πλατεία. Είχε μαντρότοιχο γύρω-γύρω. Μία ομάδα έπιασε τον δρόμο που έρχεται από Αγρίνιο. Κι είχανε βόμβες μολότοφ. Άλλη ομάδα πήγε από το άλλο μέρος της δημοσιάς κι έβαλε νάρκες τελερμάιν για οχήματα. Οι καπεταναίοι με πηλήκια Χωροφυλακής, πιάσανε την πόρτα με τα αυτόματα έτοιμα.
Σε κάποια στιγμή τους βλέπομε τους κακούργους να πηγαίνουν και να χαιρετάνε τους καπεταναίους στρατιωτικά. Αμέσως το Μακρή τον ξάπλωσαν νεκρό. Ο άλλος έφυγε τραυματισμένος ανάμεσα στα σπίτια, αλλά μάθαμε ότι πέθανε κι εκείνος.
Η ομάδα που φύλαγε από το δρόμο που ερχότανε από το Αγρίνιο μας είπε ότι ερχότανε ένα τζιπ με χωροφύλακες μέσα και του ρίξανε βόμβες μολότοφ. Μέσα ασφαλώς θα σκοτωθήκανε όλοι.
Εν τω μεταξύ μας φωνάζανε για να φύγομε, γιατί ερχότανε ένα τανκ από το Αγρίνιο.
Ώσπου να συγκεντρωθούμε όλοι επάνω από το χωριό, άρχισε το τανκ κι έριχνε φωτοβολίδες προς το μέρος το δικό μας καθώς και ριπές με το μυδράλιο, αλλά χωρίς να μας κάνουνε καμία ζημιά. Τη νύχτα φθάσαμε σε ένα άλλο χωριό. Από εκεί πήραμε τρόφιμα από ένα μαγαζί και του δώσαμε αποδείξεις να πληρωθεί, όταν θα φιάχναμε κράτος. Κάποιοι πήραν κι ένα βόδι, δεν ξέρω υπό ποιες συνθήκες. Πάντως το είδα να το έχουν με δύο μπάλες καπνό μία από το ένα μέρος και μία από το άλλο. Όταν φθάσαμε το πρωί της μεθεπομένης ημέρας, μας περίμενε στρατός. Μόλις χτυπήσανε την εμπροσθοφυλακή την δική μας, τα παρατήσαμε όλα και περάσαμε από άλλο μέρος προς την Ευρυτανία.

Άλλη περίπτωση πάλι: βρισκόμαστε δύο ομάδες επάνω από το χωριό Καρίτσα στο βουνό. Κατά το μεσημεράκι μας αιφνιδίασε ο στρατός ή και Μάυδες. Φεύγομε, χωρίς να ρίξομε μία τουφεκιά, σε μία ράχη γυμνή περίπου ένα χιλιόμετρο, ώσπου κατέληγε στο ποτάμι Κρικελιώτης, εκεί έπρεπε να περπατήσομε περίπου πεντακόσια μέτρα, κι αυτοί βάζανε συνέχεια με τα πολυβόλα. Οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας και σκορπάγανε τα χαλίκια μπροστά μας, χωρίς όμως να πάθομε το παραμικρό. Μόλις μπήκαμε μέσα στο δασωμένο κρυφτήκαμε και περιμέναμε να ιδούμε αν θα κατεβαίνανε κοντά μας. Αλλά φοβότανε κι αυτοί να έλθουν στην κατηφόρα, γιατί θα τους χτυπάγαμε κι εμείς αν δε βλέπαμε άλλον στρατό γύρω μας. Έτσι τελείωσε κι αυτή η περιπέτεια με λίγο τροχαδάκι, με λίγη λαχτάρα.

Σε μία άλλη περίπτωση ξεκινήσαμε τρεις ομάδες για να πάμε προς τη Μπερίστα Ναυπακτίας. Όταν φθάσαμε στο χωριό Κόνισκα, έμεινε μία ομάδα εκεί να ελέγχει το μέρος πίσω μας. Είχε και λίγο χιόνι. Όταν πηγαίναμε προς τα κάτω, ένας πρώην φαντάρος που είχε έλθει για αντάρτης έχασε το κινητό ουραίο από το όπλο του. Ο προορισμός μας ήταν να πάμε για τρόφιμα. Στον δρόμο που πλησιάζαμε προς τη Μπερίστα βρήκαμε μία γριά με καμιά τριανταριά πρόβατα. Της τα πήραμε, αυτή έκλαιγε κι έμπαινε μπροστά να τα γλιτώσει. Χαρά στην ψυχραιμία της που δε φοβήθηκε μην την χτυπήσομε ή κι ακόμα το σκότωμα! Άλλοι πήγανε σε εξοχικά σπίτια, πήραν λουκάνικα, τυριά και διάφορα.
Όμως, όταν φθάσαμε πλησίον στην Κόνισκα, εκεί ήταν το φρικτό, αυτούς που αφήσαμε να φυλάνε, αυτοί βρήκανε κρασί κι άλλα τρόφιμα και μεθύσανε και πέσανε για ύπνο. Απέναντι από το χωριό ήτανε ένα εκκλησάκι κι ήλθαν οι Μάυδες. Εν τω μεταξύ μπροστά από εμένα πήγαινε αυτός που έχασε το κινητό ουραίο και μόλις το βρήκε μου λέει: «Καρτέρη, το βρήκα».
Το εκκλησάκι ήτανε γύρω στα εκατό μέτρα. Φαίνεται ότι ο σκοπός τους θα κοιμότανε γιατί ήταν και μια ηλιόλουστη ημέρα. Εγώ ήμουν πάντοτε προσεκτικός και μου φάνηκε σαν κάτι να κινήθηκε επάνω στο εκκλησάκι. Γυρίζω και λέω στον διμοιρίτη, όνομα Σκορδάς Χρίστος, και στον ομαδάρχη, ψευδώνυμο Κλάρας, ότι στο ύψωμα είδα κίνηση. Αυτοί μάλλον με βρίσανε. Είδα κίνηση. Ώσπου να γίνουν όλα αυτά ρίχνουν με το μυδράλιο μόνο μία σφαίρα.
Οι δικοί μου ήταν όλοι μέσα σε ένα χωράφι γυμνό εντελώς. Όμως, ώσπου να φτιάξουν οι Μάυδες το μυδράλιο οι δικοί μου φύγανε προς τα κάτω και μπήκαν σε δασωμένο. Ο πιο εκτεθειμένος και πιο κοντά ήμουν εγώ. Ο άλλος που βρήκε το κινητό ουραίο πήρε μια χαράδρα κι έφυγε κι αυτός. Βλέπω ότι οι Μάυδες αρχίσαν να κατεβαίνουν προς το μέρος μου. Είχα πιάσει ένα τοίχωμα από το χωράφι και γύρισα να δω γιατί δε βάζουν τα πολυβόλα τα δικά μας.
Και τι να ιδώ! Τα τροβάδια με τα λουκάνικα και με τα άλλα τρόφιμα πεταμένα κι αντάρτες πουθενά. Δε χάνω την ψυχραιμία μου βάζω μία γεμιστήρα γεμάτη στο όπλο μου –γερμανικό μαρσίπ ήταν– και τη ρίχνω προς το μέρος που ερχότανε οι Μάυδες και κάνω άλματα με ελιγμούς μέσα στο χωράφι. Τελευταία κάνω ότι πληγώθηκα κι έπεσα κάτω. Κόψανε λίγο τα πυρά τους και ξανασηκώνομαι και κρύφτηκα στο δάσος. Τότε ξύπνησε η άλλη ομάδα που ήταν στην Κονίσκα και ρίξανε ριπές και τους καθηλώσαν. Δεν ήλθανε κοντά μας.
Τους άλλους τους έφθασα εγώ γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο. Τους έλεγε ο ομαδάρχης να κάνομε επίθεση πάλι. Και τότε άρχισα να ξεσπάω εγώ με οργή ότι δεν ενεργήσανε σωστά. Έπρεπε εκεί να αμυνθούμε θα μας υποστήριζε κι η άλλη ομάδα κι αν βλέπαμε ότι είναι πολλοί φεύγαμε μέσα στο δασωμένο. Και τους λέω ότι μόλις γίνει γενική συνέλευση θα τους κατακρίνω. Όπως κι έγινε αλλά να μου λείπονταν διότι αυτούς τους τιμωρήσανε ως απλούς μαχητές και διμοιρίτη κάνανε άλλον και τη μία ομάδα την ανέλαβα εγώ.
Από εκεί ανταμώσαμε με την τρίτη ομάδα γιατί δεν έγινε μάχη. Οι Μάυδες ήταν λίγοι. Όπως μάθαμε αργότερα, ήταν τριάντα μόνον, και πήραν κι όλα τα τρόφιμα και τα πρόβατα που φέρναμε προς τα επάνω.

Τώρα ερχόμαστε στην προετοιμασία που έγινε για την επιχείρηση στο Καρπενήσι. Η ομάδα μου με λίγους –τέσσερις ή πέντε– επιτελείς από τη Μεραρχία πήγαμε απέναντι από το Καρπενήσι, επάνω από το Κεφαλόβρυσο, μέσα στο δάσος μία εβδομάδα περίπου. Εμείς δεν ξέραμε την αποστολή μας. Οι καπεταναίοι βγαίνανε πιο πέρα και φιάχνανε σχεδιάγραμμα του Καρπενησίου. Τα βλέπανε τα φυλάκια με τα κιάλια, αλλά και με γυμνό μάτι φαινότανε. Αυτά μας τα είπε ο διμοιρίτης ο δικός μας, όταν χτύπαγε το Καρπενήσι η Μεραρχία του Καπετάν Γιώτη κι η Μεραρχία του Διαμαντή ήταν πλαγιοφυλακή στα γύρω βουνά.
Εμείς –δύο τμήματα πολιτοφυλακής με κατεύθυνση το βουνό Αραποκέφαλα επάνω από το χωριό Προυσό– δεν το ξέραμε το σχέδιο. Μόνο ο διμοιρίτης ήξερε την αποστολή.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα εκκλησάκι που είναι επάνω από τον Προυσό, προς τα Αραποκέφαλα. Την νύχτα ακούσαμε όλμους και κανόνια προς το Καρπενήσι τότε μας λέει ότι απόψε κτυπάνε το Καρπενήσι. Πρέπει να κάνομε γρήγορα να πιάσομε τα υψώματα στα Αραποκέφαλα. Από κει βέβαια δεν ήταν πολύ μακριά. Πήγαμε και τα πιάσαμε τα υψώματα. Δεν θυμάμαι μετά από πόσες ημέρες, ήλθε κι ο στρατός στα απέναντι υψώματα. Εκεί είχαν και κτισμένα πολυβολεία αυτοί, χωρίς όμως να κάνουν καμία κίνηση διότι ήταν δύσκολο να μπούνε μέσα στις ρεματιές. Θα είχανε πολλές απώλειες.
Αφού μάθαμε ότι κατέλαβαν το Καρπενήσι, μάχες μεγάλες γινότανε στον Τυμφρηστό, γύρω από το χωριό στα υψώματα και στο Μικρό Χωριό. Έπιασε κι ένα μεγάλο χιόνι γύρω στο ενάμισι μέτρο. Ακινητοποιήθηκαν τα πάντα.

Το Καρπενήσι το κρατήσανε γύρω στις είκοσι ημέρες οι αντάρτες. Μετά μαζεύτηκαν πολλά τμήματα στρατού και το ανακατέλαβαν αφού έλιωσε και το χιόνι. Ο στρατός, μερικοί διασκορπιστήκανε προς τα χωριά της ποταμιάς.
Αφού ησύχασαν οι μάχες κατεβήκαμε κι εμείς στο χωριό Προυσό, γιατί ο στρατός αποτραβήχτηκε από τα Αραποκέφαλα. Εκεί που μέναμε στα σπίτια, βλέπομε απέναντι που είναι κάτι λίγα σπιτάκια εννέα στρατιώτες να έρχονται προς το χωριό.
Τους φωνάζαμε να έλθουν εκεί και να μη φοβηθούν, δεν τους πειράζουμε. Πράγματι ερχόταν προς τα εκεί. Όσο πλησιάζανε, ένας έμοιαζε με τον αδελφό μου το Βασίλη. Εμένα λαχταρούσε η καρδιά μου, δεν ήθελα να είναι διότι δεν ήξερα τι θα γινότανε και πράγματι δεν ήταν. Τα μάτια μου με γελούσανε.
Ήλθαν εκεί ταλαιπωρημένοι και φοβισμένοι από τις κακουχίες. Μας είπαν ότι θα ακολουθήσουν στο αντάρτικο. Πράγματι μείνανε μαζί μας ώσπου ανταμώσαμε με μονάδες της Μεραρχίας και πήγανε εκεί. Εμείς μετά κάναμε διάφορους ελιγμούς γιατί ο στρατός άρχισε μεγάλες επιχειρήσεις και κάθε νύχτα είχαμε μεγάλες πορείες να χάνουν τα ίχνη μας, πού πηγαίνομε. Πήγαμε μέχρι Βαρδούσια, Γκιώνα και γυρίσαμε πάλι στα χωριά της Ευρυτανίας στο χωριό Ροσκά.

Μετά τις μάχες του Καρπενησίου αντάμωσα με τη χωριανή μου Μερόπη Β. Κιτσάκη. Μου λέει αν έχω τρόφιμα. Εγώ είχα λίγα ακόμη από αυτά που μας φέρανε από το Καρπενήσι. Μου λέει: «έλα να σου δώσω κι αυτά που έχω εγώ σάμπως ξέρω αν θα προλάβω να φάω». Αυτή λες και μάντεψε ότι την άλλη ημέρα θα σκοτωνότανε μαζί με την άλλη χωριανή μου Όλγα Σκαρλάτου, στο βουνό Καράβι, επάνω από το χωριό Στάβλοι.

Εκεί στη Ροσκά μου συνέβη και το εξής περιστατικό: μας είχε έλθει ο διοικητής της Πολιτοφυλακής Ευρυτανίας και Ναυπακτίας, καπετάν Ζαχαρίας. Εγώ αφού ήμουν ομαδάρχης είχα μόνο δύο άνδρες και εννέα κορίτσια, τα πιο πολλά από την Καρδίτσα. Τα επιστρατέψανε όταν μπήκαν στην Καρδίτσα. Μου λέει ο καπετάν Ζαχαρίας: «θα πάρεις την ομάδα σου και θα πας επάνω περίπου μία ώρα από κει κι αν έλθουν οι Μάυδες θα αμυνθείς μέχρι τον έναν». Από εκείνη την στιγμή έπεσε κι η αρχηγία η δική μου. Του λέω ότι δεν πάω με αυτήν την ομάδα. Του λέω να μου δώσει τρεις άνδρες από άλλη ομάδα, διότι δεν έχω εμπιστοσύνη στα κορίτσια. Αυτά είναι άπειρα σε μάχες ή μπορεί να μου κόψουν το κεφάλι να το πάνε στον στρατό και να πουν ότι ήμουνα καπετάνιος μεγάλος για να γλιτώσουν.
Αμέσως βάζει τον άλλον ομαδάρχη και μας στέλνει επάνω στο ύψωμα που ήταν τόσο σουβλερό που αν ερχότανε αεροπλάνα, με τα φτερά θα μας παίρνανε το κεφάλι. Εν πάση περιπτώσει, το βράδυ στέλνει άλλη ομάδα κι εμείς να κατεβούμε στο χωριό Ροσκά. Έτσι κι έγινε. Κατεβήκαμε. Εκεί ήταν μία διλοχία από τη Μεραρχία του καπετάν Διαμαντή. Κάνανε συνέλευση κι έκαναν προαγωγές: ομαδάρχες σε διμοιρίτες και διμοιρίτες σε λοχαγούς.
Τελευταία είχε σχεδιάσει ο καπετάν Ζαχαρίας κατηγορία για μένα για να με περάσουν στο ανταρτοδικείο με την κατηγορία άρνησης διαταγής κι ένα ψέμα ότι έδειξα σημεία λιποταξίας.
Κι άρχισε η δίκη μου. Όταν ήλθε η σειρά μου να απολογηθώ, τους λέω τους λόγους μου γιατί δεν πήγαινα στο ύψωμα. Αλλά για ζήτημα λιποταξίας είναι ψέματα. Γιατί όλοι που με γνώριζαν, ήξεραν ότι στα Αραποκέφαλα, που ήταν Εθνοφρουρά τότε, βρισκόταν ο αδελφός μου ο Μάνθος και δύο ξαδέλφια μου, αν ήταν θα πήγαινα, δεν θα με πείραζε ο στρατός. Αυτά τους είπε και ένας τιμωρημένος ταγματάρχης, Κουτρούκης στο όνομα, από τα Καστέλια, δεν ξέρω αν ήταν ψευδώνυμο. Το πολιτικό επάγγελμα, δικηγόρος. Με επαίνεσε πολύ ότι είμαι καλός μαχητής και δεν έδειξα ποτέ δειλία. Παρ’ όλα αυτά, έφαγα την ποινή του θανάτου με τρεις μήνες αναστολή, δηλαδή αν σε τρεις μήνες ξανάπεφτα σε παράπτωμα θα με εκτελούσαν.
Με αφοπλίσανε εκεί κι ήμουν σε παρακολούθηση. Εγώ κατάλαβα ότι μέσα στους τρεις μήνες αυτός ο γορίλας ο Ζαχαρίας κάτι θα έβρισκε για να με εξοντώσει.

Εν τω μεταξύ, διαλύσανε την Πολιτοφυλακή τότε και την συμπτύξανε σε μία μονάδα –χώρο τη λέγανε– και γίναμε γύρω στα διακόσια άτομα. Αλλά από τις κακουχίες και την πείνα είχαμε εξαντληθεί.
Κατά τα τέλη Απριλίου του 1949, πήγαμε πάλι προς Βαρδούσια και Γκιώνα γιατί πάλι ο στρατός έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κι εμείς δεν είχαμε πού να σταθούμε.
Εκεί, σε εκείνα τα μέρη, στην Κερασιά, γίνεται μία μάχη, όχι και μεγάλης διάρκειας, τραυματίζεται ένας αντάρτης Μακεδόνας στο μάτι. Εκεί που τον πέρναγε ένας διμοιρίτης να τον πάει σε νοσοκόμο, λέει: «είναι κανένας άοπλος εδώ να πάρει το ντουφέκι;» του λέω: «είμαι εγώ, αλλά είμαι τιμωρημένος», «πάρτο» μου λέει, «μαζί με τα πυρομαχικά κι όταν πάμε προς Ευρυτανία το δίνεις». Το πήρα αλλά με προφύλαξη μην με ιδεί ο Ζαχαρίας και μου το πάρουν πάλι.

Προχωρήσαμε προς το βουνό Οίτη, στην τοποθεσία Πάθενα. Εκεί συνέβη το εξής περιστατικό. Μαζί μας ήταν ένας φαντάρος που εγώ δεν ήξερα αν ήλθε μόνος του στο αντάρτικο ή τον πιάσανε κι ακολούθησε κοντά μας. Είχε ρίξει λίγο χιόνι, ίσα που το κόλλησε επάνω στα ξύλα και στα χορτάρια, αλλά έκανε ένα τσουχτερό κρύο που λέγαμε ότι από το κρύο, την πείνα και το κυνηγητό το καθημερινό από τον στρατό, θα πεθαίναμε....."

ΑΝΟΙΞΗ 1948 Ο ΔΣΕ δυναμώνει τη δράση του

Τρεις μέρες πριν από τον κανονιοβολισμό της Θεσσαλονίκης, τμήμα του ΔΣΕ Ρούμελης είχε διεισδύσει στην Πάρνηθα και είχε φτάσει σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την Αθήνα.

Σχετικά με το, επίσης, εντυπωσιακό αυτό γεγονός εκείνων των ημερών, μετά την ίδρυση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), στο ανακοινωθέν που δημοσιεύθηκε στο "Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ" στις 18 του Φλεβάρη 1948, αναφέρεται:

"Τηλεγραφήματα του πραχτορείου "Ελεύθερη Ελλάδα" μεταδίνουν τις παρακάτω ειδήσεις για τις επιχειρήσεις του ΔΣ στην περιοχή της Πάρνηθας.

Τμήματα του ΔΣ του Αρχηγείου Ρούμελης στις 5 και 6 του Φλεβάρη ενήργησαν διείσδυση στην Πάρνηθα και στην περιοχή της 20 χιλιόμετρα από την Αθήνα.

Στις 6 του Φλεβάρη, τμήματα του ίδιου Αρχηγείου ενήργησαν επίθεση και κατέλαβαν την Πύλη. Οι μοναρχοφασίστες είχαν απώλειες 9 νεκρούς και περισσότερους τραυματίες. Ανάμεσα στα λάφυρα που κυρίευσαν οι μαχητές του ΔΣ είναι και 15 τουφέκια, τρόφιμα, ιματισμός και αρχείο χωροφυλακής και άλλα.

Την ίδια μέρα, τμήματα του ΔΣ μπήκαν στη Σκούρτα. Στην εμφάνισή τους οι χωροφύλακες και ΜΑΥδες εγκατέλειψαν το χωριό πανικόβλητοι.

Μεγάλες μοναρχοφασιστικές δυνάμεις που έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τα τμήματα του ΔΣ, παρά την υποστήριξή τους από μεγάλες δυνάμεις αεροπορίας και τανκ, δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη δράση τους.

Στις 8/2/48, τμήματα του ίδιου Αρχηγείου απέκρουσαν ισχυρή επίθεση μοναρχοφασιστικών δυνάμεων, που υποστηρίζονταν από πυροβολικό και αεροπορία, στη θέση "Τρία πηγάδια".

Στις 9 - 2 τμήματα του ΔΣ συγκρούστηκαν με μεγάλες μοναρχοφασιστικές δυνάμεις στον Κιθαιρώνα. Οι μοναρχοφασίστες χρησιμοποίησαν σε μεγάλη κλίμακα την αεροπορία τους και τα τανκ. Στη μάχη, που κράτησε 4 ώρες, τα τμήματα του ΔΣ προξένησαν σοβαρές απώλειες στους μοναρχοφασίστες.

Στις 10 - 2 τμήματα του ΔΣ μπήκαν στο Νεοχώρι και Λεύκτρα των Θηβών, σαρώνοντας τους ΜΑΥδες. 30 νέοι με ενθουσιασμό ακολούθησαν τα τμήματα του ΔΣ και κατατάχθηκαν στις γραμμές του.

Τηλεγραφήματα του πραχτορείου "Ελεύθερη Ελλάδα" από τη Φθιώτιδα αναφέρουν ότι τμήματα του ΔΣ του Αρχηγείου Ρούμελης στις 4 προς 5 - 2 μπήκαν στον Αϊ Γιώργη Λιβαδειάς, όπου οι κάτοικοι τα δέχτηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό και πρόσφεραν 2.000 οκ. στάρι. Την ίδια μέρα, άλλα τμήματα του ΔΣ προσέβαλαν μοναρχοφασιστικά φυλάκια στη Λιβαδειά, όπου οι μοναρχοφασίστες δοσίλογοι αναστατώθηκαν".

Ο ΔΣΕ μπαίνει στο Γύθειο

Μετά την απελευθέρωση των 224 κρατουμένων αγωνιστών των φυλακών της Σπάρτης, το Φλεβάρη του 1947, το αντάρτικο θέριεψε στο Μοριά, έτσι που στις αρχές του 1948 η δύναμη του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο να φτάσει στον αριθμό των χιλίων.

Στις 23 του Φλεβάρη 1948, τμήμα 200 περίπου μαχητών του ΔΣΕ μπήκε στο Γύθειο και απελευθέρωσε τους κρατούμενους.

Στο "Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ" της 24ης Φεβρουαρίου 1948, διαβάζουμε:

"Τη στιγμή που οι μοναρχοφασίστες διατυμπανίζουν "μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις" στην Πελοπόννησο, ο Δημοκρατικός Στρατός στην περιοχή αυτή της χώρας, τους δίνει την καλύτερη απάντηση με την ανάπτυξη της επιθετικής του δράσης ακόμα και μέσα στα μεγάλα τους κέντρα.

Σύμφωνα με πληροφορίες του γαλλικού τηλεγραφικού πραχτορείου, 200 μαχητές του ΔΣ μπήκαν στο Γύθειο και απελευθέρωσαν 23 πατριώτες απ' τις φυλακές. Σκοτώθηκαν 3 χωροφύλακες και πολλοί τραυματίστηκαν.

Ο ραδιοσταθμός της Αθήνας μετέδωσε ότι στις 11 τη νύχτα χτες έγινε σφοδρή επίθεση ενάντια στο Αίγιο από 400 μαχητές του ΔΣ. Η επίθεση έγινε απ' όλα τα σημεία ενάντια στην πόλη στην οποία βρίσκονταν χωροφύλακες, στρατός και ΜΑΥ.

Νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι τα τμήματα του ΔΣ ήταν εξοπλισμένα με βαρύτατον οπλισμό, τα δε βλήματά τους έπεφταν στο κέντρο της πόλης.

Αλλο τηλεγράφημα αναφέρει ότι εκδηλώθηκε επίθεση του ΔΣ ενάντια στις Καλάμες απ' τη βορειοδυτική πλευρά της πόλης.

Ο ραδιοσταθμός της Αθήνας μετέδωσε ότι σαμποτέρ ανατίναξαν 260 μέτρα σιδηροδρομική γραμμή στη Ρέτσι - Μεγαλούπολης στην Πελοπόννησο".



"ΣΚΙΤΣΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ"

"Ο μπάρμπα Χρυσός"

"Σκίτσα από τον αγώνα". Ηταν μια μόνιμη στήλη της "Εξόρμησης", της εφημερίδας του ΔΣΕ, που καλλιεργούσε και ανάδειχνε τις αρετές των μαχητών του ΔΣΕ και διαπαιδαγωγούσε, με όμορφο και παραστατικό τρόπο, αξιοποιώντας παραδείγματα από την καθημερινή τότε ζωή. Από το φύλλο της 1ης Φλεβάρη 1948, αναδημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο:

"Χρήστο τόνε λέγανε. Μπάρμπα Χρυσό τόνε φωνάζουνε οι συναγωνιστές του.

Αγρότης, 53 χρονών, αδύνατος, μάλλον κοντός, ευκίνητος, ομιλητικός, γελαστός, είναι απαραίτητος σύντροφος στους μαχητές του τμήματός του. Για όλους έχει μια καλή κουβέντα. Ξέρει τα βάσανα, τις χαρές, τις επιθυμίες, τις επιτυχίες τους.

Σε κάθε στάση ξεκούρασης, στις φάλαγγες πορείας, πάντα ο μπάρμπα Χρυσός, παρ' όλο το άσθμα που του κόβει την ανάσα, βρίσκεται δίπλα σ' αυτόν που 'ναι ανάγκη.

"Κουράγιο και φτάσαμε", ενθαρρύνει τον καινούριο και άμαθο σε πορείες αγωνιστή.

"Στα τσαλιά κάτσε, όχι χάμω, έχει υγρασία", μαλώνει τον απρόσεχτο.

Δε σταματάει να μιλάει. Εχει ένα σωρό ιστορίες να διηγηθεί. Και τα λέει τόσο όμορφα, με τέτοιον τρόπο, που δε χορταίνεις να τον ακούς. Εχουνε δει όμως τόσα και τόσα τα μάτια του. Ηταν από τους πρώτους αντάρτες της περιφέρειάς του. Εχει πολλά να ιστορήσει για τους πρώτους μήνες του αντάρτικου.

"Που λέτε, είχα μια ομάδα από άντρες, όλους της ηλικίας μου. Οπλα δεν είχαμε. Κάτι λιγοστά τουφέκια είχαμε στην αρχή. Ημουνα, σαν να λέμε, αρχηγός των αόπλων δυνάμεων της περιφέρειας", συμπληρώνει με χιούμορ.

"Πείνες που τραβήξαμε στην αρχή! Ψωμί περνούσανε βδομάδες χωρίς να το γευτούμε. Βράζαμε τσουκνίδες και τρώγαμε. Ξύναμε τα δέντρα για να καπνίσουμε. Πεινάτε; ρωτούσα τους άντρες μου. Σφίχτε το ζουνάρι 2 πόντους. Θέλετε τσιγάρο; Πέστε πως καπνίσατε. Κρυώνετε; Κοντεύει καλοκαίρι.

Δε δίναμε όμως σημασία σ' αυτά. Το όπλο μας να 'ναι καλά. Χτυπήσαμε τους ΜΑΥδες στα χωριά. Στήσαμε ενέδρες στους χωροφύλακες και βρήκαμε τρόφιμα και ρούχα. Ντυθήκαμε, χορτάσαμε, οπλιστήκαμε".

"Οικογένεια έχεις μπάρμπα Χρυσό;"

"Να η οικογένειά μου, απαντάει χαρούμενα και δείχνει τους συναγωνιστές του. Ολοι οι αντάρτες δικοί μου είναι. Παιδιά μου. Ολοι μ' αγαπάνε. Μπάρμπα Χρυσό με κράζουνε. Από παντού χαιρετίσματα μου στέλνουνε. Πώς μπορεί, λοιπόν, τέτοια παλικάρια να ξεχάσουνε τον παλιό αρχηγό των αόπλων δυνάμεων;", συμπληρώνει με γέλιο".

Η βοήθεια στο ΔΣΕ

Στο ίδιο φύλλο της "Εξόρμησης", μια μικρή είδηση δίνει το μέγεθος και το βάθος των δεσμών του ΔΣΕ με το λαό:

"Από τότε που ο ΔΣΕ ήρθε στην περιοχή της Κόνιτσας, ως τα σήμερα, ο λαός της επαρχίας του πρόσφερε:

α. Τρόφιμα

1. Σιτάρι 56.421 οκάδες

2. Καλαμπόκι 104.139 οκάδες

3. Οσπρια 11.347 οκάδες

4. Πατάτες 8.148 οκάδες

5. Κρεμμύδια 5.954 οκάδες

6. Κρασί 2.541 οκάδες

7. Ρακί 715 οκάδες

8. Φρούτα 24.696 οκάδες

9. Αυγά 7.171 οκάδες

10. Σφάγια 37.377 οκάδες

11. Σφάγια 4.530 κεφάλια



β. Ρούχα

1. Δέματα 1.802

2. Φανέλες 256

3. Πουλόβερ 764

4. Κάλτσες 2.857 ζευγάρια

5. Γάντια 81

6. Κουβέρτες 332



γ. Υπηρεσίες

1. Μεροκάματα ανθρώπων 95.932

2. Μεροκάματα ζώων 20.423

3. Μεταφέρθηκε συνολικό βάρος 1.157. 507 οκάδες

4. Φορτηγά ζώα στο ΔΣΕ 257

Βοήθησε οικογένειες ανταρτών με 868 οκάδες καλαμπόκι και πρόσφερε 48.163 καταλύματα".

Υμνος του ΕΛΑΝ

Οι "εκλογές" του 1946

Οι "εκλογές" του 1946 είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της ιστορίας του εμφυλίου πολέμου. Όχι, βέβαια, γιατί έδωσαν οποιαδήποτε λύση στο ελληνικό ζήτημα. Ίσα - ίσα, που το όξυναν στο έπακρο, αφού επρόκειτο για εκλογές βίας και νοθείας, για ψευδοεκλογές, μέσω των οποίων η ντόπια αντίδραση και οι ξένοι προστάτες της σκάρωσαν τη λαϊκή, δήθεν, νομιμοποίησή τους. Οι εκλογές του '46 έχουν αποκτήσει ιστορικό ενδιαφέρον, λόγω του ότι απείχαν από αυτές, κυρίως, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και επειδή μεταγενέστερα μεγιστοποιήθηκε στο έπακρο η σημασία τους και υποστηρίχτηκε ότι η αποχή ήταν λάθος καθοριστικής σημασίας, που, αν είχε αποφευχθεί, ίσως να μην είχε γίνει ο εμφύλιος. Η άποψη αυτή - ότι η αποχή ήταν λάθος καθοριστικής σημασίας - προωθήθηκε έμμεσα και συγκαλυμμένα σε Σώματα του ΚΚΕ, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου (7η Ολομέλεια της ΚΕ και 3η Συνδιάσκεψη, 1950) από τον Μ. Παρτσαλίδη, ενώ έγινε επίσημη κομματική θέση στο 8ο Συνέδριο του Κόμματος, το 1961. Στην Πολιτική Απόφαση του Συνεδρίου αναφέρεται: "Ο λαός ποθούσε και πάλευε να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα της δημοκρατικής αναγέννησης του τόπου με ομαλό, ειρηνικό τρόπο. Πραγματικά, υπήρχαν τότε ορισμένες δυνατότητες γι' αυτό. Η μοναδικά, συνεπώς, σωστή πολιτική ήταν η συμμετοχή με όλες τις δυνάμεις στις εκλογές... Η καθοδήγηση του Κόμματος, όμως, εκτιμώντας λαθεμένα την κατάσταση και τις διαθέσεις των μαζών, οδηγήθηκε στην ένοπλη πάλη, στην οποία έσπρωχναν οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές, χωρίς να εξαντλήσει τις δυνατότητες για ειρηνική εξέλιξη και χωρίς να έχουν πειστεί οι μάζες ότι άλλος δρόμος από την ένοπλη πάλη δεν υπάρχει. Η αποχή από τις εκλογές αποτελεί λάθος καθοριστικής σημασίας, με βαρύτατες συνέπειες για το Κόμμα και το δημοκρατικό κίνημα" (Ντοκουμέντα 8ου Συνεδρίου, εκδόσεις ΠΛΕ, σελ. 155 - 156).

Αλλά και ορισμένοι παράγοντες της άρχουσας τάξης και, βέβαια, πολλοί μικροαστοί ιστοριογράφοι διόγκωσαν τη σημασία της αποχής, αποδίδοντας έτσι, μέσω αυτής της πολιτικής επιλογής, τουλάχιστον, συνυπευθυνότητα στο ΚΚΕ για τον Εμφύλιο. Το κοινό σημείο που ενώνει αυτές τις κρίσεις βρίσκεται στην εκτίμηση πως μέσω αυτών των εκλογών - ακόμη κι έτσι όπως έγιναν - ήταν δυνατό να ομαλοποιηθούν τα πράγματα στη χώρα και να ανοίξει ο δρόμος, για προοδευτικές εξελίξεις.

Φυσικά, η πραγματικότητα δεν ήταν όπως θέλει να την παρουσιάσει η κυρίαρχη τάξη, αλλά ούτε και όπως την έκρινε το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Κι αυτό αποδεικνύεται μέσα από τα ιστορικά στοιχεία.

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 1946

Μια ιδιαίτερα διδακτική προϊστορία




Η αστικοδημοκρατική κοινοβουλευτική εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα είχε ανακοπεί πολύ πριν τον πόλεμο. Η δικτατορία του Μεταξά είχε βάλει τέρμα σε τέτοιου είδους διαδικασίες από τις 4/8/1936. Και ο αστικός πολιτικός κόσμος ενταφιάστηκε ουσιαστικά στη συνείδηση του ελληνικού λαού, όταν εγκατέλειψε τη χώρα στη μοίρα της, με την έναρξη της γερμανικής κατοχής. Από την άλλη, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των ΕΑΜ - ΕΛΑΣ - ΚΚΕ δημιούργησε στη χώρα μια καινούρια κατάσταση, στηριζόταν στη λαϊκή πλειοψηφία και ανέδειξε, ως μεταπολεμικό της όραμα, την Ελλάδα της λαϊκής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Τα φύτρα της νέας εξουσίας είχαν πάρει σάρκα και οστά στις ελεύθερες περιοχές της χώρας και τελικά, το Μάρτη του '44, δίπλα στη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη, γεννήθηκε και η πρώτη Λαϊκή Κυβέρνηση, η κυβέρνηση των βουνών, η γνωστή ως Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) . Τον Απρίλη δε του ίδιου έτους, σε όλα τα χωριά και τις πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας, ακόμη και στην κατεχόμενη σε ορισμένο βαθμό, πραγματοποιήθηκαν εκλογές - στις οποίες, μάλιστα, ψήφισαν για πρώτη φορά και οι γυναίκες - από τις οποίες αναδείχτηκαν 180 εθνικοσύμβουλοι. Ετσι, ο λαός, με το όπλο στο χέρι, δηλαδή πραγματικά ελεύθερος και ανεξάρτητος, απέκτησε τη δικιά του κυβέρνηση και τους δικούς του αντιπροσώπους.

Ομως, ορισμένες λαθεμένες επιλογές των ηγεσιών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ ανέκοψαν και υπονόμευσαν τις προοπτικές, που ανοίγονταν από αυτές τις εξελίξεις. Σωστά επιδιώχθηκε η μεγαλύτερη ενότητα και συνεννόηση με τον παλιό πολιτικό κόσμο και τα αστικά κόμματα για την από κοινού αντιμετώπιση των κατοχικών δυνάμεων. Λάθος, όμως, ήταν οι απαράδεκτες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, που έγιναν στην επιδίωξη αυτού του σκοπού. Πολύ περισσότερο, που πολλοί από τους αστούς πολιτικούς και τα κόμματα δεν αντιπροσώπευαν πλέον τίποτε στη χώρα και λειτουργούσαν ως εμπροσθοφυλακή της εγγλέζικης ιμπεριαλιστικής πολιτικής του "διαίρει και βασίλευε". Το ΕΑΜικό κίνημα, αν και είχε με το μέρος του τη λαϊκή πλειοψηφία, σύρθηκε μόνο του στο δόκανο των εχθρών του, τους παραχώρησε εξουσία που κατείχε και που αυτοί δεν είχαν - και δεν μπορούσαν αλλιώς να αποκτήσουν - και αρκέστηκε στην ελπίδα, κάνοντας την επιθυμία πραγματικότητα, ότι μετά την απελευθέρωση το ελληνικό ζήτημα θα έπαιρνε το δρόμο του, ως διά μαγείας και μέσω δημοκρατικών εκλογών. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στάσης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ οδήγησε στις Συμφωνίες του Λιβάνου, της Γκαζέρτας και - μετά τα Δεκεμβριανά - της Βάρκιζας. Αν μη τι άλλο - και πέρα από οποιεσδήποτε άλλες γνωστές και ορθές κριτικές - η πολιτική αυτή στάση ήταν επιεικώς μια εγκληματικά αφελής προσήλωση στις αστικοδημοκρατικές δοξασίες, που ουδέποτε επέδειξαν οι ίδιοι οι οπαδοί και οι πολιτικοί εκφραστές της αστικής δημοκρατίας. Ισα - ίσα που τα αστικά κόμματα - και οι ξένοι προστάτες τους - απέδειξαν στη συνέχεια πως τα θέσφατα της αστικής δημοκρατίας - όπως, π.χ., η διά των εκλογών έκφραση της λαϊκής βούλησης - δεν υπάρχουν για να λύνουν τα πολιτικά προβλήματα της χώρας. Αυτά τα λύνει - όπως τα λύνει - ο συσχετισμός δύναμης και η με κάθε πρόσφορο μέσο ταξική πάλη, ενώ οι εκλογές έρχονται, για να επιβεβαιώσουν και να δώσουν τυπική έκφραση στην όποια λύση έχει ήδη δοθεί.

Οι εκλογές στις Συμφωνίες Λιβάνου και Βάρκιζας

Στο Σύμφωνο του Λιβάνου, το θέμα των εκλογών αντιμετωπίστηκε γενικά, αν και φραστικά τού αποδόθηκε - όπως και στο δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού προβλήματος - επείγοντας χαρακτήρας. Στο πέμπτο κεφάλαιο του Συμφώνου, αναφέρεται: "Η λαϊκή ετυμηγορία επείγει διά την Ελλάδα, διότι δεν έχομεν ούτε λαοπρόβλητον κυβέρνησιν, ούτε οριστικόν πολίτευμα" ("Επίσημα κείμενα ΚΚΕ", Εκδόσεις ΣΕ, τόμος 5ος, σελ. 400).

Επίσης ο Γ. Παπανδρέου, μιλώντας - στις 18/10/44, στην πλατεία Συντάγματος, στη μεγάλη λαϊκή συγκέντρωση για την απελευθέρωση - ως πρόεδρος της κυβέρνησης "Εθνικής Ενότητας" - τόνισε για τις εκλογές και το δημοψήφισμα: "Η κυβέρνησις της Εθνικής Ενώσεως έχει απόφασιν να χωρίσει εις την ταχυτέραν δυνατήν ενέργειαν και δημοψηφίσματος και εκλογών Συντακτικής Συνελεύσεως, καθώς και δημοτικών και κοινοτικών εκλογών... Δεν ημπορούμεν να προχωρούμε με τα τεκμήρια του παλαιού παρελθόντος, τα οποία ευλόγως τίθενται υπό αμφισβήτηση. Το έθνος χρειάζεται οριστικόν πολίτευμα και λαοπρόβλητον κυβέρνησιν, ώστε ν' αναληφθή μετά σταθερότητας η προσπάθεια της μεγάλης δημιουργίας του μέλλοντος" ("Ντοκουμέντα της Αντίστασης", Εκδόσεις ΠΟΝΤΙΚΙ, σελ. 238).

Βέβαια, τα αστικά κόμματα και οι Αγγλοι δε βιάζονταν να προχωρήσουν σε εκλογικές διαδικασίες και δεν είχαν καμιά πρόθεση να μπουν σε τέτοιες περιπέτειες πριν καταφέρουν να αφοπλίσουν και να τσακίσουν το ΕΑΜικό και το λαϊκό, γενικότερα, κίνημα, πράγμα που σήμαινε πρωτίστως τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Η επιδίωξή τους αυτή, όπως ήταν επόμενο, οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη του '44. Τριάντα τρεις μέρες κράτησε η μάχη της Αθήνας, με πρώτο αποτέλεσμα την ήττα του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα και τελικό τη Συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία - εκτός των άλλων - ο Λαϊκός Στρατός αφοπλίστηκε εξ ολοκλήρου και διαλύθηκε. Τελικά, βέβαια, η νίκη της αντίδρασης - αν και δεν είχε προέλθει μέσω των όπλων - ήταν πολλαπλάσια της αρχικής. Αλλά και μετά από αυτή την εξέλιξη, οι εκλογές και το δημοψήφισμα έμειναν διακήρυξη στα χαρτιά.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε για το θέμα - στο άρθρο 9 - ότι: "Το ταχύτερον δυνατόν, πάντως δε εντός του τρέχοντος έτους, θα διεξαχθή εν πάση ελευθερία και γνησιότητα το δημοψήφισμα, το οποίο θα τερματίσει οριστικώς το πολιτειακόν ζήτημα, υποτασσομένων των πάντων εις την απόφασιν του λαού. Θα επακολουθήσουν δε ως τάχιστα και εκλογαί Συνταχτικής Συνελεύσεως διά την κατάρτισιν του νέου Συντάγματος της χώρας" ("Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ", τόμος 5ος, σελ. 415 - 416).

Οι Εγγλέζοι, όμως, και οι ντόπιοι εντολοδόχοι τους γνώριζαν καλά ότι δεν είχαν ξεμπερδέψει με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, ότι το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, ότι η νίκη που πέτυχαν με τη Βάρκιζα δεν τους έδινε την πλειοψηφία ή την ανοχή του ελληνικού λαού. Ετσι συνέχισαν μονομερώς τον πόλεμο, εντείνοντας την πολιτική των διώξεων κατά των λαϊκών αγωνιστών, ενισχύοντας ανοιχτά τρομοκρατικές ομάδες που συγκροτούσαν φασιστικά στοιχεία, ακροδεξιές οργανώσεις και πρώην συνεργάτες των Γερμανών, ασκώντας μέσω αυτών των οργανώσεων και του κράτους τρομοκρατία κατά των λαϊκών δυνάμεων, με τελικό στόχο την οριστική συντριβή του ΕΑΜικού - κομμουνιστικού - δημοκρατικού κινήματος.

Πριν δούμε, όμως, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, οφείλουμε να σταθούμε λίγο στις κυβερνητικές μεταβολές που γνώρισε η χώρα από την απελευθέρωση και ως τις εκλογές του '46, έχοντας κατά νου ότι κυβέρνησαν τον τόπο, επί δύο σχεδόν χρόνια, μια σειρά κυβερνήσεις, από τις οποίες - εκτός ορισμένων εξαιρέσεων και για σύντομο χρονικό διάστημα - καμιά, ουσιαστικά, δεν είχε τη λαϊκή έγκριση, είτε με την πραγματική είτε με την αστικοδημοκρατική έννοια του όρου.